Language of document : ECLI:EU:C:2014:2171

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑400/13 και C‑408/13

Sophia Marie Nicole Sanders,

εκπροσωπούμενη από την Marianne Sanders,

κατά

David Verhaegen

[αίτηση του Amtsgericht Düsseldorf (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

και

Barbara Huber

κατά

Manfred Huber

[αίτηση του Amtsgericht Karlsruhe (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Αρμοδιότητα σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής — Άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού (EK) 4/2009 — Αγωγή κατά προσώπου έχοντος τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος — Νομοθεσία κράτους μέλους απονέμουσα στην περίπτωση αυτή αποκλειστική αρμοδιότητα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της έδρας του περιφερειακού εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του διαδίκου που κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος — Αποκλεισμός τέτοιου είδους συγκεντρώσεως των αρμοδιοτήτων»





I –    Εισαγωγή

1.        Στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν από το Amtsgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο του Ντίσελντορφ, Γερμανία) και το Amtsgericht Karlsruhe (πρωτοδικείο της Καρλσρούης, Γερμανία) αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (2).

2.        Το εν λόγω άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, είναι μία από τις διατάξεις του κανονισμού που ρυθμίζουν την κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων των κρατών μελών (3) για τα ως άνω θέματα, ορίζοντας ότι αρμόδιο είναι είτε «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου» είτε «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής», με τη διευκρίνιση ότι ο ενάγων μπορεί να επιλέξει ελευθέρως μεταξύ αυτών των βάσεων αρμοδιότητας.

3.        Οι υποθέσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο δύο διαφορών σχετικών με αγωγές επιδόματος διατροφής μεταξύ, αφενός, μίας ανήλικης και του πατέρα της και, αφετέρου, μίας έγγαμης γυναίκας και του συζύγου της. Οι εν λόγω αγωγές ασκήθηκαν, αντιστοίχως, ενώπιον του Amtsgericht (πρωτοδικείου) εκάστης των γερμανικών πόλεων όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι οικείες δικαιούχοι διατροφής. Ωστόσο, στηριζόμενα σε διάταξη που θεσπίστηκε για τη θέση σε εφαρμογή των περιπτώσεων του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 4/2009 στο γερμανικό δίκαιο, αμφότερα αυτά τα δικαστήρια αποποιήθηκαν την αρμοδιότητά του υπέρ του Amtsgericht της πόλεως όπου εδρεύει το Oberlandesgericht (περιφερειακό εφετείο) στην περιφέρεια του οποίου κατοικούν οι ως άνω ενάγουσες.

4.        Το Δικαστήριο καλείται έτσι να κρίνει αν το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτόν νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία, σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, συνεπάγεται τη συγκέντρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας ενώπιον ενός δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο στην τακτική περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο τόπος όπου έχει τη συνήθη διαμονή του ο διάδικος που κατοικεί στην εθνική επικράτεια.

5.        Μολονότι ο κανονισμός 4/2009 εφαρμόζεται από τις 18 Ιουνίου 2011 (4), το Δικαστήριο δεν είχε ποτέ έως τώρα την ευκαιρία να αποφανθεί επί της ερμηνείας των διατάξεών του (5). Επομένως, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διερευνηθεί η δυνατότητα, ή και η αναγκαιότητα, να ληφθούν υπόψη τα διδάγματα που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με άλλες ρυθμίσεις που έχουν εφαρμογή μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές υποθέσεις και, στην περίπτωση αυτή, να προσδιοριστεί κατά πόσον μια κατ’ αναλογία προσέγγιση θα ήταν πρόσφορη για την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009.

6.        Το ερώτημα αυτό ανακύπτει, ειδικότερα, αν ληφθούν υπόψη οι ομοιότητες που υφίστανται μεταξύ της διατυπώσεως του εν λόγω άρθρου και της διατυπώσεως των διατάξεων σχετικά με την αρμοδιότητα σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής οι οποίες περιέχονται στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (6) (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), καθώς και στον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (7) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι), ο οποίος αποτελεί προέκταση της ανωτέρω Συμβάσεως (8).

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α       Ο κανονισμός 4/2009

7.        Η αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 4/2009 μνημονεύει ρητώς, μεταξύ άλλων ρυθμίσεων, τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι. Η αιτιολογική του σκέψη 44 διευκρινίζει ότι ο κανονισμός αυτός τροποποιεί τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι «αντικαθιστώντας τις διατάξεις του τελευταίου που έχουν εφαρμογή σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής». Η αιτιολογική του σκέψη 15 προσθέτει ότι «[γ]ια να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δικαιούχων διατροφής και να ευνοηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να προσαρμοσθούν οι κανόνες οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία όπως απορρέουν από τον κανονισμό [Βρυξέλλες Ι] […] [ιδίως υπό την έννοια ότι] δεν θα πρέπει πλέον να προβλέπεται παραπομπή στους κανόνες δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου […]».

8.        Το άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 4/2009 προβλέπει ότι «[σ]ε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:

α)      το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή

β)      το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, […]».

 Β       Το γερμανικό δίκαιο

9.        Ο κανονισμός 4/2009 τέθηκε σε εφαρμογή στο γερμανικό δίκαιο με τον νόμο της 23ης Μαΐου 2011, σχετικά με την είσπραξη των απαιτήσεων διατροφής στο πλαίσιο των σχέσεων με τα άλλα κράτη (Auslandsunterhaltsgesetz, στο εξής: AUG) (9).

10.      Όπως ίσχυε ήδη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του νόμου αυτού, το οποίο τιτλοφορείται «Συγκέντρωση αρμοδιοτήτων· […]», προβλέπει ότι «[ό]ταν ένας διάδικος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην εθνική επικράτεια, το Amtsgericht της έδρας του Oberlandesgericht στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο εναγόμενος ή ο δικαιούχος της διατροφής είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να κρίνει τις αγωγές σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στις περιπτώσεις του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού».

III – Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Α       Η υπόθεση Sanders (C‑400/13)

11.      Στις 29 Μαΐου 2013 η ανήλικη Sophia Marie Nicole Sanders, εκπροσωπούμενη από τη μητέρα της, προσέφυγε στο Amtsgericht με έδρα το Mettmann (Γερμανία), πόλη όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή της, ζητώντας την καταβολή επιδόματος διατροφής από τον πατέρα της, D. Verhaegen, κάτοικο Βελγίου.

12.      Κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, το Amtsgericht Mettmann, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, του AUG, παρέπεμψε την υπόθεση στο Amtsgericht Düsseldorf, ως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της έδρας του περιφερειακού εφετείου στην περιφέρεια του οποίου είχε τη συνήθη διαμονή της η δικαιούχος διατροφής, ήτοι του Oberlandesgericht Düsseldorf.

13.      Ωστόσο, το Amtsgericht Düsseldorf εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την κατά τόπον αρμοδιότητά του, εκτιμώντας ότι, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να είναι εκείνο του τόπου, εντός της επικράτειας κράτους μέλους, της συνήθους διαμονής της ενάγουσας, δηλαδή εν προκειμένω το Amtsgericht Mettmann. Συνεπώς, με απόφαση που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 2013, το Amtsgericht Düsseldorf ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει το άρθρο 28, παράγραφος 1, του [AUG] στο άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού [4/2009];»

 Β       Η υπόθεση Huber (C‑408/13)

14.      Η B. Huber κίνησε διαδικασία ενώπιον του Amtsgericht που εδρεύει στο Kehl (Γερμανία), πόλη στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή της, ζητώντας να υποχρεωθεί ο σύζυγός της, M. Huber, κάτοικος Μπαρμπάντος, στην καταβολή επιδόματος διατροφής συνεπεία του χωρισμού τους.

15.      Στο πλαίσιο προκαταρκτικής διαδικασίας σχετικά με τη χορήγηση δικαστικής αρωγής, το Amtsgericht Kehl παρέπεμψε την υπόθεση στο Amtsgericht Karlsruhe, για τον λόγο ότι αυτό ήταν το μόνο αρμόδιο, βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του AUG, εφόσον η συνήθης διαμονή της ενάγουσας βρισκόταν στην περιφέρεια του Oberlandesgericht Karlsruhe.

16.      Επειδή αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα του εν λόγω άρθρου 28 με το άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 4/2009, με απόφαση που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιουλίου 2013, το Amtsgericht Karlsruhe δέχτηκε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του [AUG], το οποίο προβλέπει ότι, όταν ένας διάδικος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην εθνική επικράτεια, το Amtsgericht της έδρας του Oberlandesgericht στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο εναγόμενος ή ο δικαιούχος της διατροφής είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να κρίνει τις αγωγές σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στις περιπτώσεις του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού [4/2009], με την τελευταία αυτή διάταξη;»

 Γ        Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2013, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑400/13 και C‑408/13 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

18.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν έλαβε χώρα επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV – Ανάλυση

 Α       Επί του περιεχομένου των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

19.      Λόγω των δυσχερειών που ενδέχεται να ανακύψουν εξαιτίας της διατυπώσεως των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις, πρέπει καταρχάς να εντοπιστούν τα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αυτό και στη συνέχεια να διευκρινιστεί ποιες είναι οι ερμηνευτέες διατάξεις, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 3 όσο και άλλων άρθρων του κανονισμού 4/2009.

20.      Πρώτον, όπως και η Γερμανική Κυβέρνηση, προτείνω τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από τα αιτούντα δικαστήρια να αναδιατυπωθούν από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία του, υπό την έννοια ότι αντικείμενό τους δεν πρέπει να είναι η ερμηνεία των μνημονευόμενων στα ερωτήματα αυτά διατάξεων του γερμανικού δικαίου και η εκτίμηση κατά πόσον αυτές παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, καθώς τούτο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (10), αλλά η ανάλυση του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009 κατά τρόπον ώστε να παρασχεθούν στους εθνικούς δικαστές όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι χρήσιμα προκειμένου αυτοί να κρίνουν τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν τους (11).

21.      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι αμφότερα τα αιτούντα δικαστήρια καλούν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας τόσο του στοιχείου α΄ όσο και του στοιχείου β΄ του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009, καθόσον υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, του AUG εφαρμόζεται «στις περιπτώσεις του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, [του εν λόγω κανονισμού]» (η υπογράμμιση δική μου).

22.      Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτες στο μέτρο που αφορούν το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του ως άνω κανονισμού, δεδομένου ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων των διαφορών των κύριων δικών, μόνον το στοιχείο β΄ του εν λόγω άρθρου έχει σχέση με το πραγματικό ή με το αντικείμενο των διαφορών αυτών και είναι συνεπώς κρίσιμο εν προκειμένω.

23.      Είναι αληθές ότι, σε αμφότερες τις εκκρεμείς κύριες δίκες, οι ενάγουσες είναι δικαιούχοι διατροφής που επέλεξαν να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίου ευρισκόμενου στη γερμανική επικράτεια, όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους, και ότι οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται ποιο γερμανικό δικαστήριο πρέπει, με βάση την ανωτέρω διάταξη, να θεωρηθεί ως κατά τόπον αρμόδιο βάσει «του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής», λόγω των αμφιβολιών που προκαλούνται από μία διάταξη του γερμανικού δικαίου.

24.      Αντιθέτως, η εφαρμογή του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά την αρμοδιότητα του δικαστηρίου του «τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου», δεν δημιουργεί συγκεκριμένο πρόβλημα στο πλαίσιο των υπό κρίση διαφορών των κύριων δικών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία κατά την οποία το Δικαστήριο δεν πρέπει να αποφαίνεται επί προδικαστικού ερωτήματος ή επί σκέλους προδικαστικού ερωτήματος που είναι πρόδηλο ότι δεν εξυπηρετεί κάποια αντικειμενική ανάγκη, σύμφυτη με την επίλυση της διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (12), φρονώ ότι η απάντηση που θα δοθεί στις υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία του στοιχείου β΄ του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009.

25.      Εντούτοις, για την ερμηνεία αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γενικότερο σύστημα στο οποίο εντάσσεται η κρίσιμη διάταξη (13), και ιδίως να επισημανθεί το γεγονός ότι τα στοιχεία α΄ και β΄ του εν λόγω άρθρου 3 είναι διατυπωμένα κατά τρόπο πανομοιότυπο όσον αφορά τη φράση που δημιουργεί τον προβληματισμό (14) και ότι τα στοιχεία αυτά τυγχάνουν εναλλακτικής εφαρμογής στην ίδια περίπτωση, όταν δηλαδή η σχετική με υποχρέωση διατροφής αγωγή ασκείται ως κύρια (15).

26.      Τρίτον, παρατηρείται ότι, στην περί παραπομπής απόφασή του σχετικά με την υπόθεση Huber (C-408/13), το Amtsgericht Karlsruhe αναφέρεται στο ενδεχόμενο ο αποκλειστικός χαρακτήρας της αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του AUG, να αντιβαίνει όχι μόνο στο άρθρο 3 του κανονισμού 4/2009 αλλά και στα άρθρα 4 και 5 αυτού (16), χωρίς ωστόσο να μνημονεύει τα τελευταία αυτά άρθρα στο υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα. Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει και τα άρθρα 4 και 5, ως αν το αιτούν δικαστήριο, πέρα από το ερώτημα που διατύπωσε, ζητούσε να αποσαφηνιστεί αν η εν λόγω συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων είναι ασύμβατη και με αυτές τις διατάξεις.

27.      Φρονώ ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του (17), το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αποφανθεί συναφώς, εφόσον το ερώτημα που υποβλήθηκε από το Amtsgericht Karlsruhe αφορά μόνον το περιεχόμενο του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009, ενώ τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού αυτού μνημονεύονται μεν, δεν αποτελούν όμως το αντικείμενο του ερωτήματος, καθώς, κατά την εκτίμηση του ως άνω δικαστηρίου, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την κρίση του ιδίου σχετικά με την αρμοδιότητά του (18).

 Β       Επί των διδαγμάτων που μπορούν να συναχθούν από την αντιπαραβολή με άλλες ρυθμίσεις

28.      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά, στις υπό κρίση υποθέσεις, να ερμηνεύσει τον κανονισμό 4/2009, ανακύπτει το ερώτημα αν είναι δυνατόν άλλες συγγενείς ρυθμίσεις να χρησιμεύσουν ως αφετηρία για τον σχετικό νομικό προβληματισμό ή ακόμη και να παράσχουν στοιχεία εν είδει απαντήσεως. Συναφώς, πρέπει καταρχάς να διερευνηθεί αν είναι πρόσφορη η αντιπαραβολή με διεθνείς συνθήκες ή με άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις σχετικές με τη δικαιοδοσία σε αστικές υποθέσεις, ορισμένες εκ των οποίων περιέχουν διατάξεις που εμφανίζουν πράγματι ομοιότητες με εκείνες του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 (1). Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει ακολούθως να προσδιοριστεί, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του τελευταίου αυτού κανονισμού, κατά πόσον από μια τέτοια αντιπαραβολή συνάγεται ότι είναι θεμιτή η κατ’ αναλογία ερμηνεία, ιδίως δε η συνεκτίμηση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις άλλες αυτές ρυθμίσεις (2).

1.      Επί της δυνατότητας αντιπαραβολής με άλλες ρυθμίσεις

29.      Η διατύπωση του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 είναι παρόμοια με εκείνη των κανόνων για τις «ειδικές αρμοδιότητες» σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (19) και στο άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και ορίζουν ότι αρμόδιο δικαστήριο για τα εν λόγω θέματα είναι «το δικαστήριο του τόπου όπου ο δικαιούχος διατροφής έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του» (20).

30.      Παρά το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις διατροφής εξαιρούνται πλέον από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (21), η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών και εκείνες του εν λόγω κανονισμού παραμένει, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμη για την ανάλυση των αντίστοιχων διατάξεων του κανονισμού 4/2009. Έτσι, μολονότι μια τέτοια κατ’ αναλογία προσέγγιση πρέπει να είναι προσεκτική, θεωρώ ότι είναι σκόπιμο οι έννοιες που αποτελούν το αντικείμενο των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως να ερμηνευθούν υπό το φως της νομολογίας αυτής, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.

31.      Πρώτον, οι ουσιαστικοί δεσμοί που υφίστανται μεταξύ του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και του κανονισμού 4/2009 καθίστανται απολύτως εμφανείς με την ανάγνωση του τελευταίου, καθώς στο προοίμιό του γίνεται πολλάκις σχετική μνεία (22), ενώ και το άρθρο του 68, παράγραφος 1, ορίζει ρητώς ότι ο κανονισμός αυτός αντικαθιστά τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ι που είχαν εφαρμογή σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής.

32.      Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα τους κανόνες αρμοδιότητας που περιέχονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 4/2009, το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως ενισχύει την ύπαρξη τέτοιων δεσμών. Συγκεκριμένα, στην αρχική πρόταση της Επιτροπής τονιζόταν η ανάγκη βελτιώσεως των δυνατοτήτων που παρέχονταν ήδη στον δικαιούχο διατροφής από τους κανόνες αρμοδιότητας που έθετε ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι (23). Η ανακοίνωση που εκδόθηκε προς σχολιασμό της προτάσεως αυτής (24) επιβεβαιώνει ότι το εν λόγω άρθρο 3 αναπαράγει κατ’ ουσίαν τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (25), οι οποίες υπέστησαν ωστόσο ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να αρθούν κάποιες αμφιβολίες (26), να προσαρμοστούν οι διατάξεις αυτές στις ιδιαιτερότητες του οικογενειακού δικαίου (27) και να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής τους (28).

33.      Με βάση τα ως άνω στοιχεία, φρονώ ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο με τη νομολογία σχετικά με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι καθόσον οι διατάξεις αυτές είναι ισοδύναμες (29), με ορισμένες ωστόσο επιφυλάξεις που ανάγονται στους ίδιους σκοπούς του κανονισμού 4/2009 και που θα εκτεθούν κατωτέρω (30).

34.      Χάριν πληρότητας, πρέπει να εξεταστεί αν είναι πρόσφορη η αντιπαραβολή και με άλλες ρυθμίσεις, πέραν της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, οι οποίες έχουν επίσης εφαρμογή στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές υποθέσεις, και ειδικότερα σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου (31).

35.      Όσον αφορά τη Σύμβαση της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου 2007, για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεων διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής (32), η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 4/2009 ορίζει ότι είναι απαραίτητο να λαμβάνεται αυτή υπόψη κατά την εφαρμογή του κανονισμού (33). Η Σύμβαση αυτή δεν περιέχει κανόνες άμεσης αρμοδιότητας (34), αλλά τα σχετικά προπαρασκευαστικά έγγραφα προσφέρουν μία χρήσιμη ένδειξη για το Δικαστήριο σε σχέση με τα ζητήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί εν προκειμένω, καθώς διευκρινίζουν ότι οι διατάξεις που προβλέπουν αρμοδιότητα συνδεδεμένη με τον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του δικαιούχου «ανάγ[ονται] στη βούληση προστασίας του (συνήθως) ασθενέστερου διαδίκου (ήτοι του δικαιούχου) με την παροχή προς αυτόν δικαστηρίου κατάλληλου για την άσκηση της αγωγής του, ήτοι στον τόπο του» (35).

36.      Όσον αφορά τον συνήθως καλούμενο κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα (36), οι υποχρεώσεις διατροφής εξαιρούνται βεβαίως από το πεδίο εφαρμογής του (37), λόγω της υπάρξεως ειδικών διατάξεων, οι οποίες κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του περιλαμβάνονταν στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι και σήμερα περιλαμβάνονται στον κανονισμό 4/2009. Μπορεί ωστόσο να παρατηρηθεί, χάριν συγκρίσεως, ότι οι κανόνες αρμοδιότητες που αυτός θέτει έχουν ως κοινό σημείο το ότι ορίζουν ως αρμόδια «τα δικαστήρια [ενός] κράτους μέλους» (38), και όχι «το δικαστήριο του τόπου», όπως το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 (39).

2.      Επί της εκτάσεως της αντιπαραβολής με άλλες ρυθμίσεις

37.      Ευθύς εξαρχής, διευκρινίζω ότι, μολονότι οι κανόνες αρμοδιότητας τους οποίους θέτει ο κανονισμός 4/2009 πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνεύονται υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, η κατ’ αναλογία εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία αυτή δεν πρέπει να είναι μηχανική.

38.      Πράγματι, μια τέτοια κατ’ αναλογία ερμηνεία υπόκειται σε όρια λόγω του ειδικού αντικειμένου του κανονισμού 4/2009, το οποίο κατέστησε αναγκαίες κάποιες προσαρμογές σε σχέση με τους κανόνες αρμοδιότητας που περιέχονταν στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι (40), μολονότι, σε αντίθεση προς τα όσα επισημάνθηκαν σχετικά με τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα (41), ο κανονισμός 4/2009 αφορά όχι μόνο τις μη περιουσιακές αλλά και τις περιουσιακές υποθέσεις. Υπογραμμίζω ότι οι συντάκτες του υβριδικού αυτού κανονισμού θέλησαν να είναι τόσο το καθ’ ύλην (42) όσο και το κατά τόπον (43) πεδίο εφαρμογής του ευρύτερο από εκείνο του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

39.      Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρούν πολλοί δισταγμοί ότι μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία η αρχή που παγίως ακολουθείται από το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (44), κατά την οποία έννοιες όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό 4/2009 πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αυτόνομης ερμηνείας, αποσυνδεδεμένης δηλαδή από τις κρατούσες στο ένα ή το άλλο κράτος μέλος αντιλήψεις, προκειμένου να διασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η ισότητα και η ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη ρύθμιση αυτή για τα κράτη μέλη και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 4/2009 διευκρινίζει ότι η έννοια της «υποχρεώσεως διατροφής» κατά τον κανονισμό αυτό «πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα» (45), κατοχυρώνοντας έτσι τη μέθοδο που ακολούθησε το Δικαστήριο στη σχετική με το άρθρο 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (46) νομολογία του, με την οποία δέχτηκε ρητώς την αυτοτέλεια και της έννοιας του δικαιούχου διατροφής (47). Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, προκειμένου να απαντηθούν τα υποβληθέντα στις υπό κρίση υποθέσεις ερωτήματα, πρέπει να προηγηθεί συστηματική και τελεολογική ερμηνεία του οικείου κανονισμού (48).

40.      Επιπλέον, μολονότι το προοίμιο του τελευταίου δεν περιέχει ρητή σχετική επισήμανση, είναι κατά την άποψή μου αναντίρρητο ότι οι γενικοί σκοποί που εξαγγέλλονται στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (49) συνιστούν θεμέλιο και των κανόνων αρμοδιότητας που προβλέπονται από τον κανονισμό 4/2009 (50). Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι σκοποί του τελευταίου, ήτοι το «να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δικαιούχων διατροφής» και το «να ευνοηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (51), είναι εκείνοι που πρέπει πρωτίστως να καθοδηγήσουν εν προκειμένω την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι η μέριμνα για την ενίσχυση της προστασίας των εννόμων συμφερόντων όλων των δικαιούχων διατροφής (52) αποτέλεσε πράγματι έναν από τους μείζονες λόγους για τους οποίους ο Ευρωπαίος νομοθέτης αποφάσισε να εξαιρέσει τις υποχρεώσεις διατροφής από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, που αφορά τις χρηματικές υποχρεώσεις εν γένει, και να θεσπίσει την ειδική ρύθμιση του κανονισμού 4/2009 (53). Η εν λόγω μέριμνα προκύπτει εξάλλου σαφώς από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού (54).

41.      Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, πρέπει κατά το μέτρο του δυνατού να ληφθεί υπόψη η προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, αλλά με τις προσαρμογές που ενδεχομένως απαιτούνται λόγω των ιδιαιτεροτήτων του κανονισμού 4/2009.

 Γ       Επί της ερμηνείας της φράσεως «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009

42.      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν αντιστοίχως από το Amtsgericht Düsseldorf και από το Amtsgericht Karlsruhe είναι κατ’ ουσίαν όμοια. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διευκρινίσεων (55), γίνεται δεκτό ότι με τα ερωτήματα αυτά ζητείται να αποσαφηνιστεί αν το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 πρέπει να ερμηνευθεί, αυτοτελώς κατά τη γνώμη μου (56), υπό την έννοια ότι επιτρέπεται νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη (57) στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία προβλέπει, για τις διασυνοριακές διαφορές, περιφερειακή συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων ενώπιον ενός πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δεν είναι μεν απαραιτήτως το ίδιο με το όμοιας τάξεως δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο δικαιούχος διατροφής, πλην όμως η κατά τόπον αρμοδιότητά του καθορίζεται με βάση την έδρα του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου ο δικαιούχος αυτός έχει τη συνήθη διαμονή του.

43.      Στις παρατηρήσεις τους, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν από κοινού να δοθεί η απάντηση ότι δεν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης κανόνας όπως αυτός που απορρέει από την επίμαχη γερμανική διάταξη. Αντιθέτως, τόσο στην υπόθεση Sanders (C-400/13) (58) όσο και στην υπόθεση Huber (C-408/13) (59), τα αιτούντα δικαστήρια εξέφρασαν αντίθετη άποψη.

44.      Θεωρώ την τελευταία αυτή προσέγγιση ως την καλύτερα θεμελιωμένη για λόγους που σχετίζονται συγχρόνως με τους σκοπούς του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 (1), με το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και με την ίδια τη φύση της ρυθμίσεως στην οποία περιλαμβάνεται (2), καθώς και με το σύστημα όπου αυτή εντάσσεται (3). Το σύνολο των σκέψεων αυτών οδηγεί σε μία τοποθέτηση η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν δύναται να αντικρουστεί από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς υπεράσπιση του επίμαχου στις υποθέσεις των κύριων δικών γερμανικού κανόνα (4).

1.      Επί της τελεολογικής ερμηνείας

45.      Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αποδέχονται ότι το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 αποβλέπει στη ρύθμιση τόσο της διασυνοριακής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών όσο και της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους (60).

46.      Όπως επισήμανα ήδη (61), ένας από τους κύριους σκοπούς του κανονισμού 4/2009, ο οποίος βρίσκει εφαρμογή στο άρθρο 3 αυτού, είναι η προστασία του δικαιούχου διατροφής, ο οποίος θεωρείται ως το ασθενέστερο μέρος στη σχέση που γεννάται από υποχρέωση διατροφής και στη δίκη που μπορεί να προκύψει από αυτήν (62). Η σημασία αυτού του παράγοντα έχει τονιστεί και από το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (63).

47.      Συναφώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 9 του κανονισμού 4/2009 υπενθυμίζουν ότι ένας εκ των σκοπών της θεσπίσεώς του ήταν να απλοποιηθούν, ακόμα περισσότερο από όσο επέτρεπαν η Σύμβαση των Βρυξελλών και ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι, οι μηχανισμοί λήψεως και εισπράξεως του επιδόματος διατροφής για τους δικαιούχους, ιδίως με την κατάργηση της κηρύξεως της εκτελεστότητας των αποφάσεων στον εν λόγω τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν τηρουμένων ορισμένων ελάχιστων διαδικαστικών εγγυήσεων που καθιερώνονται από τον εν λόγω κανονισμό (64).

48.      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, η επίμαχη γερμανική νομοθεσία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, ούτε, πιο συγκεκριμένα, στην προστατευτική για τον δικαιούχο λειτουργία την οποία αμφότερες αναγνωρίζουν στη διάταξη αυτή.

49.      Τούτο μου φαίνεται αμφίβολο, κυρίως υπό το πρίσμα του συμπληρωματικού σκοπού που επιδιώκεται από τη διάταξη αυτή, ήτοι τη διασφάλιση εγγύτητας μεταξύ του δικαιούχου και του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου. Ο διπλός αυτός σκοπός, προστασίας και εγγύτητας, αποτελούσε ήδη τη βάση του κανόνα αρμοδιότητας του άρθρου 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (65), του οποίου το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 είναι σαφώς το αντίστοιχο, και ενισχύθηκε από τον τελευταίο (66). Πράγματι, κατά την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως της Επιτροπής υπέρ της θεσπίσεως του ως άνω κανονισμού, «[ο]ι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού Βρυξέλλες Ι παρέχουν ήδη στον δικαιούχο διατροφής τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον αρχής κοντά στον τόπο της κατοικίας του, αλλά η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω» (67). Μια τέτοια επιδίωξη σημαίνει συγκεκριμένα ότι λαμβάνεται μέριμνα ώστε ο δικαιούχος να μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο χωρίς υπερβολικές υλικές δυσχέρειες συνδεόμενες με τις μετακινήσεις, αλλά και να μπορεί επίσης να προβάλει τα δικαιώματά του ενώπιον του δικαστηρίου που είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα τις τοπικές οικονομικές ιδιαιτερότητες, προκειμένου να προσδιοριστούν τα εισοδήματα και οι ανάγκες του δικαιούχου και, συναφώς, η ικανότητα του υπόχρεου σε διατροφή να συμβάλει στις τελευταίες (68).

50.      Φρονώ ότι το εναρμονισμένο σύστημα κανόνων αρμοδιότητας το οποίο θεσπίζεται με τον κανονισμό 4/2009 και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτό θα κινδύνευαν να απολέσουν την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως από τη σκοπιά της ασφάλειας δικαίου, αν το Δικαστήριο υιοθετούσε εν προκειμένω μια ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού που θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να επανεισαγάγουν σε εθνικό επίπεδο κανόνες αρμοδιότητας ειδικά για τις διασυνοριακές διαφορές, όπως ο επίμαχος στις κύριες δίκες, ο οποίος επιφυλάσσει την αρμοδιότητα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της έδρας του περιφερειακού εφετείου στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο δικαιούχος, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η διαμονή αυτή δεν βρίσκεται εντός της τακτικής περιφέρειας του εν λόγω δικαστηρίου.

51.      Ωστόσο, σε περιστάσεις όπως αυτές των διαφορών των κύριων δικών, ο δικαιούχος διαμένει βεβαίως πράγματι εντός της περιφέρειας του οικείου περιφερειακού εφετείου, όχι όμως εντός της περιφέρειας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο οποίο η επίμαχη γερμανική διάταξη απονέμει την κατά τόπον αρμοδιότητα. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, εν προκειμένω, τα δικαστήρια των τόπων όπου οι ενδιαφερόμενοι δικαιούχοι διατροφής έχουν τη συνήθη διαμονή τους είναι αντιστοίχως το Amtsgericht Mettmann και το Amtsgericht Kehl. Με άλλα λόγια, το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του AUG δεν περιορίζεται να δώσει έναν εθνικό ορισμό του «δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, αλλά συνιστά μάλλον διάταξη που κατανέμει τις αρμοδιότητες των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων με βάση την τοποθεσία της εν λόγω διαμονής εντός της περιφέρειας εφετείων, τα οποία δεν είναι τα ίδια αρμόδια να αποφαίνονται πρωτοδίκως επί της διαφοράς σχετικά με υποχρέωση διατροφής.

52.      Ένας άλλος, γενικότερος, σκοπός του εναρμονισμένου συστήματος που προβλέπεται από τον κανονισμό 4/2009, όπως και εκείνου που θεσπίστηκε με τη Σύμβαση των Βρυξελλών και στη συνέχεια με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, είναι να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού η παραπομπή σε κανόνες αρμοδιότητας του εθνικού δικαίου (69). Όπως υπογραμμίστηκε στις εκθέσεις σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, οι ειδικοί κανόνες αρμοδιότητας που περιέχονται σε αυτήν επιδίωκαν να επιτρέψουν τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας των δικαστηρίων των οικείων κρατών χωρίς να χρειάζεται αναφορά στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (70). Η εν λόγω απόρριψη των εθνικών ή των αποκλινόντων από το κοινό δίκαιο κανόνων αρμοδιότητας διευκολύνει ακολούθως την αναγνώριση των αποφάσεων σε όλα τα κράτη μέλη, στοιχείο που συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού συστήματος δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις. Ωστόσο, μεταξύ των ειδικών αυτών κανόνων αρμοδιότητας συγκαταλέγεται το εφαρμοστέο σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής άρθρο 5, σημείο 2, της ως άνω Συμβάσεως, από το οποίο προέρχεται το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009.

53.      Αυτού του είδους ο αποκλεισμός των κανόνων αρμοδιότητας που πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, ιδίως αν αυτό συσχετιστεί με τη διατύπωση άλλων συγγενών διατάξεων.

2.      Επί της γραμματικής ερμηνείας

54.      Ευθύς εξαρχής, επιθυμώ να υπογραμμίσω ότι δεν μου φαίνεται λογικό να γίνει δεκτό, όπως προτείνει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι αν ακολουθούνταν ο προσανατολισμός που προκρίνουν τα αιτούντα δικαστήρια, αυτό θα οδηγούσε σε κατά γράμμα ερμηνεία του όρου «τόπου» που περιέχεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, με αποτέλεσμα ο δικαιούχος να πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή στην ίδια την πόλη όπου κατοικεί και να πρέπει συνεπώς να υφίσταται δικαστήριο «σε κάθε νοητό γεωγραφικό σημείο ή σε κάθε κοινότητα του κράτους μέλους».

55.      Αναντιρρήτως, η οργάνωση των δικαστηρίων των κρατών μελών είναι σύνηθες να βασίζεται στην αρχή ότι κάθε δικαστήριο διαθέτει μια γεωγραφική περιφέρεια που αντιστοιχεί σε ένα τμήμα της εθνικής επικράτειας εντός της οποίας ασκεί τις αρμοδιότητές του, και ενδέχεται να καταλαμβάνει όχι μία αλλά πλείονες τοποθεσίες, πόλεις ή κοινότητες (71).

56.      Ο όρος αυτός πρέπει μάλλον, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί απλώς υπό την έννοια ότι ο εν λόγω κανόνας αρμοδιότητας ορίζει ως αρμόδιο το δικαστήριο στην τακτική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του δικαιούχου, χωρίς να είναι απαραίτητο, ούτε και να προβλέπεται, να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο εφαρμογής κατά το εθνικό δίκαιο (72).

57.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, ένας κανονισμός του δικαίου της Ένωσης έχει γενική ισχύ και είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος (73). Κατά κλασική νομολογία, αποκλείεται κάθε εθνικό μέτρο που αποσκοπεί στην ενσωμάτωση ή τη μεταφορά των διατάξεων ενός κανονισμού στο εσωτερικό δίκαιο, ελλείψει νομοθετικής αρμοδιότητας των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη οφείλουν να συμπληρώσουν τον κανονισμό με εθνικά μέτρα μόνον αν ο ίδιος παραπέμπει σε εθνικές διατάξεις εφαρμογής του, ή αν η θέσπιση λεπτομερέστερων διατάξεων σε εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή του (74). Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του AUG υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα στον εθνικό νομοθέτη, καθώς ο κανόνας αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή, ουδόλως χρήζει ειδικής συγκεκριμενοποιήσεως σε εθνικό επίπεδο.

58.      Πράγματι, η διατύπωση του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 παρουσιάζει ιδιαιτερότητα στον βαθμό που, κάνοντας λόγο για «δικαστήριο του τόπου», θέτει κανόνα ειδικής αρμοδιότητας που επιτρέπει τον άμεσο προσδιορισμό ενός πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή εφετείου, χωρίς παράκαμψη μέσω του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών (75). Όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, η διάταξη αυτή διαφέρει από εκείνες που αναφέρονται όχι σε ένα και μοναδικό δικαστήριο αλλά, αντιθέτως, στο σύνολο των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους, όπως το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού (76) ή το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (77). Επιπροσθέτως, οι συντάκτες του κανονισμού 4/2009 επέλεξαν στο άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, μια λέξη, τον «τόπο», η οποία διαφέρει αισθητά από τη φράση «του κράτους μέλους» όπου ένας εκ των διαδίκων έχει τη συνήθη διαμονή του, η οποία επελέγη για παράδειγμα στο άρθρο 4, στοιχείο α΄.

59.      Η ιδιαιτερότητα της διατυπώσεως αυτής δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι δεν χωρεί εν προκειμένω κατ’ αναλογία εφαρμογή της θέσεως που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην απόφαση Αποστολίδης (78), ότι δηλαδή ο προσδιορισμός των αρμόδιων δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν περιορίζει την ευχέρεια του κάθε κράτους μέλους να καθορίζει την οργάνωση των δικαστηρίων του και να κατανέμει τις δικαστικές αρμοδιότητες εντός της επικράτειάς του (79). Πράγματι, το σημείο 1 του εν λόγω άρθρου 22, το οποίο ερμηνεύθηκε στην απόφαση αυτή, αναφέρεται στα «δικαστήρια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το ακίνητο», ενώ το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 αναφέρεται στο «δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής» (η υπογράμμιση δική μου). Η διαφορά ορολογίας επιτρέπει κατά τη γνώμη μου διαφορετική, αν όχι αντίθετη, ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων.

60.      Παρά την ιδιαιτερότητά της, ωστόσο, η διατύπωση του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 δεν είναι καινοτόμος, καθώς αντίστοιχη διατύπωση περιέχεται επίσης και σε σειρά διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (80), ως προς τις οποίες το Δικαστήριο ποτέ δεν θεώρησε, εξ όσων γνωρίζω, ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν το περιεχόμενό τους μέσω κανόνων αρμοδιότητας που πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο (81). Συνεπώς, κάτι τέτοιο δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων.

3.      Επί της συστηματικής ερμηνείας

61.      Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο σε σχέση, ιδίως, με άλλες ρυθμίσεις σχετικές με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις (82), το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που το περιστοιχίζουν στον εν λόγω κανονισμό, διότι ο κανόνας αρμοδιότητας τον οποίο θέτει δεν είναι μεμονωμένος, αλλά αποτελεί τμήμα ενός συνόλου κανόνων συμπληρωματικών μεταξύ τους.

62.      Καταρχάς, μπορεί να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού προβλέπει τέσσερις βάσεις αρμοδιότητας που έχουν εφαρμογή εναλλακτικώς, χωρίς ιεραρχία, σε αντίθεση προς τη διάρθρωση μεταξύ του γενικού κανόνα αρμοδιότητας και των ειδικών κανόνων αρμοδιότητας που περιέχονται τόσο στη Σύμβαση των Βρυξελλών όσο και στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι (83). Εξάλλου, η επιλογή που προσφέρεται στον ενάγοντα δυνάμει ειδικά των στοιχείων α΄ και β΄ του εν λόγω άρθρου 3 εμφανίζεται πιο ουδέτερη σε σχέση με τις δύο άλλες αυτές ρυθμίσεις, εφόσον είναι αδιάφορο αν την εν λόγω επιλογή την κάνει ο δικαιούχος ή ο υπόχρεος διατροφής, μολονότι, στην πράξη, ο τελευταίος παραμένει λιγότερο ευνοημένος από τον κανονισμό 4/2009 από ό,τι ο δικαιούχος (84).

63.      Η ιδιαίτερη δομή του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009 είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ κρίσιμη ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα τα οποία υποβλήθηκαν στις υπό κρίση υποθέσεις. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία α΄ και β΄ του άρθρου αυτού ρυθμίζουν αμφότερα τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αγωγή που αφορά υποχρέωση διατροφής έχει ασκηθεί ως κύρια. Αντιθέτως, τα στοιχεία γ΄ και δ΄ του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια τέτοια αγωγή δεν είναι μεμονωμένη αλλά «παρεπόμενη» μιας άλλης αγωγής σχετικής, αντιστοίχως, είτε με την κατάσταση των προσώπων είτε με τη γονική μέριμνα. Ωστόσο, μόνο στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις προβλέπεται ρητώς παραπομπή στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο (85). Αντιθέτως, στο πλαίσιο των εν λόγω στοιχείων α΄ και β΄, ο νομοθέτης δεν άφησε, κατά τη γνώμη μου σκοπίμως, κανένα περιθώριο για τους εθνικούς κανόνες.

64.      Η θέση αυτή ενισχύεται κατόπιν συγκρίσεως με άλλες διατάξεις του κανονισμού 4/2009. Ειδικότερα, το άρθρο 71, παράγραφος 1, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με την ονομασία των δικαστηρίων που είναι αρμόδια να εξετάζουν τις αιτήσεις για κήρυξη της εκτελεστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (86). Στη βάση αυτή και μόνον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως και τα άλλα κράτη μέλη, αποφάσισε ότι, όσον αφορά την επικράτειά της, «[ε]πί [τέτοιου είδους] αιτήσεων αποφαίνεται […] το αρμόδιο για υποθέσεις οικογενειακού δικαίου τμήμα του πρωτοδικείου (Amtsgericht) της έδρας του ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου (Oberlandesgericht) στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση ή στην περιφέρεια του οποίου ζητείται η εκτέλεση (συγκέντρωση αρμοδιοτήτων) […]» (87). Αντιθέτως, το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού δεν παρέχει παρόμοια δυνατότητα.

65.      Από την ανωτέρω ανάλυση, η οποία έγινε υπό το πρίσμα της γενικής οικονομίας του οικείου κανονισμού, προκύπτει ότι, με τον τρόπο με τον οποίο διατύπωσε την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης της Ένωσης περιόρισε ηθελημένως το περιθώριο των κρατών μελών ως προς τον καθορισμό των εθνικών δικαστηρίων που είναι αρμόδια σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής.

4.      Επί των δικαιολογητικών λόγων της συγκεντρώσεως των αρμοδιοτήτων

66.      Προκειμένου να υπερασπιστούν τον γερμανικό κανόνα που αμφισβητείται εν προκειμένω, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναπτύσσουν μία επιχειρηματολογία που κατά τη γνώμη μου δεν είναι πειστική.

67.      Κατ’ αυτές και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ο Γερμανός νομοθέτης εκτίμησε, κατά τα φαινόμενα, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 28 του AUG συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε θέματα διεθνών υποχρεώσεων διατροφής θα επιδρούσε θετικώς στην οργάνωση της δικαιοσύνης, καθώς θα καθιστούσε δυνατή την ύπαρξη, σε κάθε περιφέρεια της γερμανικής επικράτειας, ενός εξειδικευμένου δικαστηρίου, που θα ήταν επομένως απολύτως κατατοπισμένο ως προς το συγκεκριμένο είδος διαφορών.

68.      Στην υπόθεση Huber (C-408/13), το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εκτίμησή του, το άρθρο 28, παράγραφος 1, του AUG περιέχει κατ’ ουσίαν ρύθμιση της κατά τόπον αρμοδιότητας, μολονότι ο Γερμανός νομοθέτης συνέδεσε τη διάταξη αυτή με την οργάνωση και την απλοποίηση της δικαστικής διαδικασίας. Έτσι, υπό το πρόσχημα των διαδικαστικών αυτών πλεονεκτημάτων, των οποίων ο πραγματικός χαρακτήρας αμφισβητείται άλλωστε από το ως άνω δικαστήριο (88), η επίμαχη νομοθεσία ενδέχεται να θίξει τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

69.      Είναι αλήθεια ότι το να ευνοηθεί η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων μέσω της συγκεντρώσεως των πιο πολύπλοκων υποθέσεων ενώπιον ενός και μόνου δικαστηρίου, εξυπηρετεί έναν από τους σκοπούς του κανονισμού 4/2009, οι οποίοι μνημονεύονται στην αιτιολογική του σκέψη 15. Ωστόσο, ο σκοπός αυτός πρέπει να γίνει κατανοητός όχι μόνον υπό την έννοια μιας κατά το δυνατόν ορθολογικότερης οργανώσεως των δικαστηρίων, αλλά και από τη σκοπιά του συμφέροντος των διαδίκων, είτε πρόκειται για τον ενάγοντα είτε για τον εναγόμενο, να διαθέτουν, μεταξύ άλλων, εύκολη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και προβλεψιμότητα της αρμοδιότητας, χάρη στον στενό σύνδεσμο μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς (89).

70.      Συναφώς, θα μπορούσε να γίνει επίκληση ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικών με εσωτερικούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί από κράτος μέλος για τη ρύθμιση των αρμοδιοτήτων, κατά τη γνώμη μου υφίσταται ωστόσο σοβαρή αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα κατ’ αναλογία εφαρμογής της νομολογίας αυτής στον υπό κρίση τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών.

71.      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης στον οικείο τομέα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τον αριθμό των βαθμών δικαιοδοσίας ή να ρυθμίσει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και να καθορίσει τα αρμόδια δικαστήρια για την άσκηση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, διευκρινίζοντας ότι τέτοιοι κανόνες, οι οποίοι εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, πρέπει να κατισχύουν των ιδιωτικών συμφερόντων, υπό την επιφύλαξη ωστόσο της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (90).

72.      Με βάση τις αρχές αυτές, η θέσπιση τέτοιων κανόνων διαδικασίας ή αρμοδιότητας από κράτος μέλος είναι επιτρεπτή μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι προσφυγές οι οποίες έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν ασκούνται υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς από τους ισχύοντες για τις προσφυγές που αποβλέπουν στην προστασία των αντλούμενων από την εσωτερική νομοθεσία δικαιωμάτων και, αφετέρου, ότι οι σχετικοί κανόνες δεν προκαλούν στους ιδιώτες διαδικαστικές δυσκολίες, ικανές να καταστήσουν υπερβολικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αυτοί αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (91).

73.      Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι η νομολογία αυτή σχετικά με τη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών που υφίστανται μεταξύ του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω αποφάσεις και εκείνου των υπό κρίση υποθέσεων. Πράγματι, το Δικαστήριο ερωτάται, εν προκειμένω, όχι σχετικά με διαδικαστικές διατάξεις εσωτερικού δικαίου ενός μόνο κράτους μέλους, αλλά σχετικά με την ερμηνεία κανόνων δικαιοδοσίας οι οποίοι εναρμονίστηκαν σε όλα τα κράτη μέλη με βάση τη δικαστική συνεργασία στις αστικές υποθέσεις (92). Επιπλέον, εδώ δεν πρόκειται για τη δικαστική προστασία, σε εθνικό επίπεδο, της ασκήσεως ουσιαστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί από το δίκαιο της Ένωσης.

74.      Εν πάση περιπτώσει, αν η νομολογία αυτή εφαρμοστεί παρά ταύτα κατ’ αναλογία σε περιστάσεις όπως αυτές των διαφορών των κύριων δικών, ο δικαιολογητικός λόγος που αντλείται από τον σκοπό της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης περιορίζεται από τους όρους τους οποίους έχει θέσει το Δικαστήριο στην πρωτοβουλία των κρατών μελών για δικονομικά ζητήματα, επομένως, μεταξύ άλλων, και από τον όρο να μην καθίσταται λιγότερο ευνοϊκή για τους ιδιώτες η άσκηση των προνομίων που αυτοί αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, εν προκειμένω, εκτιμώ ότι η γερμανική νομοθεσία έχει ως συνέπεια, όσον αφορά τις διασυνοριακές υποχρεώσεις διατροφής, να αφαιρεί τις σχετικές αρμοδιότητες από το δικαστήριο που είναι κανονικά αρμόδιο με βάση τον τόπο της συνήθους διαμονής των δικαιούχων, ήτοι με βάση έναν στενό σύνδεσμο μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς, ενώ η αρμοδιότητα αυτή παραμένει ανέπαφη όσον αφορά την κρίση πανομοιότυπων αιτήσεων που όμως δεν εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας.

75.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η φράση «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αρμόδιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 είναι το δικαστήριο στην τακτική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενδιαφερόμενου δικαιούχου διατροφής. Έπεται ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις αυτές νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, στον βαθμό που ενδέχεται να οδηγήσει, στις διασυνοριακές καταστάσεις, σε μεταβίβαση της κατά τόπον αρμοδιότητας υπέρ ενός πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο στο οποίο υπάγεται καταρχήν ο ενδιαφερόμενος με βάση τον τόπο της κατοικίας του.

V –    Πρόταση

76.      Με βάση τις προεκτεθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν αντιστοίχως από το Amtsgericht Düsseldorf (υπόθεση C‑400/13) και από το Amtsgericht Karlsruhe (υπόθεση C‑408/13):

«Το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η φράση «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής» σημαίνει ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην τακτική περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο ενδιαφερόμενος, με συνέπεια να μη συνάδει με το εν λόγω άρθρο νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία, σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών, επιφυλάσσει αποκλειστική αρμοδιότητα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της έδρας του περιφερειακού εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του διαδίκου που κατοικεί στο οικείο κράτος μέλος.»


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ 2009, L 7, σ. 1. Διορθωτικά, ΕΕ 2011, L 311, σ. 26, και ΕΕ 2013, L 8, σ. 19.


3 –      Λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 46 έως 48 του κανονισμού 4/2009, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Ιρλανδία (βλ. την ως άνω αιτιολογική σκέψη 46), το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας [βλ. απόφαση 2009/451/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποδεχτεί τον κανονισμό 4/2009 (ΕΕ L 149, σ. 73)] καθώς και το Βασίλειο της Δανίας [βλ. Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2009, L 149, σ. 80)] γνωστοποίησαν την απόφασή τους να εφαρμόσουν τον εν λόγω κανονισμό.


4 –      Βλ. άρθρο 76 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο συμπληρώνεται από συναφή δήλωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (δήλωση προσβάσιμη στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.hcch.net/index_fr.php?act=status.comment&csid=1065&disp=type).


5 –      Στην υπόθεση Nagy (C‑442/13), είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο από το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) αίτηση ερμηνείας του άρθρου 12 του κανονισμού 4/2009, σχετικά με την εκκρεμοδικία, αλλά η υπόθεση αυτή διαγράφηκε στις 18 Ιουνίου 2014 κατόπιν ανακλήσεως της εν λόγω αιτήσεως.


6 –      ΕΕ 1982, L 388, σ. 7.


7 –      ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.


8 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Refcomp (C‑543/10, EU:C:2013:62, σκέψη 18).


9 –      BGBl. 2011 I, σ. 898.


10 –      Σε αντίθεση προς την αρμοδιότητά του στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Stadt Papenburg (C‑226/08, EU:C:2010:10, σκέψη 23)· Varzim Sol (C‑25/11, EU:C:2012:94, σκέψη 27), καθώς και Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58).


11 –      Αποφάσεις Rhône Alpes Huiles κ.λπ. (295/82, EU:C:1984:48, σκέψη 12)· Sodiprem κ.λπ. (C‑37/96 και C‑38/96, EU:C:1998:179, σκέψη 22), καθώς και ASM Brescia (C‑347/06, EU:C:2008:416, σκέψεις 25 και 26).


12 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Banchero (C‑387/93, EU:C:1995:439, σκέψεις 18 επ.), καθώς και Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709, σκέψεις 36 επ.).


13 –      Συναφώς, βλ. σημεία 61 επ. κατωτέρω.


14 –      Πράγματι, η έκφραση «το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής […]» εμφανίζεται τόσο στο στοιχείο α΄ όσο και στο στοιχείο β΄ του εν λόγω άρθρου.


15 –      Και όχι ως παρεπόμενη άλλης αγωγής, περίπτωση η οποία ρυθμίζεται από τα στοιχεία γ΄ και δ΄ του ίδιου άρθρου.


16 –      Τα εν λόγω άρθρα 4 και 5 αφορούν την αρμοδιότητα που θεμελιώνεται, αντιστοίχως, είτε σε συμφωνία περί παρεκτάσεως αρμοδιότητας είτε στην αυτόβουλη παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου. Στην υπόθεση Sanders (C-400/13), αντιθέτως, το Amtsgericht Düsseldorf ουδόλως αναφέρεται στα άρθρα αυτά, με τη διευκρίνιση πάντως ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 4 προβλέπει ότι το τελευταίο δεν έχει εφαρμογή για την επίλυση διαφοράς που αφορά υποχρέωση διατροφής έναντι τέκνου ηλικίας κάτω των 18 ετών, όπως συμβαίνει στην υπόθεση αυτή.


17 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Affish (C‑183/95, EU:C:1997:373, σκέψη 24), καθώς και Kaba (C‑466/00, EU:C:2003:127, σκέψη 41).


18 –      Προκειμένου να δικαιολογήσει την «[α]ναγκαιότητα της προδικαστικής παραπομπής», επισημαίνει, αφενός, ότι «[τ]ο ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 28, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του AUG με το άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού [4/2009] είναι αποφασιστικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς. Από αυτό εξαρτάται η κατά τόπον αρμοδιότητα του Amtsgericht Kehl ή του Amtsgericht Karlsruhe» και, αφετέρου, ότι οι αμφιβολίες των διαδίκων, οι οποίοι ζήτησαν την προδικαστική παραπομπή, αφορούν μόνον αυτό το ζήτημα.


19 –      Όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.


20 –      Η διατύπωση του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 διαφέρει μόνον ως προς το ότι δεν περιέχει πλέον αναφορά στον εναλλακτικό σύνδεσμο με τον τόπο κατοικίας του δικαιούχου (σχετικά με τους λόγους της μεταβολής αυτής βλ. υποσημείωση 27 κατωτέρω) και, στη γαλλική απόδοση, ως προς το ότι ο όρος «tribunal» αντικαταστάθηκε από το γενικότερο «juridiction» (βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, το ιταλικό και το ρουμανικό κείμενο).


21 –      Ο κανονισμός αυτός αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών, προτού τροποποιηθεί και ο ίδιος από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351, σ. 1), του οποίου το πεδίο εφαρμογής ορίζεται από την αιτιολογική του σκέψη 10 και από το άρθρο του 1, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι έχει ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι εν των μεταξύ θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση του κανονισμού 4/2009.


22 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 3, 15 και 44.


23 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 και σημείο 1.2.1 της προτάσεως κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 15 Δεκεμβρίου 2005 [COM(2005) 649 τελικό].


24 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 12ης Μαΐου 2006 [COM(2006) 206 τελικό].


25 –      Διάφορες παραλλαγές του άρθρου 3 προτάθηκαν κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 4/2009, αλλά όσον αφορά τα στοιχεία α΄ και β΄ αυτού υιοθετήθηκαν ως είχαν εξαρχής, ενώ διευκρινίζεται ότι δεν ακολουθήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής υπέρ της αντιστροφής των εδαφίων α΄ και β΄ προκειμένου ο τόπος της συνήθους διαμονής του δικαιούχου να καταστεί το πρώτο κριτήριο αρμοδιότητας (ΕΕ 2006, C 185, σ. 35, ιδίως σημείο 4.1).


26 –      Η εν λόγω ανακοίνωση υπογραμμίζει την προσθήκη μιας «σημαντικής διευκρινίσεως στο σημείο δ΄».


27 –      Με δεδομένο ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι είχε εφαρμογή στο σύνολο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η ανακοίνωση επισημαίνει, σχετικά με το εν λόγω άρθρο 3, ότι «ο [μελλοντικός] κανονισμός [4/2009] εγκαταλείπει την έννοια της κατοικίας και αναφέρεται πλέον μόνο σε εκείνη της συνήθους διαμονής· η εν λόγω έννοια είναι, πράγματι, καλύτερα προσαρμοσμένη στα κείμενα που εφαρμόζονται στο οικογενειακό δίκαιο».


28 –      Η ανακοίνωση αυτή διευκρινίζει ότι οι κανόνες αρμοδιότητας που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 3 «εφαρμόζ[ονται] όποιος κι αν είναι ο τόπος της συνήθους διαμονής του εναγομένου».


29 –      Βλ. υπό την έννοια αυτή, Béraudo, J. P., «Fascicule 3022», JurisClasseur EuropeTraité, LexisNexis, Παρίσι, 2012, σημείο 9· Gascón Inchausti, F., «Le recouvrement des aliments en Europe», σε La justice civile européenne en marche, επιμέλεια M. Douchy Oudot, Dalloz, Παρίσι, 2012, σ. 147 επ., καθώς και Devers, A., «Les praticiens et le droit international privé européen de la famille», Europe, 2013, αριθ. 11, μελέτη 9, σημεία 9 και 19.


30 –      Βλ. σημεία 37 επ. κατωτέρω.


31 –      Σημειωτέον ότι ο κανονισμός 4/2009 αφορά τις υποθέσεις αυτές, μολονότι περιλαμβάνει επιπλέον και μια πτυχή οικονομικού χαρακτήρα [βλ. αιτιολογική σκέψη 11 και άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και σημείο 3.1 της προτάσεως κανονισμού COM(2005) 649 τελικό].


32 –      Το κείμενο της Συμβάσεως αυτής και η σχετική επεξηγηματική έκθεση, η οποία καταρτίστηκε από τους Borrás, Α., και Degeling, J., είναι προσβάσιμα στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.hcch.net/index_fr.php?act=conventions.text&cid=131. Η Ένωση υπέγραψε και ενέκρινε η ίδια την εν λόγω Σύμβαση, ενώ διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται συνεπεία της εγκρίσεως αυτής [βλ. απόφαση 2011/220/ΕΕ του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2011 (EE L 93, σ. 9), και απόφαση 2011/432/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 2011 (EE L 192, σ. 39), ιδίως αιτιολογική σκέψη 4 της τελευταίας αυτής αποφάσεως].


33 –      Βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 17 και άρθρο 8 του κανονισμού 4/2009, με δεδομένο ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες του τελευταίου έλαβαν χώρα παράλληλα με τη διαπραγμάτευση της εν λόγω Συμβάσεως, στο πνεύμα μιας προσπάθειας «αναζητ[ήσεως] δυνατών συνεργιών» μεταξύ των δύο αυτών νομοθετικών πλαισίων [βλ. σημείο 1.1.2 της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως κανονισμού COM(2005) 649 τελικό].


34 –      Ελλείψει ομοφωνίας κατά το πέρας μιας συζητήσεως το περιεχόμενο της οποίας αναπαράγει η επεξηγηματική έκθεση που μνημονεύεται στην ανωτέρω υποσημείωση 32 των προτάσεών μου (βλ. σ. 58 έως 62).


35 –      Βλ. σ. 44 επ. της εκθέσεως που κατήρτισε ο Duncan, W., «Vers un nouvel instrument mondial sur le recouvrement international des aliments envers les enfants et d’autres membres de la famille», Προκαταρκτικό έγγραφο αριθ. 3 του Απριλίου 2003 (http://www.hcch.net/index_fr.php?act=publications.details&pid=4108&dtid=35), η οποία αναφέρεται συναφώς στο άρθρο 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.


36 –      Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (EE L 338, σ. 1), στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα.


37 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 και άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.


38 –      Βλ. άρθρα 3 και 9 έως 13 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.


39 –      Η ιδιαιτερότητα της τελευταίας αυτής διατυπώσεως και οι συνέπειές της χρήζουν περαιτέρω αναπτύξεως (βλ. σημεία 54 επ. κατωτέρω).


40 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009 και σημείο 32 των προτάσεών μου.


41 –      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Α (C‑523/07, EU:C:2009:39, σημεία 63 και 64)· προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση Purrucker (C‑256/09, EU:C:2010:296, σημείο 126), καθώς και τη γνώμη μου στην υπόθεση Purrucker (C‑296/10, EU:C:2010:578, σημείο 95).


42 –      Ειδικότερα, η έννοια «δικαστήριο» κατά τον κανονισμό 4/2009 περιλαμβάνει τις «αρμόδιες για θέματα υποχρεώσεων διατροφής διοικητικές αρχές των κρατών μελών», υπό την προϋπόθεση ότι αυτές παρέχουν ορισμένες εγγυήσεις (βλ. αιτιολογική σκέψη 12 και άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού).


43 –      Ο κανονισμός 4/2009 θέτει κανόνες αρμοδιότητας οι οποίοι καταλαμβάνουν και τις διαφορές που δεν περιορίζονται στις επικράτειες των κρατών μελών, για παράδειγμα όταν η συνήθης διαμονή του εναγομένου βρίσκεται σε τρίτο κράτος, όπως στην υπόθεση Huber (C-408/13) (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 15). Ωστόσο, παρά τον γενικό αυτό προσανατολισμό του, ο εν λόγω κανονισμός ρυθμίζει τη δικαιοδοσία μόνο των δικαστηρίων των κρατών μελών.


44 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Weber (C‑438/12, EU:C:2014:43, υποσημείωση 48), καθώς και απόφαση Weber (C‑438/12, EU:C:2014:212, σκέψη 40).


45 –      Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι διευκρινίζει ότι «[η] κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας» (η υπογράμμιση δική μου).


46 –      Βλ. αποφάσεις de Cavel (120/79, EU:C:1980:70, σκέψεις 6 επ.), καθώς και van den Boogaard (C‑220/95, EU:C:1997:91, σκέψεις 22 επ.).


47 –      Βλ. αποφάσεις Farrell (C‑295/95, EU:C:1997:168, σκέψεις 12 επ.), καθώς και Blijdenstein (C‑433/01, EU:C:2004:21, σκέψεις 24 επ.).


48 –      Σχετικά με τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances (C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 32), καθώς και Coty Germany (C‑360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 43).


49 –      Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, «[γ]ια λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη». Υπόμνηση της αρχής αυτής περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 1215/2012 περί αναδιατυπώσεως του ανωτέρω κανονισμού.


50 –      Βλ. επίσης, από την άποψη της εκτελέσεως και της αναγνωρίσεως των αποφάσεων, τα άρθρα 21, παράγραφος 2, και 24, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4/2009.


51 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009.


52 –      Καλύπτονται όλα τα είδη δικαιούχων διατροφής, όποια κι αν είναι η θέση τους στις οικογενειακές ή άλλες σχέσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μολονότι, στην πράξη, οι διατάξεις του τελευταίου έχουν περισσότερο την τάση να προστατεύουν τα παιδιά, τα οποία και αφορά η πλειονότητα των αιτήσεων διατροφής (βλ., κατ’ αναλογία, πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, του πρωτοκόλλου σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής [COM(2009) 81 τελικό, σημείο 1]).


53 –      Βλ., μεταξύ άλλων, σημείο 1.2 της προτάσεως κανονισμού COM(2005) 649 τελικό.


54 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 5, 9, 11, 15, 17, 26 και 27 καθώς και άρθρο 8.


55 –      Σημεία 19 επ. των προτάσεών μου.


56 –      Για τους λόγους που εκτέθηκαν στο ανωτέρω σημείο 39 των προτάσεών μου.


57 –      Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, του AUG προβλέπει ότι, όταν ένας εκ των διαδίκων —ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον δικαιούχο διατροφής ή για τον εναγόμενο— κατοικεί στο εξωτερικό, το Amtsgericht της έδρας του Oberlandesgericht στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο διάδικος που κατοικεί στη Γερμανία είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να κρίνει την υπόθεση, έναντι ενδεχομένως του Amtsgericht στο οποίο θα έπρεπε να υπαχθεί καταρχήν ο ενδιαφερόμενος λόγω του τόπου της διαμονής του.


58 –      Το Amtsgericht Düsseldorf υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του AUG συγκέντρωση αρμοδιοτήτων έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση των εναγόντων που κατοικούν στη Γερμανία από το πλεονέκτημα το οποίο παρέχεται από το άρθρο 3 του κανονισμού 4/2009 και συνίσταται στη δυνατότητά τους να προσφύγουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής τους. Επιπλέον, αποκρούει τη γνώμη που υποστηρίζεται από μερίδα της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας, ότι δηλαδή η εν λόγω διάταξη του AUG συνιστά καθαρά εθνικό μέτρο οργανώσεως των δικαστηρίων.


59 –      Κατά το Amtsgericht Karlsruhe, το άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 4/2009 ρυθμίζει τόσο τη διεθνή όσο και την εγχώρια δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου να κρίνει διασυνοριακή διαφορά που καλύπτεται από τον εν λόγω κανονισμό. Δυνάμει της αρχής της υπεροχής, απαγορεύεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες αρμοδιότητας αποκλίνοντες από την ως άνω ρύθμιση, όπως εδώ, με αποτέλεσμα ο δικαιούχος να χάνει τη δυνατότητα προσφυγής στο «τακτικό δικαστήριό» του, ήτοι σε εκείνο της πόλεως όπου έχει τη συνήθη διαμονή του.


60 –      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν ορίζει ευθέως ποιο δικαστήριο είναι συγκεκριμένα το αρμόδιο να κρίνει και ότι η διατύπωσή της καταλείπει στα κράτη μέλη περιθώριο να προσδιορίσουν την περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατάλληλο με βάση τον τόπο της συνήθους διαμονής του δικαιούχου.


61 –      Βλ. σημείο 40 ανωτέρω.


62 –      Μολονότι ο εν λόγω κανονισμός επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των δικαιούχων και εκείνων των οφειλετών τους, στους οποίους παρέχεται μεταξύ άλλων εγγύηση δίκαιης δίκης [βλ. σημείο 1.2.3 της προτάσεως κανονισμού COM(2005) 649 τελικό].


63 –      Στην απόφαση Farrell (EU:C:1997:168, σκέψη 19) κρίθηκε ότι «η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 2, αποσκοπεί στο να παράσχει στο πρόσωπο που αξιώνει διατροφή, το οποίο θεωρείται ως ο πλέον αδύναμος διάδικος σε μια τέτοια διαδικασία, μια εναλλακτική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας.Οι συντάκτες της Συμβάσεως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, θεώρησαν ότι ο ειδικός αυτός σκοπός πρέπει να υπερισχύει εκείνου που επιδιώκει ο κανόνας του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, ο οποίος συνίσταται στην προστασία του εναγομένου, ως εν γένει πιο αδύναμου διαδίκου, ένεκα του ότι υφίσταται την αγωγή του ενάγοντος» (η υπογράμμιση δική μου). Το Δικαστήριο επανέλαβε το κριτήριο αυτό της «μειονεκτικής καταστάσεως» στην απόφαση Blijdenstein (EU:C:2004:21, σκέψεις 29 επ.).


64 –      Βλ. άρθρα 22 έως 25 του κανονισμού 4/2009.


65 –      Βλ. έκθεση του P. Jenard σχετικά με την εν λόγω Σύμβαση των Βρυξελλών (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, ιδίως σ. 51 και 53 επ.) (στο εξής: έκθεση Jenard), καθώς και σημείο 104 του προαναφερθέντος στην ανωτέρω υποσημείωση 35 προκαταρκτικού εγγράφου αριθ. 3 σχετικά με τη Σύμβαση της Χάγης του 2007.


66 –      Gallant, E., «Le nouveau droit international privé alimentaire de l’Union: du sur mesure pour les plaideurs», Europe, 2012, αριθ. 2, μελέτη 2, σημεία 3 επ.


67 –      Βλ. σημείο 1.2.1 της προτάσεως κανονισμού COM(2005) 649 τελικό (η υπογράμμιση δική μου).


68 –      Άλλωστε, η Επιτροπή δέχεται ότι η απονομή κατά τόπον αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009 «αποβλέπει κυρίως στην προστασία των ιδιαιτέρως ευάλωτων διαδίκων διασφαλίζοντάς τους την πρόσβαση σε αποτελεσματική προσφυγή» και λαμβάνει ως δεδομένο ότι «το τοπικό δικαστήριο, λόγω της εγγύτητάς του με τα πραγματικά περιστατικά, είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει καταλλήλως το αντικείμενο της διαφοράς».


69 –      Η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009 επιβεβαιώνει μάλιστα ότι «δεν θα πρέπει πλέον να προβλέπεται παραπομπή στους κανόνες δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου».


70 –      Η έκθεση του καθηγητή P. Schlosser για τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 99 επ., ιδίως σημείο 70) διευκρινίζει ότι, στους εν λόγω κανόνες, «όταν η [Σύμβαση των Βρυξελλών] καθορίζει όχι μόνον τη διεθνή δικαιοδοσία, αλλά και την κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων, όπως π.χ. στα άρθρα 5 και 6, ένα μόνο δικαστήριο μεταξύ ομοιοβάθμων δικαστηρίων ενός κράτους κηρύσσεται αρμόδιο». Βλ. επίσης σ. 51 της προαναφερθείσας εκθέσεως Jenard.


71 –      Με τη διευκρίνιση ότι η γεωγραφική περιφέρεια ενός δικαστηρίου καθορίζεται συνήθως σε σχέση με τις διοικητικές διαιρέσεις ή υποδιαιρέσεις.


72 –      Η γεωγραφική περιφέρεια ενός δικαστηρίου ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των διαφορών. Έτσι, κάποιοι τομείς όπως το ναυτικό δίκαιο ή η πνευματική ιδιοκτησία μπορεί να εξαιρούνται από την αρμοδιότητα των μικρών δικαστηρίων υπέρ της αρμοδιότητας ενός δικαστηρίου μεγαλύτερης εμβέλειας. Αυτού του είδους η κατανομή των καθ’ ύλην αρμοδιοτήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των κατά τόπον αρμοδιοτήτων, είναι ωστόσο εντελώς διαφορετική από την επίμαχη περίπτωση, καθόσον η οικεία γερμανική διάταξη κατανέμει την κατά τόπον αρμοδιότητα για διαφορές παρόμοιου αντικειμένου, ήτοι τις διαφορές σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής, κατά τρόπο διαφορετικό ανάλογα με την παρουσία ή την απουσία στοιχείων αλλοδαπότητας.


73 –      Το γεγονός ότι οι διασυνοριακοί κανόνες αρμοδιότητας που έχουν εφαρμογή στα κράτη μέλη σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής μεταφέρθηκαν από μια διακυβερνητική ρύθμιση, όπως η Σύμβαση των Βρυξελλών, σε μια ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης, όπως ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι ή ο κανονισμός 4/2009, δεν μετέβαλε ριζικά το περιεχόμενό τους, αλλά η νομική φύση των οικείων διατάξεων άλλαξε άρδην σε εθνικό επίπεδο.


74 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Norddeutsches Vieh- und Fleischkontor (39/70, EU:C:1971:16, σκέψη 4), Επιτροπή κατά Ιταλίας (39/72, EU:C:1973:13, σκέψεις 3 επ.), καθώς και Variola (34/73, EU:C:1973:101, σκέψη 3).


75 –      Βλ., μεταξύ άλλων, Nord, N., «Présentation du règlement “obligations alimentaires”», AJ Famille, 2011, σ. 238· Ferrand, F., «The Council Regulation (EC) No 4/2009 […]», σε Latest Developments in EU Private International Law, επιμέλεια B. Campunzano Díaz κ.λπ., Intersentia, Καίμπριτζ, 2011, σ. 92, καθώς και Fongaro, E., «Obligations alimentaires», Répertoire de droit communautaire, Dalloz, Παρίσι, 2013, σημείο 19.


76 –      Το εν λόγω άρθρο 6, ως προς τη «συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία», ορίζει ως αρμόδια «τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων» (η υπογράμμιση δική μου).


77 –      Σχετικά με το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η προαναφερθείσα έκθεση Jenard διευκρινίζει ότι «[ο] εναγόμενος που έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος δεν πρέπει να κλητεύεται απαραίτητα ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει την κατοικία ή την έδρα του. Μπορεί να κλητευθεί ενώπιον όλων των δικαστηρίων του κράτους όπου έχει την κατοικία του και τα οποία είναι αρμόδια σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού, [δεδομένου ότι] η Σύμβαση καθορίζει τη γενική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους του [επιλαμβανομένου] δικαστηρίου και το δίκαιο του εν λόγω κράτους ορίζει με τη σειρά του την ειδική αρμοδιότητα αυτού ή εκείνου του δικαστηρίου του αναφερομένου κράτους» (βλ. σ. 46). Η ανάλυση πρέπει να αντιστραφεί για την εφαρμογή ενός κανόνα αρμοδιότητας ειδικού χαρακτήρα, όπως αυτός που τίθεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4/2009.


78 –      Απόφαση Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψεις 48 και 50).


79 –      Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το εν λόγω άρθρο 22, το οποίο «περιέχει δεσμευτική και εξαντλητική απαρίθμηση των βάσεων αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των κρατών μελών», «απλώς υποδεικνύει το κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία με βάση τη φύση της διαφοράς» (σκέψη 48 της ίδιας αποφάσεως).


80 –      Στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, εκτός από το άρθρο 5, σημείο 2, σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής, πολλές άλλες διατάξεις αναφέρονται στο «δικαστήριο του τόπου». Βλ., μεταξύ άλλων, το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, για θέματα διαφορών εκ συμβάσεων· το άρθρο 5, σημείο 3, για θέματα ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας· τα άρθρα 9, σημείο 1, στοιχείο β΄, και 10, για θέματα ασφαλίσεων· καθώς και το άρθρο 19, σημεία 1 και 2, για θέματα ατομικών συμβάσεων εργασίας. Βλ. επίσης απόφαση Color Drack (C‑386/05, EU:C:2007:262, σκέψη 30).


81 –      Η έκθεση Jenard διευκρινίζει ότι με την προσθήκη, στη Σύμβαση των Βρυξελλών, ειδικών κανόνων αρμοδιότητας, όπως αυτός που έχει εφαρμογή σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, μπορεί πλέον να «[οριστεί] ευθέως το αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται αναφορά στους ισχύοντες κανόνες του κράτους όπου θα μπορούσε να βρίσκεται τέτοιο δικαστήριο» και να «[διευκολυνθεί] η θέση σε εφαρμογή της Συμβάσεως», με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η λήψη, εκ μέρους των κρατών που την επικυρώνουν, μέτρων για την προσαρμογή της εσωτερικής τους νομοθεσίας προς τη Σύμβαση αυτή (βλ. σ. 22).


82 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τη νομολογία που προεκτέθηκε στην ανωτέρω υποσημείωση 48 των προτάσεών μου.


83 –      Πράγματι, τα άρθρα 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι καθιερώνουν την αρχή της αρμοδιότητας των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του εναγομένου, ενώ τα άρθρα 5, σημείο 2, των δύο αυτών κειμένων θέτουν εξαιρετικούς κανόνες αρμοδιότητας σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής.


84 –      Αν ενάγων είναι ο οφειλέτης, δεν μπορεί, στην πράξη, παρά να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου-δικαιούχου, καθώς στην περίπτωση αυτή, η οποία είναι στατιστικώς σπανιότερη, οι βάσεις αρμοδιότητας που προβλέπονται από τα εν λόγω στοιχεία ταυτίζονται. Σχετικά με την ανισότητα μεταξύ δικαιούχων και οφειλετών, βλ. Ancel, B., και Muir Watt, H., «Aliments sans frontières – Le règlement CE n° 4/2009 […]», Revue critique de droit international privé, 2010, σ. 457 επ., ιδίως σημείο 9.


85 –      Τα στοιχεία γ΄ και δ΄ του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009 χρησιμοποιούν το κριτήριο του «δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση [ή, αντιστοίχως,] με τη γονική μέριμνα […]» (η υπογράμμιση δική μου). Αντίστοιχο σύστημα παραπομπής προβλεπόταν ήδη τόσο στο άρθρο 5, σημείο 2, in fine, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (τροποποιηθείσας υπ’ αυτή την έννοια το 1978) όσο και στο άρθρο 5, σημείο 2, in fine, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


86 –      Παρόμοιες πληροφορίες απαιτούνται και για τις προσφυγές οι οποίες ασκούνται κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των αιτήσεων αυτών (βλ. άρθρο 32, παράγραφος 2).


87 –      Βλ. επικαιροποιημένη έκδοση των «Πληροφοριών που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 71 του κανονισμού [4/2009]», ιδίως σ. 13 (http://ec.europa.eu/justice_home/judicialatlascivil/html/pdf/vers_consolide_fr_4.pdf).


88 –      Το Amtsgericht Karlsruhe υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς τον σκοπό απλοποιήσεως τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 4/2009, η συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 28 του AUG περιπλέκει τη διεθνή είσπραξη των απαιτήσεων διατροφής, εξαιτίας του γεγονότος ότι το δικαστήριο που κατέστη αρμόδιο δυνάμει του κειμένου αυτού υπάρχει κίνδυνος να είναι πιο απομακρυσμένο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του δικαιούχου και να μην διαθέτει την καλύτερη επίγνωση της τοπικής οικονομικής καταστάσεως.


89 –      Βλ., κατ’ αναλογία, αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, καθώς και απόφαση Kainz (C‑45/13, EU:C:2014:7, σκέψεις 27 επ.).


90 –      Βλ., αντιστοίχως, για θέματα ανταγωνισμού, κοινής αγροτικής πολιτικής και προστασίας των καταναλωτών, απόφαση Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 62), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στις ως άνω συνεκδικασθείσες υποθέσεις (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:67, σημεία 49 επ.), καθώς και αποφάσεις Agrokonsulting‑04 (C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψεις 35 επ.), και Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψεις 38 επ.).


91 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Agrokonsulting-04 (EU:C:2013:432, σκέψεις 39 επ.).


92 –      Η διάκριση αυτή προκύπτει σαφώς, κατά τη γνώμη μου, από μια a contrario ανάγνωση των σκέψεων 46 και 47 της αποφάσεως Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (EU:C:2013:800).