Language of document : ECLI:EU:C:2012:637

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 18ης Οκτωβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑543/10

Refcomp SpA

κατά

Axa Corporate Solutions Assurance SA,

Axa France IARD,
Emerson Network Power,
Climaveneta SpA

[αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001– Ερμηνεία του άρθρου 23 – Ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του κατασκευαστή και του αρχικού αγοραστή προϊόντος – Σύμβαση αποτελούσα μέρος διαδοχικών συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ συμβαλλομένων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη – Δυνατότητα επικλήσεως της εν λόγω ρήτρας έναντι του μεταγοραστή του οικείου προϊόντος και του ασφαλιστή που υπεισήλθε στα δικαιώματά του – Ενδεχόμενες επιπτώσεις της μη εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού επί της ευθείας κατά του κατασκευαστή αγωγής του μεταγοραστή»





I –    Εισαγωγή

1.        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2).

2.        Η εν λόγω αίτηση εντάσσεται στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιον γαλλικού δικαστηρίου διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας έγινε επίκληση της ρήτρας απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε ιταλικό δικαστήριο η οποία περιλαμβανόταν στη σύμβαση πωλήσεως που είχε συναφθεί μεταξύ του κατασκευαστή των επίδικων προϊόντων, ο οποίος εδρεύει στην Ιταλία, και του αρχικού αγοραστή των προϊόντων αυτών, ο οποίος εδρεύει επίσης στην Ιταλία, από τον εν λόγω κατασκευαστή έναντι Γάλλου μεταγοραστή και του, επίσης Γάλλου, ασφαλιστή του, ο οποίος υπεισήλθε στα δικαιώματα του μεταγοραστή. Η σημασία του νομικού διακυβεύματος της υποθέσεως βαίνει πέραν της συγκεκριμένης περιπτώσεως, διότι είναι σύνηθες οι παράγοντες του διεθνούς εμπορίου να χρησιμοποιούν συμφωνίες παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας.

3.        Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 επιτρέπει, και σε καταφατική περίπτωση υπό ποιες προϋποθέσεις, ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενη σε αρχική σύμβαση να μεταβιβάζεται αυτομάτως επί συμβάσεων οι οποίες καταρτίζονται διαδοχικώς μεταξύ επιχειρηματιών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν, προκειμένου να καθοριστεί εάν είναι δυνατή η επίκληση συμφωνιών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι τρίτων οι οποίοι δεν έχουν συναινέσει σε αυτές, επιβάλλεται να γίνει παραπομπή στο εθνικό εφαρμοστέο δίκαιο, όπως έχει δεχθεί με τη νομολογία του περί επεκτάσεως των αποτελεσμάτων αντίστοιχης ρήτρας ενσωματωμένης σε φορτωτική σε τρίτο κομιστή της φορτωτικής (4), ή εάν πρέπει εν προκειμένω να διατυπώσει αυτοτελή ουσιαστικό κανόνα, όπως πρότεινε προσφάτως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο των εργασιών αναδιατυπώσεως του κανονισμού 44/2001 (5).

4.        Η απόφαση περί παραπομπής συσχετίζει επίσης την εν λόγω προβληματική με την απόφαση Handte (6), η οποία αφορά την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (7) (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Δεδομένου ότι με την ανωτέρω απόφαση επισημάνθηκε ότι, στο πλαίσιο της ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως, ο νομικός δεσμός που συνδέει τον κατασκευαστή με τον μεταγοραστή δεν είναι συμβατικής φύσεως, το Cour de cassation διερωτάται εάν η νομολογία αυτή ασκεί επιρροή επί της δυνατότητας επικλήσεως έναντι του δευτέρου από τους εν λόγω επιχειρηματίες ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία έχει προσυπογράψει μόνον ο πρώτος εξ αυτών.

II – Το νομικό πλαίσιο

5.        Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «[ο]ι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα […]».

6.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II υπό τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», ορίζει ότι, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.

7.        Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 7 του κεφαλαίου II σχετικά με την «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», ορίζει τα εξής:

«Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί:

α)      είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση·

β)      είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις·

γ)      είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8.        Η εταιρία SNC Doumer (στο εξής: Doumer) εκτέλεσε εργασίες ανακαινίσεως κτιριακού συγκροτήματος στην Courbevoie (Γαλλία), ενόσω ήταν ασφαλισμένη στην εταιρία Axa Corporate Solutions Assurance SA (στο εξής: Axa Corporate), η οποία εδρεύει στο Παρίσι (Γαλλία).

9.        Στο πλαίσιο των εν λόγω εργασιών εγκαταστάθηκαν μονάδες κλιματισμού εξοπλισμένες η καθεμία με σειρά συμπιεστών. Οι συμπιεστές αυτοί:

–        κατασκευάστηκαν από την εταιρία Refcomp SpA (στο εξής: Refcomp), η οποία εδρεύει στην Ιταλία,

–        αγοράστηκαν και συναρμολογήθηκαν από την εταιρία Climaveneta SpA (στο εξής: Climaveneta), η οποία εδρεύει επίσης στην Ιταλία,

–        και στη συνέχεια παραδόθηκαν στην Doumer από την εταιρία Liebert, στα δικαιώματα της οποίας έχει πλέον υπεισέλθει η εταιρία Emerson Network Power (στο εξής: Emerson), ασφαλισμένη στην εταιρία Axa France IARD (στο εξής: Axa France), εταιρίες των οποίων οι έδρες ευρίσκονται στη Γαλλία.

10.      Στο εγκατασταθέν σύστημα κλιματισμού εμφανίστηκαν δυσλειτουργίες. Από την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε προέκυψε ότι οι εν λόγω δυσλειτουργίες οφείλονταν σε κατασκευαστικό ελάττωμα των συμπιεστών.

11.      Υπεισελθούσα στα δικαιώματα της Doumer, στην οποία κατέβαλε αποζημίωση καθόσον ήταν ασφαλισμένη της, η Axa Corporate άσκησε ενώπιον του tribunal de grande instance de Paris αγωγή κατά της κατασκευάστριας εταιρίας Refcomp, της εταιρίας συναρμολογήσεως Climaveneta και της προμηθεύτριας εταιρίας Emerson, ζητώντας από αυτές την καταβολή αποζημιώσεως εις ολόκληρον λόγω του οικείου ελαττώματος.

12.      Οι δυο εναγόμενες ιταλικές εταιρίες έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη διεθνή δικαιοδοσία του tribunal de grande instance de Paris, επικαλούμενες, η μεν Climaveneta, ρήτρα διαιτησίας περιεχόμενη στη σύμβαση διανομής που τη συνέδεε με την εταιρία Emerson, η δε Refcomp, ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε ιταλικό δικαστήριο, περιεχόμενη στους γενικούς όρους της συμβάσεως πωλήσεως η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της ίδιας και της Climaveneta.

13.      Με διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 2007 ο επιληφθείς της υποθέσεως δικαστής του tribunal de grande instance de Paris απέρριψε τις ενστάσεις ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβαλαν η Climaveneta και η Refcomp. Οι εταιρίες αυτές άσκησαν έφεση κατά της οικείας διατάξεως.

14.      Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008 το cour d’appel de Paris μεταρρύθμισε την εφεσιβληθείσα διάταξη κατά το μέρος που απέρριψε την ένσταση της Climaveneta. Αποφάνθηκε ότι το tribunal de grande instance de Paris δεν ήταν αρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω εταιρίας με το σκεπτικό ότι, επί διαδοχικών συμβάσεων περί μεταβιβάσεως κυριότητας, η ρήτρα διαιτησίας μεταβιβάζεται αυτομάτως ως παρεπόμενη του δικαιώματος ασκήσεως αγωγής που είναι και το ίδιο παρεπόμενο του μεταβιβαζομένου ουσιαστικού δικαιώματος, χωρίς να είναι κρίσιμος ο ομοιογενής ή ετερογενής χαρακτήρας των διαδοχικών συμβάσεων.

15.      Αντιθέτως, το cour d’appel de Paris επικύρωσε την απόρριψη της ενστάσεως ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβαλε η Refcomp. Αιτιολόγησε την απόφασή του επισημαίνοντας ότι οι κανόνες περί ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεων οι οποίοι τίθενται με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν έχουν εφαρμογή σε διαφορές μεταξύ του μεταγοραστή προϊόντος και του κατασκευαστή ο οποίος δεν πώλησε το προϊόν σε αυτόν, καθόσον οι διαφορές αυτές αποτελούν διαφορές εξ αδικοπραξίας, οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, διευκρίνισε δε παράλληλα ότι, εφόσον η αγωγή δεν είχε συμβατικό έρεισμα, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 23 του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που είχε συνομολογήσει ο κατασκευαστής του επίδικου προϊόντος με ενδιάμεσο πωλητή δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον ασφαλιστή που υποκατέστησε στα δικαιώματα τον μεταγοραστή του εν λόγω προϊόντος και ότι το επιληφθέν γαλλικό δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία βάσει του τόπου επελεύσεως της ζημίας.

16.      Κατά της εν λόγω αποφάσεως του cour d’appel de Paris ασκήθηκε κύρια αίτηση αναιρέσεως από τη Refcomp και παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως από την Emerson.

17.      Με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010 το Cour de cassation απέρριψε την εν λόγω παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως, αλλά, όσον αφορά την κύρια αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Refcomp, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Παράγει τα αποτελέσματά της έναντι του μεταγοραστή η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που συνομολογήθηκε, επί διαδοχικών κοινοτικών συμβάσεων, μεταξύ του κατασκευαστή προϊόντος και του αγοραστή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού [44/2001], και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις;

2)      Παράγει η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας τα αποτελέσματά της έναντι του μεταγοραστή και των ασφαλιστών του που υπεισήλθαν στη θέση του, έστω και αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού [44/2001] δεν έχει εφαρμογή στην αγωγή του μεταγοραστή κατά του κατασκευαστή, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Handte, της 17ης Ιουνίου 1992;»

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Refcomp, η Axa Corporate και η Emerson, η Γαλλική, η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

19.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαΐου 2012, εκπροσωπήθηκαν η Refcomp, η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

IV – Ανάλυση

 Α       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

20.      Με τα προπαρατεθέντα δυο προδικαστικά ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της μεταβιβάσεως ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαδοχικών συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ συμβαλλομένων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη και, ειδικότερα, επί των εννόμων αποτελεσμάτων που παράγει τέτοια ρήτρα έναντι μεταγοραστή (8) ο οποίος δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση στην οποία περιέχεται η εν λόγω ρήτρα και ο οποίος δεν έχει εκδηλώσει προφανώς τη συναίνεσή του σε αυτή υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 (9).

21.      Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιλαμβάνει ρητή συναφή αιτιολογία, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι τα ερωτήματα του γαλλικού Cour de cassation απορρέουν από τα ακόλουθα πραγματικά στοιχεία.

22.      Αφενός, το πρόβλημα που τίθεται εν προκειμένω συνδέεται με την ύπαρξη συγκεκριμένου εθνικού κανόνα δικαίου και ειδικότερα με τη νομική θεωρία κατά την οποία, μολονότι οι συμβάσεις παράγουν κατά κανόνα σχετικά αποτελέσματα, καθόσον δεσμεύουν μόνον τους συμβαλλόμενους που τις έχουν υπογράψει, εντούτοις, επί μεταβιβάσεως κυριότητας, προβλέπεται εξαίρεση από την αρχή αυτή, καθόσον η κυριότητα μεταβιβάζεται σε κάθε διαδοχικό αποκτώντα του επίμαχου πράγματος μαζί με όλα τα παρεπόμενα της κυριότητας δικαιώματα. Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, ο μεταγοραστής προϊόντος μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του πωλητή με τον οποίο συναλλάχθηκε ή κατά οποιουδήποτε ενδιάμεσου πωλητή του προϊόντος αυτού ή ακόμη ευθέως κατά του κατασκευαστή του οικείου προϊόντος.

23.      Αφετέρου, όσον αφορά τη δυνατότητα συστηματικής μεταβιβάσεως, επί διαδοχικών ευρωπαϊκών συμβάσεων περί μεταβιβάσεως κυριότητας, της ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση, ως παρεπόμενης του δικαιώματος ασκήσεως αγωγής εκ συμβάσεως που είναι και το ίδιο παρεπόμενο του μεταβιβαζομένου δικαιώματος κυριότητας, στη γαλλική θεωρία απαντούν τρεις τάσεις σκέψεως, οι οποίες στηρίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου (10):

–        κατά ορισμένους συγγραφείς, η εν λόγω ρήτρα μπορεί σε κάθε περίπτωση να αντιταχθεί στον μεταγοραστή του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής, παρά το γεγονός ότι αυτός δεν είναι συμβαλλόμενος στην οικεία σύμβαση και, επομένως, δεν έχει προσυπογράψει τη ρήτρα,

–        κατ’ άλλους συγγραφείς, αντιθέτως, η ρήτρα αυτή ουδέποτε μπορεί να μεταβιβασθεί επί τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων,

–        ορισμένοι συγγραφείς πάντως προκρίνουν μια ενδιάμεση οδό, κατά την οποία η εν λόγω ρήτρα μπορεί να μεταβιβασθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, ήτοι όταν οι διαδοχικοί αγοραστές υπεισέρχονται εξ ολοκλήρου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού αγοραστή.

24.      Η εν λόγω προβληματική δεν προσιδιάζει μόνο στο γαλλικό δίκαιο, δεδομένου ότι το ίδιο πλάσμα δικαίου απαντά και στις έννομες τάξεις ορισμένων άλλων κρατών μελών (11). Επιπλέον, το διακύβευμα της παρούσας υποθέσεως έχει όχι μόνον θεωρητικό αλλά και οικονομικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως θα έχει δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο, δεδομένου ότι, στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, είναι αρκετά σύνηθες να συνομολογούνται ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας (12) και επομένως είναι πολύ πιθανόν οι ρήτρες αυτές να εντάσσονται σε διαδοχικές συμβάσεις περί μεταβιβάσεως κυριότητας συνδεόμενες με το έδαφος διαφόρων κρατών μελών.

25.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σε σχέση με τα αποτελέσματα ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία εντάσσεται σε «διαδοχικές κοινοτικές συμβάσεις», με δεδομένο ότι οι επιχειρηματίες που μετέχουν στις επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης διαδοχικές συμβάσεις είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ως προς την περίπτωση στην οποία η οικεία ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Βάσει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, αρκεί, κατ’ αρχήν, τουλάχιστον ένας από τους διαδίκους της διαφοράς, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, να έχει να έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους της Ένωσης (13), όπως όντως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

26.      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως αναφέρονται σε «ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας», ενώ οι διατάξεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 διέπουν δυο είδη «συμφωνιών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας», καταλαμβάνοντας τόσο τις ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις και αφορούν μελλοντικές διαφορές όσο και τις συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίες συνάπτονται εκτός του πλαισίου αυτού, οσάκις έχει ήδη ανακύψει διαφορά (14). Παρά το διττό περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου πεδίου της αιτήσεως που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και του ειδικού αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, φρονώ ότι οι απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να επικεντρωθούν στη συγκεκριμένη πτυχή και, επομένως, να αναφερθούν μόνον στις «ρήτρες» απονομής δικαιοδοσίας οι οποίες περιλαμβάνονται σε συμβάσεις με ισχύ για το μέλλον.

27.      Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο, χρησιμοποιώντας γενική διατύπωση, ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με τα έννομα «αποτελέσματα» που παράγει ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι μεταγοραστή, εντούτοις το περιεχόμενο της απαντήσεως που προτείνω στο Δικαστήριο με τις ανά χείρας προτάσεις περιορίζεται στο ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής τέτοιας ρήτρας εις βάρος του εν λόγω τρίτου, χωρίς να εξετάζεται η περίπτωση επικλήσεως της εν λόγω ρήτρας υπέρ αυτού (15). Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα υπό το πρίσμα αυτό δεν θα χρησιμεύσει στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της οικείας διαφοράς. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί μόνον όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι μεταγοραστή και όχι ως προς τα λοιπά δυνητικά αποτελέσματα της ρήτρας αυτής.

28.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία απαντήσεως που περιλαμβάνονται στη νομολογία σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύουν και σε σχέση με τον κανονισμό 44/2001, στον βαθμό που οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού τις οποίες αφορά η αίτηση για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος έχουν κατ’ ουσίαν ισοδύναμο περιεχόμενο με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (16). Εν προκειμένω, οι διατάξεις του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι εν γένει ανάλογες προς εκείνες του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, μολονότι υφίστανται μεταξύ τους ορισμένες διαφορές. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των εν λόγω διατάξεων, οι διαφορές αυτές δεν επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των στοιχείων που είναι πρόσφορα για την απάντηση στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

 Β       Επί της ενδεχόμενης δεσμευτικής ισχύος ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιεχόμενης σε αρχική σύμβαση πωλήσεως έναντι του μεταγοραστή προϊόντος

29.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν, κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, ο κατασκευαστής προϊόντος, ο οποίος, επί διαδοχικών συμβάσεων, είναι συμβαλλόμενος στην αρχική σύμβαση στην οποία περιλαμβανόταν ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, μπορεί να επικαλεσθεί βασίμως την εν λόγω ρήτρα προκειμένου να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου το οποίο επελήφθη της αγωγής που άσκησε εις βάρος του ο μεταγοραστής του προϊόντος, ο οποίος, μολονότι τρίτος προς την οικεία σύμβαση, προβάλλει πλημμελή εκπλήρωση της συμβάσεως αυτής από τον εναγόμενο, στην περίπτωση που καθένας από αυτούς είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό κράτος μέλος.

30.      Οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία διατύπωσαν διαφορετικές προτάσεις απαντήσεως στο εν λόγω ερώτημα. Αντιθέτως προς τη Refcomp, η Axa Corporate και η Emerson υποστηρίζουν ότι η δυνατότητα μεταβιβάσεως ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας προς τον μεταγοραστή αποκλείεται τελείως στο πλαίσιο αυτό. Αντιθέτως, η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση δέχονται ότι ρήτρα συνομολογηθείσα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 παράγει αποτελέσματα έναντι του μεταγοραστή προϊόντος, οσάκις ο εν λόγω τρίτος έχει υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός εκ των συμβαλλομένων στην αρχική σύμβαση δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η εν λόγω ρήτρα μπορεί να αντιταχθεί στον μεταγοραστή προϊόντος μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο ίδιος έχει συναινέσει στη ρήτρα αυτή σύμφωνα με τις επιταγές του οικείου άρθρου, ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.

1.      Επί της σκοπιμότητας της θεσπίσεως ουσιαστικού ερμηνευτικού κανόνα

31.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποίησε διαφορετικούς όρους κατά τη διατύπωσή της, η κεντρική προβληματική επί της οποίας στηρίζεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως προκύπτει από τις θέσεις που υιοθέτησαν οι προαναφερθέντες μετέχοντες στη διαδικασία, αφορά το εάν το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει ερμηνεία του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 η οποία θα αποτελεί συνάρτηση των εθνικού δικαίου διατάξεων που είναι ικανές να ρυθμίσουν την επίδικη σχέση ή η οποία θα ισχύει ανεξαρτήτως του περιεχομένου των διατάξεων αυτών.

32.      Η προσφυγή στη δεύτερη αυτή μέθοδο εν προκειμένω προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο οφείλει να ορίσει εάν, οσάκις το εν λόγω άρθρο 23 έχει εφαρμογή, είναι δυνατή η επίκληση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι τρίτου υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, χωρίς να αναφερθεί στα αποτελέσματα που ενδέχεται να αποδοθούν στην επίμαχη έννομη σχέση βάσει του δικαίου μεμονωμένων κρατών μελών (17).

33.      Κατά τη γνώμη μου, η προτίμηση της θεσπίσεως ουσιαστικού κανόνα ο οποίος θα έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι διασφαλίζει την αποτελεσματικότερη λειτουργία των σχετικών με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνων που προβλέπονται στον κανονισμό 44/2001. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητά του και η ομοιόμορφη εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, οι περιεχόμενες στον εν λόγω κανονισμό έννοιες δεν πρέπει να ερμηνεύονται με απλή παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του άλλου κράτους, αλλά αυτοτελώς, σε συνάρτηση κυρίως με το σύστημα και τους σκοπούς του νομοθετήματος (18). Φρονώ ότι η εν λόγω μέθοδος ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 πρέπει να κατευθύνει το Δικαστήριο όχι μόνον όταν προβαίνει απλώς στον ορισμό λέξεων, εκφράσεων ή εννοιών που περιέχονται σε αυτόν, αλλά και όταν καλείται να προσδιορίσει το αντικείμενο ή το πεδίο εφαρμογής των οικείων διατάξεων (19).

34.      Εν προκειμένω, εάν λαμβανόταν υπόψη το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή στην επίμαχη έννομη σχέση, στο υπό εξέταση ζήτημα της δυνατότητας μεταβιβάσεως ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας θα έπρεπε να δοθεί απάντηση η οποία δεν θα είναι ενιαία, αλλά θα μεταβάλλεται σε συνάρτηση προς τις διαπιστωθείσες αποκλίνουσες μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών προσεγγίσεις σχετικά με τη νομική φύση της σχέσεως που συνδέει τον κατασκευαστή προϊόντος με τον μεταγοραστή του προϊόντος αυτού (20), καθώς και με το ειδικό ζήτημα της επεκτάσεως σε τρίτο των αποτελεσμάτων ρήτρας στην οποία αυτός δεν έχει συναινέσει.

35.      Επιπροσθέτως, η διατύπωση ουσιαστικού κανόνα εκ μέρους του Δικαστηρίου θα διευκόλυνε το έργο των δικαστηρίων των κρατών μελών. Δεδομένου ότι ο κανονισμός για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (21) δεν περιέχει καμία ρύθμιση σχετικά με το κύρος και τα αποτελέσματα των ρητρών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, η τυχόν παραπομπή στο εθνικό δίκαιο θα συνεπαγόταν την υποχρέωση των εν λόγω δικαστηρίων να εξακριβώσουν βάσει ποιας έννομης τάξεως πρέπει να ρυθμιστούν τα ζητήματα αυτά. Μολονότι το ποιο δίκαιο έχει εφαρμογή και από ποιο χρονικό σημείο αποτελεί, ασφαλώς, σύνηθες πρόβλημα, όταν γίνεται επίκληση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε κατάσταση η οποία ενέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εντούτοις, επί διαδοχικών συμβάσεων, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, η προσφυγή στους κανόνες συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη δυσχέρεια, διότι είναι πολυάριθμες οι νομοθεσίες οι οποίες ενδέχεται να έχουν εφαρμογή (22).

36.      Θα ήταν επίσης προς το συμφέρον των δύο διαδίκων της διαφοράς να πληροφορηθούν αμέσως εάν ένα δικαστήριο έχει ή όχι διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία περιέχεται σε συμφωνία μη υπογραφείσα από τον ενάγοντα, χωρίς να εξαρτώνται από την αβέβαιη έκβαση της τυχόν παραπομπής στις διαφορετικές ρυθμίσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη. Κατά τη γνώμη μου, ενδείκνυται να προκριθεί μια ερμηνεία του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 η οποία θα διασφαλίζει ότι ο καθορισμός του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία δεν θα εξαρτάται από αβέβαιες και τυχαίες περιστάσεις, σκοπό τον οποίο επικροτεί εν γένει το Δικαστήριο (23).

37.      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, καθόσον με τον κανονισμό 44/2001 εγκαταλείφθηκε η μέθοδος της εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που είχε υιοθετηθεί με την απόφαση Industrie Tessili Italiana Como (24), στο πλαίσιο εύλογης μέριμνας περί απλουστεύσεως της διαδικασίας (25), ελάχιστα θα συμβιβαζόταν με την εξέλιξη την οποία επιδίωκε με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης της Ένωσης η επανεισαγωγή ερμηνείας στηριζόμενης στην εν λόγω μέθοδο.

38.      Ομοίως, αναφερόμενο επακριβώς στο ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως στο πλαίσιο των εν εξελίξει εργασιών αναδιατυπώσεως του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, το Κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της θεσπίσεως ενός ουσιαστικού κανόνα ο οποίος θα θέτει, χωρίς καμία παραπομπή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, προϋποθέσεις οι οποίες θα περιορίζουν τη δυνατότητα επικλήσεως των συμφωνιών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που διέπονται από το εν λόγω άρθρο έναντι τρίτων οι οποίοι δεν συνήνεσαν ρητώς σε αυτές, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου προσβολής του δικαιώματος των προσώπων αυτών να έχουν πλήρη πρόσβαση στη δικαιοσύνη (26). Προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση.

2.      Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001

39.      Όπως προκύπτει από το γράμμα του, το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 καθορίζει τις διαδικαστικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ισχύος των συμφωνιών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που διέπει, αλλά δεν ρυθμίζει πλήρως το πεδίο εφαρμογής και τα αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει ποια πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν «μέρη» τέτοιας συμφωνίας, ούτε εάν είναι δυνατή η μεταβίβαση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που έχει συνομολογηθεί μεταξύ των μερών ορισμένης συμβάσεως προς τα μέρη άλλης συμβάσεως, ως παρεπόμενης της κυριότητας προϊόντος (27).

40.      Το μόνο ρητό στοιχείο που περιέχει η ισχύουσα σήμερα πράξη όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα των ρητρών παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ότι η διεθνής δικαιοδοσία των υποδειχθέντων από τα μέρη δικαστηρίων είναι αποκλειστική (28). Εντούτοις, το στοιχείο αυτό ουδόλως επηρεάζει την ενδεχόμενη δεσμευτική ισχύ των εν λόγω ρητρών έναντι τρίτων.

41.      Από απόψεως ορολογίας, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την περίπτωση στην οποία «τα μέρη […] συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο […] θα δικάζ[ει] τις διαφορές που έχουν προκύψει» (η υπογράμμιση δική μου), το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 απαιτεί να έχει καταρτιστεί μεταξύ αυτών «συμφωνία» επιλογής δικαστηρίου. Μολονότι ο σεβασμός της αυτονομίας της βουλήσεως των διαδίκων επί διαφοράς δικαιολογεί την υπόδειξη από αυτούς δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, όπως αναφέρεται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του, εντούτοις πρέπει επιπλέον η βούληση να εκδικαστεί η διαφορά τους από το οικείο δικαστήριο να διατυπώνεται σαφώς τόσο εκ μέρους του ενάγοντος όσο και εκ μέρους του εναγομένου.

42.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο σχετικά με την αντίστοιχη διάταξη της Συμβάσεως των Βρυξελλών (29), από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι η απόδειξη της υπάρξεως συναινέσεως των μερών στα οποία αντιτάσσεται ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας συνιστά βασική προϋπόθεση ισχύος της ρήτρας αυτής. Εξ αυτού συνάγεται ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να εξετάσει ειδικώς εάν το πρόσωπο έναντι του οποίου γίνεται επίκληση της ρήτρας αυτής έχει παράσχει νομοτύπως τη συναίνεσή του.

43.      Το Δικαστήριο έχει όντως δεχθεί ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι προσώπου που δεν συνήνεσε τυπικώς σε αυτήν, αλλά μόνον υπό ειδικές περιστάσεις, ιδίως με αποφάσεις σχετικές με φορτωτικές, στις οποίες θα επανέλθω κατωτέρω. Μολονότι, όπως υποστηρίζει η Refcomp, το Δικαστήριο όντως έκρινε ότι η έγκριση τέτοιου είδους ρήτρας ενδέχεται να αποτελεί συνέπεια της προσχωρήσεως στο καταστατικό εταιρίας (30), εντούτοις είναι σαφές ότι εν προκειμένω ουδόλως συντρέχει τέτοια περίπτωση. Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης την ύπαρξη τέτοιων αποτελεσμάτων με αποφάσεις επί ασφαλιστικών υποθέσεων, αλλά μόνον υπέρ τρίτου (31) και στηριζόμενο στο γεγονός ότι ο εν λόγω τρίτος είχε καταστεί δικαιούχος σε σύμβαση υπέρ τρίτου, καθώς και στον σκοπό προστασίας του ασθενέστερου διαδίκου (32) τον οποίο υπηρετούν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεως (33). Κανένας παρόμοιος μηχανισμός ή σκοπός δεν απαντά στα δεδομένα της παρούσας υποθέσεως (34).

44.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 προϋποθέτει ότι η συμφωνία παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας εντάσσεται στο πλαίσιο «συγκεκριμένης έννομης σχέσεως». Δεδομένου ότι οι παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω κανονισμού καθορίστηκαν περιοριστικώς από τον νομοθέτη της Ένωσης, συνάγεται ότι το περιεχόμενο ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δεν μπορεί να είναι υπέρμετρα ευρύ (35). Εντούτοις, όπως επισήμανε η Axa Corporate, στην περίπτωση διαδοχικών ευρωπαϊκών συμβάσεων, όπως αυτών που συνδέουν τον κατασκευαστή προϊόντος με τον μεταγοραστή, δεν υφίσταται μία «συγκεκριμένη έννομη σχέση», αλλά περισσότερες σχέσεις στο πλαίσιο των οποίων «οι συμβατικές υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ποικίλλουν από σύμβαση σε σύμβαση», όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (36).

3.      Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001

45.      Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία πρέπει να εξετάζονται και υπό το πρίσμα των σκοπών που υπαγόρευσαν τη θέσπισή τους, τούτο δε ισχύει ιδίως για τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001 (37).

46.      Από την όγδοη και τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι αυτός τείνει να ευνοεί τους μηχανισμούς απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίοι επιτρέπουν την ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού δεσμού μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου το οποίο πρέπει να αποφανθεί. Εντούτοις, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αμφιβάλλω ότι θα ήταν σύμφωνο προς τον σκοπό αυτό το να δεσμεύει ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας όχι μόνον τα μέρη που τη συνομολόγησαν αλλά και τρίτους. Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 επιτρέπει στα μέρη τέτοιας συμφωνίας να επιλέξουν δικαστήριο το οποίο εδρεύει σε τόπο απομακρυσμένο σε σχέση με το πραγματικό επίκεντρο της διαφοράς (38), επί παραδείγματι για λόγους ουδετερότητας, και το οποίο ενδέχεται να διαθέτει περιορισμένη δυνατότητα να διατάξει τη λήψη μέτρων όπως η πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τα ελαττώματα των επίδικων προϊόντων. Εντούτοις, όταν η εν λόγω συμφωνία αντιτάσσεται σε τρίτο, ο οποίος δεν μετέσχε καθ’ υπόθεση στην επιλογή αυτή και του οποίου τα συμφέροντα ενδέχεται να εντοπίζονται σε διαφορετικό κράτος μέλος απ’ ό,τι εκείνα μερών της συμφωνίας, ο προαναφερθείς κίνδυνος που ενέχει η απομάκρυνση από το επίκεντρο της διαφοράς δεν αναλαμβάνεται ελευθέρως. Επιπλέον, ο εν λόγω κίνδυνος ενισχύεται στο πλαίσιο διαδοχικών ευρωπαϊκών συμβάσεων, δεδομένου ότι αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των συμβάσεων που μεσολαβούν μεταξύ εκείνης στην οποία περιέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας και εκείνης που συνήφθη από τον μεταγοραστή που προβάλλει την ύπαρξη κατασκευαστικού ελαττώματος.

47.      Άλλο θεμελιώδη σκοπό του κανονισμού 44/2001 συνιστά η ενοποίηση των διαφορετικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στα κράτη μέλη της Ένωσης. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι απαραίτητο, αφενός, να θεσπιστούν «κοινοί κανόνες δικαιοδοσίας», όπως προβλέπεται στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, αλλά και, αφετέρου, να εξαγγελθούν αρχές ερμηνείας των εν λόγω κανόνων οι οποίες θα διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων αυτών από όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών. Όσον αφορά τις ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που εμπίπτουν στο άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001, η επίτευξη του σκοπού αυτού δεν μπορεί να διασφαλιστεί επαρκώς, οσάκις το περιεχόμενο των ρητρών αυτών και ιδίως η δυνατότητα επικλήσεώς τους έναντι τρίτων ρυθμίζονται όχι βάσει αρχής συναγόμενης από στερεότυπο ουσιαστικό κανόνα, αλλά με παραπομπή στις διάφορες έννομες τάξεις των κρατών μελών.

48.      Ο κανονισμός 44/2001 επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει ορισμένο βαθμό προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως επισημαίνεται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του (39), και επομένως την ασφάλεια δικαίου ενός εκάστου των διαδίκων επί διαφοράς (40), ιδίως όταν έχουν συνομολογηθεί ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας.

49.      Κατά τη γνώμη μου, το κριτήριο της ασφάλειας δικαίου των διαδίκων δεν είναι ευχερές να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση, διότι αυτό που είναι προβλέψιμο για τον εναγόμενο δεν είναι απαραιτήτως προβλέψιμο για τον ενάγοντα, και αντιστρόφως. Αφενός, ο εναγόμενος Ιταλός κατασκευαστής περιέλαβε ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στους γενικούς όρους της συμβάσεως πωλήσεως που κατήρτισε, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να προβλέψει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα μπορούσε να εναχθεί σε σχέση με τη σύμβαση που συνήψε με τον Ιταλό αρχικό αγοραστή των επίδικων προϊόντων. Αφετέρου, ο Γάλλος μεταγοραστής δεν υπέγραψε τη σύμβαση που περιείχε αυτή τη ρήτρα και ήταν εύλογο να αγνοεί την ύπαρξή της πριν γίνει επίκληση της ρήτρας αυτής εις βάρος του στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με αντικείμενο προϊόντα τα οποία εγκαταστάθηκαν στο γαλλικό έδαφος.

50.      Έστω και εάν η απαίτηση περί προβλεψιμότητας ερμηνευθεί κατά τρόπο γενικότερο και αντικειμενικότερο, ήτοι ανεξαρτήτως της οπτικής γωνίας των διαδίκων της διαφοράς (41), πρέπει να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η τυχόν υιοθέτηση της μεθόδου εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως δικαίων, αντί της θεσπίσεως ουσιαστικού κανόνα, θα έθιγε τη συμμόρφωση προς την επιταγή αυτή. Συγκεκριμένα, η μέθοδος αυτή θα αποτελούσε πηγή, αφενός, επιπλοκών, λόγω του ότι θα ήταν δυσχερές να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο επί ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, και, αφετέρου, ανασφάλειας, λαμβανομένων υπόψη των αποκλινουσών ερμηνειών που θα συνάγονταν από το εφαρμοστέο σε κάθε περίπτωση εθνικό δίκαιο (42).

51.      Τέλος, όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 αυτόν καθεαυτόν, επισημαίνεται ότι συνίσταται στο να επιτρέπεται η απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας σε δικαστήρια διαφορετικά από εκείνα που είναι κατ’ αρχήν αρμόδια να αποφανθούν βάσει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού (43). Δεδομένου ότι η εν λόγω παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία στηρίζεται αποκλειστικώς στη βούληση των μερών, έχει χαρακτήρα παρεκκλίσεως (44), η διαπίστωση αυτή πρέπει να συνεπάγεται τη συσταλτική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (45). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης, γενικότερα, ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, οι οποίοι εισάγουν εξαίρεση από τη γενική αρχή, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να περιορίζεται στις περιπτώσεις που παραθέτει ρητώς ο κανονισμός 44/2001 (46). Εξ αυτού συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι οι εν λόγω ρήτρες μπορούν να παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι τρίτων μόνον στις προβλεπόμενες από τον κανονισμό 44/2001 και οριοθετημένες από τη νομολογία του Δικαστηρίου περιπτώσεις, οπότε μπορούν να δεσμεύουν τρίτους μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος συνήνεσε στην οικεία ρήτρα υπό προϋποθέσεις σύμφωνες με εκείνες που καθορίζονται στο οικείο άρθρο.

4.      Επί της διαφορετικής ερμηνείας που αντλείται από προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου

52.      Μολονότι στο σκεπτικό της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου δεν περιλαμβάνεται σχετική μνεία, από τις παρατηρήσεις της Refcomp προκύπτει ότι η εταιρία αυτή στηρίζει την ένστασή της περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, κυρίως, σε σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου οι οποίες εκδόθηκαν επί υποθέσεων σχετικών με συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς. Όπως προκύπτει από τις εν λόγω αποφάσεις, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιεχόμενη σε φορτωτική, η οποία εκδόθηκε προς ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του μεταφορέα και του φορτωτή και στη συνέχεια μεταβιβάσθηκε από τον φορτωτή σε τρίτο κομιστή, μεταβιβάζεται στη σχέση μεταξύ του μεταφορέα και του τρίτου κομιστή της φορτωτικής, χωρίς να απαιτείται το επιληφθέν δικαστήριο να ελέγξει εάν ο τρίτος κομιστής έχει προσυπογράψει τη ρήτρα, εφόσον αυτός διαδέχθηκε τον φορτωτή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που είναι εφαρμοστέο δυνάμει των κανόνων συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το οικείο επιληφθέν δικαστήριο (47). Η Refcomp, όπως και η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, συνάγουν από τη νομολογία αυτή την ύπαρξη γενικού κανόνα κατά τον οποίο η δυνατότητα μεταβιβάσεως τέτοιας ρήτρας είναι παρεπόμενη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων τις οποίες αφορά η ρήτρα αυτή.

53.      Εντούτοις, θεωρώ, όπως και η Axa Corporate, η Emerson, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Λαμβάνοντας και πάλι υπόψη τον εξαιρετικό χαρακτήρα της διεθνούς δικαιοδοσίας που θεμελιώνεται σε ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας και την αυστηρή προσέγγιση που πρέπει να ακολουθείται κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 (48), θεωρώ ότι η εν λόγω νομολογία δεν μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις μη εμπίπτουσες στον ειδικό τομέα των φορτωτικών, στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκε αυτή. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά ευθεία αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη σε διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, στο πλαίσιο των οποίων η κυριότητα του προϊόντος μεταβιβάσθηκε από τον έναν αγοραστή στον άλλο, και όχι τριπρόσωπη σχέση εκ φορτωτικής της οποίας η νομική φύση είναι όλως ιδιαίτερη.

54.      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η φορτωτική αποτελεί αξιόγραφο εκδιδόμενο από θαλάσσιο μεταφορέα με αντισυμβαλλόμενο αποστολέα εμπορευμάτων, ο οποίος αποκαλείται «φορτωτής», με το οποίο παρέχεται βεβαίωση για τη φόρτωση του εν λόγω εμπορεύματος και αναλαμβάνεται υποχρέωση παραδόσεως του εμπορεύματος αυτού με την επίδειξη του οικείου εγγράφου. Στο εν λόγω έγγραφο περιέχονται, μεταξύ άλλων, οι γενικοί όροι της συμβάσεως μεταφοράς που συνήφθη μεταξύ των εν λόγω μερών, στους οποίους ενδέχεται να περιλαμβάνεται ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Στις περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών μελών, οι οποίες περιέχουν συγκλίνουσες ρυθμίσεις ως προς το ζήτημα αυτό, η φορτωτική αποτελεί επίσης διαπραγματεύσιμο και δεκτικό οπισθογραφήσεως τίτλο που επιτρέπει στον κύριο των εμπορευμάτων να τα μεταβιβάσει, ενόσω διαρκεί η μεταφορά τους, σε αγοραστή ο οποίος, αποκτώντας τη φορτωτική, καθίσταται παραλήπτης των εμπορευμάτων και διαδέχεται τον φορτωτή σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι του μεταφορέα. Θεωρώ ότι, μολονότι ο κομιστής του οπισθογραφημένου τίτλου αποτελεί τρίτο σε σχέση με την αρχική σύμβαση μεταφοράς, ο οποίος δεν την έχει συνάψει, λογίζεται ότι προσχωρεί στο ουσιώδες περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής, στο οποίο εμπίπτουν και οι ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, εφόσον το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι αυτός διαδέχεται τον φορτωτή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.

55.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, η αγορά προϊόντος δεν συνεπάγεται μεταβίβαση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων ενός εκ των συμβαλλομένων στην αρχική σύμβαση υπέρ και εις βάρος τρίτου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση υποκαταστάσεως του εν λόγω προσώπου στη θέση του μεταβιβάζοντος. Αντιθέτως προς τον τρίτο κομιστή φορτωτικής, ο μεταγοραστής προϊόντος, ο οποίος υπέγραψε χωριστή σύμβαση, δεν εντάσσεται κατ’ ουσίαν στην αρχική έννομη σχέση, έστω και εάν σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, όπως στη γαλλική, του παρέχεται το δικαίωμα ασκήσεως ευθείας κατά του κατασκευαστή αγωγής αποζημιώσεως. Κατά τη γνώμη μου, καθόσον ο μεταγοραστής παραμένει τρίτος ως προς τη σύμβαση στην οποία περιέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς οφείλει να εξετάσει ειδικώς εάν αυτός προσχώρησε όντως στην εν λόγω ρήτρα που προβλέφθηκε από τον κατασκευαστή υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται με τον κανονισμό 44/2001.

56.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία συνομολογήθηκε μεταξύ του κατασκευαστή προϊόντος και ενός από τους αγοραστές του προϊόντος αυτού και εμπίπτει στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του μεταγοραστή του οικείου προϊόντος ο οποίος δεν μετέχει στη σύμβαση που περιέχει τη ρήτρα αυτή ούτε έναντι του ασφαλιστή ο οποίος υπεισήλθε στα δικαιώματα του μεταγοραστή (49), εκτός εάν αποδειχθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνήνεσε στη ρήτρα αυτή σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω άρθρου.

57.      Ο ουσιαστικός κανόνας που προτείνω στο Δικαστήριο να διαπλάσει συνάδει με την αρχή ότι οι συμβάσεις δεσμεύουν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη, η οποία ισχύει στις περισσότερες εθνικές έννομες τάξεις. Επιπλέον, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τις εν εξελίξει εργασίες αναδιατυπώσεως του κανονισμού 44/2001, οι οποίες αφορούν μεταξύ άλλων το άρθρο 23 και οι οποίες εκτέθηκαν ανωτέρω (50).

58.      Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω προτάσεως αρνητικής απαντήσεως, παρέλκει κατά τη γνώμη μου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος με το οποίο ζητείται, επικουρικώς, να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ρήτρα αυτή ισχύει αυτομάτως έναντι τρίτου στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων, δεδομένου ότι η ύπαρξη έγκυρης συναινέσεως του τρίτου στη ρήτρα αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το καθοριστικό κριτήριο για τη δυνατότητα επικλήσεως αυτής.

 Γ       Επί των ενδεχομένων επιπτώσεων της εξωσυμβατικής φύσεως της ευθείας κατά του κατασκευαστή αγωγής αποζημιώσεως που άσκησε ο μεταγοραστής

59.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά την επιρροή που ασκεί, σε σχέση με τα έννομα αποτελέσματα που παράγει ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η θέση που έλαβε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Handte. Μολονότι με την απόφαση περί παραπομπής δεν προσδιορίζεται η σχέση που υφίσταται μεταξύ της εν λόγω προβληματικής και εκείνης που προεκτέθηκε, θεωρώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των όρων που χρησιμοποίησε το Cour de cassation κατά τη διατύπωσή του (51), το δεύτερο ερώτημα τέθηκε κατά κύριο λόγο αναφορικά με το ενδεχόμενο να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, αντιθέτως προς ό,τι προτείνω.

60.      Κατά την εν λόγω απόφαση (52), ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας ως προς «διαφορές εκ συμβάσεως» που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, δεν έχει εφαρμογή επί της ευθείας κατά του κατασκευαστή αγωγής που άσκησε ο μεταγοραστής εμπορεύματος λόγω των ελαττωμάτων του ή της ακαταλληλότητας του για τη χρήση για την οποία προορίζεται. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι η εν λόγω αγωγή απορρέει από «ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, αμφότερων των εν λόγω κειμένων (53), διατάξεως βάσει της οποίας διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός.

61.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι τρίτων συνδέεται στενά με εκείνο της νομικής φύσεως της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ του τρίτου και ενός εκ των μερών της συμβάσεως στην οποία περιέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι η ανυπαρξία συμβατικού δεσμού μεταξύ του μεταγοραστή και του κατασκευαστή προϊόντος, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Handte, συνεπάγεται ότι η ρήτρα αυτή δεν έχει «συμφωνηθεί» μεταξύ αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Η Emerson υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο χαρακτηρισμός της αγωγής που ασκήθηκε από τον μεταγοραστή κατά του κατασκευαστή προϊόντος ως αγωγής εξ αδικοπραξίας, ο οποίος έγινε δεκτός από το Δικαστήριο, έχει ως αναγκαία συνέπεια την αδυναμία επικλήσεως παρόμοιας ρήτρας έναντι του μεταγοραστή.

62.      Αντιθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι από το προαναφερθέν περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως Handte δεν προκύπτει ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Ομοίως, η Refcomp, καθώς και η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν την άποψη ότι το ζήτημα της συμβατικής ή εξωσυμβατικής φύσεως της ευθείας αγωγής του μεταγοραστή διακρίνεται νομικώς από το ζήτημα των αποτελεσμάτων που παράγει ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι του προσώπου αυτού.

63.      Προσωπικώς, φρονώ ότι δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος, καθόσον, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός της έννοιας των διαφορών εκ συμβάσεως που περιέχεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Handte, δεν ασκεί επιρροή στην ερμηνεία του άρθρου 23 του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η πρώτη από τις οικείες διατάξεις θεσπίζει κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας που έχουν εφαρμογή σε τέτοιου είδους διαφορές, χωρίς ουδόλως να ρυθμίζει τα έννομα αποτελέσματα που παράγει έναντι τρίτων ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία περιέχεται σε σύμβαση. Εντούτοις, η διαφορά της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο εν προκειμένω αφορά αποκλειστικώς τη δεύτερη αυτή προβληματική, ως προς την οποία ουδόλως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως Handte. Επιπλέον, κανένα στοιχείο του σκεπτικού της εν λόγω αποφάσεως δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η συλλογιστική της μπορεί να εφαρμοστεί, κατ’ επέκταση ή κατ’ αναλογία, και στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

64.      Εντούτοις, εάν το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να απαντήσει στο ερώτημα που τέθηκε, θεωρώ ότι ουδόλως θα ήταν λογικό να γίνει δεκτό:

–        αφενός ότι, όπως κρίθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Handte, η αγωγή που ασκήθηκε από μεταγοραστή προϊόντος κατά του κατασκευαστή στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων δεν έχει συμβατική βάση κατά το δίκαιο της Ένωσης, λόγω του ότι δεν υφίσταται καμία ελευθέρως αναληφθείσα δέσμευση (54) μεταξύ των δύο μερών,

–        και αφετέρου ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία προβλέφθηκε στο πλαίσιο έννομης σχέσεως συμβατικής φύσεως, μπορεί να αντιταχθεί στον μεταγοραστή προϊόντος, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η ρήτρα αυτή μεταβιβάσθηκε αυτομάτως στις εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις ως παρεπόμενη του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος, από τον κατασκευαστή του προϊόντος, ο οποίος εντούτοις θα έπρεπε, δυνάμει της εν λόγω αποφάσεως, να εναχθεί ο ίδιος εξ αδικοπραξίας.

65.      Ομολογώ ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001 και των εθνικού δικαίου ουσιαστικών κανόνων των οποίων έγινε επίκληση στη διαφορά της κύριας δίκης ενδέχεται να προκύψει μια κάπως παράδοξη κατάσταση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέφθηκε από τον κατασκευαστή των επίδικων προϊόντων δεν μπορεί να αντιταχθεί στον μεταγοραστή ο οποίος δεν παρέσχε τη συναίνεσή του σε αυτή σύμφωνα με το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού, κατά την έννοια που προτείνω να δοθεί σε αυτό από το Δικαστήριο, ο εν λόγω κατασκευαστής, αφενός, θα αμυνθεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει την κατοικία του, του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία θεμελιώνεται στις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που έχουν εφαρμογή σε διαφορές εξ αδικοπραξίας, και όχι σε διαφορές εκ συμβάσεων, όπως έγινε δεκτό με την προπαρατεθείσα απόφαση Handte, ενώ, αφετέρου, θα αντιταχθεί σε αγωγή με την οποία ζητείται κατ’ ουσίαν να του καταλογισθεί συμβατική, και όχι αδικοπρακτική, ευθύνη κατά το γαλλικό δίκαιο.

V –    Πρόταση

66.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Cour de cassation ως εξής:

«Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενη σε σύμβαση πωλήσεως, η οποία συνήφθη μεταξύ του κατασκευαστή και του αρχικού αγοραστή προϊόντος και αποτελεί μέρος διαδοχικών συμβάσεων μεταξύ συμβαλλομένων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη, δεν μπορεί να αντιταχθεί στον μεταγοραστή του εν λόγω προϊόντος ούτε στον ασφαλιστή που υπεισήλθε στα δικαιώματα του μεταγοραστή, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω τρίτος εκδήλωσε σαφώς τη συναίνεσή του στη ρήτρα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο οικείο άρθρο.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.


3 – Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, ο όρος «κράτος μέλος» παραπέμπει, στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας.


4 – Αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1984, 71/83, Russ (Συλλογή 1984, σ. 2417), της 16ης Μαρτίου 1999, C‑159/97, Castelletti (Συλλογή 1999, σ. I‑1597), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, C‑387/98, Coreck (Συλλογή 2000, σ. I‑9337).


5 – Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 [2009/2140(INI), P7_TA(2010)0304, αιτιολογική σκέψη ΙΕ και σημείο 13].


6 – Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, C‑26/91 (Συλλογή 1992, σ. I‑3967).


7–      ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, όπως τροποποιήθηκε από τις διαδοχικές συμβάσεις περί της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών στην εν λόγω σύμβαση.


8 – Διευκρινίζεται ότι, μολονότι στη διαφορά της κύριας δίκης ασκήθηκε αγωγή κατά του κατασκευαστή προϊόντος από ασφαλιστή ο οποίος υπεισήλθε στα δικαιώματα του μεταγοραστή, εντούτοις η εν λόγω νομική κατάσταση είναι αντίστοιχη προς εκείνη στην οποία ενάγων είναι ο ίδιος ο μεταγοραστής.


9 – Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αποκλειστικώς τις διατάξεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, οι οποίες έχουν γενικό χαρακτήρα. Δεν αναφέρεται στους ειδικούς κανόνες του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τις ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνονται σε συμβάσεις στις οποίες ένας εκ των συμβαλλομένων είναι αδύναμος, ήτοι στους κανόνες περί ασφαλιστικών συμβάσεων (άρθρα 13 και 14), συμβάσεων καταναλωτών (άρθρο 17) ή συμβάσεων εργασίας (άρθρο 21).


10 – Επί του πλαισίου αυτού, βλ. τα χωρία της γνώμης που υπέβαλε στο Cour de cassation ο εισηγητής γενικός εισαγγελέας P. Chevalier στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, δημοσιευθέντα στη μελέτη «Transmission des clauses de compétence dans les chaînes communautaires de contrats: la CJUE va pouvoir trancher», JCP έκδ. G, 2010, αριθ. 52, σ. 2438, ο οποίος επισημαίνει ότι «από τη συνδυασμένη εξέταση των [προπαρατεθεισών] αποφάσεων Handte και Russ προκύπτουν δύο αναλύσεις όσον αφορά το νομικό καθεστώς που έχει εφαρμογή σε σχέση με [τη] μεταβίβαση στον μεταγοραστή ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας επί [τέτοιων] διαδοχικών συμβάσεων» και παραθέτει τις αποκλίνουσες απόψεις που απαντούν στη γαλλική θεωρία.


11 – Στα σημεία 18 επ. των προτάσεων που διατύπωσε στις 8 Απριλίου 1992 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Handte, ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs επισήμανε ότι, εκείνη τη χρονική περίοδο, η ευθεία κατά του κατασκευαστή αγωγή του μεταγοραστή προϊόντος χαρακτηριζόταν ως αγωγή εκ συμβάσεως μόνο στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο.


12 – Σε έγγραφο εργασίας της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2010, υπό τον τίτλο «Σύνοψη της ανάλυσης αντικτύπου. Έγγραφο που συνοδεύει την πρόταση κανονισμού για την αναδιατύπωση του κανονισμού αριθ. 44/2001», επισημαίνεται ότι «[η] μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων της ΕΕ που αναπτύσσουν διασυνοριακές εμπορικές δραστηριότητες κάνουν χρήση των συμφωνιών παρέκτασης της δικαιοδοσίας (περίπου το 70 % του συνόλου των επιχειρήσεων και το 90 % των μεγάλων επιχειρήσεων)» [SEC(2010) 1548 τελικό, σημείο 2.3.1].


13 – Επισημαίνεται ότι, εντούτοις, τα πράγματα θα έχουν άλλως όταν τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση της Χάγης για τις συμφωνίες παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας, η οποία συνήφθη στις 30 Ιουνίου 2005 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 2005, της οποίας το κείμενο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο www.hcch.net), δεδομένου ότι, από το εν λόγω χρονικό σημείο, προκειμένου οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 να υπερισχύουν εκείνων της Συμβάσεως, θα πρέπει όλοι οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι να είναι κάτοικοι της Ένωσης. Η υπογραφή της εν λόγω συμβάσεως, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εγκρίθηκε με την απόφαση 2009/397/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 133, σ. 1).


14 – Η συμφωνία απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να αφορά «διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν».


15 – Τούτο ενδέχεται να συμβεί όταν τρίτος υποστηρίζει ότι η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας θα μπορούσε να τον ευνοήσει, επί παραδείγματι υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του υποδειχθέντος δικαστηρίου ή του δικαίου που έχει εφαρμογή σύμφωνα με τους κανόνες συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το δικαστήριο αυτό.


16 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑509/09 και C‑161/10, eDate Advertising και Martinez (Συλλογή 2011, σ. Ι‑10269, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 – Η Σύμβαση της Χάγης του 2005 δεν ρυθμίζει τη δυνατότητα επικλήσεως της εν λόγω ρήτρας έναντι τρίτων. Στη σχετική με την εν λόγω σύμβαση επεξηγηματική έκθεση, οι Hartley, T., και Dogauchi, M., κλίνουν υπέρ της υιοθέτησης της μεθόδου η οποία παρέχει δυνατότητα αντιτάξεως τέτοιας ρήτρας (βλ. σημείο 97: «Εφόσον οι αρχικοί συμβαλλόμενοι έχουν συνάψει συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, η συμφωνία αυτή δύναται να δεσμεύει τρίτους οι οποίοι δεν συνήνεσαν ρητώς σε αυτήν, οσάκις η ικανότητά τους να κινήσουν διαδικασία εξαρτάται από το εάν έχουν υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός εκ των αρχικών συμβαλλομένων. Το εάν συμβαίνει αυτό καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου.», καθώς και σημεία 142, 143 και 294).


18 – Βλ., ιδίως, σημείο 44 των προτάσεων που διατύπωσα στην υπόθεση C‑133/11, Folien Fischer και Fofitec (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου), καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


19 – Επομένως, ο νομικός χαρακτηρισμός της έννοιας «συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού ενδέχεται να ασκήσει επιρροή στον προσδιορισμό των εννόμων αποτελεσμάτων τέτοιας συμφωνίας, όπως συνάγεται από την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C‑214/89, Powell Duffryn (Συλλογή 1992, σ. I‑1745, σκέψεις 11 επ.).


20 – Βλ. σημεία 18 επ. των προπαρατεθεισών προτάσεων που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Handte.


21 – Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 , σ. 6). Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του εν λόγω κανονισμού αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του τις συμφωνίες επιλογής δικαστηρίου.


22 – Το δίκαιο του κράτους μέλους όπου εδρεύει το επιληφθέν δικαστήριο, το δίκαιο του κράτους μέλους όπου εδρεύει το δικαστήριο που υποδεικνύει η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το δίκαιο που διέπει την αρχική σύμβαση η οποία περιέχει την οικεία ρήτρα ή ακόμη το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που συνήφθη από τον τρίτο έναντι του οποίου γίνεται επίκληση της ρήτρας (όπως προτείνει η Ισπανική Κυβέρνηση).


23 – Βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, C‑51/97, Réunion européenne κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑6511, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


24 – Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, 12/76 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 533).


25 – Βλ. την πρόταση της Επιτροπής η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 44/2001, στην οποία επισημαίνεται ότι «[η] εναλλακτική δικαιοδοσία του άρθρου 5-1, σχετικά με τις διαφορές εκ συμβάσεως τροποποιήθηκε. Εφεξής, ο τόπος εκτέλεσης της υποχρέωσης που χρησιμεύει ως βάση για την αίτηση καθορίζεται αυτόνομα σε δύο υποθετικές περιπτώσεις συμβάσεων, στις περιπτώσεις πώλησης εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών. Η λύση αυτή αποφεύγει την παραπομπή στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους, το δικαστήριο του οποίου έχει επιληφθεί της υπόθεσης» [COM(1999) 348 τελικό, σημείο 4.2].


26 –      Προπαρατεθέν ψήφισμα 2009/2140(INI) (αιτιολογική σκέψη ΙΕ και σημείο 13).


27 – Δεδομένου ότι στην εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνεται ορισμός της έννοιας «μέρη» που περιέχεται σε αυτή, μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ότι η εν λόγω έννοια καταλαμβάνει είτε τους συμβαλλόμενους συμφωνίας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας είτε τους διαδίκους ένδικης διαφοράς.


28 – Αυτό σημαίνει ότι απαγορεύεται να επιληφθούν της υποθέσεως τα δικαστήρια που, ελλείψει τέτοιας ρήτρας, θα είχαν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού 44/2001, εκτός εάν οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει άλλως.


29 – Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τύπος που επιβάλλει το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι υφίσταται πράγματι συμφωνία μεταξύ των μερών ως προς την επιλογή δικαστηρίου. Βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑106/95, MSG (Συλλογή 1997, σ. I‑911, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30 – Με την προπαρατεθείσα απόφαση Powell Duffryn κρίθηκε ότι ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενη στο καταστατικό εταιρίας μπορεί να αντιταχθεί σε όλους τους μετόχους, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω καταστατικό πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση και ότι, καθιστάμενος μέτοχος εταιρίας, ο μέτοχος συναινεί να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων του καταστατικού της, ακόμη και αν δεν συμφωνεί με ορισμένες από τις εν λόγω διατάξεις.


31 – Μολονότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τρίτος φορέας δικαιωμάτων που απορρέουν από σύμβαση ασφαλίσεως συναφθείσα μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί να επικαλεσθεί παρόμοια ρήτρα η οποία περιέχεται στην εν λόγω σύμβαση, έστω και εάν δεν την προσυπέγραψε (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, 201/82, Gerling Konzern Speziale Kreditversicherung κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2503), εντούτοις απέκλεισε τη δυνατότητα να αντιταχθεί η εν λόγω ρήτρα σε τρίτο δικαιούχο ο οποίος δεν συναίνεσε σε αυτή (απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, C‑112/03, Société financière et industrielle du Peloux, Συλλογή 2005, σ. I‑3707).


32 – Βλ., συναφώς, συγκεφαλαίωση στη σκέψη 23 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Russ.


33 – Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 επιτρέπει ρητώς την επίκληση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ όχι μόνον του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου, αλλά και του δικαιούχου της ασφαλίσεως, ακόμη και εάν αυτός δεν μετέχει στη σύμβαση.


34 – Ομοίως, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 καθορίζει τα αποτελέσματα ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι του ιδρυτή εμπιστεύματος (trust), του θεματοφύλακα (trustee) ή του δικαιούχου εμπιστεύματος, χωρίς να διακρίνει αναλόγως του εάν πρόκειται για τους μετέχοντες στη διαχείριση του εμπιστεύματος ή τους αρχικούς δικαιούχους αυτού. Κατά τη γνώμη μου, ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως αφορά ειδικώς το εμπίστευμα και δεν μπορεί να επεκταθεί στις σχέσεις μεταξύ του κατασκευαστή και του μεταγοραστή προϊόντος.


35 – Ως εκ τούτου, η εν λόγω ρήτρα δεν πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο τόσο γενικό ώστε να περιλαμβάνει όλες τις διαφορές που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ των μερών, ανεξαρτήτως του αντικειμένου των συμβάσεων που ενδέχεται να συναφθούν μεταξύ τους.


36 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Handte (σκέψη 17).


37 – Βλ., μεταξύ άλλων, πρόσφατη απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑154/11, Mahamdia (σκέψεις 60 επ.).


38 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Castelletti (σκέψεις 46 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όπου υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο αντιστοιχεί στο εν λόγω άρθρο 23, αγνοεί κάθε αντικειμενικό στοιχείο συναφείας μεταξύ της επίδικης σχέσεως και του υποδειχθέντος δικαστηρίου.


39 – Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη ορίζεται ότι «[ο]ι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας […]».


40 – Απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C‑533/07, Falco Privatstiftung και Rabitsch (Συλλογή 2009, σ. I‑3327, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


41 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, σημείο 1.1 της προπαρατεθείσας προτάσεως κανονισμού COM(1999) 348 τελικό, κατά την οποία η «ασφάλεια δικαίου σε υποθέσεις διεθνούς δικαιοδοσίας» συνδέεται με την «εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».


42 – Όσον αφορά τον σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ του αυτοτελούς καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας και των σκοπών της προβλεψιμότητας και της ενοποιήσεως των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2010, C‑19/09, Wood Floor Solutions Andreas Domberger (Συλλογή 2010, σ. I‑2121, σκέψη 23).


43 – Βάσει των γενικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001 ή των κανόνων ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα επόμενα τμήματα του εν λόγω κανονισμού.


44 – Στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ότι «η αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου [...] πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου [...] η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα» (η υπογράμμιση δική μου).


45 – Βλ., όσον αφορά το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1976, 24/76, Estasis Salotti di Colzani (Συλλογή τόμος 1976, σ. 653, σκέψη 7), και 25/76, Galeries Segoura (Συλλογή τόμος 1976, σ. 669, σκέψη 6).


46 – Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑347/08, Vorarlberger Gebietskrankenkasse (Συλλογή 2009, σ. I‑8661, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


47 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Russ (σκέψεις 24 επ.), Castelletti (σκέψεις 41 επ.), καθώς και Coreck (σκέψεις 23 έως 27 και 30).


48 – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Estasis Salotti di Colzani και Galeries Segoura.


49 – Μολονότι το ζήτημα των αποτελεσμάτων που παράγει ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας έναντι του υποκαταστήσαντα ασφαλιστή, ο οποίος εν προκειμένω υπεισήλθε στα δικαιώματα τρίτου και όχι μέρους της αρχικής συμβάσεως, προβάλλεται από το αιτούν δικαστήριο το πρώτον με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, εντούτοις αυτό θα μπορούσε στην πράξη να τεθεί με τους ίδιους όρους και στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος. Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι, οσάκις χωρεί υποκατάσταση δυνάμει της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ο ασφαλιστής ο οποίος αποζημίωσε τον μεταγοραστή υπεισέρχεται στη θέση του, με αποτέλεσμα να μπορεί κατ’ αρχήν να ασκεί όλα τα δικαιώματα του μεταγοραστή έναντι του υπευθύνου για την επέλευση της καλυπτόμενης ζημίας, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.


50 –      Επισημαίνεται ότι με το προεκτεθέν ψήφισμα 2009/2140(INI), το Κοινοβούλιο μνημονεύει ειδικώς την περίπτωση στην οποία τρίτα μέρη ενδέχεται να δεσμεύονται από ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας περιεχόμενη σε φορτωτική και προτείνει τη θέσπιση ειδικού ουσιαστικού κανόνα ως προς τις ρήτρες αυτές, ασφαλώς, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους.


51 – «Παράγει η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας τα αποτελέσματά της έναντι του μεταγοραστή και των ασφαλιστών του που υπεισήλθαν στη θέση του, έστω και αν [...];» (η υπογράμμιση δική μου).


52 – Βλ., ιδίως, σκέψεις 16 επ.


53 – Συγκεκριμένα, στην έννοια αυτή εμπίπτει κάθε αίτημα με το οποίο ζητείται να καταλογισθεί ευθύνη στον εναγόμενο και το οποίο δεν έχει συμβατική βάση. Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την αγωγή που άσκησε ο παραλήπτης εμπορευμάτων κατά προσώπου το οποίο θεωρούσε ότι ήταν ο πραγματικός μεταφορέας, προπαρατεθείσα απόφαση Réunion européenne κ.λπ. (σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


54 – Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω δέσμευση αποτελεί κριτήριο χαρακτηρισμού το οποίο χρησιμοποιεί κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο για να προσδιορίσει αυτοτελώς το περιεχόμενο της έννοιας της «διαφοράς εκ συμβάσεως» σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον κανονισμό 44/2001. Βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑27/02, Engler (Συλλογή 2005, σ. I‑481, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).