Language of document : ECLI:EU:C:2004:419

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

F. G. JACOBS

της 8ης Ιουλίου 2004 (1)

Υπόθεση C-36/03

Approved Prescription Services Ltd

κατά

Licensing Authority (εκπροσωπουμένης από τη The Medicines Control Agency)

[αίτηση του High Court of England and Wales (Queen’s Bench Division) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα – Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Άδεια κυκλοφορίας στην αγορά – Συνοπτική διαδικασία »






1.     Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία προέρχεται από το High Court of England and Wales (Queen’s Bench Division), αφορά αίτηση χορηγήσεως εθνικής άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νoεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (στο εξής: οδηγία) (2), όπως ίσχυε πριν από την πρόσφατη τροποποίησή της (3).

2.     Σε γενικές γραμμές, η οδηγία επιβάλλει στον αιτούντα την υποχρέωση να παράσχει πλήρη στοιχεία για να αποδείξει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του προϊόντος του. Πάντως, κατά παρέκκλιση από την εν λόγω πλήρη διαδικασία, η οδηγία προβλέπει και πλείονες συνοπτικές διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων ο αιτών απαλλάσσεται της υποχρεώσεως παροχής ορισμένων στοιχείων και μπορεί να παραπέμψει σε στοιχεία που έχουν κοινοποιηθεί όσον αφορά άλλο προϊόν για το οποίο έχει ήδη ληφθεί άδεια. Σύμφωνα με μια από τις διαδικασίες αυτές, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ο αιτών μπορούσε να παραπέμψει σε προηγουμένως κοινοποιηθέντα στοιχεία, εφόσον το προϊόν του ήταν ουσιαστικά παρεμφερές με άλλο προϊόν το οποίο είχε εγκριθεί πριν από ορισμένο χρόνο (που ανέρχεται, στην υπό κρίση υπόθεση, σε δέκα έτη). Στο πλαίσιο κάποιας άλλης από τις σχετικές διαδικασίες, ο αιτών μπορούσε να παραπέμψει εν μέρει στα στοιχεία που είχαν παρασχεθεί όσον αφορά άλλο προϊόν και να παράσχει και «συμπληρωματικά» περαιτέρω στοιχεία για να καλύψει ορισμένες κατηγορίες διαφορών μεταξύ των δύο παρεμφερών κατά τα λοιπά προϊόντων.

3.     Η υπό κρίση υπόθεση αφορά το υγρό Fluoxetine, το γενόσημο φάρμακο αντικαταθλιπτικού, που είναι το ενεργό συστατικό προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με την ονομασία Prozac. Η άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (στο εξής: «AΚ») του Prozac σε κάψουλες χορηγήθηκε για πρώτη φορά το 1988 και η AΚ του υγρού Prozac (η οποία χορηγήθηκε βάσει συμπληρωματικών στοιχείων που προστέθηκαν στα στοιχεία που είχαν ήδη παρασχεθεί για τις κάψουλες) χορηγήθηκε το 1992. Το 1999, λιγότερο από δέκα έτη μετά την άδεια κυκλοφορίας του υγρού Prozac, ένας παρασκευαστής γενοσήμων φαρμάκων  ζήτησε άδεια κυκλοφορίας στην αγορά του υγρού Fluoxetine, στηριζόμενος σε στοιχεία που είχαν παρασχεθεί για την προηγούμενη άδεια. Η αίτησή του απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι το υγρό Prozac είχε λάβει άδεια κυκλοφορίας πριν από διάστημα μικρότερο των δέκα ετών και ότι το υγρό Fluoxetine δεν ήταν ουσιαστικά παρεμφερές προς το Prozac σε κάψουλες.

4.     Στα πλαίσια αιτήσεως δικαστικού ελέγχου της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν, δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων, ο αιτών ΑΚ για νέο φάρμακο (στο εξής: νέο προϊόν Γ) μπορεί να στηριχθεί σε στοιχεία που παρασχέθηκαν για προϊόν ουσιαστικά παρεμφερές (στο εξής: «επέκταση φάσματος» ή «προϊόν B»), για το οποίο χορηγήθηκε άδεια εντός της Κοινότητας πριν από χρονικό διάστημα μικρότερο της περιόδου αναφοράς, αλλά αποτελεί εκδοχή προϊόντος (στο εξής: «αρχικό προϊόν» ή «προϊόν A») το οποίο έχει λάβει άδεια τουλάχιστον πριν από την περίοδο αυτή, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα A και B έχουν διαφορετική φαρμακευτική μορφή ή δεν είναι, εξάλλου, ουσιαστικά παρεμφερή.

5.     Το Δικαστήριο ασχολήθηκε πολλάκις με την ερμηνεία της οδηγίας και στο ερώτημα που του υποβλήθηκε πρέπει να δοθεί απάντηση λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων Generics (UK) κ.λπ. (4) και Novartis Pharmaceuticals (5). Μετά τα πραγματικά περιστατικά, η οδηγία τροποποιήθηκε κατά τρόπον ώστε να δίδεται, για το μέλλον, σαφής καταφατική απάντηση στο υποβληθέν εν προκειμένω ερώτημα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

6.     Η οδηγία κωδικοποιεί σε ένα κείμενο πλείονες οδηγίες που αφορούν τα φάρμακα καθώς και τις τροποποιήσεις των οδηγιών αυτών. Το κεφάλαιο 1 του τίτλου III της οδηγίας περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 12 και ρυθμίζει τις άδειες κυκλοφορίας των φαρμάκων στην αγορά (6). Από τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η οδηγία τροποποιήθηκε επανειλημμένως. Οι τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2004/27/EΚ, οι οποίες εκτίθενται κατωτέρω (7), παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το ζήτημα που ανέκυψε στην υπό κρίση υπόθεση.

7.     Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι κανένα φάρμακο δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού.

8.     Τα άρθρα 8 και 10 προβλέπουν πλείονες διαδικασίες που μπορούν να ακολουθηθούν για τη χορήγηση εθνικής άδειας κυκλοφορίας στην αγορά. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, διευκρινίζει τα πληροφοριακά στοιχεία και τα έγγραφα που προσκομίζονται προς στήριξη αιτήσεως που υποβάλλεται στο πλαίσιο της καλουμένης πλήρους διαδικασίας. Ορίζει ότι τα εν λόγω στοιχεία και έγγραφα παρουσιάζονται «σύμφωνα με τις ενδείξεις του παραρτήματος I» της οδηγίας. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο θ΄ (8), ο αιτών πρέπει εν γένει να προσκομίσει αποτελέσματα των:

«–      φυσικοχημικών, βιολογικών ή μικροβιολογικών δοκιμών,

–      τοξικολογικών και φαρμακολογικών δοκιμών,

–      κλινικών δοκιμών».

9.     Το άρθρο 10 προβλέπει διάφορες, επικουρικές σε σχέση προς την πλήρη, διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων, υπό ορισμένες συνθήκες, ο αιτών μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση προσκομίσεως ορισμένων ή του συνόλου των αποτελεσμάτων των φαρμακολογικών, τοξικολογικών και κλινικών δοκιμών που απαιτεί κατά κανόνα το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο θ΄, και μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για άλλο προϊόν «αναφοράς» το οποίο έχει ήδη εγκριθεί. Τούτο δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση προσκομίσεως πλήρους φακέλου ως προς τη φυσικοχημική φύση του προϊόντος.

10.   Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, είχε καθιερώσει τη λεγόμενη «συνοπτική» διαδικασία, η οποία απάλλασσε τον αιτούντα από την υποχρέωση να παράσχει όλες τις προβλεπόμενες κατηγορίες πληροφοριακών στοιχείων εφόσον μπορούσε να αποδείξει:

«[...]

i)      είτε ότι το φάρμακο είναι ουσιαστικά παρεμφερές με φάρμακο που έχει εγκριθεί στο κράτος μέλος που αφορά η αίτηση και ότι ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας του αρχικού φαρμάκου συναινεί ώστε να γίνει προσφυγή, στο πλαίσιο της εξέτασης της παρούσας αιτήσεως, στην τοξικολογική, φαρμακολογική ή/και κλινική τεκμηρίωση που περιλαμβάνεται στον φάκελο του αρχικού φαρμάκου·

[...]

iii)      είτε ότι το φάρμακο είναι ουσιαστικά παρεμφερές με φάρμακο το οποίο έχει εγκριθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις, από έξι τουλάχιστον χρόνια στην Κοινότητα και κυκλοφορεί στο κράτος μέλος που αφορά η αίτηση. [...Ένα] κράτος μέλος μπορεί να επεκτείνει την περίοδο αυτή σε δέκα χρόνια με μία μόνη απόφαση που θα καλύπτει όλα τα φάρμακα που κυκλοφορούν στο έδαφός του, αν κρίνει ότι το απαιτούν οι ανάγκες της δημόσιας υγείας. [...]»

11.   Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, είχε καθιερωθεί μια άλλη διαδικασία, που καλείται γενικώς «υβριδική συνοπτική» διαδικασία, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, διάταξη που καλείται συνήθως επιφύλαξη:

«Ωστόσο, στις περιπτώσεις που το φάρμακο προορίζεται για διαφορετική θεραπευτική χρήση, ή πρέπει να λαμβάνεται από τον ασθενή με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική δοσολογία, σε σχέση με τα άλλα φάρμακα που κυκλοφορούν, πρέπει να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των κατάλληλων τοξικολογικών, φαρμακολογικών ή/και κλινικών δοκιμών.»

12.   Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο αιτών όφειλε απλώς να προσκομίσει τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, φαρμακολογικών και κλινικών δοκιμών που ήσαν κατάλληλες ενόψει της διαφοράς από απόψεως θεραπευτικής χρήσεως, τρόπου λήψεως ή δοσολογίας σε σχέση με τα άλλα φάρμακα που κυκλοφορούν. Κατά τα λοιπά, ο αιτών στηριζόταν στα στοιχεία που αφορούσαν το προϊόν αναφοράς στα οποία έπρεπε να παραπέμψει βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i ή iii. Τα πρόσθετα στοιχεία που ο αιτών είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει δυνάμει της επιφυλάξεως καλούνται κατά κανόνα «συμπληρωματικά στοιχεία».

13.   Οι σκοποί στους οποίους στηρίζονται οι διάφορες διαδικασίες χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας συνάγονται από το προοίμιο της οδηγίας. Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι κάθε κανόνας που διέπει την παραγωγή, διανομή ή χρησιμοποίηση φαρμάκων πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας. Από την ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι οι διαδικασίες του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σκοπούν επίσης να μη περιαγάγουν σε δυσμενή θέση τις πρωτοπόρες φαρμακευτικές εταιρίες και να αποτρέψουν την επανάληψη των δοκιμών σε ανθρώπους και ζώα εάν δεν υπάρχει επιτακτική ανάγκη.

 Η Ανακοίνωση προς τους αιτούντες

14.   Όπως προανέφερα, το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας επιβάλλει τα πληροφοριακά στοιχεία και τα έγγραφα να «παρουσιάζονται σύμφωνα με τις ενδείξεις του παραρτήματος I».

15.   Το πρώτο εδάφιο της εισαγωγής του εν λόγω παραρτήματος ορίζει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση για χορήγηση αδείας κυκλοφορίας παρουσιάζονται λαμβάνοντας υπόψη τις οδηγίες που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή σε έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Κανόνες που διέπουν τα φάρμακα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τόμος 2: Οδηγίες στους υποβάλλοντες αίτηση για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για φάρμακα για ανθρώπινη χρήση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας» (9). Ο τόμος 2 καλείται γενικά και αναφέρεται κατωτέρω με τον όρο «Aνακοίνωση προς τους αιτούντες» (10).

16.   Όπως διευκρινίζεται στην εισαγωγή της, η Aνακοίνωση προς τους αιτούντες «καταρτίσθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Αξιολόγηση των Φαρμάκων». Αντικατοπτρίζει, κατά συνέπεια, «τις εναρμονισμένες απόψεις» των κρατών μελών και του Οργανισμού ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο «μπορούν να ικανοποιηθούν οι νόμιμες απαιτήσεις των οδηγιών και κανονισμών [...]». Στην εισαγωγή διευκρινίζεται επίσης ότι η Ανακοίνωση «δεν έχει ισχύ νόμου και δεν αντιπροσωπεύει κατ’ ανάγκη την οριστική θέση της Επιτροπής». Eπομένως, πρέπει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να γίνει επίκληση της προσήκουσας κοινοτικής νομοθεσίας.

17.   Ο τόμος 2A της Aνακοινώσεως προς τους αιτούντες αφορά τις διαδικασίες χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στην αγορά. Το τμήμα 4.2 του κεφαλαίου 1 του τόμου αυτού είναι αφιερωμένο στις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τη συνοπτική διαδικασία. Αναφέρονται τα εξής:

«The dossier of a new strength, new pharmaceutical form, new indication (called deliberately ‘line extensions’ see section 5.2) of an existing medicinal product from the same marketing authorisation holder based on a complete dossier is also considered as a complete dossier. An essentially similar product (informed consent or generic) can refer to the dossier of the line extension of the original medicinal product. Therefore, a line extension for a generic medicinal product can be applied for by reference to the line extension of the original medicinal product.»

[«Ο φάκελος όσον αφορά τη νέα ισχύ, νέα φαρμακευτική μορφή, νέα ένδειξη (που ονομάζονται “επεκτάσεις φάσματος”, βλ. τμήμα 5.2) ενός υπάρχοντος φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος από τον ίδιο κάτοχο άδειας κυκλοφορίας βάσει πλήρους φακέλου θεωρείται επίσης ως πλήρης φάκελος. Ένα ουσιαστικώς παρεμφερές προϊόν (διαδικασία συναινέσεως ή κοινόχρηστης ονομασίας) μπορεί να αναφέρεται στον φάκελο της επέκτασης φάσματος του αρχικού φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος. Eπομένως, η επέκταση φάσματος ενός φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος κοινόχρηστης ονομασίας μπορεί να ζητηθεί με αναφορά στην επέκταση φάσματος του αρχικού φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος.»]

18.   Το τμήμα 4.2 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Essential similarity: the product applied for under the abridged procedure must be essentially similar to the original/reference medicinal product. In this context the following definitions are applicable.

An original medicinal product is a medicinal product that has been authorised within the Community for not less than six or ten years. The marketing authorisation of this medicinal product is based on a complete dossier.

A reference medicinal product is a version of the original  medicinal product which is marketed in the Member State for which the application is made and which is used to claim essential similarity. In this Member State the reference medicinal product can be authorised for less than six or ten years. This reference medicinal product might be of another strength or pharmaceutical form or be approved for other indications or have other excipients than the original medicinal product.

A medicinal product used as comparison for bioequivalence study, where a bioequivalence study is applicable, is a version of the original  medicinal product that is authorised within the Community. This medicinal product is normally the same as the reference medicinal product.»

[«Ουσιαστικά παρεμφερές: το προϊόν που αφορά η αίτηση κατά τη συνοπτική διαδικασία πρέπει να είναι ουσιαστικά παρεμφερές προς το αρχικό φάρμακο/φάρμακο αναφοράς. Συναφώς ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί.

Αρχικό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα είναι το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που έχει εγκριθεί και κυκλοφορεί εντός της Κοινότητας τουλάχιστον επί έξι ή δέκα έτη. Η άδεια κυκλοφορίας αυτού του φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος στηρίζεται σε πλήρη φάκελο.

Ένα φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα αναφοράς αποτελεί εκδοχή του αρχικού φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που κυκλοφορεί στο κράτος μέλος για το οποίο υποβάλλεται αίτηση και το οποίο προβάλλεται ως ουσιαστικώς παρεμφερές. Σ’ αυτό το κράτος μέλος το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα αναφοράς μπορεί να κυκλοφορεί επί λιγότερο από έξι ή δέκα έτη. Αυτό το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα αναφοράς μπορεί να έχει διαφορετική ισχύ ή φαρμακευτική μορφή ή να έχει εγκριθεί για άλλες ενδείξεις ή να έχει άλλα έκδοχα από το αρχικό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα.

Φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο συγκρίσεως σε μελέτη βιοϊσοδυναμίας, οσάκις απαιτείται τέτοια μελέτη, είναι μια εκδοχή του αρχικού φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που έχει εγκριθεί εντός της Κοινότητας. Αυτό το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα είναι κατά κανόνα το ίδιο με το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα αναφοράς.»]

 Η κοινοτική νομολογία

19.   Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως τις διατάξεις που περιελάμβανε, κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγεται η παρούσα διαδικασία, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και τούτο ιδίως στις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. και Novartis Pharmaceuticals (11). Με τις αποφάσεις αυτές διευκρινίστηκε η έννοια του ουσιαστικώς παρεμφερούς, η λειτουργία της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας που προβλέπει η επιφύλαξη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο αιτών μπορεί, στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, να επικαλεστεί το ουσιαστικά παρεμφερές προς μεταγενέστερη εκδοχή του προϊόντος αναφοράς, μεταγενέστερη εκδοχή για την οποία χορηγήθηκε άδεια πριν από λιγότερο από έξι ή δέκα έτη και να στηριχθεί στα στοιχεία που υποβλήθηκαν για την εκδοχή αυτή.

 Η έννοια του ουσιαστικώς παρεμφερούς

20.   Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Generics(UK) κ.λπ (12) και επιβεβαίωσε με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals (13) ότι «ένα φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα είναι ουσιαστικά παρεμφερές με το αρχικό ιδιοσκεύασμα όταν πληροί τα κριτήρια της ίδιας ποιοτικής και ποσοτικής συνθέσεως όσον αφορά τα δραστικά συστατικά, της ίδιας φαρμακευτικής μορφής και της βιοϊσοδυναμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρουσιάζει, εξεταζόμενο με γνώμονα τις επιστημονικές γνώσεις, σημαντικές διαφορές σε σχέση με το αρχικό ιδιοσκεύασμα όσον αφορά την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα.»

21.   Όσον αφορά την έννοια της φαρμακευτικής μορφής για την ως άνω εξακρίβωση, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό της φαρμακευτικής μορφής συγκεκριμένου φαρμάκου, «η μορφή με την οποία αυτό παρουσιάζεται και η μορφή υπό την οποία χορηγείται, περιλαμβανομένης και της φυσικής μορφής» (14).

 Η υβριδική συνοπτική διαδικασία

22.   Όπως στην περίπτωση της συνοπτικής διαδικασίας, η επιφύλαξη παρέχει προδήλως τη δυνατότητα παραπομπής, έν τινι μέτρω, στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν προηγουμένως για προϊόν αναφοράς, αλλά απαιτεί επιπλέον συμπληρωματικά στοιχεία λόγω διαφοράς της  θεραπευτικής χρήσεως, του τρόπου χορηγήσεως ή της δοσολογίας μεταξύ του προϊόντος αναφοράς και του νέου προϊόντος το οποίο αφορά η αίτηση.

23.   Με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιφύλαξη μπορεί να εφαρμοστεί σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i (όταν το προϊόν αναφοράς έχει εγκριθεί στο κράτος το οποίο αφορά η αίτηση και όταν έχει δοθεί η συναίνεση του υπευθύνου για την κυκλοφορία του προϊόντος αναφοράς στην αγορά) ή με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii (όταν το προϊόν αναφοράς έχει εγκριθεί εντός της Κοινότητας πριν από τουλάχιστον έξι ή δέκα έτη και διατίθεται στο εμπόριο εντός του κράτους μέλους το οποίο αφορά η αίτηση) (15).

24.   Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, στο πλαίσιο της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας, σε αντιδιαστολή προς τη συνοπτική διαδικασία, το προϊόν για το οποίο ζητείται η άδεια δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι ουσιαστικά παρεμφερές σε όλες τις περιπτώσεις προς το προϊόν αναφοράς.

25.   Το Δικαστήριο τόνισε ότι, εάν ήταν ανάγκη το οικείο φάρμακο να είναι ουσιαστικά παρεμφερές προς το φάρμακο αναφοράς, η επιφύλαξη θα απέβαινε σε μεγάλο βαθμό ανενεργός όσον αφορά τα φάρμακα τα οποία πρέπει να χορηγούνται με διαφορετικούς τρόπους ή σε διαφορετική δοσολογία σε σχέση με τα άλλα φάρμακα τα οποία διατίθενται στο εμπόριο, δεδομένου ότι τα πρώτα δεν είναι γενικώς βιοϊσοδύναμα προς τα τελευταία (16).

26.   Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση για AK ενός φαρμάκου μπορεί να υποβληθεί βάσει της επιφυλάξεως, με παραπομπή σε εγκριθέν φάρμακο, υπό την προϋπόθεση ότι το φάρμακο για το οποίο ζητείται η ΑΚ είναι ουσιαστικά παρεμφερές με το εγκριθέν φάρμακο με εξαίρεση, αν τούτο είναι αναγκαίο, μιας ή περισσοτέρων διαφορών που μνημονεύει η επιφύλαξη (17).

 Η δυνατότητα παραπομπής σε στοιχεία που έχουν υποβληθεί όσον αφορά εκδοχή του αρχικού προϊόντος

27.   Με την απόφαση Generics (UK) κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, ένα νέο φάρμακο ουσιαστικά παρεμφερές με προϊόν που εγκρίθηκε πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον χρόνια στην Κοινότητα και έχει τεθεί στο εμπόριο εντός του κράτους μέλους το οποίο αφορά η αίτηση μπορεί να εγκριθεί για όλες τις περιεκτικότητες, δόσεις ή ποσολογίες που έχουν ήδη εγκριθεί για το εν λόγω προϊόν, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν εγκριθεί πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον χρόνια (18).

28.   Με την απόφαση Generics (UK) κ.λπ. κρίθηκε πράγματι ότι ο αιτών μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να στηριχθεί όχι μόνο στα στοιχεία που έχουν κοινοποιηθεί για την πρώτη έγκριση του προϊόντος αναφοράς, τουλάχιστον έξι ή δέκα χρόνια πριν, αλλά και στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν μεταγενέστερα, για τη χορήγηση της άδειας για εκδοχή του προϊόντος αναφοράς, έστω και αν αυτά υποβλήθηκαν κατά τα τελευταία έξι ή δέκα έτη.

29.   Στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. δόθηκαν ποικίλες ερμηνείες. Κατά μία από τις ερμηνείες αυτές, ο αιτών έπρεπε να αποδείξει όχι μόνον ότι το προϊόν του ήταν ουσιαστικά παρεμφερές προς την εκδοχή, αλλά και ότι το αρχικό προϊόν και η εκδοχή του ήσαν τα ίδια ουσιαστικά παρεμφερή.

30.   Το πρόβλημα που έθετε η ερμηνεία αυτή ήταν ότι, δεδομένου του ορισμού της έννοιας του ουσιαστικά παρεμφερούς που υιοθέτησε το Δικαστήριο, πλείονες από τις κατηγορίες διαφορών των οποίων γίνεται μνεία στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. θα κατέληγαν αναπόφευκτα σε άρση του στοιχείου του ουσιαστικά παρεμφερούς μεταξύ του αρχικού προϊόντος και της εκδοχής του.

31.   Η κρατούσα γνώμη στις εθνικές και κοινοτικές αρχές, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην Aνακοίνωση προς τους αιτούντες, ήταν ότι η απόφαση Generics (UK) κ.λπ. έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την παραπομπή, εκ μέρους του αιτουμένου άδεια κυκλοφορίας για νέο προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για εκδοχή του αρχικού προϊόντος υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην απόφαση εκείνη, έστω και αν η εκδοχή δεν είναι ουσιαστικά παρεμφερής προς το αρχικό προϊόν, υπό την προϋπόθεση ότι το νέο προϊόν είναι ουσιαστικά παρεμφερές προς την εκδοχή.

32.   Με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να παράσχει διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο που ερμήνευσε το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, με την απόφαση Generics (UK) κ.λπ.

33.   Πρώτον, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν είναι πάντοτε αναγκαίο το αρχικό προϊόν να είναι ουσιαστικά παρεμφερές με την εκδοχή του για να είναι δυνατή η παραπομπή στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν με την εκδοχή. Άλλως, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η παραπομπή αυτή θα περιορίζονταν πράγματι στις νέες θεραπευτικές ενδείξεις, δεδομένης της πιθανής επιπτώσεως των άλλων κατηγοριών αλλαγών επί της βιοδιαθεσιμότητας, που είναι ένα από τα κριτήρια του ουσιαστικά παρεμφερούς (19).

34.   Δεύτερον, το Δικαστήριο εξέτασε εκ νέου τις κατηγορίες μεταβολών του αρχικού προϊόντος (που καταλήγουν σε εκδοχή), οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα παραπομπής στα σχετικά με την εκδοχή στοιχεία.

35.   ΄Εκρινε ότι ο αιτών μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία αυτά εφόσον το αρχικό προϊόν και η εκδοχή του διαφέρουν ως προς ένα από τα σημεία των οποίων γίνεται μνεία στην επιφύλαξη, δηλαδή όσον αφορά τη θεραπευτική τους ένδειξη, τον τρόπο χορηγήσεώς τους ή τη δοσολογία τους (20). Το Δικαστήριο διευκρίνισε τα εξής:

«Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη την επιφύλαξη, ένα τέτοιο φάρμακο συνιστά ανάπτυξη του αρχικού φαρμάκου ή του φαρμάκου αναφοράς όπως και το φάρμακο το οποίο προορίζεται για διαφορετική θεραπευτική χρήση σε σχέση με το αρχικό φάρμακο ή το φάρμακο αναφοράς.» (21)

36.   Το Δικαστήριο ανέφερε, πάντως, ότι τα κριτήρια των οποίων γίνεται ρητή μνεία στην επιφύλαξη δεν είναι εξαντλητικά και ότι η εκδοχή ενδέχεται να μην πληροί όλα τα κριτήρια του ουσιαστικά παρεμφερούς σε σχέση με το αρχικό προϊόν υπό άλλες επόψεις, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζεται επιπλέον χρόνος αποκλειστικότητας των στοιχείων.

37.    Eιδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν τα προϊόντα A και B είναι ουσιαστικά παρεμφερή υπό την επιφύλαξη της διαφορετικής βιοδιαθεσιμότητάς τους, ο αιτών την AΚ για το προϊόν Γ μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για το προϊόν B (22). Το Δικαστήριο ακολούθησε την εξής συλλογιστική:

«αν ο αιτών την ΑΚ του προϊόντος Γ μπορεί [...] να παραπέμψει στην [...] τεκμηρίωση σχετικά με το προϊόν Β, [...] ουσιαστικά παρεμφερ[έ]ς [με το προϊόν Α], με εξαίρεση [...] τον τρόπο χορηγήσεως ή τη δοσολογία, αφού οι διαφορές ως προς τα δύο αυτά τελευταία σημεία συνεπάγονται γενικά ότι τα προϊόντα Α και Β δεν είναι βιοϊσοδύναμα [...], πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν τα προϊόντα Α και Β διακρίνονται μόνον από τη διαφορά τους ως προς τη βιοδιαθεσιμότητα, ενώ ο τρόπος χορηγήσεως και η δοσολογία τους δεν μεταβάλλονται.» (23)

 Mεταγενέστερες τροποποιήσεις της οδηγίας

38.   Μολονότι θεσπίστηκαν μετά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, είναι χρήσιμο να εξετασθούν πλείονες τροποποιήσεις της οδηγίας τις οποίες επέφερε η οδηγία 2004/27/EΚ (24). Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής προσθέτει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν έχει χορηγηθεί αρχική άδεια κυκλοφορίας σε φάρμακο σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, χορηγείται επίσης άδεια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ή περιλαμβάνεται στην αρχική άδεια κυκλοφορίας για οιεσδήποτε πρόσθετες δοσολογίες, φαρμακοτεχνικές μορφές, οδούς χορήγησης και παρουσιάσεις, καθώς και για κάθε τροποποίηση και επέκταση. Όλες αυτές οι άδειες κυκλοφορίας θεωρούνται ότι ανήκουν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1.»

39.   Το άρθρο 1, παράγραφος 8, της οδηγίας 2004/27/EΚ αντικαθιστά το προηγούμενο κείμενο του άρθρου 10 με μια νέα σειρά διατάξεων. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, περιλαμβάνει τροποποιημένη εκδοχή της συνοπτικής διαδικασίας που καθιέρωνε προηγουμένως το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii. Η έννοια του ουσιαστικά παρεμφερούς αντικαταστάθηκε από την απαίτηση να αποδεικνύουν οι αιτούντες ότι το προϊόν τους είναι γενόσημο φάρμακο ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια προ οκτώ τουλάχιστον ετών.

40.   Το γενόσημο φάρμακο ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ως «ένα φάρμακο με την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύνθεση σε δραστικές ουσίες, την ίδια φαρμακευτική μορφή όπως το φάρμακο αναφοράς και του οποίου η βιοϊσοδυναμία με το φάρμακο αναφοράς έχει αποδειχθεί βάσει των κατάλληλων μελετών βιοδιαθεσιμότητας».

41.   Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας προβλέπει μια παραλλαγή της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας. Ορίζει τα εξής:

«Όταν ένα φάρμακο δεν εμπίπτει στον, κατά την παράγραφο 2, στοιχείο β΄, ορισμό του γενόσημου φαρμάκου, ή και όταν η βιοϊσοδυναμία δεν μπορεί να καταδειχθεί με μελέτες βιοδιαθεσιμότητας, ή σε περίπτωση αλλαγών της ή των δραστικών ουσιών, των θεραπευτικών ενδείξεων, της δοσολογίας, της φαρμακοτεχνικής μορφής ή της οδού χορήγησης σε σχέση με το φάρμακο αναφοράς, πρέπει να παρέχονται τα αποτελέσματα των κατάλληλων προκλινικών ή κλινικών δοκιμών.»

42.   Από τις τροποποιήσεις αυτές προκύπτει ότι η οδηγία επιτρέπει εν προκειμένω ρητώς την AΚ για νέο προϊόν που είναι το γενόσημο φάρμακο (δηλαδή είναι ουσιαστικά παρεμφερές) μιας παραλλαγής αρχικού προϊόντος το οποίο εγκρίθηκε κατά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα και το οποίο διαφέρει φαρμακοτεχνικώς του αρχικού προϊόντος. Τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για την παραλλαγή πρέπει να θεωρούνται, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, ως τμήμα της πρώτης AΚ για την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας.

 Το εθνικό δίκαιο

43.   Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Licensing Authority, που ιδρύθηκε με τον νόμο Medicines Act του 1968, ορίστηκε ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή της οδηγίας. Οι διοικητικές της αρμοδιότητες ασκούνται από εκτελεστικό όργανο του υπουργείου Υγείας, της Medicines Control Agency (στο εξής: η MCA). Το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε, όπως του επιτρέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, να επεκτείνει από έξι σε δέκα έτη το χρονικό διάστημα που προβλέπει η διάταξη αυτή.

 Τα πραγματικά περιστατικά

44.   Eν προκειμένω, η Approved Prescription Services Limited (στο εξής: η APS), φαρμακευτική εταιρία που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, βάλλει κατά αποφάσεως της MCA που της απαγορεύει να χρησιμοποιήσει τη συνοπτική διαδικασία που προέβλεπε κατά τον κρίσιμο χρόνο το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας για να ζητήσει AΚ.

45.   Τον Οκτώβριο του 1999, η APS υπέβαλε στην MCA αίτηση χορηγήσεως ΑΚ για το υγρό Fluoxetine 20 mg/5 ml, που είναι το γενόσημο όνομα αντικαταθλιπτικού φαρμάκου.

46.   Η APS ζήτησε την εφαρμογή της συνοπτικής διαδικασίας του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, για τον λόγο ότι το προϊόν της ήταν ουσιαστικά παρεμφερές προς το υγρό Prozac. Το υγρό Prozac είναι το καταχωρισμένο όνομα προϊόντος που έχει παρασκευαστεί από τη φαρμακευτική εταιρία Eli Lilly και του οποίου το δραστικό συστατικό είναι το Fluoxetine.

47.   Με την αίτησή της, η APS ανέφερε ότι η ημερομηνία της πρώτης AΚ για το προϊόν αναφοράς ήταν η 25η Νοεμβρίου 1988. Τούτο αντιστοιχούσε στην ημερομηνία της πρώτης άδειας κυκλοφορίας του Prozac σε κάψουλες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο συνιστούσε το πρώτο προϊόν που περιέχει Fluoxetine ως δραστικό συστατικό και έλαβε σχετική άδεια.

48.   Το υγρό Prozac εγκρίθηκε για πρώτη φορά εντός της Κοινότητας στις 14 Οκτωβρίου 1992 στη Δανία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε άδεια κυκλοφορίας στις 28 Οκτωβρίου 1992, κατόπιν αιτήσεως της Eli Lilly βάσει της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας σύμφωνα με τη διάταξη που κατέστη το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, και με την επιφύλαξη. Το προϊόν αναφοράς στο οποίο παρέπεμπε η αίτηση αυτή ήταν το Prozac σε κάψουλες. Η Eli Lilly είχε δεχθεί ότι το υγρό Prozac δεν ήταν ουσιαστικά παρεμφερές προς το Prozac σε κάψουλες, λόγω της διαφορετικής φαρμακευτικής μορφής του, και είχε παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία για να αποδείξει ότι τα προϊόντα ήσαν βιοϊσοδύναμα.

49.   Η MCA θεώρησε ότι η ΑPS δεν μπορούσε να στηριχθεί στο υγρό Prozac ως προϊόν αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, διότι κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της APS, είχε εγκριθεί για διάστημα μικρότερο των δέκα ετών. Η APS κλήθηκε, κατά συνέπεια, να τροποποιήσει την αίτησή της επικαλούμενη τώρα ως προϊόν αναφοράς το Prozac σε κάψουλες, το πρώτο προϊόν που περιείχε Fluoxetine και είχε εγκριθεί για διάστημα άνω των δέκα ετών. Δεδομένου ότι το Prozac σε κάψουλες δεν ήταν ουσιαστικά παρεμφερές προς το υγρό Fluoxetine, η APS έπρεπε να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια την υβριδική συνοπτική διαδιασία και να παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία υπό τη μορφή μελέτης της βιοϊσοδυναμίας συγκρίνοντας τους δύο τύπους προϊόντων.

 Η εθνική διαδικασία και τα υποβληθέντα ερωτήματα

50.   Η APS ζήτησε από το High Court δικαστικό έλεγχο της αποφάσεως της MCA η οποία απέρριψε την αίτησή της για τη χορήγηση AΚ του υγρού Fluoxetine μέσω της συνοπτικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας. Παραθέτοντας την απόφαση Generics (UK) κ.λπ. και την Aνακοίνωση προς τους αιτούντες, η APS υποστήριξε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι είχε το δικαίωμα να στηριχθεί στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για το υγρό Prozac.

51.   Το High Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Μπορεί να υποβληθεί εγκύρως μια αίτηση άδειας κυκλοφορίας για το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα Γ, βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, οσάκις ο αιτών ζητεί να αποδείξει ότι το προϊόν Γ είναι ουσιαστικά παρεμφερές με άλλο προϊόν, το προϊόν Β, στην περίπτωση κατά την οποία:

1)      το προϊόν Β σχετίζεται με ένα αρχικό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα Α, καθότι το ιδιοσκεύασμα Β έχει εγκριθεί ως “επέκταση φάσματος” του προϊόντος Α, αλλά έχει διαφορετική μορφή από το προϊόν Α, ή για κάποιον άλλο λόγο δεν είναι “ουσιαστικά παρεμφερές” με το προϊόν Α κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii· και

2)      το προϊόν Α έχει τύχει άδειας κυκλοφορίας στην Κοινότητα πριν από διάστημα άνω των έξι/δέκα ετών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii· και

3)      το προϊόν B έχει τύχει άδειας κυκλοφορίας πριν από διάστημα μικρότερο των έξι/δέκα ετών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii;»

52.   Η παραπομπή στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, σκοπεί προφανώς να διευκρινίσει ότι το ερώτημα αφορά αποκλειστικά τη συνοπτική διαδικασία και όχι την υβριδική συνοπτική διαδικασία που θεσπίζει η επιφύλαξη. Είναι σαφές ότι μετά από την απόφαση Novartis Pharmaceuticals η επιφύλαξη δεν αποτελούσε τμήμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, αλλά ότι είχε εφαρμογή στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, στο σύνολό του.

53.   Γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο υπέβαλαν η APS, η Eli Lilly, οι Κυβερνήσεις του Βασιλείου της Δανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή. Η APS, οι Κυβερνήσεις του Βασιλείου της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις κατά τη συνεδρίαση.

 Aνάλυση

54.   Κατόπιν της προφορικής διαδικασίας, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο συνάγονται τρεις διαφορετικές θέσεις.

55.   Πρώτον, η APS, η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να γίνει παραπομπή, προς στήριξη αιτήσεως ΑΚ ενός προϊόντος Γ, υποβληθείσας βάσει της συνοπτικής διαδικασίας του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, στα στοιχεία που προσκομίστηκαν για ένα προϊόν B, ουσιαστικά παρεμφερές, εφόσον το προϊόν B είναι νέα φαρμακευτική μορφή του προϊόντος A και το προϊόν A εγκρίθηκε κατά τον απαιτούμενο χρόνο των έξι έως δέκα ετών. Προτείνουν, κατά συνέπεια, να δοθεί καταφατική απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

56.   Δεύτερον, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, τις οποίες κατέθεσαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals (25), η Eli Lilly και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζονται, αντιθέτως, ότι ο αιτών που ζητεί την άδεια κυκλοφορίας στην αγορά του προϊόντος Γ σύμφωνα προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, πρέπει να αποδείξει ότι το προϊόν αυτό είναι ουσιαστικά παρεμφερές τόσο προς το προϊόν A (το αρχικό φάρμακο για το οποίο έχει ληφθεί άδεια πριν από διάστημα τουλάχιστον έξι ή δέκα ετών) όσο και προς το προϊόν B (παραλλαγή ή επέκταση φάσματος του προϊόντος A) για να μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία σχετικά με το προϊόν B. Κατά την ανάλυση αυτή, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

57.   Τρίτον, κατά την προφορική διαδικασία, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μετάβαλε τη στάση της υπό το πρίσμα της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals. Δέχθηκε ότι η αίτηση σχετικά με το προϊόν Γ μπορούσε να περιλαμβάνει παραπομπή στα στοιχεία που αφορούν το προϊόν B, παρά τη διαφορά φαρμακευτικής μορφής μεταξύ των προϊόντων A και B. Υποστήριξε, πάντως, ότι η αίτηση σχετικά με το προϊόν Γ έπρεπε να υποβληθεί βάσει της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας που θεσπίζει η επιφύλαξη. Ενέμεινε, κατά συνέπεια, στην πρότασή της να δοθεί αρνητική απάντηση στο υποβληθέν εν προκειμένω ερώτημα, το οποίο έχει διατυπωθεί σε σχέση με τη συνοπτική διαδικασία που προέβλεπε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.

58.   Είμαι της γνώμης ότι ορθή είναι η πρώτη άποψη που υιοθέτησαν η APS, η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

59.   Από την απόφαση Novartis Pharmaceuticals προκύπτει σαφώς ότι είναι δυνατόν να γίνει παραπομπή, υπό ορισμένες συνθήκες, σε στοιχεία που κοινοποιήθηκαν για άλλη παραλλαγή αρχικού φαρμάκου, εφόσον το αρχικό φάρμακο εγκρίθηκε κατά την ορισθείσα χρονική περίοδο, έστω και αν η παραλλαγή δεν έχει εγκριθεί για ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα (26). Κατά συνέπεια, η άποψη που υιοθέτησαν η Eli Lilly και το Ηνωμένο Βασίλειο στις γραπτές παρατηρήσεις τους δεν είναι πλέον υποστηρίξιμη.

60.   Απομένουν δύο ζητήματα προς εξέταση. Το πρώτο έγκειται στο κατά πόσον η παραπομπή αυτή είναι δυνατή εφόσον η διαφορά μεταξύ των προϊόντων A και B αφορά τη φαρμακευτική μορφή τους. Το δεύτερο έγκειται στο κατά πόσον η αίτηση μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, όπως υποστηρίζουν η APS, η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ή πρέπει να υποβληθεί βάσει της επιφυλάξεως.

61.   Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασίας, εξαιρουμένης της Eli Lilly (η οποία δεν υπέβαλε νέες παρατηρήσεις από της εκδόσεως της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals), ισχυρίζονται τώρα, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, ότι είναι δυνατόν να γίνει παραπομπή, προς στήριξη της αιτήσεως σχετικά με το προϊόν Γ, στα στοιχεία που αφορούν το προϊόν B στην περίπτωση κατά την οποία τα προϊόντα A και B διαφέρουν όσον αφορά τη φαρμακευτική μορφή τους.

62.   Για πλείονες λόγους, φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό είναι ορθό.

63.   Πρώτον, δεν είναι σαφές ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ φαρμακευτικής μορφής και δοσολογίας, που είναι μια από τις κατηγορίες αλλαγών των οποίων γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. ως μη επαρκών για την αναγνώριση επιπλέον χρόνου προστασίας των δεδομένων (27). Η Eli Lilly και η Επιτροπή ισχυρίζονται αμφότερες ότι η μορφή δοσολογίας είναι η παλαιά ορολογία για τη φαρμακευτική μορφή. Η Ανακοίνωση προς τους αιτούντες περιέχει την ίδια διαπίστωση (28). Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ζήτημα έχει ήδη λυθεί από το Δικαστήριο στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου μνεία, στην υπόθεση εκείνη, της ανάγκης να αποδειχθεί το ουσιαστικά παρεμφερές πρέπει να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals, υπό την έννοια ότι αφορά την ουσιαστική ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων B και Γ και όχι μεταξύ των προϊόντων A και B.

64.   Δεύτερον, είναι σαφές, εν πάση περιπτώσει μετά την έκδοση της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals (29), ότι οι κατηγορίες διαφορών των οποίων γίνεται ρητή μνεία στην επιφύλαξη δεν είναι οι μόνες τις οποίες παρουσιάζουν ενδεχομένως τα προϊόντα A και B χωρίς να εμποδίζουν τον αιτούντα να στηριχθεί, για ένα προϊόν Γ, σε στοιχεία σχετικά με το προϊόν B.

65.   Με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ειδικά ότι η παραπομπή σε στοιχεία σχετικά με το προϊόν B ήταν δυνατή εφόσον τα προϊόντα Α και B δεν ήσαν βιοϊσοδύναμα, έστω και αν η διαφορά βιοδιαθεσιμότητας δεν ήταν συνέπεια μιας από τις διαφορές των οποίων γίνεται μνεία στην επιφύλαξη (30).

66.   Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εάν ο αιτών μπορούσε να παραπέμψει στα στοιχεία σχετικά με μια παραλλαγή που διαφέρει από το αρχικό προϊόν ή το προϊόν αναφοράς όσον αφορά τον τρόπο χορηγήσεως ή τη δοσολογία, εφόσον οι διαφορές ως προς τα σημεία αυτά συνεπάγονται γενικά ότι τα προϊόντα A και B δεν είναι βιοϊσοδύναμα, πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν το αρχικό φάρμακο και η παραλλαγή του διακρίνονται μόνον από τη διαφορά τους ως προς τη βιοδιαθεσιμότητα, ενώ ο τρόπος χορηγήσεώς τους δεν μεταβάλλεται (31).

67.   Νομίζω ότι, όπως υποστήριξε η APS κατά την προφορική διαδικασία, το ίδιο επιχείρημα μπορεί να ισχύσει κατ’ αναλογία για τη διαφορά ως προς τη φαρμακευτική μορφή. Μεταβολή του τρόπου χορηγήσεως ισοδυναμεί με ανάπτυξη του αρχικού φαρμάκου ή του φαρμάκου αναφοράς, οπότε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν προς στήριξη της μεταβολής αυτής μπορούν να προβληθούν από νέο αιτούντα ο οποίος παραπέμπει στο αρχικό φάρμακο. Η μεταβολή αυτή συνεπάγεται συνήθως και μεταβολή της φαρμακευτικής μορφής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Novartis Pharmaceuticals, ο αιτών πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να μπορεί να παραπέμψει στα στοιχεία σχετικά με το προϊόν B εφόσον τα προϊόντα A και B διακρίνονται μόνον από τη διαφορετική φαρμακευτική  μορφή τους, ενώ ο τρόπος χορηγήσεώς τους παραμένει ο ίδιος.

68.   Τρίτον, πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι το προϊόν που προέρχεται από την ανάπτυξη του φαρμάκου αναφοράς διακρίνεται από απόψεως φαρμακευτικής μορφής δεν φαίνεται να έχει άμεση σχέση με το κόστος ή τη δυσκολία που αντιπροσωπεύει η εν λόγω ανάπτυξη. Με την απόφαση Novartis Pharmaceuticals, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο παράγων αυτός ασκούσε επιρροή εφόσον κατέληξε ότι δεν ήταν πάντοτε αναγκαίο τα προϊόντα A και B να είναι παρεμφερή ώστε να είναι δυνατόν να γίνει επίκληση των στοιχείων που αφορούν το προϊόν B (32).

69.   Τέλος, η Ανακοίνωση προς τους αιτούντες μνημονεύει τη φαρμακευτική μορφή μεταξύ των κατηγοριών διαφορών που μπορούν να διακρίνουν ένα αρχικό φάρμακο από αυτό που αποκαλεί «φάρμακο αναφοράς» ή «επέκταση φάσματος» του αρχικού φαρμάκου. Ορίζει ότι ο αιτών μπορεί να χρησιμοποιήσει το προϊόν αυτό για να επικαλεστεί το ουσιαστικώς παρεμφερές, έστω και αν έχει χορηγηθεί άδεια πριν από διάστημα μικρότερο των έξι ή δέκα ετών, υπό την προϋπόθεση ότι το αρχικό φάρμακο εγκρίθηκε για τουλάχιστον εξίσου μακρό χρονικό διάστημα.

70.   Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Aνακοίνωση προς τους αιτούντες στερείται νομικής ισχύος υπό την έννοια ότι δεν είναι η ίδια νομικά δεσμευτική. Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς στήριξη απόψεως προδήλως ασυμβίβαστης προς την οδηγία. Νομίζω, πάντως, ότι πρέπει να της αναγνωρισθεί κάποια σημασία στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας.

71.   Σε έναν περίπλοκο τεχνικά τομέα, φαίνεται εύλογο να εξετάζεται  επιμελώς ένα έγγραφο το οποίο εκφράζει τις εναρμονισμένες απόψεις της Επιτροπής και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σχετικά με τρόπο κατά τον οποίο η κοινοτική νομοθεσία μπορεί να τεθεί σε πρακτική εφαρμογή. Η ίδια η οδηγία απαιτεί την υποβολή των αιτήσεων κατά τρόπο που να λαμβάνεται υπόψη η Ανακοίνωση (33).

72.   Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία εξασφαλίσεως ενιαίας διαχειρίσεως του καθεστώτος των ΑΚ εντός του συνόλου των κρατών μελών (34). Η Aνακοίνωση προς τους αιτούντες επιτελεί προφανώς σημαντική λειτουργία συναφώς.

73.   Κατά συνέπεια, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το Δικαστήριο έλαβε κατ’ επανάληψη υπόψη στο παρελθόν την Ανακοίνωση προς τους αιτούντες όταν ερμήνευσε την οδηγία (35).

74.   Το μόνο ζήτημα που πρέπει λυθεί έγκειται στο κατά πόσον είναι αναγκαίο (όπως φρονεί το Ηνωμένο Βασίλειο) να χρησιμοποιηθεί η επιφύλαξη για να καταστεί δυνατή η παραπομπή στα σχετικά με το προϊόν B στοιχεία ή κατά πόσον (όπως υποστηρίζουν η APS, η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών) η αίτηση μπορεί να υποβληθεί βάσει της συνοπτικής διαδικασίας του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.

75.   Φαίνεται ότι το ζήτημα έχει καθαρώς διαδικαστικό χαρακτήρα. Δεν θεωρώ ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπονοεί ότι πρόσθετα στοιχεία απαιτούνται από τους αιτούντες οι οποίοι επιδιώκουν να στηριχθούν στο ουσιαστικά παρεμφερές του προϊόντος τους προς το προϊόν B εάν εφαρμόσουν την επιφύλαξη. Πρόκειται μάλλον για ζήτημα τύπου.

76.   Το Ηνωμένο Βασίλειο στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι η επιφύλαξη συνιστά την κατάλληλη διαδικασία στην ερμηνεία της αποφάσεως Novartis Pharmaceuticals που υιοθετεί.

77.   Είναι ακριβές ότι στην υπόθεση Novartis Pharmaceuticals, η αίτηση την οποία αφορούσε η διαφορά της κύριας δίκης είχε υποβληθεί βάσει της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας (36). Είναι επίσης ακριβές ότι, στα σχετικά χωρία της αποφάσεως, το Δικαστήριο περιλαμβάνει την επιφύλαξη στη συλλογιστική του (37).

78.   Πάντως, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση εκείνη όσον αφορά τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν μπορεί, κατ’ εμέ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιορίζεται στην επιφύλαξη.

79.   Πρέπει να τονισθεί ότι τα δύο πρώτα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπόθεση Novartis Pharmaceuticals δεν ανέφεραν την επιφύλαξη, αλλά είχαν διατυπωθεί με παραπομπή στη διάταξη που επρόκειτο να καταστεί το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.

80.   Επιπλέον, στα πλαίσια της αναλύσεως των ερωτημάτων, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην επιφύλαξη μόνο για να ορίσει τις κατηγορίες διαφορών μεταξύ των προϊόντων A και B οι οποίες παρείχαν τη δυνατότητα να θεωρηθεί βασίμως το προϊόν B ως ανάπτυξη του προϊόντος A.

81.   Η ανάλυσή του περιελάμβανε, αντιθέτως, ερμηνεία του όρου του φαρμάκου, υπό την έννοια που έχει αυτός στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι παραλλαγές φαρμάκου που παρουσιάζουν τις προαναφερθείσες διαφορές σε σχέση με αυτό δεν διακρίνονταν αρκούντως από το προϊόν αυτό ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως εντελώς νέα προϊόντα, πράγμα το οποίο θα εξασφάλιζε πρόσθετο χρόνο αποκλειστικότητας των στοιχείων (38).

82.   Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο της αναλύσεως του Δικαστηρίου στην απόφαση Novartis Pharmaceuticals δεν συνάγεται ότι αυτή εφαρμόζεται μόνο στις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την επιφύλαξη.

83.   Πράγματι, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που εμποδίζουν να απαιτηθεί η βάσει της επιφυλάξεως υποβολή αιτήσεως που αφορά το προϊόν Γ. Η επιφύλαξη ισχύει όταν τα συμπληρωματικά στοιχεία είναι αναγκαία λόγω διαφοράς μεταξύ του νέου προϊόντος και του ή των προηγουμένων προϊόντων στα οποία γίνεται παραπομπή. Όταν γίνεται επίκληση του ουσιαστικά παρεμφερούς μεταξύ του προϊόντος Γ και του προϊόντος B το οποίο είναι μια παραλλαγή του προϊόντος A, δεν απαιτείται κανένα συμπληρωματικό στοιχείο. Επομένως, δεν είναι αναγκαία η χρήση της επιφυλάξεως.

84.   Νομίζω ότι η ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, από το Δικαστήριο είναι απολύτως σύμφωνη προς το γράμμα της διατάξεως αυτής. Ο αιτών μπορεί πάντοτε να αποδείξει τόσο το ουσιαστικά παρεμφερές προς τη μία ή την άλλη  μορφή του φαρμάκου αναφοράς όσο και το γεγονός ότι το επίμαχο φάρμακο έχει εγκριθεί εντός της Κοινότητος προ έξι ή δέκα ετών τουλάχιστον.

85.   Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, δεν ορίζει σε κανένα σημείο ότι τα στοιχεία των οποίων γίνεται μνεία προς στήριξη αιτήσεως πρέπει να έχουν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή πριν τουλάχιστον έξι ή δέκα έτη. Είναι μάλλον το προϊόν το οποίο πρέπει να έχει εγκριθεί για τουλάχιστον εξίσου μακρό χρονικό διάστημα.

86.   Διαπιστώνω ότι η προσέγγιση που υιοθέτησα στην παρούσα υπόθεση καταλήγει σε αποτέλεσμα το οποίο επιβάλλει ρητώς η οδηγία όπως τροποποιήθηκε προσφάτως (39). Είναι προφανές ότι προηγούμενα κείμενα της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν ανεξάρτητα από τέτοιες μεταγενέστερες εξελίξεις. Με καθησυχάζει πάντως το γεγονός ότι η ερμηνεία των διατάξεων που ίσχυαν κατά το παρελθόν την οποία πρότεινα επιβεβαιώθηκε προσφάτως από τον κοινοτικό νομοθέτη.

87.   Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ, κατά συνέπεια, ότι ο αιτών που ζητεί άδεια κυκλοφορίας για το προϊόν Γ πρέπει να μπορεί να παραπέμψει, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, στα στοιχεία που υποβλήθηκαν προς στήριξη προϊόντος Β, ουσιαστικά παρεμφερούς, που είναι η ανάπτυξη άλλου προϊόντος A, το οποίο έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας πριν από τον χρόνο που απαιτείται, πλην όμως διαφέρει από το προϊόν A ως προς τη φαρμακευτική μορφή του.

 Πρόταση

88.   Επομένως, θεωρώ ότι στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το High Court of England and Wales (Queen’s Bench Division) πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στην αγορά φαρμάκου Γ μπορεί να υποβληθεί βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83/EΚ, χωρίς να είναι ανάγκη να παρασχεθούν πρόσθετα στοιχεία σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, εφόσον η αίτηση σκοπεί να αποδείξει ότι το νέο προϊόν (προϊόν Γ) είναι ουσιαστικά παρεμφερές προς άλλο προϊόν (προϊόν B), ενώ:

–       το προϊόν B είναι μια νέα φαρμακευτική μορφή άλλου προϊόντος (του προϊόντος A) χωρίς να είναι ουσιαστικά παρεμφερές προς το προϊόν A υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, και

–       το προϊόν A, όχι όμως και το προϊόν B, έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας στην αγορά εντός της Κοινότητας πριν από διάστημα τουλάχιστον έξι ή δέκα ετών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2  – ΕΕ L 311, σ. 67.


3  – Οδηγία 2004/27/EΚ της 31ης Μαρτίου 2004, ΕΕ L 136, σ. 34.


4  – Aπόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C‑368/96, Generics (UK) κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I-7967.


5  – Aπόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-106/01, Novartis Pharmaceuticals, Συλλογή 2004, σ. I-4403.


6  – Το κεφάλαιο αυτό αντικαθιστά, πράγματι, την οδηγία 65/65/EΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα, ΕΕ ειδ. έκδ. 013/001, σ. 25, και τις οδηγίες που την τροποποίησαν. Οι διατάξεις της οδηγίας που έχουν εν προκειμένω εφαρμογή είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες προς τις διατάξεις που περιλαμβάνονταν προηγουμένως στην οδηγία 65/65/EΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε.


7  – Σκέψεις 38 έως 42.


8  – Το παλαιό άρθρο 4, παράγραφος 8, της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ.


9  – Ο τίτλος αυτός αναθεωρήθηκε σε περιορισμένη έκταση στο πλαίσιο των τροποποιήσεων που επέφερε στο παράρτημα I της οδηγίας η οδηγία 2003/63/EΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2003, ΕΕ L 159, σ. 46.


10  – Η Aνακοίνωση προς τους αιτούντες ενημερώνεται τακτικά. Η διάταξη περί παραπομπής παραθέτει το κείμενο του Μαΐου 2001. Το πλέον πρόσφατο κείμενο χρονολογείται τον Φεβρουάριο του 2004, αλλά δεν τροποποιεί κανένα από τα χωρία που ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.


11  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις στις υποσημειώσεις 4 και 5.


12  – Σκέψεις 31 έως 37 και διατακτικό.


13  – Σκέψεις 28 και 33.


14  – Σκέψη 42 και διατακτικό.


15  – Σκέψη 47 και διατακτικό.


16  – Σκέψεις 51 και 52. Δύο προϊόντα είναι βιοϊσοδύναμα εφόσον έχουν την ίδια βιοδιαθεσιμότητα, δηλαδή εφόσον απορροφούνται από τον οργανισμό και μεταφέρονται στον χώρο δράσεως με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο βαθμό.


17  – Σκέψη 55 και διατακτικό.


18  – Σκέψεις 53 και 56 και διατακτικό.


19  – Σκέψεις 61 έως 64.


20  – Σκέψεις 57 έως 59.


21  –      Σκέψη 60.


22  – Σκέψη 67 και διατακτικό.


23  –      Σκέψη 66.


24  – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


25  – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5.


26  – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 61 και 62.


27  – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 56.


28  – Τμήμα 4.2.2 του κεφαλαίου 1 του τόμου 2A.


29  – Σκέψεις 65 και 66.


30  – Σκέψη 67.


31  – Σκέψη 66.


32  – Σκέψη 62.


33  – Βλ. σημεία 14 και 15 ανωτέρω.


34  – Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση Generics, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 48 και 50.


35  – Βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις Generics, σκέψη 31, και Novartis, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 53.


36  – Σκέψη 16.


37  – Σκέψη 60.


38  – Σκέψη 60.


39  – Βλ. σημεία 38 έως 42 ανωτέρω.