Language of document : ECLI:EU:C:2014:2414

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 4ης Δεκεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑536/13

«Gazprom» OAO

[αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — “Anti-suit injunction” εκδοθείσα από διαιτητικό δικαστήριο κράτους μέλους — Απαγόρευση κινήσεως ένδικης διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους — Διαταγή περί περιορισμού των περιλαμβανόμενων σε αγωγή αιτημάτων — Δικαίωμα δικαστηρίου του δευτέρου κράτους μέλους να αρνηθεί την αναγνώριση της διαιτητικής αποφάσεως — Ανεξάρτητη απόφαση δικαστηρίου επί της δικαιοδοσίας του σε διαφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 — Διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το καθεστώς της διαιτησίας και των «anti-suit injunctions» [διαταγών περί αποχής από την κίνηση ή τη συνέχιση ένδικης διαδικασίας, στο εξής: anti-suit injunctions] υπό το πρίσμα του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I), ο οποίος από της 10ης Ιανουαρίου 2015 (3) θα αντικατασταθεί με τον κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (4) [στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση)].

2.        Μολονότι επί των συγκεκριμένων θεμάτων υφίσταται πλούσια και εκτενώς σχολιασμένη από τη θεωρία νομολογία, το Δικαστήριο αποφάσισε, βάσει ορισμένων πραγματικών και νομικών στοιχείων που διαφοροποιούν την υπό κρίση υπόθεση, να αναθέσει την υπόθεση αυτή στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός και η αποσαφήνιση της σχέσεως μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της διεθνούς διαιτησίας της οποίας «τη θεμελιώδη σημασία […] στο πλαίσιο της “διεθνούς κοινότητας των εμπόρων”» ως «“[του] πλέον συνήθ[ους] τρόπο[υ] επιλύσεως των διαφορών του διεθνούς εμπορίου”» εξήρε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Darmon (5).

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες I

3.        Το άρθρο 1 του κανονισμού Βρυξέλλες I, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο I αυτού, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

2.      Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

[...]

δ)      η διαιτησία.

[…]»

4.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», ορίζει:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

5.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I:

«Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23.»

6.        Το άρθρο 32, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση», ορίζει:

«Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντ[ος] κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της [...]».

7.        Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, του εν λόγω κεφαλαίου ΙΙΙ:

«Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.»

8.        Κατά το άρθρο 34 του ιδίου κεφαλαίου:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1)      αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως·

[…]».

2.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση)

9.        Προκειμένου για το ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι τη σχέση μεταξύ της διαιτησίας και του κανονισμού Βρυξέλλες I, επιβάλλεται η μνεία δύο διατάξεων του νέου κανονισμού: της αιτιολογικής σκέψεως 12 και του άρθρου 73 αυτού.

10.      Η αιτιολογική σκέψη 12 έχει ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στη διαιτησία. Καμιά διάταξή του δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους που εκδικάζουν προσφυγή σε υπόθεση στην οποία οι διάδικοι έχουν συνάψει συμφωνία περί διαιτησίας, είτε να παραπέμπουν τους διαδίκους σε διαιτησία είτε να αναστέλλουν ή να περατώνουν τη διαδικασία ή να εξετάζουν εάν η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεφάρμοστη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Μια απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους σχετικά με το εάν μια συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν υπόκειται στους κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ανεξαρτήτως του εάν το δικαστήριο έκρινε το ζήτημα ως κύριο ή παρεμπίπτον.

Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο ασκεί διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή του εθνικού δικαίου, απεφάνθη ότι μια συμφωνία περί διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν εμποδίζει να αναγνωριστεί η απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως ή, κατά περίπτωση, να εκτελεσθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Αυτό δεν θίγει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφασίζουν για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων κατ’ εφαρμογή της σύμβασης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (εφεξής “σύμβαση Νέας Υόρκης του 1958”) και η οποία υπερισχύει του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προσφυγή ή παρεμπίπτουσα διαδικασία, ειδικότερα, όσον αφορά τη συγκρότηση ενός διαιτητικού δικαστηρίου, τις αρμοδιότητες των διαιτητών, τη διεξαγωγή μιας διαιτητικής διαδικασίας ή τυχόν άλλες πτυχές της εν λόγω διαδικασίας, ούτε σε τυχόν προσφυγή ή απόφαση ακύρωσης, επανεξέτασης, άσκησης ένδικου μέσου, αναγνώρισης ή εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης.»

11.      Το άρθρο 73, παράγραφος 2, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VII του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Σχέση με άλλα [νομοθετήματα]», ορίζει:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958.»

 B —        H Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958

12.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία υπεγράφη στη Νέα Υόρκη τη 10ή Ιουνίου 1958 (στο εξής: Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958), ορίζει:

«Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των διαιτητικών αποφάσεων των εκδοθεισών επί του εδάφους Κράτους διαφόρου εκείνου εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις των αποφάσεων, και προερχομένων εκ διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων. Εφαρμόζεται ωσαύτως επί διαιτητικών αποφάσεων αίτινες δεν θεωρούνται ως ημεδαπαί αποφάσεις εν τω Κράτει εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσίς των.»

13.      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω συμβάσεως ορίζει:

«Το [δ]ικαστήριον ενός των συμβαλλομένων Κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη εννοία του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπη τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνη ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής.»

14.      Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω συμβάσεως:

«Έκαστον των συμβαλλομένων Κρατών θα αναγνωρίζη το κύρος διαιτητικής τινός αποφάσεως και θα επιτρέπη την εκτέλεσιν της τοιαύτης αποφάσεως συμφώνως προς τους δικονομικούς κανόνας οίτινες ακολουθούνται εν τω εδάφει ένθα γίνεται η επίκλησις της αποφάσεως, υπό τας εν τοις επομένοις άρθροις αναγραφομένας προϋποθέσεις. […]»

15.      Το άρθρο 5 της εν λόγω συμβάσεως ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως:

«1.      Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως δύναται να απορριφθή μόνον, τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις ταύτης, εφ’ όσον τούτο (το μέρος) προσκομίζη εις την αρμοδίαν αρχήν της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις την απόδειξιν ότι:

α)      τα εις την συμφωνίαν περί ης το άρθρον 2 μέρη είχον βάσει του επ’ αυτών εφαρμοστέου δικαίου ανικανότητα τινά ή ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι έγκυρος βάσει του δικαίου εις το οποίον τα μέρη την υπήγαγον, και εν ελλείψει ενδείξεως περί τούτου, βάσει του δικαίου της χώρας εν τη οποία εξεδόθη η απόφασις ή

β)      εκείνο εκ των μερών εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις της αποφάσεως δεν ήτο δεόντως πληροφορημένον περί του ορισμού του διαιτητού ή περί της διαδικασίας της διαιτησίας ή ότι του ήτο αδύνατον δι’ άλλον τινά λόγον να ποιήσηται χρήσιν των εις την διάθεσίν του μέσων ή

γ)      η απόφασις αναφέρεται εις διαφοράν μη προβλεπομένην υπό του συνυποσχετικού ή μη περιλαμβανομένην εις τας διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας, ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις υπερβαινούσας τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας· εν τούτοις, εάν αι διατάξεις της αποφάσεως, αι αναφερόμεναι εις θέματα άτινα υπεβλήθησαν εις την διαιτησίαν, δύνανται να αποχωρισθώσιν εκείνων αίτινες αναφέρονται εις θέματα μη υποβληθέντα εις την διαιτησίαν, αι πρώται δύνανται να αναγνωρισθούν και εκτελεσθούν ή

δ)      η συγκρότησις του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήτο σύμφωνος προς την συμφωνίαν των μερών, ή, εν ελλείψει συμφωνίας, ότι δεν ήτο σύμφωνος προς το δίκαιον της χώρας ένθα έλαβε χώραν η διαιτησία ή

ε)      η απόφασις δεν κατέστη εισέτι δεσμευτική διά τα μέρη ή ηκυρώθη ή ανεστάλη υπό αρμοδίας αρχής της χώρας, εν τη οποία ή κατά το δίκαιον της οποίας εξεδόθη η απόφασις.

2.      Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’ απορριφθή, εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνη:

α)      ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας, το αντικείμενον της διαφοράς δεν είναι επιδεκτόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας ή

β)      ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν της εν λόγω χώρας.»

16.      Η Λιθουανία κύρωσε τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 με το υπ’ αριθ. I‑760 ψήφισμα (nutarimas) του λιθουανικού Κοινοβουλίου (Seimas) της 17ης Ιανουαρίου 1995.

 Γ       Το λιθουανικό δίκαιο

17.      Το κεφάλαιο X του δευτέρου βιβλίου του λιθουανικού αστικού κώδικα επιγράφεται «Έρευνα επί των δραστηριοτήτων νομικού προσώπου» και περιλαμβάνει τα άρθρα 2.124 έως 2.131.

18.      Το άρθρο 2.124 του εν λόγω αστικού κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο της έρευνας επί των δραστηριοτήτων νομικού προσώπου», ορίζει:

«Τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο 2.125 […] έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το δικαστήριο να ορίσει εμπειρογνώμονες προκειμένου να εξακριβωθεί εάν το νομικό πρόσωπο ή τα διευθυντικά του όργανα ή τα μέλη αυτών ενήργησαν κατά τον αρμόζοντα τρόπο και, σε περίπτωση διαπιστώσεως ανάρμοστης δραστηριότητας, να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 2.131 […]».

19.      Βάσει του άρθρου 2.125, παράγραφος 1, σημείο 1, του εν λόγω κώδικα, ένας ή πλείονες μέτοχοι οι οποίοι συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 1/10 των μετοχών του νομικού προσώπου δύνανται να ασκήσουν τέτοια αγωγή.

20.      Μεταξύ των μέτρων που προβλέπονται από το άρθρο 2.131 του εν λόγω κώδικα καταλέγονται η ακύρωση των αποφάσεων των διευθυντικών οργάνων του νομικού προσώπου, η παύση ή η προσωρινή αναστολή των εξουσιών των μελών των οργάνων του και η δυνατότητα επιβολής στο νομικό πρόσωπο της υποχρεώσεως να προβεί σε ορισμένες ενέργειες ή να απόσχει από αυτές.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Η Lietuvos dujos ΑΒ [στο εξής: Lietuvos dujos] είναι ανώνυμη εταιρεία λιθουανικού δικαίου της οποίας η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται στην αγορά φυσικού αερίου από την «Gazprom» ΟΑΟ (στο εξής: Gazprom) (Ρωσική Ομοσπονδία), στη μεταφορά και στη διανομή του στη Λιθουανία, καθώς και στη διαχείριση των αγωγών φυσικού αερίου και την προώθηση του φυσικού αερίου προς την περιφέρεια του Καλίνινγκραντ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η Lietuvos dujos δεν εμπλέκεται στην ερευνητική γεώτρηση ή στην παραγωγή φυσικού αερίου.

22.      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως η γερμανική εταιρεία E.ON Ruhrgas International GmbH (38,91 %), η ρωσική δημόσια επιχείρηση Gazprom (37,1 %) και η Δημοκρατία της Λιθουανίας (17,7 %) αποτελούσαν τους σημαντικότερους μετόχους της Lietuvos dujos.

23.      H Gazprom είναι εταιρεία καθέτως οργανωμένη η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στον τομέα του φυσικού αερίου. Η εν λόγω εταιρεία απέκτησε μερίδιο στο κεφάλαιο της Lietuvos dujos με τη συμφωνία αγοραπωλησίας μετοχών της 24ης Ιανουαρίου 2004 (6). Το άρθρο 7.4.1 της συμφωνίας αυτής ορίζει:

«[Η Gazprom] προμηθεύει τους καταναλωτές της Δημοκρατίας της Λιθουανίας με φυσικό αέριο για διάστημα δέκα ετών και σε ποσότητα η οποία καλύπτει τις ανάγκες τουλάχιστον του 90 % του συνόλου των καταναλωτών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Ο εφοδιασμός της Δημοκρατίας της Λιθουανίας με φυσικό αέριο πρέπει να βασίζεται σε τιμές δίκαιες οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες της αγοράς των προμηθευτών ενέργειας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.»

24.      Το άρθρο 7.4.2.3 της εν λόγω συμφωνίας ορίζει:

«Η τιμή του φυσικού αερίου ορίζεται βάσει του τύπου που περιέχεται στη συναφθείσα μεταξύ της [Gazprom] και της [Lietuvos dujos] συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου. Ο τύπος αυτός δύναται να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις των τιμών εναλλακτικών καυσίμων στη Δημοκρατία της Λιθουανίας.»

25.      Στο εξής, για τη συμφωνία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7.4.2.3 θα χρησιμοποιείται ο όρος «μακροπρόθεσμη σύμβαση φυσικού αερίου».

26.      Η εν λόγω μακροπρόθεσμη σύμβαση φυσικού αερίου συνήφθη το 1999, ήτοι προ της εισόδου της Gazprom στο κεφάλαιο της Lietuvos dujos, αφορούσε το χρονικό διάστημα 2000-2015 και τροποποιήθηκε επανειλημμένως στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μεταξύ της Gazprom και της Lietuvos dujos.

27.      Την 24η Μαρτίου 2004 η Gazprom συνήψε επίσης «συμφωνία μετόχων» με την E.ON Ruhrgas International GmbH και το Δημόσιο Ταμείο ενεργόν για λογαριασμό της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στη θέση του οποίου υποκαταστάθηκε εν συνεχεία το Υπουργείο Ενέργειας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.

28.      Το άρθρο 6.1(1.9) της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι οι μέτοχοι «[…] οφείλουν να εξασφαλίζουν […] τη διατήρηση, κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνομολογούνται και είναι συμφέροντες για τη [Lietuvos dujos] και τους [μετόχους] και βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων της [Lietuvos dujos] και της [Gazprom], (i) της μακροπρόθεσμης διαμετακομίσεως φυσικού αερίου στην περιφέρεια Καλίνινγκραντ της Ρωσικής Ομοσπονδίας […], (iii) του μακροπρόθεσμου εφοδιασμού [της Lietuvos dujos] με φυσικό αέριο».

29.      Η συμφωνία των μετόχων διέπεται από το λιθουανικό δίκαιο. Το άρθρο 7.14 της εν λόγω συμφωνίας περιέχει ρήτρα διαιτησίας, κατά την οποία «όλες οι διαφορές που συνδέονται με την παρούσα συμφωνία ή την παραβίασή της, το κύρος της, τα αποτελέσματά της ή τη λύση της ή με εξ αυτών απορρέουσες αξιώσεις επιλύονται οριστικώς με διαιτησία συμφώνως προς τον κανονισμό διαιτησίας του Ινστιτούτου Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου Στοκχόλμης. Ως τόπος της διαιτησίας ορίζεται η Στοκχόλμη, οι δικαστές ορίζονται σε τρεις (άπαντες διοριζόμενοι από το Ινστιτούτο Διαιτησίας), ενώ ως γλώσσα της διαιτησίας ορίζεται η αγγλική» (7).

30.      Την 8η Φεβρουαρίου 2011 το Υπουργείο Ενέργειας, με έγγραφό του, κατηγόρησε τον γενικό διευθυντή της Lietuvos dujos, V. Valentukevičius, καθώς και δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας, τους V. Golubev και K. Seleznev, αμφότερους ορισθέντες από την Gazprom, ότι δεν είχαν ενεργήσει προς το συμφέρον της Lietuvos dujos κατά τις διαπραγματεύσεις για τις τροποποιήσεις του τύπου υπολογισμού της τιμής του φυσικού αερίου που περιέχετο στη μακροπρόθεσμη σύμβαση φυσικού αερίου.

31.      Την 25η Μαρτίου 2011 το Υπουργείο Ενέργειας άσκησε αγωγή κατά της Lietuvos dujos και των V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (Δικαστήριο περιφέρειας Βίλνιους), αξιώνοντας τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos (άρθρα 2.124 επ. του λιθουανικού αστικού κώδικα).

32.      Με την εν λόγω αγωγή το Υπουργείο Ενέργειας υποστήριξε ότι οι επελθούσες στη μακροπρόθεσμη σύμβαση φυσικού αερίου τροποποιήσεις είχαν βλάψει τα συμφέροντα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ως μετόχου της Lietuvos dujos, ενώ, αντιθέτως, είχαν ευνοήσει αδικαιολογήτως τα συμφέροντα της Gazprom, καθώς η τιμή στην οποία η Lietuvos dujos αγόραζε το φυσικό αέριο της Gazprom δεν ήταν δίκαιη. Το Υπουργείο Ενέργειας ζήτησε από το λιθουανικό δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να απομακρύνει τους V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev από τις θέσεις τους και να υποχρεώσει τη Lietuvos dujos να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Gazprom για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης τιμής αγοράς φυσικού αερίου.

33.      Εκτιμώντας ότι η εν λόγω αγωγή συνιστούσε παραβίαση της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβανόταν στο άρθρο 7.14 της συμφωνίας μετόχων, την 29η Αυγούστου 2011 η Gazprom κατέθεσε στο Ινστιτούτο Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου Στοκχόλμης αίτηση διαιτησίας κατά του Υπουργείου Ενέργειας, ενώ ζήτησε από το Διαιτητικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Υπουργείο Ενέργειας να αποσύρει την αγωγή που είχε ασκήσει ενώπιον του λιθουανικού δικαστηρίου. Το Ινστιτούτο Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου Στοκχόλμης καταχώρισε την εν λόγω αίτηση διαιτησίας υπό τον αριθμό υποθέσεως V (125/2011).

34.      Την 9η Δεκεμβρίου 2011 το Υπουργείο Ενέργειας τροποποίησε την αγωγή του. Με την αναθεωρημένη αγωγή του το Υπουργείο Ενέργειας, μεταξύ άλλων, παραιτήθηκε του αιτήματός του περί απομακρύνσεως των V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev, διατήρησε, ωστόσο, το αίτημά του περί επιβολής στη Lietuvos dujos της υποχρεώσεως να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Gazprom για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης τιμής αγοράς φυσικού αερίου.

35.      Η διαμάχη μεταξύ της Gazprom και της Δημοκρατίας της Λιθουανίας έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις τον Μάρτιο του 2012, όταν η Gazprom κίνησε διαδικασία διεθνούς διαιτησίας ενώπιον του Μονίμου Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαιτητικής διαδικασίας η Gazprom προσέβαλε την απόφαση της λιθουανικής κυβερνήσεως να προβεί, συμφώνως προς το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (8), στον διαχωρισμό, στο εσωτερικό της Lietuvos dujos, των δραστηριοτήτων διαχειρίσεως δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου από τις δραστηριότητες παραγωγής και προμήθειας φυσικού αερίου, συνεπεία του οποίου η Gazprom δεν ηδύνατο πλέον να είναι μέτοχος της Lietuvos dujos.

36.      Στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής διεθνούς διαιτησίας η Gazprom υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Λιθουανίας, μεταφέροντας στην εσωτερική έννομη τάξη και θέτοντας σε εφαρμογή την ως άνω οδηγία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη που υπεγράφη την 29η Ιουνίου 1999 μεταξύ της κυβερνήσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων (9).

37.      Την 31η Ιουλίου 2012 το συγκροτηθέν στην υπόθεση V (125/2011) Διαιτητικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση («final award») (στο εξής: διαιτητική απόφαση) με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση της Gazprom (10). Κατά το Διαιτητικό Δικαστήριο, η κινηθείσα από το Υπουργείο Ενέργειας διαδικασία ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas παραβίαζε εν μέρει την περιλαμβανόμενη στη συμφωνία μετόχων ρήτρα διαιτησίας. Το Διαιτητικό Δικαστήριο διέταξε, ως εκ τούτου, το Υπουργείο Ενέργειας, αφενός, να παραιτηθεί ορισμένων αιτημάτων που είχε υποβάλει ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (μεταξύ άλλων, του αιτήματος να υποχρεωθεί η Lietuvos dujos να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Gazprom για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης τιμής αγοράς φυσικού αερίου) και, αφετέρου, να αναδιατυπώσει ένα εκ των αιτημάτων του, ούτως ώστε αυτό να συνάδει προς την αναληφθείσα από το ίδιο δέσμευση περί υπαγωγής στη διαιτησία των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας μετόχων.

38.      Την 3η Σεπτεμβρίου 2012 το Vilniaus apygardos teismas έκανε δεκτή την αγωγή του Υπουργείου Ενέργειας και αποφάσισε τον διορισμό εμπειρογνωμόνων για τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos. Το Vilniaus apygardos teismas απεφάνθη επίσης ότι η εν λόγω αγωγή υπαγόταν στην αρμοδιότητά του και δεν ηδύνατο να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας δυνάμει του λιθουανικού δικαίου.

39.      Η Lietuvos dujos καθώς και οι V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Lietuvos apeliacinis teismas (Εφετείου Λιθουανίας). Στο ίδιο δικαστήριο προσέφυγε και η Gazprom ζητώντας την αναγνώριση και την εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

40.      Τον Οκτώβριο του 2012 η Δημοκρατία της Λιθουανίας κίνησε διαδικασία διαιτησίας κατά της Gazprom ενώπιον του Ινστιτούτου Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου Στοκχόλμης, υποστηρίζοντας ότι οι τροποποιήσεις που είχαν επέλθει στη μακροπρόθεσμη σύμβαση φυσικού αερίου κατά το διάστημα 2004-2012 ήταν αντίθετες προς τους όρους της συμφωνίας αγοραπωλησίας μετοχών της 24ης Ιανουαρίου 2004, και ζήτησε αποζημίωση ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (11).

41.      Με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2012 το Lietuvos apeliacinis teismas, βασιζόμενο στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 αποφάσισε να μην κάνει δεκτό το αίτημα της Gazprom.

42.      Ειδικότερα, το Lietuvos apeliacinis teismas έκρινε ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν ηδύνατο κατά νόμον να αποφανθεί επί ζητήματος που είχε ήδη εγερθεί και εξετασθεί από το Vilniaus apygardos teismas, το οποίο με τη διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2012 είχε κρίνει ότι οι διαφορές του άρθρου 2.134 του αστικού κώδικα δεν ηδύναντο να αχθούν ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Το Lietuvos apeliacinis teismas έκρινε, ως εκ τούτου, ότι ηδύνατο να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

43.      Το Lietuvos apeliacinis teismas έκρινε επίσης ότι, περιορίζοντας την ικανότητα του Λιθουανικού Δημοσίου να προσφύγει ενώπιον λιθουανικού δικαστηρίου και αρνούμενη τη δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων να αποφανθούν επί της ιδίας αυτών δικαιοδοσίας, η διαιτητική απόφαση παραβίαζε την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 109, παράγραφος 2, του λιθουανικού συντάγματος. Το Lietuvos apeliacinis teismas απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι η διαιτητική απόφαση ήταν αντίθετη προς τη λιθουανική δημόσια τάξη και αρνήθηκε να την αναγνωρίσει και να την εκτελέσει, αυτή τη φορά επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

44.      Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013 το Lietuvos apeliacinis teismas απέρριψε την έφεση της Lietuvos dujos και των V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev κατά της αποφάσεως του Vilniaus apygardos teismas περί διενέργειας έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos.

45.      Οι δύο αυτές διατάξεις του Lietuvos apeliacinis teismas προσεβλήθησαν με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο, με διάταξη της 21ης Νοεμβρίου 2013, αποφάσισε να αναστείλει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Lietuvos apeliacinis teismas περί της διενέργειας έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos, προκειμένου προηγουμένως να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορούσε την αναγνώριση και την εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως.

46.      Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής αιτήσεως αναιρέσεως η Gazprom ζητούσε την αναίρεση της διατάξεως του Lietuvos apeliacinis teismas της 17ης Δεκεμβρίου 2012 και την έκδοση νέας διατάξεως, δεχόμενης το αίτημά της περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της διαιτητικής αποφάσεως. Το Υπουργείο Ενέργειας ζητούσε την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958, υποστηρίζοντας ότι η διαιτητική απόφαση συνιστούσε «anti-suit injunction» και ότι η αναγνώριση και η εκτέλεσή της ήταν αντίθετες προς τον κανονισμό Βρυξέλλες I, όπως αυτός ερμηνεύεται από το Δικαστήριο με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (C-185/07, EU:C:2009:69).

47.      Υπό τις συνθήκες αυτές το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Στην περίπτωση κατά την οποία διαιτητικό δικαστήριο εκδίδει “anti-suit injunction”, απαγορεύοντας με τον τρόπο αυτό σε μετέχον στη διαιτητική διαδικασία μέρος να υποβάλει ορισμένα αιτήματα ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο, δυνάμει των περί δικαιοδοσίας κανόνων του κανονισμού 44/2001, έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αστική υπόθεση επί της ουσίας, δύναται το δικαστήριο του κράτους μέλους να αρνηθεί να αναγνωρίσει μια τέτοια διαιτητική απόφαση για τον λόγο ότι αυτή περιορίζει το δικαίωμά του να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας προς εκδίκαση υποθέσεως βάσει των περί δικαιοδοσίας κανόνων του κανονισμού 44/2001;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, ισχύει η απάντηση αυτή ομοίως προκειμένου για “anti-suit injunction” του διαιτητικού δικαστηρίου η οποία επιβάλλει σε μετέχον στη διαιτητική διαδικασία μέρος την υποχρέωση να περιορίσει τις αξιώσεις του σε υπόθεση που εκδικάζεται σε άλλο κράτος μέλος και την οποία δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει δυνάμει των περί δικαιοδοσίας κανόνων του κανονισμού 44/2001;

3)      Μπορεί εθνικό δικαστήριο, προς διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου [της Ένωσης] και της πλήρους αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001, να αρνηθεί να αναγνωρίσει διαιτητική απόφαση στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή περιορίζει το δικαίωμά του να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας και επί των εξουσιών του στο πλαίσιο υποθέσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001;»

48.      Τη 10η Ιουνίου 2014 το Συμβούλιο Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ανακοίνωσε την επιβολή στην Gazprom προστίμου ύψους 123 096 700 λιθουανικών λίτας (LTL) (περί τα 35,6 εκατομμύρια ευρώ) για παράβαση των όρων που της είχαν επιβληθεί κατά την εκ μέρους της απόκτηση μεριδίου στο κεφάλαιο της Lietuvos dujos (12).

49.      Τη 12η Ιουνίου 2014 η Gazprom ανακοίνωσε την απόφασή της να πωλήσει το εν λόγω μερίδιο (13).

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

50.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατετέθη στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τη 15η Οκτωβρίου 2013. Η Gazprom, η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

51.      Συμφώνως προς το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, την 4η Ιουλίου 2014 το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε δύο ερωτήσεις προ της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και το αργότερο την 31η Ιουλίου 2014. Η Gazprom, η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Επιτροπή κατέθεσαν τις απαντήσεις τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

52.      Την 30ή Σεπτεμβρίου 2014 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία η Gazprom, η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V –    Ανάλυση

 Α       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

53.      Στη σελίδα 10 της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει την εκτίμηση ότι το Vilniaus apygardos teismas επελήφθη της αγωγής που άσκησε το Υπουργείο Ενέργειας κατά της Lietuvos dujos και των V. Valentukevičius, V. Golubev και K. Seleznev (14) επί τη βάσει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής (mutatis mutandis) του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες I.

54.      Η εν λόγω διάταξη του κανονισμού ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους «μπορεί επίσης να εναχθεί […] αν πρόκειται για προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, ενώπιον του δικαστηρίου της κύριας δίκης, εκτός αν μόνος σκοπός τους ήταν να απομακρύνουν τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωσή τους».

55.      Κατά την άποψή μου, είναι πρόδηλο ότι η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, καθώς η επίμαχη αγωγή δεν αφορά ούτε προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ούτε άλλη προσεπίκληση.

56.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Λιθουανική Κυβέρνηση υπαινίχθηκε ότι πρόκειται για παρόραμα της διατάξεως περί παραπομπής, καθώς πρόθεση του αιτούντος δικαστηρίου ήταν η μνεία στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (15), το οποίο, εντούτοις, δεν φαίνεται ομοίως να τυγχάνει εφαρμογής, καθώς ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους δύναται να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ένας εκ των λοιπών εναγομένων. Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι έχουν την κατοικία τους στη Λιθουανία, πλην των V. Golubev και K. Seleznev οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στο έδαφος τρίτης χώρας.

57.      Το Δικαστήριο θα μπορούσε βεβαίως να αρνηθεί να απαντήσει επί των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, λόγω μη προσήκουσας θεμελιώσεως της δικαιοδοσίας των λιθουανικών δικαστηρίων στον κανονισμό Βρυξέλλες I. Το Δικαστήριο θα μπορούσε, ωστόσο, να επισημάνει ότι το Vilniaus apygardos teismas ηδύνατο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του ως προς τη Lietuvos dujos και τον γενικό διευθυντή της, V. Valentukevičius, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (16), καθώς το αναγκαίο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου (και του κανονισμού) στοιχείο αλλοδαπότητας απορρέει από την κατοικία δύο εκ των εναγομένων (V. Golubev και K. Seleznev) στη Ρωσική Ομοσπονδία (17)· στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο θα ήταν αρμόδιο να απαντήσει επί των υποβληθέντων από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων.

2.      Επί του παραδεκτού των ερωτημάτων

58.      Κατά πάγια νομολογία, «για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί» (18).

59.      Εν προκειμένω, στη σελίδα 9 της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι «ζήτημα σχετικό με διεξαγωγή έρευνας αφορώσας νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας».

60.      Όπως επισημαίνουν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, υφίσταται, επομένως, νομικό έρεισμα, εν προκειμένω το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 (19), βάσει του οποίου το αιτούν δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικής αποφάσεως, όπως εξάλλου έπραξε το Lietuvos Apeliacinis Teismas (20).

61.      Συνεπώς, κατά την άποψή μου, τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα ενδεχομένως να μην είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς, ακόμη και αν αυτά μείνουν αναπάντητα, δεν εμποδίζουν το αιτούν δικαστήριο να τάμει τη διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Οι παρούσες προτάσεις έχουν επομένως ως αφετηρία την προκείμενη ότι το Δικαστήριο θα κρίνει παραδεκτά τα υποβληθέντα ερωτήματα.

3.      Πρόκειται πράγματι για «anti-suit injunction»;

62.      Με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει τη διαιτητική απόφαση ως «anti-suit injunction» στον βαθμό κατά τον οποίο αυτή υποχρεώνει το Υπουργείο Ενέργειας να παραιτηθεί ορισμένων αιτημάτων που είχε υποβάλει ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων.

63.      Υπό την έννοια αυτή η διαιτητική απόφαση προσομοιάζει με τις anti-suit injunctions του αγγλικού δικαίου οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο των αποφάσεων Turner (C‑159/02, EU:C:2004:228) καθώς και Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69). Στο αγγλικό δίκαιο η «anti-suit injunction» είναι διάταξη αγγλικού δικαστηρίου η οποία υποχρεώνει διάδικο που υπάγεται in personam στη δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων (21) να απόσχει από τη δικαστική επιδίωξη ή την προβολή ορισμένων αιτημάτων, να παραιτηθεί αυτών ή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για τον τερματισμό ή την αναστολή διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον κρατικού ή διαιτητικού δικαστηρίου με έδρα στην αλλοδαπή (22).

64.      Η «anti-suit injunction» δεν στρέφεται κατά του αλλοδαπού δικαστή και απευθύνεται μόνο σε διάδικο που έχει εναχθεί ενώπιον αγγλικού δικαστηρίου (23).

65.      Ο διάδικος στον οποίο απευθύνεται η «anti-suit injunction» και ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς αυτήν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο διώξεων για προσβολή δικαστηρίου («contempt of court»), οι οποίες δύνανται να επισύρουν ποινικές κυρώσεις και τη δήμευση περιουσιακών του στοιχείων στο Ηνωμένο Βασίλειο (24). Η «anti-suit injunction» ενδέχεται να μην παραγάγει κανένα αποτέλεσμα εάν ο διάδικος στον οποίο απευθύνεται δεν βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ή δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, οιαδήποτε όμως απόφαση εκδίδεται κατά παράβαση μιας «anti-suit injunction» δεν θα αναγνωρίζεται ούτε θα εκτελείται στο Ηνωμένο Βασίλειο (25).

66.      Όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση με τη γραπτή απάντησή της επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, στην υπόθεση της κυρίας δίκης δεν εκδόθηκε καμία διαταγή τέτοιου τύπου. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβη με τις «anti-suit injunctions» που αποτέλεσαν αντικείμενο των αποφάσεων Turner (EU:C:2004:228), καθώς και Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), η μη συμμόρφωση προς τη διαιτητική απόφαση δεν συνεπάγεται καμία κύρωση για το Υπουργείο Ενέργειας (26).

67.      Μολοντούτο, η διαιτητική απόφαση και η περιλαμβανόμενη σε αυτήν διαταγή δεσμεύουν το πρόσωπο στο οποίο η εν λόγω απόφαση απευθύνεται, υποχρεώνοντάς το να παραιτηθεί εν μέρει της αγωγής του ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων, στον βαθμό κατά τον οποίο, κατά το Διαιτητικό Δικαστήριο, η εν λόγω αγωγή εμπίπτει εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας διαιτησίας. Υπό την έννοια αυτή, κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαιτητική απόφαση δύναται, όπως ακριβώς οι «anti-suit injunctions» που αποτέλεσαν αντικείμενο των αποφάσεων Turner (EU:C:2004:228), καθώς και Allianz Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού Βρυξέλλες I. Η συλλογιστική που ακολουθεί βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την προκείμενη.

 Β       Επί του πρώτου ερωτήματος

68.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν αυτό δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση διαιτητικής «anti-suit injunction» για τον λόγο ότι αυτή περιορίζει «το δικαίωμ[ά] του […] να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας προς εκδίκαση υποθέσεως βάσει των περί δικαιοδοσίας κανόνων του κανονισμού [Βρυξέλλες I]».

69.      Επιβάλλεται, επομένως, να εξακριβωθεί εάν ο κανονισμός Βρυξέλλες I τυγχάνει πράγματι εφαρμογής εν προκειμένω ή εάν στην υπόθεση της κύριας δίκης εφαρμόζεται αποκλειστικώς η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958.

1.      Τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός Βρυξέλλες I δυνάμει του άρθρου του 71, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο;

70.      Προκειμένου να θεμελιώσει τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I, το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται στο άρθρο 71, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι, «[α]ν μια σύμβαση σχετική με ειδικό θέμα και της οποίας μέρη είναι το κράτος μέλος προέλευσης και το κράτος μέλος εκτέλεσης, καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις αυτές. Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν τη διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων» (27).

71.      Κατά την άποψή μου, όπως υποστηρίζουν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ελβετική Συνομοσπονδία, η εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, καθώς το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στις συναφθείσες μεταξύ των κρατών μελών συμβάσεις οι οποίες καθορίζουν «τις προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων». Κατά το άρθρο 32 του εν λόγω κανονισμού, ως «απόφαση» νοείται «κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα» (28). Είναι προφανές ότι ένα διαιτητικό δικαστήριο το οποίο έχει συγκροτηθεί βάσει ρήτρας διαιτησίας η οποία έχει συνομολογηθεί ελευθέρως μεταξύ δύο μερών (όπως το διαιτητικό δικαστήριο που εξέδωσε την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαιτητική απόφαση) δεν αποτελεί δικαστήριο κράτους μέλους (29).

72.      Επιπροσθέτως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού Βρυξέλλες I εξαιρεί τη διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής του. Όπως υποστηρίζουν η Gazprom, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή και η Ελβετική Συνομοσπονδία, τούτο σημαίνει ότι επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικών αποφάσεων, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικώς η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958.

73.      Εν προκειμένω, κατά τους εν λόγω παρεμβαίνοντες, δεδομένου ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επελήφθη στο πλαίσιο διαδικασίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω συμβάσεως, η αναγνώριση και η εκτέλεση της επίμαχης διαιτητικής αποφάσεως εμπίπτουν αποκλειστικώς στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως (30). Συνεπώς, δεν υφίσταται ζήτημα δικαίου της Ένωσης στο οποίο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

2.      Τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός Βρυξέλλες I δυνάμει της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69);

74.      Όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση με την απάντησή της επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, «η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali [(EU:C:2009:69)] ήγειρε αμφιβολίες ως προς τον βαθμό αποκλεισμού της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [Βρυξέλλες I]».

75.      Τον Αύγουστο του 2000 το πλοίο Front Comor, της πλοιοκτήτριας εταιρείας West Tankers Inc. (στο εξής: West Tankers), ναυλωμένο από την Erg Petroli SpA (στο εξής: Erg Petroli), προσέκρουσε, στις Συρακούσες (Ιταλία), σε προκυμαία ανήκουσα στην Erg Petroli, προκαλώντας ζημίες. Η σύμβαση ναυλώσεως διείπετο από το αγγλικό δίκαιο και περιείχε ρήτρα προβλέπουσα διαιτησία στο Λονδίνο.

76.      Η Erg Petroli ζήτησε από τους ασφαλιστές της, Allianz Spa (στο εξής: Allianz) και Generali Assicurazioni Generali Spa (στο εξής: Generali), αποζημίωση μέχρι του ορίου που προέβλεπε η ασφαλιστική της κάλυψη και κίνησε για το υπόλοιπο διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο κατά της West Tankers. Μετά την εκ μέρους τους καταβολή, δυνάμει των ασφαλιστηρίων, στην Erg Petroli της αποζημιώσεως για τη ζημία που αυτή είχε υποστεί, οι ασφαλιστές στράφηκαν αναγωγικώς κατά της West Tankers ενώπιον του Tribunale di Siracusa (Ιταλία), αξιώνοντας την απόδοση των εκ μέρους τους καταβληθέντων στην Erg Petroli ποσών. Η West Tankers προέβαλε ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, επικαλούμενη τη ρήτρα διαιτησίας.

77.      Δεδομένου ότι η έδρα της διαιτησίας ήταν το Λονδίνο, η West Tankers κίνησε διαδικασία ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων προκειμένου να επιτύχει την έκδοση «anti-suit inj[u]nction» απαγορεύουσας στην Allianz και στην Generali, αφενός, να προσφύγουν σε διαδικασία άλλη πλην της διαιτησίας και, αφετέρου, να συνεχίσουν την κινηθείσα ενώπιον του Tribunale di Siracusa διαδικασία.

78.      Τα αγγλικά δικαστήρια έκαναν δεκτό το αίτημα αυτό, αλλά το House of Lords υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσον, λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς που παρατηρείτο σε σχέση με τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση Turner (EU:C:2004:228) (31), θα ήταν συμβατή με τον κανονισμό Βρυξέλλες I η εκ μέρους του έκδοση «anti-suit injunction», δεδομένου ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του εν λόγω κανονισμού εξαιρεί τη διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής του.

79.      Το Δικαστήριο ξεκίνησε την ανάλυσή του με τη διαπίστωση ότι, ως κρατική μεν διαδικασία κινούμενη, όμως, προς στήριξη της διαιτησίας, «[δ]ιαδικασία, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία καταλήγει στην έκδοση anti-suit injunction, δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [Βρυξέλλες I]» (32).

80.      Το Δικαστήριο έκρινε εν συνεχεία ότι, «[μ]ολονότι, όμως, μια διαδικασία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [Βρυξέλλες I], εντούτοις ενδέχεται να έχει συνέπειες ικανές να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητά του, ικανές δηλαδή να παρακωλύσουν την επίτευξη των σκοπών της ενοποιήσεως των κανόνων συγκρούσεως διεθνών δικαιοδοσιών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων που εκδίδονται στους τομείς αυτούς. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια διαδικασία εμποδίζει δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του παρέχει ο κανονισμός [Βρυξέλλες I]» (33).

81.      Το Δικαστήριο απεφάνθη, ως εκ τούτου, «[ότι] προκαταρκτικό ζήτημα σχετικό με τη δυνατότητα εφαρμογής συμφωνίας διαιτησίας, που περιλαμβάνει, ιδίως, το ζήτημα του κύρους της, εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού» (34).

82.      Επί αυτής της βάσεως το Δικαστήριο παρέσχε αρνητική απάντηση επί του ερωτήματος του House of Lords, αποφαινόμενο ότι η κινηθείσα από την Allianz και την Generali διαδικασία κατά της West Tankers ενώπιον του Tribunale di Siracusa ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (35), τούτο δε παρά τη δεσμεύουσα τα μέρη ρήτρα διαιτησίας. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η επίμαχη «anti-suit injunction» έθιγε το δικαίωμα του ιταλικού δικαστηρίου να κρίνει το ίδιο κατά πόσον είχε δικαιοδοσία για την επίλυση της υποβληθείσας την κρίση του διαφοράς (36), ήταν αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών και απέκλειε την πρόσβαση σε κρατικό δικαστήριο ενάγοντος ο οποίος θεωρούσε τη συμφωνία διαιτησίας ανίσχυρη, ανενεργή ή ανεπίδεκτη εφαρμογής (37).

83.      Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση «anti-suit injunction» ήταν ασύμβατη με τον κανονισμό Βρυξέλλες I.

84.      Επί αυτής της βάσεως το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, ακριβώς όπως μια εκδοθείσα από κρατικό δικαστήριο «anti-suit injunction», μια εκδοθείσα από διαιτητικό δικαστήριο «anti-suit injunction» υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού Βρυξέλλες I.

85.      Η θέση αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί στον βαθμό κατά τον οποίο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), το House of Lords, όπως το αιτούν δικαστήριο, είχε επιληφθεί διαδικασίας η οποία, όπως έκρινε το Δικαστήριο, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (38), ήτοι μιας αγωγής με αίτημα την έκδοση «anti-suit injunction» κατά διαδίκου o οποίος είχε παραστεί σε δίκη στην Ιταλία κατά παραβίαση ρήτρας διαιτησίας η οποία τον υποχρέωνε να υπάγει οιαδήποτε διαφορά σε διαιτησία στο Λονδίνο (39). Η αίτηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της επίμαχης την υπόθεση της κυρίας δίκης διαιτητικής αποφάσεως εκφεύγει ομοίως του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

86.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες I είχε κριθεί εφαρμοστέος στην εν λόγω υπόθεση επί τη βάσει άλλης διαδικασίας, ήτοι της διαδικασίας ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου, της οποίας η ουσία, όπως αυτή της αγωγής με αίτημα τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos (40), ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και, ειδικότερα, του άρθρου 5, παράγραφος 3, αυτού. Εν προκειμένω, η ουσία της αγωγής του Υπουργείου Ενέργειας με αίτημα τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos εμπίπτει ομοίως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I και, ειδικότερα, στο άρθρο 2 αυτού (41).

87.      Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Επιτροπή εκτιμούν ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης, διότι η διαιτησία εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του. Εντούτοις, εάν το ζήτημα ήταν τόσο απλό, το Δικαστήριο δεν θα είχε κρίνει ασύμβατη με τον κανονισμό Βρυξέλλες I την «anti-suit injunction» η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεώς του Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) (42).

88.      Υπό την έννοια αυτή, η κατάσταση του House of Lords, το οποίο είχε επιληφθεί υποθέσεως μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I, είναι ανάλογη προς αυτήν του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο έχει επιληφθεί ομοίως αιτήσεως αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως, επίσης εκφεύγουσας του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Επιπροσθέτως, εφόσον το αιτούν δικαστήριο έχει συγχρόνως επιληφθεί αγωγής εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ήτοι αγωγής με αίτημα τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos, η θέση του είναι όμοια με αυτήν του Tribunale di Siracusa στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69). Στην υπόθεση όμως εκείνη το Δικαστήριο έκρινε την «anti-suit injunction» ασύμβατη με τον κανονισμό Βρυξέλλες I, συμπέρασμα που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δύναται να τύχει εφαρμογής επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Δεν συμμερίζομαι τη θέση αυτή για τους λόγους που θα εκθέσω ευθύς αμέσως.

3.      Απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος

89.      Δύο στοιχεία υπαγορεύουν την εκ μέρους μου πρόταση αρνητικής απαντήσεως επί του εν λόγω ερωτήματος.

 α)      Ο αποκλεισμός της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση)

90.      Η Ισπανική Κυβέρνηση διατυπώνει την άποψη ότι, για λόγους διαχρονικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει να μη λάβει υπόψη τον κανονισμό Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) στην απάντησή του επί της υπό εξέταση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

91.      Ο εν λόγω κανονισμός θα αρχίσει βεβαίως να εφαρμόζεται από της 10ης Ιανουαρίου 2015, φρονώ, ωστόσο, όπως η Gazprom, η Λιθουανική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή και η Ελβετική Συνομοσπονδία, ότι το Δικαστήριο οφείλει να τον λάβει υπόψη του στην υπό κρίση υπόθεση, διότι η κύρια καινοτομία του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος εξακολουθεί να εξαιρεί τη διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής του, δεν έγκειται τόσο στο σώμα του αυτό καθ’ εαυτό, όσο στην αιτιολογική του σκέψη 12, η οποία, στην πραγματικότητα, εν είδει αναδρομικού ερμηνευτικού νόμου, εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο ο εν λόγω αποκλεισμός πρέπει και έπρεπε ανέκαθεν να ερμηνεύεται.

92.      Προ της εμβριθέστερης αξιολογήσεως της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως 12, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση του ιστορικού θεσπίσεώς της.

93.      Το άρθρο 73 του κανονισμού Βρυξέλλες I προβλέπει διαδικασία αναθεωρήσεως του εν λόγω κανονισμού, ορίζοντας, συγκεκριμένα, ότι το αργότερο την 1η Μαρτίου 2007 η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, συνοδευόμενη από προτάσεις για την αναπροσαρμογή του.

94.      Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας η Επιτροπή ανέθεσε στους καθηγητές Hess, Pfeiffer και Schlosser τη σύνταξη εκθέσεως (της αποκαλούμενης «εκθέσεως Heidelberg») με αντικείμενο την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες I (43). Η έκθεση αυτή δημοσιεύθηκε το 2007, προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69).

95.      Μολονότι επισήμαναν ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν θα έπρεπε να καταλαμβάνει ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, οι συντάκτες της εκθέσεως Heidelberg πρότειναν σειρά νέων διατάξεων οι οποίες θα επέτρεπαν τη διείσδυση του κανονισμού στο πεδίο της διαιτησίας για τη ρύθμιση ζητημάτων σε πεδία τομής των δύο νομοθετημάτων, όπως, επί παραδείγματι, του ζητήματος της προσφυγής σε κρατικό δικαστήριο που έχει κηρύξει ρήτρα διαιτησίας ανίσχυρη ή της προσφυγής σε κρατικό δικαστήριο ως δικαστηρίου στηρίξεως της διαιτησίας.

96.      Την έκθεση Heidelberg ακολούθησαν οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέως J. Kokott στην υπόθεση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2008:466, σημεία 71 και 73), με τις οποίες επισημάνθηκε η έλλειψη «μηχανισμ[ών] συντονισμού αρμοδιοτήτων μεταξύ διαιτητικών και κρατικών δικαστηρίων» και προτάθηκε ως λύση «η υπαγωγή της διαιτησίας στο σύστημα του κανονισμού [Βρυξέλλες I]».

97.      Το Δικαστήριο υιοθέτησε την ανάλυση της γενικής εισαγγελέως J. Kokott παραθέτοντας διάφορα σημεία των προτάσεών της (απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali, EU:C:2009:69, σκέψεις 20, 26 και 29).

98.      Τα επικριτικά σχόλια για την εν λόγω απόφαση, τα οποία προήλθαν κατά βάση από τον χώρο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και της διαιτησίας, κάνουν κυρίως λόγο για εν τοις πράγμασι επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I στη διαιτησία κατά τρόπον ο οποίος θα μπορούσε να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητά του (44).

99.      Στην κριτική αυτή θα προσθέσω επίσης ότι η εν λόγω απόφαση απέστη τριών προγενέστερων αποφάσεων του Δικαστηρίου, ήτοι των αποφάσεων Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61), Rich (C‑190/89, EU:C:1991:319) και Van Uden (C‑391/95, EU:C:1998:543).

100. Η απόφαση Hoffmann (EU:C:1988:61) αφορούσε την εκτέλεση στις Κάτω Χώρες γερμανικής αποφάσεως η οποία υποχρέωνε σύζυγο να καταβάλλει διατροφή στη σύζυγό του στο πλαίσιο της υποχρεώσεως συντηρήσεως που απορρέει από τον γάμο. Μια τέτοια απόφαση προϋπέθετε κατ’ ανάγκην την ύπαρξη του συζυγικού δεσμού. Το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) υπέβαλε το ερώτημα αν η λύση του εν λόγω συζυγικού δεσμού με απόφαση διαζυγίου εκδοθείσα από ολλανδικό δικαστήριο ηδύνατο να έχει ως συνέπεια τη μη συνέχιση της εκτελέσεως της γερμανικής αποφάσεως, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η γερμανική απόφαση διατηρούσε την εκτελεστότητά της στη Γερμανία, λόγω μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως διαζυγίου.

101. Όπως ακριβώς η διαιτησία, η προσωπική κατάσταση των φυσικών προσώπων, μέρος της οποίας αποτελούν ο γάμος και το διαζύγιο, εξαιρείτο του πεδίου εφαρμογής της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών). Αντιθέτως, η καταβολή διατροφής, ως ζήτημα που δεν άπτεται της προσωπικής καταστάσεως, καλυπτόταν από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, γεγονός που σήμαινε ότι τα ολλανδικά δικαστήρια υπείχαν a priori από τη σύμβαση την υποχρέωση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της γερμανικής αποφάσεως, γεγονός που ήταν ασυμβίβαστο με την ολλανδική απόφαση διαζυγίου.

102. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η «σύμβαση [των Βρυξελλών] δεν εμποδίζει το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως να λάβει υπόψη του τις συνέπειες εθνικής αποφάσεως περί διαζυγίου, στο πλαίσιο της εκτελέσεως αλλοδαπής αποφάσεως περί [υποχρεώσεως διατροφής]» (45), γεγονός που σήμαινε ότι το Hoge Raad der Nederlanden δεν ήταν υποχρεωμένο να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη γερμανική απόφαση η οποία ενέπιπτε, εντούτοις, στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως.

103. Με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), παρά το γεγονός ότι η διαιτησία εξαιρείτο, όπως και η προσωπική κατάσταση, του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αγγλικά δικαστήρια δεν ηδύναντο να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιο σε όλο του το εύρος και να εκδώσουν «anti-suit injunctions» προς στήριξη διαιτησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο περιόρισε τον βαθμό αποκλεισμού της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού (46).

104. Η απόφαση Rich (EU:C:1991:319) αφορούσε σύμβαση αγοράς πετρελαίου συναφθείσα μεταξύ ελβετικής και ιταλικής εταιρείας. Η εν λόγω σύμβαση διείπετο από το αγγλικό δίκαιο και περιείχε ρήτρα διαιτησίας. Όταν η αγοράστρια (η ελβετική εταιρεία) διαμαρτυρήθηκε για σοβαρή αλλοίωση του φορτίου, η πωλήτρια (η ιταλική εταιρεία) άσκησε κατά αυτής αγωγή ενώπιον του Tribunale di Genova (Ιταλία) ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η ίδια δεν έφερε καμία ευθύνη έναντι της αγοράστριας.

105. Βάσει της συνομολογηθείσας ρήτρας, η ελβετική εταιρεία κίνησε διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο, η οποία, ωστόσο, δεν προχώρησε λόγω της αρνήσεως της ιταλικής εταιρείας να μετάσχει σε αυτήν και να προβεί στον διορισμό διαιτητή. Η ελβετική εταιρεία ζήτησε από τα αγγλικά δικαστήρια, ως δικαστήρια στηρίξεως της διαιτησίας, να διορίσουν διαιτητή εξ ονόματος της ιταλικής εταιρείας.

106. Όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), η ιταλική εταιρεία υποστήριξε ότι η πραγματική διαφορά μεταξύ των διαδίκων αναγόταν στο ζήτημα αν η επίμαχη σύμβαση περιείχε ή όχι ρήτρα διαιτησίας και ότι μια τέτοια διαφορά ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως των Βρυξελλών και, συνεπώς, έπρεπε να εκδικασθεί στην Ιταλία.

107. Το ζήτημα ήταν επομένως εάν η κινηθείσα ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων διαδικασία για τον διορισμό διαιτητή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

108. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της [Συμβάσεως των Βρυξελλών] τη διαιτησία, με την αιτιολογία ότι αυτή αποτελεί ήδη αντικείμενο διεθνών συμβάσεων [μεταξύ άλλων, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958], τα συμβαλλόμενα κράτη θέλησαν να αποκλείσουν τη διαιτησία, καθ’ όλες της τις πλευρές, περιλαμβανομένων των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων» (47).

109. Μολονότι ο διορισμός διαιτητή και οι εθνικές διαδικασίες προς στήριξη της διαιτησίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[ό]σον αφορά ειδικότερα τον διορισμό διαιτητή από εθνικό δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για κρατικό μέτρο το οποίο έχει ως σκοπό την εφαρμογή διαιτητικής διαδικασίας. Επομένως, το μέτρο αυτό υπάγεται στον τομέα της διαιτησίας, οπότε εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 4, της [σ]υμβάσεως των Βρυξελλών» (48).

110. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της ιταλικής εταιρείας ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών ετύγχανε εφαρμογής επί διαφορών που σχετίζονται με το υποστατό ή το κύρος ρήτρας διαιτησίας, κρίνοντας ότι «[γ]ια τον καθορισμό του αν [μια] διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο το αντικείμενο της διαφοράς αυτής. Εάν η διαφορά αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως λόγω του αντικειμένου της, όπως παραδείγματος χάρη ο διορισμός διαιτητή, η ύπαρξη ενός προκαταρκτικού ζητήματος, επί του οποίου ο δικαστής πρέπει να αποφανθεί προς επίλυση της εν λόγω διαφοράς, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή της Συμβάσεως [των Βρυξελλών], όποιο και αν είναι το ζήτημα» (49). Το Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση αυτή με την απόφασή του Van Uden (EU:C:1998:543) (50).

111. Με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), το Δικαστήριο, αντί να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I επί της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως είχε πράξει στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Rich (EU:C:1991:319) και Van Uden (EU:C:1998:543), εξέτασε το αντικείμενο της διαφοράς υπό το πρίσμα άλλης διαφοράς, ήτοι της αχθείσας ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.

112. Το Δικαστήριο απέστη, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της θέσεως που είχε διατυπώσει με την απόφαση Rich (EU:C:1991:319, σκέψεις 18 και 26), κατά την οποία μόνον το αντικείμενο της διαφοράς της υποθέσεως της κύριας δίκης έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη, ενώ η διαιτησία ως τομέας απεκλείετο στο σύνολό της από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I.

113. Κατόπιν της εκθέσεως Heidelberg, της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) και των σχολίων που η απόφαση αυτή είχε προκαλέσει, η Επιτροπή εξέδωσε την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες I (στο εξής: πράσινη βίβλος) (51), με την οποία εγκαινίασε δημόσια διαβούλευση, προτείνοντας τη μερική κατάργηση της εξαιρέσεως της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανονισμού, με σκοπό τη βελτίωση της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ κανονισμού και διαιτησίας.

114. Διάφορα κράτη μέλη, όπως η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και διάφοροι φορείς του τομέα της διαιτησίας (52) εναντιώθηκαν στην πρόταση αυτή, εκτιμώντας ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν θα έπρεπε να θίγει την εφαρμογή της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 και ότι έπρεπε να επισφραγισθεί ο απόλυτος αποκλεισμός της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

115. Με τη μελέτη επιπτώσεων που συνόδευε την πρόταση αναδιατυπώσεως του κανονισμού Βρυξέλλες I (53), η Επιτροπή επέκρινε το γεγονός ότι η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) επέτρεπε στα κακόπιστα μέρη να διαφύγουν την υποχρέωσή τους υπαγωγής οιασδήποτε διαφοράς στη διαιτησία (54) και αναφέρθηκε σε τρεις δυνατές επιλογές (55).

116. Η πρώτη επιλογή συνίστατο στη διατήρηση του status quo, ήτοι στον αποκλεισμό της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, επιλογή η οποία, κατά την Επιτροπή δεν εξουδετέρωνε τον κίνδυνο καταχρήσεων, η πρόληψη ή αποσόβηση των οποίων δεν καθίστατο δυνατή με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) (56).

117. Η δεύτερη επιλογή συνίστατο στην επέκταση του αποκλεισμού της διαιτησίας σε οιαδήποτε διαδικασία σχετική με τη διαιτησία και, ιδίως, «σε κάθε διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητείται η ισχύς ρήτρας διαιτησίας» (57).

118. Τέλος, η τρίτη επιλογή συνίστατο στην επίρρωση της αποτελεσματικότητας των ρητρών διαιτησίας, με την καθιέρωση του κανόνα ότι δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους στην κρίση του οποίου υποβάλλεται διαφορά επί της οποίας τυγχάνει εφαρμογής ρήτρα διαιτησίας οφείλει να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως στην περίπτωση κατά την οποία της διαφοράς έχει επιληφθεί διαιτητικό δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο στην έδρα της διαιτησίας (58).

119. Με την πρότασή της αναδιατυπώσεως του κανονισμού Βρυξέλλες I (στο εξής: πρόταση αναδιατυπώσεως) (59), η Επιτροπή προέκρινε την τελευταία επιλογή, διατηρώντας την πρόταση που η ίδια είχε διατυπώσει με την πράσινη βίβλο περί μερικής καταργήσεως του αποκλεισμού της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού (60).

120. Όπως παραδέχονται η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις απαντήσεις τους επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, οι προταθείσες από την Επιτροπή τροποποιήσεις απερρίφθησαν από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, με το ψήφισμα της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δήλωσε «κατηγορηματικά αντίθετο με την (έστω και μερική) κατάργηση της εξαίρεσης της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού», ενώ διατύπωσε τη θέση «ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο [δ΄], του κανονισμού πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού εξαιρούνται όχι μόνο η διαιτησία αλλά και οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν, ως κύριο, παρεμπίπτον ή προδικαστικό ζήτημα, την ισχύ ή την έκταση της διαιτητικής αρμοδιότητας» (61).

121. Το Συμβούλιο εναντιώθηκε επίσης στην επιλογή της Επιτροπής να καταργήσει εν μέρει την εξαίρεση της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση). Με το σημείωμα της 1ης Ιουνίου 2012 η Προεδρία του Συμβουλίου κάλεσε το Συμβούλιο να εγκρίνει, ως συμβιβαστική δέσμη, το σχέδιο γενικής προσεγγίσεως που περιλαμβανόταν στο παράρτημα του εν λόγω σημειώματος (62). Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, οι προτάσεις της Επιτροπής για τη διαιτησία οι οποίες περιλαμβάνονταν στην πρότασή της αναδιατυπώσεως έπρεπε να απορριφθούν (63).

122. Συγκεκριμένα, το συμβιβαστικό κείμενο προέβλεπε την εισαγωγή νέας αιτιολογικής σκέψεως, με το τρέχον περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 12 του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), καθώς και νέας διατάξεως κατά την οποία ο εν λόγω κανονισμός «δεν [θα έθιγε] την εφαρμογή της [Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958]» (64).

123. Το Συμβούλιο ενέκρινε το κείμενο αυτό την 8η Ιουνίου 2012. Κατόπιν της εν λόγω εγκρίσεως, το Κοινοβούλιο εξέδωσε νομοθετικό ψήφισμα με το οποίο ενέκρινε τις τροποποιήσεις του κανονισμού περί διαιτησίας, όπως αυτές εξετίθεντο στο εγκριθέν από το Συμβούλιο κείμενο (65).

124. Στην τελική εκδοχή του ο κανονισμός Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) διατηρεί την εξαίρεση της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του και περιλαμβάνει τη νέα αιτιολογική σκέψη 12, καθώς και το νέο άρθρο 73, παράγραφος 2, κατά το οποίο «[ο] παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958» (66).

125. Κατά την άποψή μου, οι νέες αυτές διατάξεις και, κυρίως, το δεύτερο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12, το οποίο επιστεγάζεται με το νέο άρθρο 73, παράγραφος 2, αντιστοιχούν στη δεύτερη επιλογή που η Επιτροπή παρουσίασε με τη μελέτη επιπτώσεων η οποία συνόδευε την πρόταση της αναδιατυπώσεως και η οποία σκοπούσε στον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού κάθε διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητείται το κύρος συμφωνίας διαιτησίας (67).

126. Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, «[μ]ια απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους σχετικά με το εάν μια συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν υπόκειται στους κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ανεξαρτήτως του εάν το δικαστήριο έκρινε το ζήτημα ως κύριο ή παρεμπίπτον» (68), ενώ αυτό καθ’ εαυτό το σώμα του κανονισμού δεν τροποποιήθηκε.

127. Το απόσπασμα σε πλαγιογράφηση καταδεικνύει ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους συμφωνίας διαιτησίας εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, οι κανόνες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως του εν λόγω κανονισμού θα ετύγχαναν εφαρμογής επί των αποφάσεων κρατικών δικαστηρίων που αφορούν το κύρος συμφωνίας διαιτησίας (69).

128. Με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69, σκέψη 26) (70) το Δικαστήριο προέβη, εντούτοις, σε διαφορετική ερμηνεία, καθώς θεμελίωσε τη θέση του στο γεγονός ότι η κινηθείσα από τις Allianz και Generali διαδικασία κατά της West Tankers ενώπιον του Tribunale di Siracusa, κατά παραβίαση της ρήτρας διαιτησίας, ενέπιπτε αυτή καθ’ εαυτήν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I, επί τη βάσει της προκείμενης ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους συμφωνίας διαιτησίας ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

129. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε:

«[…] αν, λόγω του αντικειμένου της διαφοράς, δηλαδή, λόγω της φύσεως των δικαιωμάτων στη διασφάλιση των οποίων αποβλέπει η κύρια διαδικασία, όπως μια αγωγή αποζημιώσεως, η διαδικασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [Βρυξέλλες I], προκαταρκτικό ζήτημα σχετικό με τη δυνατότητα εφαρμογής συμφωνίας διαιτησίας, που περιλαμβάνει, ιδίως, το ζήτημα του κύρους της, εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει το σημείο 35 της εκθέσεως Ευρυγένη και Κεραμέως για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη [σ]ύμβαση [των Βρυξελλών] […] (ΕΕ 1986, C 298, σ. 1, […]). Στην έκθεση αυτή τονίζεται ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους συμφωνίας περί διαιτησίας, που τον επικαλείται διάδικος για να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου στο οποίο ενάγεται σύμφωνα με τη σύμβαση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως αυτής» (71).

130. Συνεπώς, δεν συμμερίζομαι τη θέση της Λιθουανικής Κυβερνήσεως και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, κατά την οποία η ως άνω αναδιατύπωση δεν θίγει την ερμηνεία που το Δικαστήριο έδωσε, με το σημείο 24 της αποφάσεώς του Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), στην εξαίρεση της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

131. Δεν συμμερίζομαι ούτε τη θέση που η Επιτροπή εξέφρασε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι ότι η σκέψη 26 της εν λόγω αποφάσεως ήταν απλώς «obiter dictum». Τουναντίον, πρόκειται για το κεντρικό σημείο της αποφάσεως επί του οποίου το Δικαστήριο θεμελίωσε τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, χαράσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα όρια μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και του τομέα της διαιτησίας.

132. Η κατανόηση της εν λόγω θέσεως της Επιτροπής είναι δυνατή μόνον υπό το πρίσμα των δικών της προτάσεων περί της συγκεκριμένης οροθετήσεως μεταξύ του τομέα της διαιτησίας και του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I, προτάσεων οι οποίες εντούτοις απερρίφθησαν στο σύνολό τους από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επ’ ευκαιρία της αναδιατυπώσεως του κανονισμού Βρυξέλλες I. Από το προεκτεθέν ιστορικό θεσπίσεως συνάγεται, επομένως, η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να διορθώσει τη διαχωριστική γραμμή που το Δικαστήριο χάραξε μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I και του τομέα της διαιτησίας (72).

133. Τούτο σημαίνει ότι, εάν η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) εκδικαζόταν υπό την ισχύ του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), το Tribunale di Siracusa θα μπορούσε να επιληφθεί της ουσίας της υποθέσεως επί τη βάσει του εν λόγω κανονισμού μόνον αφ’ ης στιγμής θα είχε κριθεί ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργή ή ανεπίδεκτη εφαρμογής (δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, της συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958) (73).

134. Στην περίπτωση αυτή, η «anti-suit injunction» που αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) δεν θα κρινόταν ασύμβατη με τον κανονισμό Βρυξέλλες I.

135. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το Tribunale di Siracusa επελήφθη αγωγής της οποίας η ουσία ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (καθώς το ζήτημα του κύρους της συμφωνίας διαιτησίας αποτελούσε στην περίπτωση εκείνη ζήτημα παρεμπίπτον ή προκριματικό) δεν θα έθιγε την εξουσία των αγγλικών δικαστηρίων να εκδώσουν «anti-suit injunctions» προς στήριξη της διαιτησίας διότι, κατά το δεύτερο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12, ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους συμφωνίας διαιτησίας εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, «ανεξαρτήτως του εάν το [Tribunale di Siracusa] έκρινε το ζήτημα ως κύριο ή παρεμπίπτον» (74). Η χρήση του όρου «παρεμπίπτον» καταδεικνύει ότι το εν λόγω δεύτερο εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής οσάκις δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται, όπως το Tribunale di Siracusa, αγωγής επί της ουσίας διαφοράς η οποία το υποχρεώνει κατ’ αρχάς να εξετάσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας του, ελέγχοντας, ως παρεμπίπτον ή προκριματικό ζήτημα, το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας που δεσμεύει τους δύο αντιδίκους.

136. Όπως αποσαφηνίζεται με το τρίτο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού, μόνον «η απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως» θα μπορούσε να αναγνωρισθεί και να εκτελεσθεί συμφώνως προς τον εν λόγω κανονισμό (75). Εντούτοις, ενδεχόμενη αποδοχή της θέσεως ότι, λόγω της, πιθανής ή μη, δυνατότητας εκδόσεως, εκ μέρους του Tribunale di Siracusa, αποφάσεως επί της ουσίας, τα αγγλικά δικαστήρια δεν θα μπορούσαν να εκδώσουν «anti-suit injunction» προς στήριξη της διαιτησίας θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ακριβώς των αποτελεσμάτων της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποκρούσει με την αναδιατύπωση.

137. Το συμπέρασμα ότι οι «anti-suit injunctions» προς στήριξη της διαιτησίας επιτρέπονται από τον κανονισμό Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) ενισχύεται από το τέταρτο εδάφιο της ιδίας αιτιολογικής σκέψεως, κατά το οποίο «[ο] παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προσφυγή ή παρεμπίπτουσα διαδικασία, ειδικότερα, όσον αφορά […] τη διεξαγωγή μιας διαιτητικής διαδικασίας ή τυχόν άλλες πτυχές της εν λόγω διαδικασίας, ούτε σε τυχόν […] αναγνώρισ[η] ή εκτέλεσ[η] διαιτητικής απόφασης […]» (76).

138. Το συγκεκριμένο εδάφιο εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού όχι μόνον την αναγνώριση και την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, στοιχείο που αδιαμφισβήτητα αποκλείει την υπό κρίση υπόθεση από το πεδίο εφαρμογής του, αλλά και παρεμπίπτουσες διαδικασίες, στοιχείο το οποίο, κατά την άποψή μου, καταλαμβάνει τις «anti-suit injunctions» που εκδίδονται από τα κρατικά δικαστήρια στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους ως δικαστηρίων στηρίξεως της διαιτησίας.

139. Υπενθυμίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), το House of Lords είχε επιληφθεί αιτήματος εκδόσεως «anti-suit injunction», υπό την ιδιότητα του δικαστηρίου στηρίξεως, η οποία απέρρεε από το γεγονός ότι τα μέρη είχαν ορίσει την έδρα του διαιτητικού δικαστηρίου εντός των ορίων της περιφέρειάς του.

140. Δεδομένου ότι η «anti-suit injunction» καταλέγεται μεταξύ των μέτρων που ο δικαστής της έδρας του διαιτητικού δικαστηρίου δύναται να διατάξει προς στήριξη της διαιτησίας, με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας, και υπό την έννοια αυτή συνιστά «παρεμπίπτουσα διαδικασία [που] αφορά […] τη διεξαγωγή μιας διαιτητικής διαδικασίας», η απαγόρευσή της δεν δύναται πλέον να δικαιολογηθεί επί τη βάσει του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση).

141. Για τους λόγους αυτούς, εκτιμώ ότι η αναδιατύπωση αποκατέστησε την ερμηνεία που είχε δοθεί στον αποκλεισμό της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I με την απόφαση Rich (EU:C:1991:319, σκέψη 18), κατά την οποία «τα συμβαλλόμενα κράτη θέλησαν να αποκλείσουν τη διαιτησία, καθ’ όλες της τις πλευρές» (77). Συνεπώς, ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς της υποθέσεως της κύριας δίκης.

142. Η λύση αυτή ουδόλως υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού Βρυξέλλες I, καθώς δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να «καθορί[σει] μόν[ο] το[υ], βάσει των κανόνων που υποχρεού[ται] να εφαρμόζ[ει], αν είναι αρμόδι[ο] να επιληφθ[εί] της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση το[υ]» (78). Τουναντίον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και γ΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 παρέχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει την αρμοδιότητα του διαιτητικού δικαστηρίου, δυνατότητα η οποία έρχεται να προστεθεί στη δυνατότητα, που του παρέχεται δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχείο α΄, του ιδίου άρθρου, να ελέγξει, κατά το δίκαιό του, κατά πόσον η υποβληθείσα στην κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου διαφορά ηδύνατο να υπαχθεί σε διαιτησία.

143. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως επισημαίνουν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η διάταξη περί παραπομπής περιέχει μνεία στο λιθουανικό δίκαιο, κατά το οποίο ζήτημα σχετικό με τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων νομικού προσώπου δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο μπορούσε θεμιτώς να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, τούτο δε χωρίς βεβαίως να χρειασθεί να καταφύγει στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος.

144. Επομένως, «ο ενάγων, που θεωρεί ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής, [δεν θα στερείται τη δυνατότητα] να προσφύγει στο κρατικό δικαστήριο» (79).

145. Επισημαίνεται χάριν πληρότητας ότι η εν λόγω αποκρυστάλλωση, με τον κανονισμό Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), του αποκλεισμού της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του εντάσσεται σε μια προσπάθεια πατάξεως των παρελκυστικών πρακτικών μερών τα οποία, κατά παράβαση των συμβατικών δεσμεύσεών τους, κινούν διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους προδήλως στερούμενου δικαιοδοσίας, πρακτικών οι οποίες είχαν αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών που οδήγησαν στην έκδοση των αποφάσεων Gasser (C‑116/02, EU:C:2003:657) (80), Turner (EU:C:2004:228) (81) και Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69).

146. Ο κανονισμός Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) εισάγει νέο άρθρο 31, παράγραφος 2, κατά το οποίο, «όταν επιλαμβάνεται υπόθεσης δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία δυνάμει συμφωνίας αναφερόμενης στο άρθρο 25, κάθε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το δικαστήριο το οποίο επελήφθη βάσει της συμφωνίας κηρύξει εαυτό αναρμόδιο». Κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, «[ό]ταν το δικαστήριο που ορίζεται στη συμφωνία διαπιστώσει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει της συμφωνίας, κάθε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του εν λόγω δικαστηρίου».

147. Όπως επισημαίνεται με την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού (82), οι νέες αυτές διατάξεις αποκλείουν εφεξής τη λύση που είχε δοθεί με την απόφαση Gasser (EU:C:2003:657), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαστήριο που επελήφθη σε δεύτερο χρόνο αλλά είχε αποκλειστική δικαιοδοσία δυνάμει ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δεν ηδύνατο, παρεκκλίνοντας από τους κανόνες της εκκρεμοδικίας, να αποφανθεί επί της διαφοράς πριν το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο κηρύξει εαυτό αναρμόδιο.

148. Η απάντηση του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) στις παρελκυστικές πρακτικές που αποβλέπουν στην παραβίαση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας συνίσταται στο προβάδισμα που αυτός δίδει στο οριζόμενο με τη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο, ακόμη και αν αυτό επιλαμβάνεται δεύτερο. Τούτο σημαίνει ότι τα διαιτητικά δικαστήρια και τα δικαστήρια των κρατών μελών ως δικαστήρια στηρίξεως της διαιτησίας δύνανται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της διαιτησίας χωρίς να εμποδίζονται προς τούτο από τον κανονισμό Βρυξέλλες I.

149. Όσον αφορά την παραβίαση συμφωνίας διαιτησίας, η απάντηση του εν λόγω κανονισμού είναι ο πλήρης αποκλεισμός της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του, κατά τρόπον ώστε ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους της εν λόγω συμφωνίας να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του και τα μέρη να παραπέμπονται σε διαιτησία.

150. Συγκεκριμένα, με το πρώτο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12, το οποίο επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958, επισημαίνεται ότι «[κ]αμιά διάταξή του [εν λόγω κανονισμού] δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους που εκδικάζουν προσφυγή σε υπόθεση στην οποία οι διάδικοι έχουν συνάψει συμφωνία περί διαιτησίας, είτε να παραπέμπουν τους διαδίκους σε διαιτησία είτε να αναστέλλουν ή να περατώνουν τη διαδικασία, ή να εξετάζουν εάν η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεφάρμοστη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».

151. Όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση με τη γραπτή απάντησή της επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, το νόημα του εν λόγω εδαφίου της αιτιολογικής σκέψεως 12 είναι ότι, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία είναι πρόδηλο ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη ή δεν τυγχάνει εφαρμογής, οι διάδικοι πρέπει να υποχρεούνται να την τηρούν και, επομένως, να παραπέμπονται ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου το οποίο θα αποφαίνεται επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας (83), γνωρίζοντας παράλληλα ότι το κρατικό δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να ελέγξει το κύρος της εν λόγω συμφωνίας στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της διαιτητικής αποφάσεως (84).

152. Η θέση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958, κατά το οποίο «[τ]ο Δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων Κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν [διαιτησίας], θα παραπέμπη τα μέρη εις διαιτησίαν […]». Η παραπομπή αυτή είναι «υποχρεωτική και δεν δύναται να καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατικών δικαστηρίων» (85), πλην των περιπτώσεων κατά την οποία η συμφωνία διαιτησίας είναι «άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής».

 β)     Τα διαιτητικά δικαστήρια δεν δύνανται να δεσμεύονται από την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης η οποία διατυπώνεται με τον κανονισμό Βρυξέλλες I

153. Ακόμη και αν το Δικαστήριο αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τον κανονισμό Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση) ή να μην υιοθετήσει την ερμηνεία που προτείνω, φρονώ ότι η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69) δεν δύναται να τύχει εφαρμογής επί «anti-suit injunctions» που εκδίδονται από διαιτητικά δικαστήρια και των οποίων η αναγνώριση και η εκτέλεση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958. Η ανωτέρω λύση θα περιοριζόταν επομένως στην περίπτωση κατά την οποία η «anti-suit injunction» εκδίδεται από το δικαστήριο κράτους μέλους ενώ εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους.

154. Όπως επισημαίνουν η Gazprom, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Επιτροπή, το εμπλεκόμενο στην υπό κρίση υπόθεση Διαιτητικό Δικαστήριο δεν υπάγεται στον κανονισμό Βρυξέλλες I και δεν δεσμεύεται ούτε από αυτόν ούτε από την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης η οποία ισχύει μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών. Επιπροσθέτως, οι αποφάσεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου δεν αποτελούν αντικείμενο αναγνωρίσεως και εκτελέσεως συμφώνως προς τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού (86).

155. Τι άλλο θα μπορούσε άλλωστε να πράξει ένα διαιτητικό δικαστήριο στην περίπτωση κατά την οποία εκτιμά ότι η συμφωνία διαιτησίας στην οποία θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του παραβιάστηκε εκ μέρους ενός εκ των μερών αν όχι να διατάξει το συμβαλλόμενο αυτό μέρος να συμμορφωθεί προς την εν λόγω συμφωνία και να υπαγάγει στη διαιτησία όλα τα αιτήματά του που καλύπτονται από αυτήν; Η «anti-suit injunction» αποτελεί, επομένως, το μόνο αποτελεσματικό εργαλείο που έχει στη διάθεσή του ένα διαιτητικό δικαστήριο προκειμένου να δικαιώσει τον συμβαλλόμενο ο οποίος θεωρεί ότι ο αντισυμβαλλόμενός του παραβίασε τη συμφωνία διαιτησίας (87).

156. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθώς, όπως επισημαίνει το Διαιτητικό Δικαστήριο, «[το Υπουργείο Ενέργειας] δεν αμφισβητεί την εξουσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου να διατάξει μέτρο εκτελέσεως εάν εκτιμά ότι το [Υπουργείο Ενέργειας] παραβίασε τη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη [συμφωνία αγοραπωλησίας μετοχών]. Συνεπώς, το Διαιτητικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αρμόδιο να υποχρεώσει το Υπουργείο Ενέργειας να μην ασκήσει ενώπιον του [Vilniaus apygardos teismas] αγωγή η οποία θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο επί των δικαιωμάτων των μετόχων εκ της [εν λόγω συμφωνίας]» (88).

157. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά την άποψή μου, η αναγνώριση και η εκτέλεση της επίμαχης στην υπόθεση της κυρίας δίκης διαιτητικής αποφάσεως εμπίπτουν αποκλειστικώς στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

 Γ       Επί του δευτέρου ερωτήματος

158. Δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υποβάλλεται αποκλειστικώς για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, η επ’ αυτού απάντηση παρέλκει.

159. Εξάλλου, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, το εν λόγω ερώτημα αφορά κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στη διαφορά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η «anti-suit injunction» εκδίδεται επί διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους διάφορου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Το ερώτημα αυτό είναι, επομένως, υποθετικής φύσεως και, σύμφωνα με πάγια νομολογία, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο (89).

 Δ       Επί του τρίτου ερωτήματος

160. Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν ετύγχανε εν προκειμένω εφαρμογής και ότι, εν πάση περιπτώσει, η εκδοθείσα από διαιτητικό δικαστήριο «anti-suit injunction» δεν ήταν αντίθετη προς αυτόν, επιβάλλεται η παροχή απαντήσεως επί του τρίτου ερωτήματος.

161. Με το τρίτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν αυτό δύναται, προς διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της πλήρους αποτελεσματικότητας του κανονισμού Βρυξέλλες I, να αρνηθεί να αναγνωρίσει διαιτητική απόφαση, αν η απόφαση αυτή περιορίζει το δικαίωμά του να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας και επί των εξουσιών του στο πλαίσιο υποθέσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

162. Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, με το σημείο 46 των προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο επελήφθη αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Lietuvos apeliacinis teismas με την οποία το Lietuvos apeliacinis teismas είχε επικυρώσει την απόφαση του Vilniaus apygardos teismas υπέρ της διενέργειας έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, με τις εισαγωγικές παρατηρήσεις, ετέθη ως προκείμενη της παρούσας αναλύσεως η εκτίμηση ότι το Vilniaus apygardos teismas είχε ορθώς επιληφθεί της διαφοράς βάσει του κανονισμού Βρυξέλλες I (90).

163. Το νόημα του τρίτου ερωτήματος είναι, επομένως, εάν το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει την κατ’ άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 έννοια της δημοσίας τάξεως (91) κατά τρόπο αποκλείοντα την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικής αποφάσεως περιέχουσας «anti-suit injunction», στον βαθμό κατά τον οποίο η εν λόγω «anti-suit injunction» περιορίζει, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στη σελίδα 10 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το δικαίωμά του να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας.

164. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση αυτή, κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, όπως επισημαίνουν άλλωστε η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι για την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου άρνηση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως δεν ήταν αναγκαία η προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως βάσει της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

165. Όπως επισημαίνει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο στη σελίδα 9 της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, ζήτημα σχετικό με έρευνες επί των δραστηριοτήτων νομικού προσώπου δεν δύναται να υπαχθεί σε διαιτησία. Τούτο σημαίνει ότι, όπως έχει ήδη κριθεί από το Lietuvos apeliacinis teismas (92), η αναγνώριση και η εκτέλεση της επίμαχης διαιτητικής αποφάσεως θα μπορούσαν να αποκλεισθούν επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 (93).

1.      Η έννοια της δημοσίας τάξεως

166. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958, το αίτημα περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως δύναται να απορριφθεί «εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνη: […] ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν της εν λόγω χώρας».

167. Δεδομένου ότι η έννοια της δημοσίας τάξεως δεν ορίζεται από τη σύμβαση, ο ορισμός της απόκειται στα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών. Εντούτοις, όπως σημειώνει η CNUDCI στον οδηγό της για την εν λόγω σύμβαση, η έννοια της δημοσίας τάξεως ορίζεται εν γένει κατά τρόπο στενό ως «μια δικλείδα ασφαλείας η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται σε εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ήταν αδύνατο για μια έννομη τάξη να αναγνωρίσει και να εκτελέσει διαιτητική απόφαση χωρίς να απεμπολήσει τα ίδια τα θεμέλιά της» (94). Ο εν λόγω οδηγός παραπέμπει στον ορισμό της δημοσίας τάξεως από το United States Court of Appeals, Second Circuit, κατά τον οποίο «επίκληση της δημοσίας τάξεως για τον αποκλεισμό της εκτελέσεως αλλοδαπής αποφάσεως χωρεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση στη χώρα του δικαστηρίου εκτελέσεως θα καταστρατηγούσε τις πλέον στοιχειώδεις έννοιες ηθικής και δικαιοσύνης» (95).

168. Ομοίως, τα δικαστήρια των κρατών μελών ορίζουν την έννοια της δημοσίας τάξεως κατά τρόπο στενό. Επί παραδείγματι, κατά το cour d’appel de Paris, το οποίο είναι αρμόδιο για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων στη Γαλλία, «η γαλλική έννοια της διεθνούς δημοσίας τάξεως καταλαμβάνει το σύνολο των κανόνων και των αξιών των οποίων η αγνόηση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από τη γαλλική έννομη τάξη, ακόμη και επί καταστάσεων διεθνούς χαρακτήρα» (96).

169. Στο ίδιο πνεύμα, τα γερμανικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι μια διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη οσάκις «προσκρούει σε κανόνα ο οποίος επηρεάζει τον πυρήνα της γερμανικής δημόσιας και οικονομικής ζωής ή οσάκις είναι απολύτως ασυμβίβαστη με τη γερμανική αντίληψη περί δικαιοσύνης» (97).

170. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν επίσης αποφανθεί ότι η έννοια της δημοσίας τάξεως καταλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες «η εκτέλεση αποφάσεως θα έβλαπτε κατάφωρα το κοινό καλό ή, πιθανόν, […] θα ήταν απολύτως προσβλητική για τον μέσο, έμφρονα και ενημερωμένο πολίτη, μέλους του κοινωνικού συνόλου εξ ονόματος του οποίου ασκούνται οι κρατικές εξουσίες» (98).

171. Το Δικαστήριο ερμηνεύει κατά τον ίδιο τρόπο την έννοια της δημοσίας τάξεως στο πεδίο της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των αποφάσεων στο πλαίσιο του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I (99).

172. Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της δημοσίας τάξεως «πρέπει να ερμηνεύεται στενά» (100) και η προσφυγή σε αυτήν «πρέπει να [χωρεί] μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (101). Συνεπώς, μια τέτοια προσφυγή «είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, καθόσον θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή» (102). Η αντίθεση αυτή «θα έπρεπε να συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου θεωρουμένου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους στην εν λόγω έννομη τάξη» (103).

173. Μολονότι αποτελεί έργο του αιτούντος δικαστηρίου να ορίσει την κατ’ άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης έννοια της δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, ερμηνεύοντας την εν λόγω έννοια, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε να αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής δημοσίας τάξεως (104).

174. Με τις αποφάσεις του Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269) και Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675) το Δικαστήριο ανήγαγε το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (105), καθώς και την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (106), στη βαθμίδα των διατάξεων δημοσίας τάξεως, καθόσον αποτελούν «θεμελιώδ[εις] δι[ατάξεις] απαραίτητ[ες] για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατέθηκαν στην Κοινότητα και, ειδικότερα, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (107).

175. Εντούτοις, πέραν των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (108), είναι δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο δεν έχει καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων διάταξη του δικαίου της Ένωσης δύναται να θεωρηθεί «θεμελιώδης» ή «ουσιώδης» κατά την έννοια της νομολογίας του.

176. Κατά τη γενική εισαγγελέα J. Kokott, εκ της νομολογίας του Δικαστηρίου συνάγεται ότι «αντικείμενο προστασίας αποτελούν έννομα συμφέροντα ή, σε κάθε περίπτωση, συμφέροντα που κατοχυρώνονται σε κανόνα δικαίου τα οποία αφορούν την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ή πολιτιστική τάξη του οικείου κράτους μέλους» (109). Επί τη βάσει αυτή, η γενική εισαγγελέας J. Kokott διατύπωσε τη θέση ότι «αμιγώς οικονομικ[ά] συμφ[έροντα] όπως ο κίνδυνος χρηματικής ζημίας, ακόμη και εάν αυτή είναι πολύ μεγάλη», δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν συμφέροντα δημοσίας τάξεως (110).

177. Κατά την άποψή μου, βαρύτητα θα έπρεπε να δίδεται όχι κατ’ ανάγκην στην έννομη φύση των προστατευόμενων από τη δημόσια τάξη συμφερόντων, αλλά στο κατά πόσον πρόκειται για κανόνες και αξίες των οποίων η αγνόηση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη του δικαστηρίου της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, διότι μια τέτοια αγνόηση θα ήταν ανεπίτρεπτη από πλευράς ενός ελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου. Πρόκειται επομένως για ένα σύνολο «αρχών που συνιστούν τα θεμέλια της […] εννόμου τάξεως [της Ένωσης]» (111).

178. Το ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν οι διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες I, όπως αυτές ερμηνεύονται από το Δικαστήριο, και, ιδίως, η απαγόρευση των «anti-suit injunctions» αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής δημοσίας τάξεως.

179. Υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεώς μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η εν λόγω απαγόρευση εξακολουθεί να ισχύει, μετά την αναδιατύπωση του κανονισμού Βρυξέλλες I, μόνο για τις «anti-suit injunctions» τις οποίες αφορά η απόφαση Turner (EU:C:2004:228) (112), ήτοι εκείνες που εκδίδουν δικαστήρια κρατών μελών για την προστασία της ιδίας αυτών δικαιοδοσίας, οσάκις αυτά επιλαμβάνονται συμφώνως προς τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες I.

2.      Αποτελούν οι διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες I περί της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέρος της ευρωπαϊκής δημοσίας τάξεως κατά την έννοια της αποφάσεως Eco Swiss (EU:C:1999:269, σκέψεις 36 έως 39);

180. Κατά την άποψή μου, οι διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες I δεν δύναται να χαρακτηρισθούν διατάξεις δημοσίας τάξεως.

181. Κατ’ αρχάς, εκτιμώ ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I δεν συνιστά θεμέλιο της έννομης τάξεως της Ένωσης ανάλογο προς τα θεμέλια στα οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο με τη σκέψη 304 της αποφάσεώς του Kadi Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (EU:C:2008:461). Ο κανονισμός Βρυξέλλες I, οι διατάξεις του περί κατανομής των δικαιοδοσιών μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών, καθώς και οι ερμηνευτικές αρχές του, όπως η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών, έπονται ιεραρχικώς του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων η αγνόηση θα κλόνιζε τα ίδια τα θεμέλια επί των οποίων ερείδεται η έννομη τάξη της Ένωσης.

182. Δεύτερον, όπως η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν συντάσσομαι με την ερμηνεία των αποφάσεων Eco Swiss (EU:C:1999:269, σκέψη 36) και Mostaza Claro (EU:C:2006:675, σκέψη 37), κατά την οποία το γεγονός και μόνον ότι συγκεκριμένο πεδίο εμπίπτει στις αποκλειστικές ή συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης συμφώνως προς τα άρθρα 3 ΣΛΕΕ και 4 ΣΛΕΕ αρκεί για τον προβιβασμό διατάξεως του δικαίου της Ένωσης στη βαθμίδα των διατάξεων δημοσίας τάξεως. Εάν γινόταν δεκτή η ερμηνεία αυτή, το σύνολο του δικαίου της Ένωσης, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έως μια οδηγία σχετική με τον εξοπλισμό υπό πίεση, θα θεωρείτο δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

183. Τρίτον, το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες I ορίζει ρητώς ότι τα μέρη δύνανται να παρεκκλίνουν από τους κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού αυτού, επιλέγοντας τα δικαστήρια κράτους μέλους άλλου από αυτό το οποίο θα είχε δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού για την επίλυση διαφόρων που έχουν ανακύψει ή θα ανακύψουν στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης σχέσεως, εφόσον η εν λόγω ρήτρα παρεκτάσεως δικαιοδοσίας δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 13, 17 και 21 (δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων, συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές και ατομικών συμβάσεων εργασίας) και δεν προσκρούει στο άρθρο 22 (αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία (113)) του εν λόγω κανονισμού.

184. Συναφώς, γίνεται δεκτό ότι μόνο κανόνες αναγκαστικού δικαίου δύνανται να χαρακτηρισθούν ως δημοσίας τάξεως (114). Πράγματι, δυσχερώς θα μπορούσε να νοηθεί κανόνας ο οποίος άπτεται των θεμελίων έννομης τάξεως και ο οποίος στερείται αναγκαστικού χαρακτήρα. Πάντως, μια διάταξη η οποία δεν έχει αναγκαστικό χαρακτήρα δεν δύναται εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί δημοσίας τάξεως.

185. Εν προκειμένω, ακόμη και εάν η ασκηθείσα από το Υπουργείο Ενέργειας αγωγή με αίτημα τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos ενέπιπτε, όπως υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, στην κατ’ άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες I αποκλειστική δικαιοδοσία, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει (115), η αναγνώριση και η εκτέλεση της διαιτητικής αποφάσεως δεν θα συνιστούσαν πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου θεωρούμενου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη της Ένωσης.

186. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, «[ο]ι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη […]» δηλώνει σαφώς ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας δεν είναι δημοσίας τάξεως.

187. Όσον αφορά το επιχείρημα περί αντιθέσεως προς την έννομη τάξη το οποίο αντλείται από την απαγόρευση των «anti-suit injunctions», υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, με τα σημεία 90 έως 157 των προτάσεων, η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τις «anti-suit injunctions» που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών προς στήριξη διαιτησίας και κατά μείζονα λόγο τις «anti-suit injunctions» που εκδίδονται από διαιτητικά δικαστήρια.

188. Επιβάλλεται, επομένως, να δοθεί επί του τρίτου ερωτήματος η απάντηση ότι το γεγονός ότι διαιτητική απόφαση περιέχει «anti-suit injunction», όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κυρίας δίκης, δεν αρκεί για την άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεώς της επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958.

VI – Πρόταση

189. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων από το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas προδικαστικών ερωτημάτων τις ακόλουθες απαντήσεις:

1)      Κατ’ ορθή ερμηνεία του, ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν υποχρεώνει το δικαστήριο κράτους μέλους να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση «anti-suit injunction» εκδοθείσας από διαιτητικό δικαστήριο.

2)      Το γεγονός ότι διαιτητική απόφαση περιέχει «anti-suit injunction», όπως αυτή της υποθέσεως της κυρίας δίκης, δεν αρκεί για την άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεώς της επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της συμβάσεως περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία υπεγράφη στη Νέα Υόρκη τη 10η Ιουνίου 1958.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — ΕΕ L 12, σ. 1.


3 — Πλην των άρθρων 75 και 76, τα οποία εφαρμόζονται ήδη από της 10ης Ιανουαρίου 2014.


4 — ΕΕ L 351, σ. 1.


5 — Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Darmon στην υπόθεση Rich (C‑190/89, EU:C:1991:58, σημείο 3).


6 — Αντίγραφο της εν λόγω συμφωνίας στη λιθουανική γλώσσα είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Υπουργείου Ενέργειας της Λιθουανικής Δημοκρατίας, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.enmin.lt/lt/news/gazprom.pdf.


7 — «Any claim, dispute or contravention in connection with this Agreement, or its breach, validity, effect or termination, shall be finally settled by arbitration in accordance with the Rules of the Arbitration Institute of the Stockholm Chamber of Commerce. The place of arbitration shall be Stockholm, Sweden, the number of arbitrators shall be three (all to be appointed by the Arbitration Institute) and the language of arbitration shall be English».


8 — ΕΕ L 211, σ. 94.


9 — Βλ. το άρθρο του Alyx Barker με τίτλο «Gazprom v Lithuania: cast list out», που δημοσιεύθηκε την 31η Ιουλίου 2012 στον ιστότοπο της Global Arbitration Review (http://globalarbitrationreview.com/news/article/30730/gazprom-v-lithuania-cast-list-out/), καθώς και την ανακοίνωση με τίτλο «OAO Gazprom c. La République de Lituanie», που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Μονίμου Διαιτητικού Δικαστηρίου (http://www.pca-cpa.org/showpage.asp?pag_id=1471).


10 — Η τελική απόφαση, της 31ης Ιουλίου 2012, στην υπόθεση V (125/2011) είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο της Global Arbitration Review (http://www.globalarbitrationreview.com/cdn/files/gar/articles/Gazprom_v_Lithuania_Final_Award.pdf).


11 — Βλ. άρθρο της Kyriaki Karadelis με τίτλο «Lithuania gas price arbitration take off», που δημοσιεύθηκε την 5η Οκτωβρίου 2012 στον ιστότοπο της Global Arbitration Review (http://globalarbitrationreview.com/news/article/30876/lithuania-gas-price-arbitration-takes-off/).


12 — Βλ. υπ’ αριθ. 2S‑3/2014 απόφαση της 10ης Ιουνίου 2014 (η οποία είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://kt.gov.lt/index.php?show=nut_view&nut_id=1541).


13 — Βλ. Sytas, A., «Gazprom sells Lithuania assets after antitrust fine», δημοσιευθέν τη 12η Ιουνίου 2014 στον ιστότοπο του Πρακτορείου Reuters, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://uk.reuters.com/article/2014/06/12/uk-lithuania-gazprom-idUKKBN0EN1IF20140612


14 — Βλ. σημεία 31 και 32 των παρουσών προτάσεων.


15 — «[Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους] μπορεί επίσης να εναχθεί: 1) αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους […]».


16 — «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».


17 — Βλ. απόφαση Owusu (C‑281/02, EU:C:2005:120, σκέψεις 24 έως 26 και 35).


18 — Απόφαση Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 27). Συναφώς, βλ. επίσης αποφάσεις Régie Networks (C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 46)· Budĕjovický Budvar (C‑478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 63)· Zanotti (C‑56/09, EU:C:2010:288, σκέψη 15) και Radu (C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψη 22).


19 — «Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’ απορριφθή, εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνη: α) ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας, το αντικείμενον της διαφοράς δεν είναι επιδεκτόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας […]».


20 — Βλ. σημεία 41 και 42 των παρουσών προτάσεων.


21 — Ένα πρόσωπο δύναται να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων λόγω της παρουσίας του στην επικράτεια της Αγγλίας και της Ουαλίας ή λόγω του γεγονότος ότι έχει συνομολογήσει σε ρήτρα παρεκτάσεως δικαιοδοσίας υπέρ των αγγλικών δικαστηρίων.


22 — Βλ. Raphael, T., The Anti-Suit Injunction, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2008, παράγραφος 1.05.


23 — Βλ. Turner v Grovit and ors [2001] UKHL 65, παράγραφος 23· Société Nationale Industrielle Aerospatiale v Lee Kui Jak & anor [1987] 1 AC 871 (PC), παράγραφος 892.


24 — Βλ. Briggs, A. & Rees, P., Civil Juri[s]diction and Judgments, 5η έκδοση, Informa, Λονδίνο, 2009, παράγραφος 5.55.


25 — Όπ.π.


26 — Ένα διαιτητικό δικαστήριο δύναται να τιμωρήσει το μέρος που δεν συμμορφώθηκε προς την «anti-suit injunction», συνεκτιμώντας την εν λόγω συμπεριφορά κατά τον υπολογισμό των εξόδων διαιτησίας, όχι όμως σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας η διαιτησία είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο την «anti-suit injunction». Η αποστολή του διαιτητικού δικαστηρίου περαιώθηκε με τη δημοσίευση της διαιτητικής αποφάσεως (functus officio) και, συνεπώς, αυτό δεν δύναται πλέον να επιβάλει κυρώσεις σε μέρος για παράβαση της «anti-suit injunction».


27 — Βλ. σελίδα 6 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


28 — Η υπογράμμιση δική μου.


29 — Βλ., συναφώς, απόφαση Ascendi (C‑377/13, EU:C:2014:1754, σκέψη 29).


30 — Βλ., συναφώς, το τελευταίο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12 του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), κατά το οποίο «[ο] παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε […] αναγνώρισ[η] ή εκτέλεσ[η] διαιτητικής απόφασης». Αυτή ήταν εξάλλου η θέση που διατύπωσε ο P. Jenard με την έκθεσή του επί της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).


31 — Η εν λόγω υπόθεση, η οποία ήταν απολύτως ξένη προς τη διαιτησία, αφορούσε «anti-suit injunction» εκδοθείσα από αγγλικά δικαστήρια για διαδικασία κινηθείσα στην Ισπανία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιες «anti-suit injunctions» ήταν ασύμβατες με τον κανονισμό Βρυξέλλες I.


32 — Απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69, σκέψη 23).


33 — Όπ.π. (σκέψη 24). Η υπογράμμιση δική μου.


34 — Όπ.π. (σκέψη 26).


35 — Όπ.π. (σκέψεις 26 και 27).


36 — Όπ.π. (σκέψη 30).


37 — Όπ.π. (σκέψη 31).


38 — Όπ.π. (σκέψη 23).


39 — Βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.


40 — Πρόκειται για την αγωγή που άσκησε την 25η Μαρτίου 2011 το Υπουργείο Ενέργειας ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas κατά της Lietuvos dujos, του γενικού διευθυντή της V. Valentukevičius και δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου της, των V. Golubev και K. Seleznev, με αίτημα τη διενέργεια έρευνας επί των δραστηριοτήτων της Lietuvos dujos (άρθρα 2.124 επ. του λιθουανικού αστικού κώδικα). Το συγκεκριμένο δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω υπόθεση δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία. Βλ. ανωτέρω, σημεία 31, 32 και 38 των προτάσεων.


41 — Βλ. σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.


42 — Συναφώς, δεν συμμερίζομαι την άποψη που η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι ότι το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί της «anti-suit injunction» που αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69), διότι η συγκεκριμένη διαταγή, μετά την αναγνώρισή της στην Ιταλία, θα εμπόδιζε το ιταλικό δικαστήριο να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας που απορρέει από τον κανονισμό Βρυξέλλες I. Η «anti-suit injunction» και οι συνέπειες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, της μη συμμορφώσεως προς αυτήν αποτελούσαν στοιχεία αρκούντως σοβαρά για να αποτρέψουν τις Allianz και Generali από τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν αναγκαία η εκ μέρους της West Tankers επιδίωξη της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της «anti-suit injunction» στην Ιταλία. Όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις σκέψεις 29 έως 31 της εν λόγω αποφάσεως, τα αποτρεπτικά αποτελέσματα που η «anti-suit injunction» παρήγε στο Ηνωμένο Βασίλειο αρκούσαν για να υποχρεώσουν τις Allianz και Generali να αποσύρουν την ασκηθείσα ενώπιον του Tribunale di Siracusa αγωγή τους. Αυτός ο αντίκτυπος που η «anti-suit injunction» ηδύνατο να έχει επί της εξουσίας του ιταλικού δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας και επί της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I οδήγησε το Δικαστήριο στην απόφανση ότι η «anti-suit injunction» ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.


43 — Βλ. Hess, B., Pfeiffer, T., και Schlosser, P., «Report on the Application of Regulation Brussels I in the Member States», διαθέσιμη στο διαδίκτυο, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/civiljustice/news/docs/study_application_brussels_1_en.pdf


44 — Βλ., μεταξύ άλλων, Briggs, A., Civil Jurisdiction and Judgments, 5η έκδοση, Informa, Λονδίνο, 2009, παράγραφος 2.40· Peel, E., «Arbitration and Anti-Suit Injunctions in the European Union», 2009, τόμος 125, Law Quarterly Review, σ. 365· Dal, G. A., «L’arrêt ‘West Tankers’ et l’effet négatif du principe de compétence-compétence», 2010, Revue pratique des sociétés, σ. 22· Kessedjian, C., «Arbitrage et droit européen: une désunion irrémédiable?», 2009, Recueil Dalloz, σ. 981· Muir Watt, H., «Cour de justice des Communautés européennes (grande chambre) — 10 février 2009 — Aff. C‑185/07», 2009, τόμος 98, Revue critique de droit international privé, σ. 373· Audit, B., «Arrêt Allianz et Generali Assicurazioni Generali, EU:C:2009:69», 2009, Journal du Droit International, σ. 1283· Bollée, S., «Allianz SpA et autre c/ West Tankers Inc», 2009, Revue de l’arbitrage, σ. 413.


45 — Απόφαση Hoffmann (EU:C:1988:61, σκέψη 17).


46 — Βλ. Briggs, A. και Rees, P., Civil Juridiction and Judgments, 5η έκδοση, Informa, Λονδίνο, 2009, παράγραφος 2.40.


47 — Απόφαση Rich (EU:C:1991:319, σκέψη 18).


48 — Όπ.π. (σκέψη 19).


49 — Όπ.π. (σκέψη 26). Η υπογράμμιση δική μου.


50 — Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε διαδικασία διαιτησίας κινηθείσα από ολλανδική εταιρεία κατά γερμανικής εταιρείας λόγω της μη εξοφλήσεως, εκ μέρους της τελευταίας, ορισμένων τιμολογίων. Η ολλανδική εταιρεία κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων με την αιτιολογία ότι η γερμανική εταιρεία δεν επεδείκνυε την επιμέλεια που απαιτείτο για τον διορισμό διαιτητών και ότι η μη εξόφληση των τιμολογίων τής προκαλούσε ταμειακές δυσχέρειες. Η ολλανδική εταιρεία ζήτησε να υποχρεωθεί η γερμανική εταιρεία να της καταβάλει το ποσό που αντιστοιχούσε σε τέσσερις απαιτήσεις εκ της συμβάσεως. Το ζήτημα που ανέκυπτε, επομένως, ήταν αν μια τέτοια διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής που είχε διατυπωθεί με τη σκέψη 26 της αποφάσεως Rich (EU:C:1991:319), το Δικαστήριο εξέτασε το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου ασφαλιστικών μέτρων και έκρινε ότι «τα ασφαλιστικά μέτρα δεν σκοπούν, κατ’ αρχήν, να προκαλέσουν την έναρξη διαιτητικής διαδικασίας, αλλά λαμβάνονται παράλληλα με μια τέτοια διαδικασία και σκοπούν στην ενίσχυσή της» (σκέψη 33).


51 — Βλ. Πράσινη Βίβλο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (EΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [COM(2009) 175 τελικό].


52 — Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, τις αντιδράσεις της Association for International Arbitration, της Allen and Overy LLP, των Δικηγορικών Συλλόγων της Γαλλίας, του Centre belge d’arbitrage et de médiation, του Camera arbitrale di Milano, του Chambre de commerce et d’industrie de Paris, της Clifford Chance LLP, της Comité français de l’arbitrage, της Comité national français de la Chambre de commerce Internationale, του Deutscher Industrie- und Handelskammertag, της Arbitration Committee, της International Bar Association, του καθηγητή E. Gaillard, της Paris, The Home of International Arbitration και της Lovells LLP, του Club Español del Arbitraje και της Sección Española της International Law Association (στον ιστότοπο της Επιτροπής στην ακόλουθη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/justice/newsroom/civil/opinion/090630_en.htm).


53 — Impact Assessment, Accompanying document to the Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in civil and commercial matters (Recast), SEC(2010) 1547 τελικό (έγγραφο διαθέσιμο αποκλειστικώς στην αγγλική γλώσσα). Η σύνοψη της μελέτης επιπτώσεων είναι διαθέσιμη στη γαλλική γλώσσα: SEC(2010) 1548 τελικό.


54 — Όπ.π. (σ. 35).


55 — Όπ.π. (σ. 36 και 37).


56 — Όπ.π. (σ. 37 και 38).


57 — Όπ.π. (σ. 36 και 37).


58 — Όπ.π. (σ. 37).


59 — Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) [COM(2010) 748 τελικό].


60 — Το άρθρο 29, παράγραφος 4, της προτάσεως αναδιατυπώσεως όριζε ότι, «[ό]ταν η συμφωνημένη ή καθορισμένη έδρα διαιτητικού οργάνου βρίσκεται σε κράτος μέλος, τα δικαστήρια ενός άλλου κράτους μέλους των οποίων η δικαιοδοσία αμφισβητείται βάσει συμφωνίας περί διαιτησίας αναστέλλουν τη διαδικασία αφ’ ης στιγμής η υπόθεση υποβληθεί είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η έδρα του διαιτητικού οργάνου είτε στο ίδιο το διαιτητικό όργανο, προκειμένου να κριθεί, ως κύριο ή ως παρεμπίπτον ζήτημα, η εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας ή τα αποτελέσματά της. […] Εφόσον έχουν αποδειχθεί η ύπαρξη, η εγκυρότητα ή τα αποτελέσματα της συμφωνίας περί διαιτησίας, το επιληφθέν δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο.». Το άρθρο 33, παράγραφος 3, της εν λόγω προτάσεως όριζε ότι «[…] ένα διαιτητικό όργανο έχει επιληφθεί της εκάστοτε υπόθεσης όταν ένας εκ των διαδίκων έχει διορίσει διαιτητή ή έχει ζητήσει τη συνδρομή θεσμικού οργάνου, αρχής ή δικαστηρίου για τη συγκρότηση του διαιτητικού οργάνου».


61 — Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [P7_TA(2010)0304, σημεία 9 και 10]. Η υπογράμμιση δική μου.


62 — Έγγραφα 10609/12 JUSTCIV 209 CODEC 1495 και 10609/12 JUSTCIV 209 CODEC 1495 ADD 1.


63 — Βλ. άρθρα 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, και 29, παράγραφος 4.


64 — Βλ. άρθρο 84, παράγραφος 2.


65 — Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2012, σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) [P7_TA(2012)0412].


66 — Άρθρο 73, παράγραφος 2.


67 — Βλ. σημείο 117 των παρουσών προτάσεων.


68 — Η υπογράμμιση δική μου.


69 — Τούτο επιβεβαιώνεται από το τρίτο εδάφιο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως 12, κατά το οποίο, «το γεγονός ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους […] απεφάνθη ότι μια συμφωνία περί διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν εμποδίζει να αναγνωριστεί η απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως ή, κατά περίπτωση, να εκτελεσθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό». A contrario, η απόφαση επί της αρμοδιότητας (και η συμφωνία διαιτησίας) δεν υπάγονται στους περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως κανόνες του εν λόγω κανονισμού.


70 — Βλ.σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.


71 —      Η υπογράμμιση δική μου.


72 — Βλ., συναφώς, Nuyts, A., «La refonte du règlement Bruxelles I», 2013, τόμος 102, Revue critique du droit international privé, σ. 1, 15: («[…] [από το δεύτερο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12] συνάγεται ότι η ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας η οποία βασίζεται σε ρήτρα διαιτησίας εκφεύγει, αυτή καθ’ εαυτήν, του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, πρέπει να εγκαταλειφθεί η ερμηνεία που έγινε δεκτή με την απόφαση West Tankers […] Η νομολογιακή αυτή μεταστροφή, σε σχέση με την απόφαση West Tankers, πρέπει να χαιρετισθεί […]»).


73 — Βλ. ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, [P7_TA(2010)0304, αιτιολογική σκέψη Ι.Γ.], κατά την οποία «οι διάφοροι εθνικοί διαδικαστικοί μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν για την προστασία της διαιτησίας (π.χ. απαγόρευση διεξαγωγής της δίκης εφόσον αυτή συνάδει με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα θεμελιώδη δικαιώματα, διαπίστωση της ισχύος μιας ρήτρας διαιτησίας, χορήγηση αποζημίωσης για την παραβίαση μιας ρήτρας διαιτησίας, […] επιπτώσεις της αρχής “της αρμοδιότητας της αρμοδιότητας” κλπ.) πρέπει να συνεχίσουν να υφίστανται και οι συνέπειες των διαδικασιών αυτών καθώς και οι επακόλουθες δικαστικές αποφάσεις στα άλλα κράτη μέλη πρέπει να επαφίενται στη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών, πράγμα που ίσχυε πριν από την απόφαση στην υπόθεση West Tankers».


74 — Η υπογράμμιση δική μου. Συναφώς, η λύση που προκρίνεται με την αιτιολογική σκέψη 12 διαφέρει εκείνης που δόθηκε με την απόφαση Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ. (C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψη 41), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη, δεσμεύει τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τόσο όσον αφορά την απόφαση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στο διατακτικό της αποφάσεώς του, όσο και όσον αφορά τη διαπίστωση ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας, την οποία εμπεριέχει το σκεπτικό της, το οποίο και συνιστά το αναγκαίο υπόβαθρο του συγκεκριμένου διατακτικού». Ειδικότερα, η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε συμφωνία διαιτησίας, αλλά ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία, εν αντιθέσει προς τις συμφωνίες διαιτησίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I (βλ. άρθρο 23) και της συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπογραφείσας την 30ή Οκτωβρίου 2007 και εγκριθείσας εξ ονόματος της Ένωσης με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ L 147, σ. 1), η οποία ετύγχανε εφαρμογής επί της εν λόγω υποθέσεως (άρθρο 23). Αντιθέτως, κατά το δεύτερο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψεως 12 του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους κηρύσσουσα συμφωνία διαιτησίας άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη η οποία άγεται προς αναγνώριση και εκτέλεση ενώπιον δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους δεν δύναται ούτε να αναγνωρισθεί ούτε να εκτελεσθεί επί τη βάσει του κανονισμού Βρυξέλλες I. Βλ., συναφώς, απόφαση του cour d’appel de Paris της 15ης Ιουνίου 2006, Legal Department του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας του Ιράκ κατά Sociétés Fincantieri Cantieri Navali Italiani, η οποία είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο της Legifrance, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.legifrance.gouv.fr/affichJuriJudi.do?oldAction=rechJuriJudi&idTexte=JURITEXT000006951261&fastReqId=65424442&fastPos=9


75 — Τούτο σημαίνει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους κηρύσσουσα συμφωνία διαιτησίας άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη και, εν συνεχεία, τέμνουσα τη διαφορά επί της ουσίας άγεται προς αναγνώριση και εκτέλεση ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, αυτή θα πρέπει να αναγνωρισθεί και να εκτελεσθεί συμφώνως προς τον κανονισμό Βρυξέλλες I. Εντούτοις, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, η διαιτητική διαδικασία διεξάγεται ταχύτερα της διαδικασίας ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων, είναι πιθανόν το δικαστήριο αναγνωρίσεως και εκτελέσεως να έχει ήδη αναγνωρίσει και εκτελέσει διαιτητική απόφαση αφορώσα την ουσία της αυτής διαφοράς. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δεν θα είναι πλέον υποχρεωμένο να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση του κρατικού δικαστηρίου, διότι η διαιτητική απόφαση θα έχει αποκτήσει ήδη ισχύ δεδικασμένου [βλ. άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού Βρυξέλλες I (αναδιατύπωση), κατά το οποίο: «[…] η αναγνώριση μιας απόφασης απορρίπτεται: […] γ) εάν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης· […]»].


76 — Η υπογράμμιση δική μου.


77 — Η υπογράμμιση δική μου.


78 — Απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69, σκέψη 29).


79 — Απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69, σκέψη 31).


80 — Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο, βασιζόμενο στην «αμοιβαί[α] εμπιστοσύν[η] των συμβαλλομένων κρατών στα νομικά τους συστήματα», επί της οποίας ερείδεται η Σύμβαση των Βρυξελλών, καθώς και στην «ασφάλει[α] δικαίου» (σκέψη 72), δεν δέχθηκε ότι η «υπερβολικά μεγάλη» διάρκεια (σκέψη 73) των ένδικων διαδικασιών στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα του το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο δύναται να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως και απέρριψε το επιχείρημα περί «αναβλητικ[ής] συμπεριφορ[άς] των διαδίκων οι οποίοι επιθυμούν να καθυστερήσουν την επί της ουσίας επίλυση της διαφοράς, ασκώντας αγωγή ενώπιον δικαστηρίου του οποίου γνωρίζουν την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, λόγω υπάρξεως ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας» (σκέψη 53). Για κριτικό σχολιασμό της εν λόγω αποφάσεως και για τον κίνδυνο «forum shopping», εκ μέρους κακόπιστων διαδίκων, ενώπιον δικαστηρίων που στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας βλ. Franzosi, M., «Worldwide patent litigation and the Italian torpedo», European Intellectual Property Review, 1997, τόμος 7, σ. 382, 385· Véron, P., «ECJ Restores Torpedo Power», International Review of Intellectual Property and Competition Law, 2004, τόμος 35, σ. 638, 638 και 639· Muir Watt, H., «Erich Gasser GmbH c. MISAT Srl», Revue critique de droit international privé, 2004, τόμος 93, σ. 444, 463.


81 — Για κριτικό σχολιασμό της εν λόγω αποφάσεως, η οποία τονίζει τις ευκαιρίες που προσφέρει η Σύμβαση των Βρυξελλών (ή ο κανονισμός Βρυξέλλες I που τη διαδέχθηκε) στα κακόπιστα μέρη για παρακώλυση της ταχείας και δίκαιης διευθετήσεως των διαφορών, βλ. Lord Mance, «Exclusive Jurisdiction Agreements and European Ideals», Law Quartely Review, 2004, τόμος 120, σ. 357· Fentiman, R., «Access to Justice and Parallel Proceedings in Europe», Cambridge Law Journal, 2004, τόμος 63, σ. 312· Romano, G. P., «Le principe de sécurité juridique à l’épreuve des arrêts Gasser et Owusu», Cahiers de droit européen, 2008, σ. 175, 209 και 210.


82 — «Ωστόσο, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των αποκλειστικών συμφωνιών παρέκτασης και να αποφεύγονται οι καταχρηστικές πρακτικές προσφυγής στη δικαιοσύνη, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί εκκρεμοδικίας προκειμένου να αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά μια συγκεκριμένη περίπτωση παράλληλης εκδίκασης υπόθεσης. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο που δεν έχει οριστεί σε αποκλειστική συμφωνία παρέκτασης επιλαμβάνεται διαδικασίας και το ορισθέν δικαστήριο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα διαδικασίας για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία και μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία του μόλις επιληφθεί το ορισθέν δικαστήριο και έως ότου το δεύτερο αυτό δικαστήριο κηρύξει εαυτό αναρμόδιο βάσει της αποκλειστικής συμφωνίας παρέκτασης. Αυτό έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα δίδεται προτεραιότητα στο ορισθέν δικαστήριο ώστε να αποφασίσει επί της εγκυρότητας της συμφωνίας και σχετικά με τον βαθμό εφαρμογής της συμφωνίας στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του. Το ορισθέν δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να συνεχίσει τις εργασίες του ανεξαρτήτως του εάν το μη ορισθέν δικαστήριο απεφάσισε ήδη να αναστείλει τη διαδικασία του.» Η υπογράμμιση δική μου.


83 — Συναφώς, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση της ρυθμίσεως που ισχύει στη Γαλλία, εκ των πρωτοπόρων στη διαιτησία, κατά την οποία, οσάκις διαφορά που άπτεται συμφωνίας διαιτησίας άγεται ενώπιον γαλλικού δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο, εκτός εάν το διαιτητικό δικαστήριο δεν έχει ακόμη επιληφθεί και η συμφωνία διαιτησίας είναι προδήλως άκυρη ή προδήλως ανεπίδεκτη εφαρμογής (άρθρα 1448 και 1506-A του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Βλ., συναφώς, Gaillard, E., και de Lapasse, P., «Le nouveau droit français de l’arbitrage interne et international», Recueil Dalloz, 2011, τόμος 3, σ. 175 έως 192.


84 — Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και γ΄, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης.


85 — Οδηγός της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (Commission des Nations Unies pour le droit commercial international, στο εξής: CNUDCI) για τη σύμβαση περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958): απόσπασμα, οδηγός για το άρθρο 2, παράγραφος 61 (UNGA A/CN.9/814/Add.2), διαθέσιμος στον ιστότοπο του οδηγού στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.newyorkconvention1958.org/pdf/II-English-140211.pdf. Κύριο νομικό όργανο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών στο πεδίο του διεθνούς εμπορικού δικαίου, η CNUDCI επεξεργάζεται σύγχρονους, δίκαιους και εναρμονισμένους κανόνες για τις εμπορικές συναλλαγές, μεταξύ των οποίων η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958.


86 — Ούτε άλλωστε οι αποφάσεις των δικαστηρίων των κρατών μελών που κηρύσσουν εκτελεστή διαιτητική απόφαση, διότι δεν αποτελούν αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 32 του κανονισμού Βρυξέλλες I. Είναι αληθές ότι, με την απόφασή του Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ. (EU:C:2012:719, σκέψεις 23 και 24), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η έννοια της “αποφάσεως” καταλαμβάνει “κάθε” απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, χωρίς καμία διάκριση λόγω του περιεχομένου της». Εντούτοις, όπως επισήμαναν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν δύναται να υφίσταται κήρυξη εκτελεστότητας επί κηρύξεως εκτελεστότητας. Δεδομένου ότι ο έλεγχος μιας αποφάσεως εκ μέρους του δικαστή που κηρύσσει την εκτελεστότητα είναι πιο περιορισμένος υπό το καθεστώς του κανονισμού Βρυξέλλες I εν συγκρίσει προς τον προβλεπόμενο από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, ενδεχόμενη αποδοχή, προκειμένου για τις αποφάσεις περί κηρύξεως εκτελεστότητας διαιτητικής αποφάσεως, της δυνατότητας να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται συμφώνως προς τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού θα στερούσε στην πραγματικότητα από τα δικαστήρια των κρατών μελών το δικαίωμα που τους απονέμει η εν λόγω σύμβαση να ελέγχουν τα ίδια τη διαιτητική απόφαση βάσει των κριτηρίων του άρθρου 5 της εν λόγω συμβάσεως.


87 — Εκτιμώ ότι θα ήταν συμβατή με τον κανονισμό Βρυξέλλες I η αναγνώριση σε διαιτητικό ή κρατικό δικαστήριο της δυνατότητας να υποχρεώνει, κατόπιν αιτήματος εκ μέρους του ζημιωθέντος μέρους και καθόσον το εφαρμοστέο στη συμφωνία διαιτησίας δίκαιο το επιτρέπει, τον διάδικο που κίνησε διαδικασία ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων κατά παραβίαση της εν λόγω συμφωνίας να καταβάλει αποζημίωση έως του ύψους των ποσών τα οποία τα κρατικά δικαστήρια θα είχαν ενδεχομένως υποχρεώσει τον ζημιωθέντα να καταβάλει. Τούτο συμβαίνει, επί παραδείγματι, στον αγγλικό δίκαιο: Mantovani v Carapelli SpA [1980] 1 Lloyd’s Rep 375 (CA). Mutatis mutandis, για την παραβίαση ρήτρας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας: Union Discount Co v Zwoller [2001] EWCA Civ 1755, [2002] 1 WLR 1517· Donohue v Armco Inc [2001] UKHL 64, [2002] 1 Lloyd’s Rep 425. Βλ., συναφώς, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [P7_TA(2010)0304, αιτιολογική σκέψη Ι.Γ.].


88 — Διαιτητική απόφαση, σημείο 266: «The Tribunal notes that Respondent does not challenge the Tribunal’s power to order specific performance if it finds that Respondent has breached the arbitration clause in the [Shareholders Agreement]. As a consequence, the Tribunal finds that it has jurisdiction to order the Ministry not to bring a request before the Lithuanian Court that could affect the rights of the shareholders under the [Shareholders Agreement]».


89 — Βλ. αποφάσεις PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 39)· Owusu (EU:C:2005:120, σκέψη 50)· Régie Networks (C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 46)· Melki Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 27)· Unió de Pagesos de Catalunya (C‑197/10, EU:C:2011:590, σκέψη 17), καθώς και Radu (C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψη 22).


90 — Βλ.σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.


91 — «Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’ απορριφθή, εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνη: […] β) ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν της εν λόγω χώρας».


92 — Βλ. σημεία 41 έως 43 των παρουσών προτάσεων.


93 — «Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’ απορριφθή, εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνη: α) ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας, το αντικείμενον της διαφοράς δεν είναι επιδεκτόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας […]». Βλ.σημεία 59 έως 61 των παρουσών προτάσεων.


94 — Μετάφραση (δική μου) από το πρωτότυπο, συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα, κείμενο του οδηγού της CNUDCI για τη σύμβαση περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958): απόσπασμα, οδηγός για το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σημείο 4: («a safety valve to be used in those exceptional circumstances when it would be impossible for a legal system to recognize an award and enforce it without abandoning the very fundaments on which it is based»), το οποίο είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του oδηγού στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.newyorkconvention1958.org/index.php?lvl=cmspage&pageid=11&provision=304


95 — Μετάφραση (δική μου) από το πρωτότυπο, συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα, κείμενο της αποφάσεως Parsons & Whittemore Overseas v Société Générale de l’Industrie du Papier (RAKTA) 508 F.2d 969, 974 (1974): («Enforcement of foreign arbitral awards may be denied on [the basis of public policy] only where enforcement would violate the forum state’s most basic notions of morality and justice»). Ο συγκεκριμένος ορισμός της δημοσίας τάξεως υιοθετήθηκε από τα δικαστήρια διαφόρων συμβαλλομένων κρατών: βλ. BCB Holdings Limited and The Belize Bank Limited v The Attorney General of Belize [2013] CCJ 5 (AJ) (Caribbean Court of Justice, Appellate Jurisdiction)· Traxys Europe SA v Balaji Coke Industry Pvt Ltd [2012] FCA 276 (Federal Court, Australia)· Hebei Import & Export Corp v Polytek Engineering Co Ltd [1999] 2 HKC 205 (Court of Final Appeal, Hong Kong)· Renusagar Power Co Ltd v General Electric Company & anor 1994 AIR 860 (Supreme Court of India)· Brostrom Tankers AB v Factorias Vulcano SA, (2005) XXX Ybk Com Arb 591 (High Court of Dublin, Ireland).


96 — Απόφαση του Cour d’appel de Paris της 16ης Οκτωβρίου 1997, Agence pour la sécurité de la navigation aérienne en Afrique et à Madagascar c. M. N’DOYE Issakha.


97 — Μετάφραση (δική μου) από το πρωτότυπο, συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα, κείμενο του οδηγού της CNUDCI για τη σύμβαση περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Νέας Υόρκη, 1958): απόσπασμα, οδηγός για το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σημείο 9: («an award contravenes public policy when it violates a norm which affects the basis of German public and economic life or irreconcilably contradicts the German perception of justice»), το οποίο είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του οδηγού (στη διεύθυνση http://www.newyorkconvention1958.org/index.php?lvl=cmspage&pageid=11&provision=304), και στο οποίο παρατίθενται οι αποφάσεις Oberlandesgericht München, 34 Sch 019/05, της 28ης Νοεμβρίου· Oberlandesgericht Düsseldorf, VI Sch (Kart) 1/02, της 21ης Ιουλίου 2004· Hanseatisches Oberlandesgericht Bremen, (2) Sch 04/99, της 30ής Σεπτεμβρίου 1999, και Bundesgerichtshof, III ZR 269/88, της 18ης Ιανουαρίου 1990.


98 — Μετάφραση (δική μου) από το πρωτότυπο, συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα, κείμενο της αποφάσεως Deutsche Schachtbau-und Tiefbohrgesellschaft mbH v Shell International Petroleum Co Ltd [1990] 1 AC 295 (Court of Appeal): («the enforcement of the award would be clearly injurious to the public good or, possibly, enforcement would be wholly offensive to the ordinary reasonable and fully informed member of the public on whose behalf the powers of the state are exercised»).


99 — «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: […] αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως».


100 — Απόφαση Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 21). Συναφώς, βλ. επίσης απόφαση Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 20).


101 — Απόφαση Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 21). Συναφώς, βλ. επίσης αποφάσεις Hoffmann (EU:C:1988:61, σκέψη 21), καθώς και Hendrikman και Feyen (C‑78/95, EU:C:1996:380, σκέψη 23).


102 — Απόφαση Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 37). Συναφώς, βλ. επίσης αποφάσεις Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 30)· Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 59) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 51).


103 — Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 37). Συναφώς, βλ. επίσης αποφάσεις Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 30)· Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 59) και Trade Agency (EU:C:2012:531, σκέψη 51).


104 — Βλ. αποφάσεις Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269) και Mostaza Claro (EU:C:2006:675).


105 — Επισημαίνω, συναφώς, ότι, κατά την άποψή μου, η απόφαση Eco Swiss (EU:C:1999:269) δεν θα μπορούσε ευχερώς να θεωρηθεί συμβατή με την απόφαση Renault (EU:C:2000:225). Υπενθυμίζεται ότι το στοιχείο λόγω του οποίου το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Renault (EU:C:2000:225), διηρωτάτο περί της αντιθέσεως ή μη της αλλοδαπής αποφάσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους του ήταν η πλάνη στην οποία είχε ενδεχομένως υποπέσει το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως κατά την εφαρμογή ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Παρά την ομοιότητα της προβληματικής της εν λόγω υποθέσεως με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Eco Swiss (EU:C:1999:269), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «[τ]ο δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους για τον μόνο λόγο ότι θεωρεί ότι, με την απόφαση αυτή, εφαρμόστηκε εσφαλμένα το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, διότι διαφορετικά θα διακυβεύονταν ο σκοπός [του κανονισμού Βρυξέλλες I]» (απόφαση Renault, EU:C:2000:225, σκέψη 34· βλ. επίσης απόφαση Αποστολίδης, EU:C:2009:271, σκέψη 60). Δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο για τον οποίο, ενώ ο δικαστής κράτους μέλους υποχρεούται να ακυρώσει διαιτητική απόφαση οσάκις αυτή είναι ασύμβατη με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, υποχρεούται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους η οποία είναι επίσης ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού.


106 — ΕΕ L 95, σ. 29.


107 — Απόφαση Eco Swiss (EU:C:1999:269, σκέψη 36). Συναφώς, βλ., επίσης, απόφαση Mostaza Claro (EU:C:2006:675, σκέψη 37).


108 — Βλ. αποφάσεις Krombach (EU:C:2000:164, σκέψεις 25, 26, 38 και 39) και Trade Agency (EU:C:2012:531, σκέψη 52).


109 — Προτάσεις της γενικής εισαγγελέως J. Kokott στην υπόθεση flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2046, σημείο 84).


110 — Όπ.π. (σημείο 85). Βλ., συναφώς, απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 56).


111 — Απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/15 P και C‑415/15 P, EU:C:2008:461, σκέψη 304).


112 — Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε τη διαιτησία.


113 — Πρόκειται για κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων (παράγραφος 1), κύρους, ακυρότητας ή λύσεως εταιρειών ή νομικών προσώπων που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος ή κύρους αποφάσεων των οργάνων τους (παράγραφος 2), κύρους των καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία (παράγραφος 3), καταχωρίσεως ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και προτύπων και άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση (παράγραφος 4) και αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεων (παράγραφος 5).


114 — Βλ. οδηγό της CNUDCI για τη σύμβαση περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Νέα Υόρκη, 1958): απόσπασμα, οδηγός για το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σημεία 17 και 18, διαθέσιμο στον ιστότοπο του οδηγού στην ακόλουθη διεύθυνση: (http://www.newyorkconvention1958.org/index.php?lvl=cmspage&pageid=11&provision=304). Συναφώς, βλ. επίσης Hanotiau, B., και Caprasse, O., «Public Policy in International Commercial Arbitration» στο Gaillard, E., και Di Pietro, D., (επιμ.), Enforcement of Arbitration Agreements and International Arbitral Awards: The New York Convention in Practice, Cameron May, Λονδίνο, 2008, σ. 787, 791 έως 794.


115 — Τα υποβληθέντα από το Υπουργείο Ενέργειας αιτήματα (ιδίως το αίτημα να υποχρεωθεί η Lietuvos dujos να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Gazprom για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης τιμής αγοράς φυσικού αερίου) δεν αφορούν το κύρος, την ακυρότητα ή τη λύση της Lietuvos dujos ούτε το κύρος αποφάσεων οργάνων της.