Language of document : ECLI:EU:C:2018:407

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρες διαιτησίας – Συμφωνίες Persona και Terregov οι οποίες συνήφθησαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) – Επιλέξιμες δαπάνες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Ανταγωγή»

Στην υπόθεση C-7/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2017,

ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Παλιού, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lyal και από την Α. Κυρατσού,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. G. Fernlund (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως της 27ης Απριλίου 2016, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑155/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:245), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, απέρριψε την αγωγή της με αίτημα να αναγνωριστεί ότι οι δαπάνες που είχε δηλώσει για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «Επιπτώσεις της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε εδαφικές κυβερνητικές υπηρεσίες», το οποίο χρηματοδοτήθηκε δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 507749 (στο εξής: συμφωνία Terregov), και του έργου με τίτλο «Αντιληπτικά πεδία για την προαγωγή της αυτόνομης γήρανσης», το οποίο χρηματοδοτήθηκε δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 045459 (στο εξής: συμφωνία Persona), αντιστοιχούσαν σε επιλέξιμες δαπάνες και, αφετέρου, δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αίτημα την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των ως άνω συμφωνιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το συμβατικό πλαίσιο

2        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 355, σ. 23), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 232, σ. 1), η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2003 και στις 22 Δεκεμβρίου 2006, με τις εταιρίες Airial Conseil SA και Vodafone Omnitel NV, αντιστοίχως, υπό την ιδιότητά τους ως συντονιστών δύο διαφορετικών κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η αναιρεσείουσα, τις συμφωνίες επιχορηγήσεως Terregov και Persona (στο εξής, από κοινού: επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως).

3        Οι ως άνω συμφωνίες περιλαμβάνουν, εκτός από την κύρια σύμβαση χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια σύμβαση), έξι παραρτήματα που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, μεταξύ των οποίων το παράρτημα Ι, που περιέχει περιγραφή των προς εκτέλεση εργασιών, και το παράρτημα II, το οποίο αφορά τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι). Οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως είναι πανομοιότυπες και ακολουθούν το υπόδειγμα των συμβάσεων του έκτου προγράμματος-πλαισίου.

4        Το σημείο II.19 των γενικών όρων, το οποίο αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες, έχει ως εξής:

«1.      Οι επιλέξιμες δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του έργου πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, και

b)      πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου, και

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου όπως αυτή ορίζεται στο σημείο 4 παράγραφος 2, με εξαίρεση τις δαπάνες εκπόνησης των τελικών εκθέσεων που προβλέπονται στο σημείο II.7, παράγραφος 4, οι οποίες είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν έως και 45 ημέρες μετά την ημερομηνία λήξης του έργου ή την ημερομηνία λύσης ή καταγγελίας, οπότε λαμβάνεται υπόψη η προγενέστερη εκ των δύο αυτών ημερομηνιών, και

d)      πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει, το αργότερο κατά την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού λογιστικού ελέγχου που προβλέπεται στο σημείο II.26. Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να επιτρέπουν την άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων και της γενικής κατάστασης των λογαριασμών που αφορούν τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου, [...]

[...]».

5        Η παράγραφος 1 του σημείου II.29 των γενικών όρων, το οποίο επιγράφεται «Λογιστικοί και άλλοι έλεγχοι», έχει ως εξής:

«[...] Εάν κατά τους ελέγχους διαπιστωθεί ότι οφείλονται ποσά στην Επιτροπή, τα οφειλόμενα ποσά δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκτησης όπως προβλέπεται στο σημείο II.31.»

6        Το σημείο II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων έχει ως εξής:

«Εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των διατάξεων της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της χρονικής προθεσμίας που καθορίζει η Επιτροπή.»

7        Το άρθρο 12 της κύριας συμβάσεως προβλέπει ότι οι συμφωνίες επιχορηγήσεως διέπονται από το βελγικό δίκαιο.

8        Το άρθρο 13 της κύριας συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των αντισυμβαλλομένων, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία των εν λόγω συμφωνιών.

 Το βελγικό δίκαιο

9        Κατά το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα, οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη.

10      Το άρθρο 1156 του ως άνω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Στις συμβάσεις πρέπει να αναζητείται ποια ήταν η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων.»

11      Το άρθρο 1315 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«Όποιος απαιτεί την εκπλήρωση της ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της. Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Η αναιρεσείουσα είναι ελληνική εταιρία, η οποία έχει μετάσχει στην εκτέλεση πολλών έργων χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα ή την Ένωση.

13      Κατόπιν οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή ζήτησε από την αναιρεσείουσα την επιστροφή σημαντικού μέρους των εισπραχθέντων από αυτήν ποσών, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.29, παράγραφος 1, και του σημείου II.31 των γενικών όρων.

 Η αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14      Η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, με αγωγή την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των ρητρών διαιτησίας που περιείχαν οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως, αφενός, να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν για την εκτέλεση του έργου το οποίο αφορά η συμφωνία Persona και του έργου το οποίο αφορά η συμφωνία Terregov αντιστοιχούν σε επιλέξιμες δαπάνες και, αφετέρου, να απορρίψει ως αβάσιμη την ανταγωγή της Επιτροπής.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας και δέχθηκε την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

16      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει επί της ουσίας και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 119 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στερούνται αιτιολογίας. Προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να κρίνει επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου ισχυρισμού της αγωγής το οποίο αφορούσε την ερμηνεία του σημείου ΙΙ.29, παράγραφος 1, και του σημείου II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων και το οποίο ήταν διακριτό από το δεύτερο σκέλος του ίδιου ισχυρισμού που αφορούσε την εφαρμογή των όρων αυτών. Στο πλαίσιο του ως άνω πρώτου σκέλους, η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι οι όροι αυτοί ήταν ασαφείς και ότι εξ αυτού του λόγου κατέλειπαν διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή. Κατά την αναιρεσείουσα, το σκέλος αυτό στηρίζεται σε διακριτή νομική βάση και σε διακριτά επιχειρήματα σε σχέση με τη νομική βάση και τα επιχειρήματα του δεύτερου σκέλους του εν λόγω δεύτερου ισχυρισμού.

19      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το σημείο II.29, παράγραφος 1, και το σημείο II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων είναι σαφή και ουδόλως χρήζουν ερμηνείας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παρέχει αιτιολογία που να καλύπτει αναλυτικώς και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, το σκεπτικό που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 119 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, αφ’ εαυτού, σαφές, κατανοητό και ικανό να αιτιολογήσει επαρκώς το συμπέρασμα προς στήριξη του οποίου αναπτύχθηκε.

22      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλάνη περί το δίκαιο, επειδή απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτο το δεύτερο σκέλος του δεύτερου ισχυρισμού της αγωγής με το οποίο προβαλλόταν παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της εκτελέσεως των επίμαχων συμφωνιών επιχορηγήσεως. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με την πάγια νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και ιδίως με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψεις 88 και 89), κατά την οποία η αρχή της αναλογικότητας ρυθμίζει τόσο τη δράση της Επιτροπής ως θεσμικού οργάνου όταν ασκεί δημόσια εξουσία όσο και τις συμβατικές της σχέσεις, όπως εν προκειμένω.

24      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25      Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως ερείδεται σε εσφαλμένη και αποσπασματική κατανόηση της σκέψεως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

26      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού και της σοβαρότητας των παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων που διαπιστώθηκαν με την έκθεση ελέγχου και της απορρίψεως των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς αμφισβήτηση της διαπιστώσεως αυτής, το αίτημα επιστροφής του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα «δεν παρίσταται αντίθετο ούτε στην αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων ούτε στην αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος».

27      Δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή αρκεί προς αιτιολόγηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απορρίψεως του πρώτου αιτήματος της αγωγής, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει επάλληλο χαρακτήρα.

28      Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν θα μπορούσε να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, είναι αλυσιτελείς οι επικρίσεις που διατυπώνει η αναιρεσείουσα συναφώς.

29      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το αντικείμενο της αποδείξεως και το βάρος αποδείξεως ως προς την αγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 82 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν, αφενός, διαδικαστική πλημμέλεια καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει επί των επιχειρημάτων της σε σχέση με το αντικείμενο της αποδείξεως και της ανταποδείξεως και, αφετέρου, πλάνη περί το δίκαιο ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως.

31      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απάλλαξε την Επιτροπή από το βάρος αποδείξεως του ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα δεν ήταν κατάλληλα ή δεν ήταν επαρκή, κρίνοντας ότι η τελική έκθεση ελέγχου που κατάρτισε η Επιτροπή αρκούσε αφ’ εαυτής για να αποδειχθεί ότι οι δαπάνες της αναιρεσείουσας ήταν μη επιλέξιμες. Συνεπώς, κατά την αναιρεσείουσα, η επιλεξιμότητα των δαπανών της απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επειδή η ίδια δεν «κλόνισε» την ως άνω έκθεση ελέγχου.

32      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

33      Όσον αφορά τη φερόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με το αντικείμενο της αποδείξεως και την ανταπόδειξη ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών της, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, εξέθεσε, στις σκέψεις 71 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη της επιλεξιμότητας των δαπανών της δεν συνιστούσαν αποδείξεις του υποστατού των δηλωθεισών δαπανών. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, αλλά τα έκρινε αβάσιμα για τους νομικούς και πραγματικούς λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 71 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

34      Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως, από τα σημεία των γενικών όρων στα οποία γίνεται αναφορά στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι οι δαπάνες που δήλωσε η αναιρεσείουσα μπορούν να της επιστραφούν μόνον εφόσον αυτή αποδείξει ότι είναι πραγματικές, ότι συνδέονται με τις επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως και ότι πληρούνται τα λοιπά κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπουν οι συμφωνίες αυτές.

35      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 71 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της από τους γενικούς όρους ιδίως επειδή δεν εφάρμοζε αρκούντως αξιόπιστο σύστημα καταγραφής των δαπανών προσωπικού και δεν παρέσχε πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές.

36      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως ως προς την ανταγωγή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε με τις σκέψεις 133 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το εφαρμοστέο δίκαιο και την ισχύουσα ενωσιακή νομολογία σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως ως προς την ανταγωγή.

38      Κατά την αναιρεσείουσα, εφόσον η Επιτροπή προέβαλε αυτοτελή αξίωση με την ανταγωγή, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εάν αυτή είχε αποδείξει τους ισχυρισμούς που προέβαλε με την ανταγωγή, σύμφωνα με τους οποίους οι δαπάνες ήταν μη επιλέξιμες, κάτι που ουδόλως έπραξε.

39      Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40      Επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν λαμβάνουν υπόψη τη στενή σχέση μεταξύ της ανταγωγής της Επιτροπής και της αγωγής της αναιρεσείουσας.

41      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τα τεκμηριώνουν, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως προς στήριξη της ανταγωγής.

42      Δεδομένου ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της βάσει της τελικής εκθέσεως ελέγχου, εναπέκειτο στην αναιρεσείουσα να τους αντικρούσει. Αφού το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα δεν το έπραξε, ορθώς δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής.

43      Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

44      Εκ του συνόλου των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

46      Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

Fernlund

Bonichot

Arabadjiev

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουνίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

C. G. Fernlund


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.