Language of document : ECLI:EU:T:2011:419

Υπόθεση T-18/10

Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 – Εμπόριο προϊόντων φώκιας – Απαγόρευση εισαγωγής και πωλήσεως – Εξαίρεση υπέρ των κοινοτήτων Ιnuit – Εφαρμογή του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Έννοια της “κανονιστικής πράξεως” – Πράξη μη αφορώσα άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννοια της κανονιστικής πράξεως κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προϋποθέσεις που τα αφορούν άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Αντίθεση προς την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Πράξεις των οργάνων – Νομική φύση – Νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις – Κριτήρια διακρίσεως – Διαδικασία εκδόσεως πράξεως

(Άρθρο 251 ΕΚ· άρθρα 289 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ και 294 ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κανονισμός 1007/2009 περί εμπορίας προϊόντων φώκιας

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.      Ο όρος «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να νοηθεί ότι αφορά κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων. Κατά συνέπεια, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικώς εφόσον η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

Πράγματι, πρώτον, καίτοι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει μια καινοτομία σε σχέση με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη ΕΚ ως προς την πρόσβαση στον δικαστή της Ένωσης, καθόσον, εφεξής, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα και δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, η έννοια της «κανονιστικής πράξεως» δεν ορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ. Συναφώς, η διάταξη αυτή, καίτοι παραλείπει τον όρο «απόφαση», προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα αυτή δεν αφορά το σύνολο των πράξεων γενικής ισχύος, αλλά πιο περιορισμένη κατηγορία αυτών, ήτοι τις κανονιστικές πράξεις. Συνάγεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το πρώτο του εδάφιο, προβλέπει ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεων των οποίων είναι αποδέκτης, καθώς και, αφενός, κατά των γενικής ισχύος, νομοθετικών ή κανονιστικών, αποφάσεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά και, αφετέρου, κατά ορισμένων πράξεων γενικής ισχύος, ήτοι κανονιστικών πράξεων, που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνεται από τη διαδικασία που οδήγησε στη θέσπιση αυτής της διατάξεως, η οποία ανάγεται στο σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη, από όπου προκύπτει ότι αυτή η διατύπωση προβλέπει τη δυνατότητα διακρίσεως μεταξύ των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, διατηρώντας συσταλτική προσέγγιση όσον αφορά τις προσφυγές ιδιωτών κατά νομοθετικών πράξεων.

Τρίτον, σκοπός του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Έτσι, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως παραμένουν πιο περιοριστικές σε σχέση με την περίπτωση προσφυγής κατά κανονιστικής πράξεως.

(βλ. σκέψεις 39, 42-43, 45, 49-50, 56)

2.      Όσον αφορά το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, χωρίς να υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του, να ερμηνεύει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ιδιώτης μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά κανονισμού, κατά τρόπο που καταλήγει να παρακάμπτει τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δε ακόμη και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

(βλ. σκέψη 51)

3.      Προκύπτει από το άρθρο 289, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ ότι οι νομικές πράξεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ, η οποία καλείται «συνήθης νομοθετική διαδικασία», συνιστούν νομοθετικές πράξεις. Δεδομένου ότι η στο άρθρο 294 ΣΛΕΕ οριζόμενη διαδικασία επαναλαμβάνει κατ’ ουσία την οριζόμενη στο άρθρο 251 ΕΚ, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στη Συνθήκη ΛΕΕ κατηγοριών νομικών πράξεων, κανονισμός ο οποίος εκδίδεται βάσει του άρθρου 95 ΕΚ κατά τη διαδικασία της συναποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 251 ΕΚ, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως νομοθετική πράξη.

Περαιτέρω, καίτοι, κατά πάγια νομολογία, το κριτήριο που διακρίνει έναν κανονισμό από μια απόφαση πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη ισχύ της επίμαχης πράξεως, η νομολογία αυτή έχει ειδικότερα ως αντικείμενο τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Σκοπός της διατάξεως αυτής ήταν, ιδίως, να εμποδίζει τα όργανα της Ένωσης να αποκλείουν, με την απλή επιλογή της μορφής του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγή κατ’ αποφάσεως που τους αφορά άμεσα και ατομικά και να διασαφηνίσει έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξεως.

Πάντως, εφόσον το κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεως γενικής ισχύος και ατομικής πράξεως πρέπει να αναζητείται στην ενδεχόμενη γενική ισχύ της επίμαχης πράξεως, ο χαρακτηρισμός της ως νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ στηρίζεται στο κριτήριο της, νομοθετικής ή μη, διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοσή της.

(βλ. σκέψεις 59-61, 63-65)

4.      Η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού φυσικού ή νομικού προσώπου από πράξη γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία πρέπει να πληρούται προκειμένου να κριθεί παραδεκτή προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής, προϋποθέτει ότι, πρώτον, η προσβαλλόμενη πράξη της Ένωσης παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως των προσώπων αυτών και, δεύτερον, δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων.

Όσον αφορά προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από ιδιώτες κατά του κανονισμού 1007/2009 περί εμπορίας προϊόντων φώκιας, καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατά τον κανονισμό αυτό γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δραστηριότητα προσώπων που παρεμβαίνουν σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο αυτής της διαθέσεως στην αγορά, γεγονός παραμένει ότι αυτές οι επιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέουν άμεσα από αυτόν. Όσον αφορά τα προϊόντα που δύναται να υπαχθούν στο καθεστώς εξαιρέσεως από την κατά τον κανονισμό αυτό γενική απαγόρευση, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να τον εφαρμόσουν χωρίς εκτελεστικά μέτρα οριζόμενα με εκτελεστικό κανονισμό, τα οποία πρέπει ειδικότερα να ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η διάθεση στην αγορά των προϊόντων αυτών. Μια τέτοια διάταξη δεν συνιστά, επομένως, ολοκληρωμένη ρύθμιση η οποία αρκεί καθεαυτή, χωρίς να απαιτείται εκτελεστική διάταξη, με αποτέλεσμα να μπορεί να αφορά άμεσα ιδιώτες.

Όσον αφορά το ζήτημα αν ο κανονισμός αυτός αφορά ατομικώς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά τρόπο ώστε να μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα πρόσωπα αυτά εμπίπτουν, εκτός της γενικής απαγορεύσεως, στην εξαίρεση που αφορά τα επίμαχα προϊόντα, τούτο δεν αρκεί για να τους εξατομικεύσει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 71, 75, 78, 92)