Language of document : ECLI:EU:C:2014:2133

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 79/7/ΕΟΚ — Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως — Ασφάλιση ατυχήματος μισθωτού — Ύψος κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για μόνιμη βλάβη — Αναλογιστικός υπολογισμός βασιζόμενος στο μέσο προσδόκιμο ζωής αναλόγως του φύλου του δικαιούχου της ως άνω αποζημιώσεως — Κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑318/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία), με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο

X,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Απριλίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο X, εκπροσωπούμενος από τον K. Kuusi, asianajaja,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E.‑M. Mαμούνα και Μ. Τασσοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και I. Koskinen,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του X και του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Υγείας (στο εξής: υπουργείο) σχετικά με τη χορήγηση κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω εργατικού ατυχήματος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 79/7, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, εφαρμόζεται στα νομικά συστήματα τα οποία εξασφαλίζουν προστασία, μεταξύ άλλων, κατά του εργατικού ατυχήματος.

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

–        το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

–        την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

–        τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

5        Η ασφάλιση ατυχήματος είναι καθήκον της δημόσιας διοικήσεως του οποίου η εκτέλεση, στη Φινλανδία, έχει ανατεθεί σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Οι εργοδότες, προκειμένου να συμμορφωθούν με την υποχρέωση μέριμνας για την ασφάλεια των εργαζομένων όσον αφορά τα εργατικά ατυχήματα, είναι υποχρεωμένοι να τους ασφαλίζουν σε ασφαλιστική εταιρία που έχει την άδεια να ασφαλίζει κινδύνους εμπίπτοντες στον νόμο περί ασφαλίσεως ατυχήματος μισθωτού (tapaturmavakuutuslaki), του 1982, όπως τροποποιήθηκε το 1992 (στο εξής: νόμος περί ασφαλίσεως ατυχήματος). Το κόστος της προβλεπόμενης εκ του νόμου ασφαλίσεως για ατύχημα καλύπτεται από τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι εργοδότες.

6        Η αποζημίωση για μόνιμη βλάβη είναι μία από τις παροχές της ασφαλίσεως ατυχήματος. Εντάσσεται στο εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Σκοπός της είναι να αποκαταστήσει τον εργαζόμενο για την ως άνω βλάβη, η οποία προκύπτει από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, δηλαδή από τη μείωση της λειτουργικής του ικανότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου αυτού προβλέπει, μεταξύ άλλων, την καταβολή αποζημιώσεως λόγω μόνιμης βλάβης ως αποκατάσταση σε περίπτωση τραυματισμού ή ασθένειας που προκλήθηκε από εργατικό ατύχημα.

8        Το άρθρο 18 ter, παράγραφος 1, του νόμου περί ασφαλίσεως ατυχήματος προβλέπει ότι η αποζημίωση για τη μόνιμη βλάβη καταβάλλεται, κατά περίπτωση, είτε ως εφάπαξ παροχή είτε υπό τη μορφή συντάξεως. Κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου, η εφάπαξ αποζημίωση ισούται με ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην αξία της αποζημιώσεως για μόνιμη βλάβη, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του εργαζομένου, σύμφωνα με τα ορισθέντα από το υπουργείο κριτήρια.

9        Η απόφαση αριθ. 1662/453/82 του υπουργείου, της 30ής Δεκεμβρίου 1982, σχετικά με τα στοιχεία προσδιορισμού του ποσού που αντιπροσωπεύει την αξία των καταβαλλόμενων συντάξεων στο πλαίσιο της ασφαλίσεως ατυχήματος ή, στην περίπτωση που δεν τίθεται ζήτημα χορηγήσεως συντάξεως, της εφάπαξ αποζημιώσεως, καθόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται η αποζημίωση αυτή.

10      Συναφώς, στο παράρτημα της ως άνω αποφάσεως ορίζονται οι ακόλουθοι τύποι:

«Ο εφαρμοστέος συντελεστής θνησιμότητας είναι (TLE‑82) με τριετή παράταση του ορίου ηλικίας, ήτοι

ux = 0,0000797 e 0,0875 (x+3) (άνδρας)

ux = 0,0000168 e 0,1000 (y+3) (γυναίκα).»

11      Η ζημία που προκαλείται από τραυματισμό ή ασθένεια διακρίνεται, για τους σκοπούς της ποσοτικοποιήσεως της γενικής μόνιμης βλάβης, σε 20 κατηγορίες, αναλόγως της ιατρικής τους φύσεως και του βαθμού σοβαρότητάς τους. Το ποσό της χορηγούμενης αποζημιώσεως συναρτάται προς την κατηγορία βλάβης. Η αποζημίωση για τους τραυματισμούς και τις λιγότερο σοβαρές ασθένειες, οι οποίες εμπίπτουν στις κατηγορίες βλάβης 1 έως 10, καταβάλλεται πάντα εφάπαξ. Στην περίπτωση των κατηγοριών 11 έως 20, οι ασφαλισμένοι μπορούν να επιλέξουν είτε εφάπαξ καταβολή είτε ισόβια σύνταξη.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Ο X, γεννημένος το 1953, τραυματίσθηκε στο πλαίσιο εργατικού ατυχήματος που συνέβη στις 27 Αυγούστου 1991. Το vakuutusoikeus (δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως), με απόφασή του της 18ης Οκτωβρίου 2005, διαπίστωσε ότι ο Χ εδικαιούτο, κατ’ εφαρμογήν του νόμου περί ασφαλίσεως ατυχήματος, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω μόνιμης βλάβης.

13      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η αρμόδια ασφαλιστική εταιρία, με αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2005, προσδιόρισε το καταβλητέο στον Χ κατ’ αποκοπήν ποσόν αποζημιώσεως στα 4 197,98 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης κάθε προσαυξήσεως.

14      Ο X προσέφυγε κατά των αποφάσεων αυτών, υποστηρίζοντας ότι η καταβληθείσα εφάπαξ αποζημίωση για μόνιμη βλάβη θα έπρεπε να υπολογιστεί βάσει των ίδιων κριτηρίων με εκείνα που προβλέπονται για τις γυναίκες. Η προσφυγή απορρίφθηκε στις 31 Αυγούστου 2006 από την επιτροπή προσφυγών για εργατικά ατυχήματα. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε εν συνεχεία από το vakuutusoikeus στις 27 Μαΐου 2008.

15      Σε έγγραφό του που απηύθυνε προς το υπουργείο στις 13 Οκτωβρίου 2008, ο Χ υποστήριξε ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό που του είχε καταβληθεί ως αποζημίωση για μόνιμη βλάβη είχε προσδιοριστεί κατά παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών. Ως εκ τούτου, ο Χ απαίτησε να του καταβληθεί το ποσό των 278,89 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της αποζημιώσεως που έλαβε ο Χ και εκείνης που θα είχε καταβληθεί σε γυναίκα της ίδιας ηλικίας ευρισκόμενη σε παρόμοια κατάσταση. Το υπουργείο αρνήθηκε την καταβολή του ζητηθέντος ποσού στις 27 Μαΐου 2009.

16      Στις 17 Ιουνίου 2009, ο X άσκησε προσφυγή ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό δικαστήριο του Ελσίνκι), προκειμένου το Φινλανδικό Δημόσιο να υποχρεωθεί να του καταβάλει το επίμαχο ποσό. Το Helsingin hallinto-oikeus, με απόφασή του της 2ας Δεκεμβρίου 2010, κρίνοντας ότι ήταν αναρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, απέρριψε την προσφυγή αυτή ως απαράδεκτη.

17      Κατόπιν τούτου, ο X προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) το οποίο, στις 28 Νοεμβρίου 2012, αναίρεσε την απόφαση του Helsingin hallinto-oikeus.

18      Επί της ουσίας, το αιτούν δικαστήριο ζητά να διευκρινισθεί εάν η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, και ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το ποσόν εκ του νόμου κοινωνικής παροχής χορηγούμενης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος είναι, λόγω της εφαρμογής αναλογιστικών στοιχείων συναρτώμενων προς το φύλο, διαφορετικό, αναλόγως με το εάν ο δικαιούχος είναι άνδρας ή γυναίκα.

19      Επίσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εάν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει πράγματι την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση παρόμοια με την επίμαχη στην ενώπιόν του εκκρεμούσα διαφορά, τίθεται το ζήτημα εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης του οικείου κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές το Korkein hallinto-oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [79/7] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι, κατά τον υπολογισμό εκ του νόμου κοινωνικής παροχής χορηγούμενης λόγω εργατικού ατυχήματος, λαμβάνεται υπόψη ως αναλογιστικός παράγων το διαφορετικό προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών, εάν η συνεκτίμηση του εν λόγω παράγοντα έχει ως συνέπεια η εφάπαξ αποζημίωση, η οποία καταβάλλεται στο πλαίσιο της εν λόγω παροχής, να είναι χαμηλότερη όταν καταβάλλεται σε άνδρα, σε σχέση με εκείνη που θα λάμβανε γυναίκα της ίδιας ηλικίας ευρισκόμενη σε παρόμοια κατάσταση;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συντρέχει στην παρούσα υπόθεση περίπτωση κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης του κράτους μέλους, λαμβανομένου υπόψη ότι:

–        το Δικαστήριο δεν έχει λάβει με τη νομολογία του σαφή θέση επί του αν επιτρέπεται η συνεκτίμηση αναλογιστικών παραγόντων συνδεόμενων με το φύλο κατά τον προσδιορισμό των παροχών που χορηγούνται στο πλαίσιο εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7∙

–        το Δικαστήριο, στην υπόθεση C‑236/09, Association belge des Consommateurs Test-Achats κ.λπ. (EU:C:2011:100), έχει κρίνει ανίσχυρο το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών [(ΕΕ L 373, σ. 37)], το οποίο επιτρέπει τη συνεκτίμηση αναλογιστικών παραγόντων, δεχόμενο, εντούτοις, ότι η διάταξη αυτή πρέπει να λογίζεται ως ανίσχυρη μετά την παρέλευση ορισμένης μεταβατικής περιόδου, και ότι

–        στο πλαίσιο των οδηγιών [2004/113] και 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης [(ΕΕ L 204, σ. 23)] ο νομοθέτης της Ένωσης επέτρεψε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνεκτίμηση συναρτώμενων προς το φύλο αναλογιστικών παραγόντων κατά τον υπολογισμό των παροχών στις οποίες αναφέρονται οι εν λόγω οδηγίες, παρέχοντας, συνεπώς, έρεισμα στον εθνικό νομοθέτη να εκτιμήσει ότι οι εν λόγω παράγοντες επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται και στο πλαίσιο του επίμαχου εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως;»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Φινλανδική Κυβέρνηση επισήμανε ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήτοι το εργατικό ατύχημα του X, έλαβαν χώρα κατά το έτος 1991, δηλαδή πριν την ένταξη της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μολονότι η επίμαχη κατ’ αποκοπήν αποζημίωση έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της μόνιμης βλάβης που προκλήθηκε από το ως άνω εργατικό ατύχημα, το μόνο κρίσιμο στοιχείο, για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, είναι ο χρόνος της γενεσιουργού αιτίας της βλάβης αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Φινλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο.

22      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η νομική πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης εκδόθηκε κατά το έτος 2008, με την απόφαση του vakuutusoikeus. Επίσης, είναι σαφές ότι η αποζημίωση για την περί ης μόνιμη βλάβη έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει τις συνέπειες του ατυχήματος του X, οι οποίες θα διαρκέσουν διά βίου.

23      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν έχει ως αντικείμενο κατάσταση η οποία παρήγαγε το σύνολο των αποτελεσμάτων της πριν την ένταξη της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στην Ένωση.

24      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

25      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει προκαταρκτικώς να επισημανθεί ότι, μολονότι αληθεύει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αποζημίωση καταβάλλεται από ιδιωτική εταιρία ασφαλίσεως, η ασφάλιση για ατύχημα μισθωτού στη Φινλανδία και τα κριτήρια χορηγήσεως της ως άνω αποζημιώσεως αποτελούν μέρος των «εκ του νόμου» συστημάτων που διασφαλίζουν προστασία κατά των κινδύνων εργατικού ατυχήματος, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 79/7. Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αποζημίωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

26      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 απαγορεύει, μεταξύ άλλων, κάθε διάκριση, άμεση ή έμμεση, λόγω φύλου όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών που μνημονεύονται σε αυτήν.

27      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της οφειλόμενης αποζημιώσεως λόγω βλάβης προκληθείσας από εργατικό ατύχημα, η οποία καταβάλλεται εφάπαξ υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Ο ως άνω υπολογισμός πρέπει να γίνεται, μεταξύ άλλων, με βάση την ηλικία του εργαζομένου καθώς και το μέσο προσδόκιμο ζωής του. Για τον προσδιορισμό του τελευταίου αυτού παράγοντα, λαμβάνεται υπόψη το φύλο του εργαζομένου.

28      Είναι σαφές ότι, βάσει του τρόπου υπολογισμού της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, γυναίκα της ίδιας ηλικίας με τον X η οποία έχει υποστεί, την ίδια ημέρα με αυτόν, πανομοιότυπο εργατικό ατύχημα συνεπαγόμενο τις ίδιες βλάβες δικαιούται υψηλότερη κατ’ αποκοπήν αποζημίωση από αυτή που έχει λαμβάνειν ο Χ.

29      Εντούτοις, η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι μια τέτοια γυναίκα και ο Χ δεν βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Συναφώς, διατείνεται ότι ο τρόπος υπολογισμού της εφάπαξ καταβληθείσας αποζημιώσεως στο πλαίσιο αποκαταστάσεως για μόνιμη βλάβη, η οποία προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, έχει ως σκοπό να προσδιορίσει το ποσό αυτής σε επίπεδο ισοδύναμο προς το συνολικό ποσό της ίδιας αποζημιώσεως στην περίπτωση που αυτή θα καταβαλλόταν υπό τη μορφή ισόβιας συντάξεως. Λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού προσδόκιμου ζωής μεταξύ ανδρών και γυναικών, η εφαρμογή ίδιου συντελεστή θνησιμότητας και για τα δύο φύλα θα είχε ως συνέπεια η εφάπαξ καταβαλλόμενη αποζημίωση σε εργαζόμενη που υπέστη εργατικό ατύχημα να μην αντιστοιχεί πλέον στο μέσο προσδόκιμο ζωής της δικαιούχου της.

30      Η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η διαφοροποίηση αναλόγως προς το φύλο είναι αναγκαία για την αποφυγή δυσμενούς διακρίσεως κατά των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι στατιστικώς οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, η αποζημίωση με την οποία σκοπείται η κατ’ αποκοπήν αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης για το υπόλοιπο του βίου του παθόντος πρέπει να είναι υψηλότερη για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άνδρες. Επομένως, κατά τη Φινλανδική Κυβέρνηση, δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση.

31      Συναφώς, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 29 των προτάσεών της, πρέπει να τονιστεί ότι παρόμοια επιχειρηματολογία θα μπορούσε το πολύ να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών κατά τη χορήγηση αποζημιώσεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης και όχι, όπως παραδέχθηκε και η Φινλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να αμφισβητήσει την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί συνέπεια της εφαρμογής των διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθόσον καταλήγουν στη χορήγηση διαφορετικών αποζημιώσεων υπό ίδιες συνθήκες.

32      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις του συστήματος ασφαλίσεως ατυχήματος εισάγουν διαφορετική μεταχείριση η οποία είναι δυνατόν να συνιστά δυσμενή διάκριση αντιβαίνουσα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί εάν αυτή η διαφορετική μεταχείριση είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη.

34      Όσον αφορά τους ενδεχόμενους λόγους αποκλίσεως από την αρχή της ισότητας που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, διαπιστώνεται ότι η συνεκτίμηση παράγοντα σχετικού με το προσδόκιμο ζωής δεν προβλέπεται ούτε στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο έχει ως αντικείμενο την προστασία της γυναίκας λόγω μητρότητας, ούτε στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένο αριθμό κανόνων, πλεονεκτημάτων και παροχών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.

35      Επιπροσθέτως, δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 ότι οι εκεί προβλεπόμενοι λόγοι αποκλίσεως δεν είναι εξαντλητικοί ούτε ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέψουν και άλλους λόγους αποκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Το γεγονός ότι η συνεκτίμηση ενός τέτοιου παράγοντα δεν απαγορεύεται ρητώς από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να ορίσει τον παράγοντα αυτόν ως στοιχείο υπολογισμού αποζημιώσεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

36      Η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η διαφορά του ποσού της αποζημιώσεως αυτής αναλόγως του φύλου του οικείου εργαζομένου μπορεί να δικαιολογείται από την αντικειμενική διαφορά του μέσου προσδόκιμου ζωής μεταξύ ανδρών και γυναικών. Κάθε άλλη λύση θα είχε ως αποτέλεσμα δυσμενή διάκριση κατά των γυναικών, των οποίων το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ανδρών, καθώς η καταβολή της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως σκοπεί στην αποκατάσταση των συνεπειών μιας βλάβης καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολειπόμενου βίου του παθόντος.

37      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατ’ αποκοπήν αποζημίωση προβλέπεται στο πλαίσιο συστήματος το οποίο καθορίζει, επίσης, τις παροχές για βλάβη λόγω εργατικού ατυχήματος οι οποίες καταβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολειπόμενου βίου του παθόντος, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως αυτής δεν μπορεί να γίνεται βάσει μιας γενικεύσεως σχετικά με το μέσο προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών.

38      Συγκεκριμένα, τέτοια γενίκευση δύναται να έχει ως συνέπεια τη δυσμενή μεταχείριση των αρρένων ασφαλισμένων σε σχέση με τις ασφαλισμένες θήλεις. Εξάλλου, η συνεκτίμηση γενικών στατιστικών δεδομένων, με βάση το φύλο, ενέχει την έλλειψη βεβαιότητας ότι μια ασφαλισμένη έχει πάντα προσδόκιμο ζωής μεγαλύτερο από εκείνο ενός ασφαλισμένου της ίδιας ηλικίας ευρισκομένου σε παρόμοια κατάσταση.

39      Από τους συλλογισμούς αυτούς προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό σύστημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

40      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι, κατά τον υπολογισμό εκ του νόμου κοινωνικής παροχής χορηγούμενης λόγω εργατικού ατυχήματος, λαμβάνεται υπόψη ως αναλογιστικός παράγων το διαφορετικό προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών, εάν η συνεκτίμηση του εν λόγω παράγοντα έχει ως συνέπεια η εφάπαξ αποζημίωση, η οποία καταβάλλεται στο πλαίσιο της εν λόγω παροχής, να είναι χαμηλότερη όταν καταβάλλεται σε άνδρα, σε σχέση με εκείνη που θα λάμβανε γυναίκα της ίδιας ηλικίας ευρισκόμενη σε παρόμοια κατάσταση.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

41      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «κατάφωρη» παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, χαρακτηρισμός που αποτελεί μία από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του οικείου κράτους μέλους.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 56 της αποφάσεώς του επί της υποθέσεως Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79), έκρινε ότι, μεταξύ των στοιχείων που μπορεί το αρμόδιο δικαστήριο να λάβει υπόψη του, συγκαταλέγονται ιδίως ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που ο παραβιασθείς κανόνας καταλείπει στις εθνικές αρχές ή στην Ένωση, ο εκούσιος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως ή της προκληθείσας βλάβης, το συγγνωστό ή ασύγγνωστο ενδεχομένης πλάνης περί το δίκαιο και το γεγονός ότι η στάση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών μέτρων ή πρακτικών.

43      Επίσης, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η ευθύνη των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει, καταρχήν, να διαπιστώνεται από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις σχετικές υποδείξεις του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, C‑446/04, EU:C:2006:774, σκέψη 210 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του κρίση την κρίση των εθνικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, EU:C:1996:79, σκέψη 58). Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να παρέχει σε αυτά κατευθυντήριες γραμμές και επισημάνσεις για την εφαρμογή της αρχής αυτής (βλ. απόφαση Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 100).

45      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τρία στοιχεία προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα εάν οι επίμαχες διατάξεις του εθνικού δικαίου πρέπει να κριθούν ως «κατάφωρη» παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

46      Πρώτον, το περιεχόμενο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και η ερμηνεία της δεν έχουν μέχρι σήμερα αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως του Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, η ανωτέρω διαπιστωθείσα παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αναφορικά με τον Χ συγκεκριμενοποιήθηκε μόλις το 2008, με την οριστική απόφαση του vakuutusoikeus.

47      Δεύτερον, ούτε η επίμαχη φινλανδική νομοθεσία ούτε οιαδήποτε άλλη εθνική νομοθεσία έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

48      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδονται από τον νομοθέτη της Ένωσης με σκοπό την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/113 παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν, προ της 21ης Δεκεμβρίου 2007, αναλογικές διαφορές μεταξύ των ατομικών ασφαλίστρων και παροχών των ασφαλιζομένων όταν η χρήση του φύλου είναι καθοριστικός παράγοντας κατά την αξιολόγηση του κινδύνου βάσει σημαντικών και αξιόπιστων αναλογιστικών και στατιστικών δεδομένων. Επιπροσθέτως, ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2006/54, μολονότι έκρινε ως αντίθετους προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ορισμένους κανόνες στον τομέα των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που βασίζονται στο φύλο, εντούτοις συμπεριέλαβε στις αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη χρήση διαφορετικών αναλογιστικών παραγόντων αναλόγως προς το φύλο.

49      Όσον αφορά την πρώτη εξ αυτών των διατάξεων, το Δικαστήριο έκρινε, την 1η Μαρτίου 2011, με τη σκέψη 32 της αποφάσεως Association belge des Consommateurs Test-Achats κ.λπ. (EU:C:2011:100), ότι το να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να διατηρούν χωρίς χρονικό περιορισμό παρέκκλιση από τον κανόνα περί καθορισμού ασφαλίστρων και παροχών ανεξαρτήτως φύλου έρχεται σε αντίθεση με την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία 2004/113 σκοπού της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών και απεφάνθη ότι η ως άνω διάταξη, λόγω της διακρίσεως που εισάγει, είναι ανίσχυρη.

50      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, απόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει εάν, στην προκειμένη περίπτωση, η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εκληφθεί ως «κατάφωρη».

51      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης του κράτους μέλους. Ομοίως, όσον αφορά το ζήτημα εάν η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνιστά «κατάφωρη» παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί επί της νομιμότητας της συνεκτιμήσεως παράγοντα σχετικού με το μέσο προσδόκιμο ζωής αναλόγως προς το φύλο κατά τον καθορισμό παροχής χορηγούμενης στο πλαίσιο εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη από τον νομοθέτη της Ένωσης, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/113, καθώς και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2006/54. Επιπροσθέτως, το ως άνω δικαστήριο καλείται να λάβει υπόψη ότι το Δικαστήριο έκρινε, την 1η Μαρτίου 2011 (C‑236/09, EU:C:2011:100), ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις είναι ανίσχυρη, δεδομένου ότι παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι, κατά τον υπολογισμό εκ του νόμου κοινωνικής παροχής χορηγούμενης λόγω εργατικού ατυχήματος, λαμβάνεται υπόψη ως αναλογιστικός παράγων το διαφορετικό προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών, εάν η συνεκτίμηση του εν λόγω παράγοντα έχει ως συνέπεια η εφάπαξ αποζημίωση, η οποία καταβάλλεται στο πλαίσιο της εν λόγω παροχής, να είναι χαμηλότερη όταν καταβάλλεται σε άνδρα, σε σχέση με εκείνη που θα λάμβανε γυναίκα της ίδιας ηλικίας ευρισκόμενη σε παρόμοια κατάσταση.

2)      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους μέλους. Ομοίως, όσον αφορά το εάν η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνιστά «κατάφωρη» παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί επί της νομιμότητας της συνεκτιμήσεως παράγοντα σχετικού με το μέσο προσδόκιμο ζωής ανάλογα με το φύλο κατά τον καθορισμό παροχής χορηγούμενης στο πλαίσιο εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη από τον νομοθέτη της Ένωσης, στo άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών, καθώς και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Επιπροσθέτως, το ως άνω δικαστήριο καλείται να λάβει υπόψη ότι το Δικαστήριο έκρινε, την 1η Μαρτίου 2011 (C‑236/09, EU:C:2011:100), ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις είναι ανίσχυρη, δεδομένου ότι παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.