Language of document : ECLI:EU:C:2010:613

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Οκτωβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑524/09

Ville de Lyon

κατά

Caisse des dépôts et consignations

[αίτηση του Tribunal administratif de Paris (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιβαλλοντική πολιτική – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Κανονισμός (ΕΚ) 2216/2004 – Κοινοτικό σύστημα μητρώων – Οδηγία 2003/4/ΕΚ – Πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες – Πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Άρνηση παροχής των εν λόγω πληροφοριών – Αρμοδιότητες κεντρικού διαχειριστή και διαχειριστή εθνικού μητρώου – Εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που περιέχονται στο μητρώο και δυνατότητα εξαιρέσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με δικαιώματα εκπομπής. Τα επίμαχα δεδομένα αποθηκεύονται σε μητρώα τα οποία αποτελούν μέρος του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, όσον αφορά τους μηχανισμούς έργων του Πρωτοκόλλου του Κιότο (2).

2.        Ερευνητέο είναι καταρχάς εάν πρόκειται για περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3) (στο εξής: οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση).

3.        Περαιτέρω, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και του κανονισμού (ΕΚ) 2216/2004, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων (4). Θα πρέπει να εξεταστεί αν οι αυστηρές διατάξεις του κανονισμού σχετικά με τη δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών υπερισχύουν της οδηγίας ως lex specialis και lex posterior ή, τουλάχιστον, επηρεάζουν την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

II – Νομικό πλαίσιο

 Η πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες

4.        Δυνάμει της συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (5) (στο εξής: Σύμβαση του Άαρχους), την οποία υπέγραψε στις 25 Ιουνίου 1998 στο Άαρχους της Δανίας (6), η Ένωση ανέλαβε σε διεθνές επίπεδο την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

5.        Οι επιτρεπτοί περιορισμοί του δικαιώματος προσβάσεως προβλέπονται ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της συμβάσεως ως εξής:

«Αίτημα για περιβαλλοντικές πληροφορίες δύναται να απορρίπτεται, εάν η κοινολόγηση θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις

[…]

δ)      στον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών και βιομηχανικών πληροφοριών, σε περίπτωση που ο εν λόγω εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται βάσει του νόμου, προκειμένου να προστατεύεται νόμιμο οικονομικό συμφέρον. Εντός του πλαισίου αυτού, κοινολογούνται πληροφορίες σχετικά με εκπομπές οι οποίες είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος·

ε)      σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

στ)      στον εμπιστευτικό χαρακτήρα προσωπικών δεδομένων ή/και φακέλων που σχετίζονται με φυσικό πρόσωπο, σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει συγκατατεθεί στην κοινολόγηση των πληροφοριών στο κοινό, σε περίπτωση που ο εν λόγω εμπιστευτικός χαρακτήρας προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·

[…]

Οι προαναφερόμενοι λόγοι απορρίψεως ερμηνεύονται υπό στενή έννοια, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από την κοινολόγηση και λαμβανομένου υπόψη κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον.»

6.        Η Σύμβαση του Άαρχους μεταφέρθηκε στο δίκαιο της Ενώσεως με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Το άρθρο 2 ορίζει, μεταξύ άλλων, την έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας ως ακολούθως:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      “Περιβαλλοντική πληροφορία”: οποιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ακουστική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

α)      την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, το χώμα, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων, των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, και η αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων αυτών·

β)      παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο στοιχείο α΄·

γ)      μέτρα (συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων), όπως οι πολιτικές, η νομοθεσία, τα σχέδια, τα προγράμματα, οι περιβαλλοντικές συμφωνίες και οι δραστηριότητες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία και τους παράγοντες που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄, καθώς και μέτρα ή δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία των ως άνω στοιχείων·

δ)      εκθέσεις για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας·

ε)      αναλύσεις κόστους-ωφέλειας και άλλες οικονομικές αναλύσεις και παραδοχές χρησιμοποιούμενες στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων και των μέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο γ΄, και

στ)      την κατάσταση της ανθρώπινης υγείας και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ρυπάνσεως της τροφικής αλυσίδας, τις συνθήκες της ανθρώπινης διαβίωσης, τις τοποθεσίες και τα οικοδομήματα πολιτισμικού ενδιαφέροντος στο μέτρο που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεασθούν από την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο ως άνω στοιχείο α΄ ή, μέσω των στοιχείων αυτών, από τα θέματα που αναφέρονται στα στοιχεία β΄ και γ΄.

[…]»

7.        Το δικαίωμα προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, να παρέχουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχονται από τις ίδιες ή για λογαριασμό τους, σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση και χωρίς ο αιτών να οφείλει να επικαλεσθεί οιοδήποτε συμφέρον.»

8.        Εξαιρέσεις προβλέπονται ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 2:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά:

α)      τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών, εφόσον ο εμπιστευτικός αυτός χαρακτήρας προβλέπεται από τη νομοθεσία·

β)      τις διεθνείς σχέσεις, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα·

γ)      τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τη δυνατότητα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη ή τη δυνατότητα μιας δημόσιας αρχής να διεξαγάγει έρευνα ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα·

δ)      τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν η εθνική ή κοινοτική νομοθεσία προβλέπει αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου·

ε)      τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

στ)      τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων ή/και αρχείων που αφορούν φυσικό πρόσωπο όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, εφόσον προβλέπεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας από εθνική ή κοινοτική νομοθεσία·

ζ)      τα συμφέροντα προστασίας οιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες εθελουσίως χωρίς να του επιβάλλεται ή να είναι δυνατό να του επιβληθεί νομική υποχρέωση, εκτός εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών·

η)      την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι ως άνω πληροφορίες, όπως ο εντοπισμός σπάνιων ειδών.

Οι λόγοι απορρίψεως που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχεία α΄, δ΄, στ΄, ζ΄ και η΄, να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων που αφορούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

[…]»

 Β –      Οι κανόνες για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών

9.        Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως- πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές αλλαγές που υπεγράφη τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο (7), καθώς και του επ’ αυτής υπογραφέντος Πρωτοκόλλου του Κιότο (8). Στόχος του εν λόγω πρωτοκόλλου είναι η μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της περιόδου 2008-2012 σε ποσοστό τουλάχιστον 5 % σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η συνολική δέσμευση που ανέλαβαν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο αφορά τη συνολική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της προαναφερόμενης περιόδου δεσμεύσεως κατά 8 % σε σχέση με το επίπεδο των εκπομπών αυτών το 1990.

10.      Μέρος της στρατηγικής για την υλοποίηση των εν λόγω δεσμεύσεων αποτελεί και η οδηγία 2003/87. Το σύστημα που εισάγει η οδηγία αυτή βασίζεται στον συλλογισμό ότι στους οικονομικούς φορείς ορισμένων κλάδων χορηγούνται περιορισμένα δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου τα οποία αυτοί δύνανται είτε να ασκούν είτε να μεταβιβάζουν σε άλλους οικονομικούς φορείς που ενδεχομένως επιθυμούν να εκπέμψουν μεγαλύτερες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου από εκείνες που τους αναλογούν.

11.      Στο άρθρο 19 της οδηγίας 2003/87 τίθενται οι βάσεις για τα μητρώα δικαιωμάτων εκπομπής:

«(1)      Τα κράτη μέλη προβλέπουν την κατάρτιση και την τήρηση μητρώου προς επακριβή καταγραφή της εκχωρήσεως, της κατοχής, της μεταβιβάσεως και της ακυρώσεως δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν τα μητρώα τους στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος μαζί με ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.

(2)      Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να κατέχει δικαιώματα. Το μητρώο είναι προσιτό στο κοινό και πρέπει να περιέχει χωριστούς λογαριασμούς για την καταχώριση των δικαιωμάτων που κατέχονται από κάθε πρόσωπο προς το οποίο εκχωρούνται ή μεταβιβάζονται δικαιώματα.

(3)      Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή εκδίδει, με τη διαδικασία του άρθρου 23, παράγραφος 2, κανονισμό σχετικά με ένα τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων υπό τη μορφή τυποποιημένων ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, οι οποίες περιέχουν κοινά στοιχεία για την παρακολούθηση των εκχωρήσεων, κατοχών, μεταβιβάσεων και ακυρώσεων δικαιωμάτων, ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού και η εμπιστευτικότητα, όπως ενδείκνυται, και να μην γίνονται μεταβιβάσεις ασυμβίβαστες προς τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το Πρωτόκολλο του Κιότο. Ο εν λόγω κανονισμός περιλαμβάνει επίσης διατάξεις που αφορούν τη χρήση και τον εντοπισμό των CER και ERU στο κοινοτικό σύστημα και την παρακολούθηση του επιπέδου της χρήσεως αυτής.»

12.      Στο άρθρο 20 προβλέπεται κοινοτικός έλεγχος των συναλλαγών ως εξής:

«(1)      Η Επιτροπή ορίζει κεντρικό διαχειριστή για την τήρηση ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών για τις εκχωρήσεις, μεταβιβάσεις και ακυρώσεις δικαιωμάτων.

(2)      Ο κεντρικός διαχειριστής πραγματοποιεί αυτόματο έλεγχο κάθε συναλλαγής στα μητρώα μέσω του ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών ώστε να μην γίνονται ατασθαλίες στην εκχώρηση, τη μεταβίβαση και την ακύρωση δικαιωμάτων.

(3)      Εάν, μέσω του αυτόματου ελέγχου, εντοπιστούν ατασθαλίες, ο κεντρικός διαχειριστής ενημερώνει το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να μην καταχωρούν τις συγκεκριμένες συναλλαγές ή τυχόν περαιτέρω συναλλαγές σχετικές με τα υπόψη δικαιώματα μέχρις ότου παύσει η ατασθαλία.»

13.      Για την πρόσβαση σε πληροφορίες γίνεται λόγος στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 17 ως ακολούθως:

«(13) Χάριν διαφάνειας, το κοινό θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες για την κατανομή των δικαιωμάτων και τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως των εκπομπών υπό την επιφύλαξη μόνον των περιορισμών της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.»

«Άρθρο 17

Πρόσβαση σε πληροφορίες

Οι αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων, οι πληροφορίες σχετικά με δραστηριότητες έργων, στις οποίες συμμετέχει ένα κράτος μέλος ή εξουσιοδοτεί ιδιωτικούς ή δημόσιους φορείς να συμμετάσχουν και οι εκθέσεις για τις εκπομπές που απαιτούνται στο πλαίσιο της άδειας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, και κατέχονται από την αρμόδια αρχή, τίθενται στη διάθεση του κοινού σύμφωνα με την οδηγία 2003/4/ΕΚ.»

14.      Ο κανονισμός 2216/2004 εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει της οδηγίας 2003/87 και της αποφάσεως 280/2004/ΕΚ (9). Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού τα κράτη μέλη οφείλουν να καταρτίζουν μητρώα κατά την έννοια του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/87. Διαχειριστής του γαλλικού μητρώου είναι το ταμείο παρακαταθηκών (Caisse des dépôts et consignations).

15.      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, ρυθμίζει την αρμοδιότητα και ευθύνη για τα εκάστοτε μητρώα:

«Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή φέρουν την τελική αρμοδιότητα και ευθύνη για τη λειτουργία και τη συντήρηση των μητρώων τους.»

16.      Το άρθρο 9 διέπει τη δημοσίευση συγκεκριμένων πληροφοριών:

«1.      Κάθε διαχειριστής μητρώου καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα XVI, με τη συχνότητα και στους αποδέκτες που προβλέπονται στο παράρτημα XVI, με διαφανή και οργανωμένο τρόπο μέσω του ιστοτόπου του μητρώου του. Οι διαχειριστές μητρώου δεν κοινοποιούν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που περιέχονται στο μητρώο.

2.      Ο κεντρικός διαχειριστής μητρώου καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα XVI, με τη συχνότητα και στους αποδέκτες που προβλέπονται στο παράρτημα XVI, με διαφανή και οργανωμένο τρόπο μέσω του ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας. Ο κεντρικός διαχειριστής δεν κοινοποιεί πρόσθετες πληροφορίες που περιέχονται στο ανεξάρτητο σύστημα καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας.

3.      Κάθε ιστότοπος παρέχει στους αποδέκτες που προβλέπονται στο παράρτημα XVI τη δυνατότητα αναζητήσεως στα εν λόγω δεδομένα με τη βοήθεια μηχανών αναζητήσεως.

4.      Κάθε διαχειριστής μητρώου είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των πληροφοριών που προέρχονται από το μητρώο του και διατίθενται μέσω του ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας.

5.      Το ανεξάρτητο σύστημα καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας και τα μητρώα δεν απαιτούν να υποβάλλουν οι κάτοχοι λογαριασμού πληροφορίες σε θέματα τιμολογήσεως όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής και τις μονάδες Κιότο.»

17.      Στο άρθρο 10 ρυθμίζεται το ζήτημα της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα:

«1.      Οι πληροφορίες, όπως το περιεχόμενο των λογαριασμών και οι εκτελεσθείσες συναλλαγές, οι οποίες περιέχονται στα μητρώα και στο ανεξάρτητο σύστημα καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας, θεωρούνται εμπιστευτικές για κάθε σκοπό εκτός της εφαρμογής των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ και της εθνικής νομοθεσίας.

2.      Επιτρέπεται η χρήση των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εκάστοτε λογαριασμού, μόνο για τη λειτουργία και τη διατήρησή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.      Οι αρμόδιες αρχές και οι διαχειριστές μητρώου εκτελούν τις διαδικασίες που αφορούν τα δικαιώματα εκπομπής, τις εξακριβωμένες εκπομπές, τους λογαριασμούς και τις μονάδες Κιότο μόνον όταν είναι απαραίτητο για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους ως αρμόδιες αρχές ή διαχειριστές μητρώου.»

18.      Όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές με δικαιώματα εκπομπής, το παράρτημα XVI, παράγραφοι 11 και 12, προβλέπει τα ακόλουθα:

«11.      Ο κεντρικός διαχειριστής εμφανίζει και ενημερώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 12 σχετικά με το σύστημα μητρώων στο δημόσιο πεδίο του ιστοτόπου του ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας, τηρώντας το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα.

12.      Οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε συναλλαγή που έχει ολοκληρωθεί και αφορά το σύστημα μητρώων για το έτος Χ εμφανίζονται από την 15η Ιανουαρίου του έτους (Χ+5):

α)      αναγνωριστικός κωδικός λογαριασμού του λογαριασμού προελεύσεως: ο κωδικός που αποδόθηκε στον λογαριασμό, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα VΙ·

β)      αναγνωριστικός κωδικός λογαριασμού του λογαριασμού προορισμού: ο κωδικός που αποδόθηκε στον λογαριασμό, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα VΙ·

γ)      όνομα κατόχου λογαριασμού του λογαριασμού προελεύσεως: ο κάτοχος του λογαριασμού (πρόσωπο, φορέας εκμεταλλεύσεως, Επιτροπή, κράτος μέλος)·

δ)      όνομα κατόχου λογαριασμού του λογαριασμού προορισμού: ο κάτοχος του λογαριασμού (πρόσωπο, φορέας εκμεταλλεύσεως, Επιτροπή, κράτος μέλος)·

ε)      δικαιώματα εκπομπής ή μονάδες Κιότο που αφορά η συναλλαγή, κατά αναγνωριστικό κωδικό μονάδας, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα VΙ·

στ)      αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής: ο κωδικός που έχει αποδοθεί στη συναλλαγή, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα VΙ·

ζ)      ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ολοκληρώθηκε η συναλλαγή (σε ώρα Γκρήνουιτς)·

η)      τύπος διαδικασίας: η κατηγοριοποίηση μιας διαδικασίας περιλαμβανομένων των στοιχείων που εμφαίνονται στο παράρτημα VII.»

III – Το ιστορικό, η κύρια δίκη και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

19.      Με το από 7 Φεβρουαρίου 2006 έγγραφό του, ο Δήμος της Λυών ζήτησε από τον διαχειριστή του εθνικού μητρώου δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το ταμείο παρακαταθηκών, να του γνωστοποιήσει τον αριθμό των δικαιωμάτων που πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 2005 από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των 209 σταθμών τηλεθερμάνσεως, οι οποίοι είχαν λάβει τέτοιου είδους δικαιώματα, καθώς και τις ημερομηνίες συναλλαγής και τα ονόματα των αποδεκτών.

20.      Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2006, το ταμείο παρακαταθηκών αρνήθηκε να προβεί σε τέτοιου είδους γνωστοποίηση με το αιτιολογικό ότι αντίκειται το παράρτημα XVI, παράγραφοι 11 και 12, και το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2004.

21.      Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2006, ο Δήμος της Λυών απευθύνθηκε στην Επιτροπή για την πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα (Commission d’ accès aux documents administratifs), η οποία στην από 9 Οκτωβρίου απάντησή της τάχθηκε υπέρ της γνωστοποιήσεως των πληροφοριών θεωρώντας ότι οι γαλλικές ρυθμίσεις για την προστασία εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

22.      Με την από 10 Νοεμβρίου 2006 απόφασή του, το ταμείο παρακαταθηκών ενέμεινε στην άρνηση της γνωστοποιήσεως.

23.      Για τους ανωτέρω λόγους, ο Δήμος της Λυών προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση περί αρνήσεως της γνωστοποιήσεως και να υποχρεωθεί το ταμείο παρακαταθηκών να παραδώσει τα ζητούμενα έγγραφα.

24.      Στο πλαίσιο της δίκης που ακολούθησε, το διοικητικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Η απόφαση περί δημοσιοποιήσεως ή μη των διαλαμβανόμενων στην παράγραφο 12 του παραρτήματος XVI του κανονισμού 2216/2004 πληροφοριών εμπίπτει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του κεντρικού διαχειριστή ή και στην αρμοδιότητα του διαχειριστή του εθνικού μητρώου;

2)      Στην περίπτωση που ο διαχειριστής του εθνικού μητρώου είναι αρμόδιος, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να θεωρούνται «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» υπό την έννοια του άρθρου 4, της οδηγίας 2003/4, στη δημοσιοποίηση των οποίων δεν μπορεί να αντιταχθεί «ο εμπιστευτικός χαρακτήρας εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών», ή η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών διέπεται από ειδικούς κανόνες εμπιστευτικότητας;

3)      Στην περίπτωση που εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες εμπιστευτικότητας, οι πληροφορίες αυτές επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν προ της παρελεύσεως προθεσμίας πέντε ετών ή η προθεσμία αυτή αφορά μόνον την πενταετή περίοδο διαθέσεως των δικαιωμάτων κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/87;

4)      Σε περίπτωση που ισχύει η προθεσμία των πέντε ετών, το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2004 επιτρέπει εξαίρεση από την εν λόγω προθεσμία και η άρνηση εφαρμογής αυτής της εξαιρέσεως μπορεί να αντιταχθεί, επί τη βάσει του ως άνω άρθρου, σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως που ζητεί να του γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο διαπραγματεύσεως για τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας με αντικείμενο τη θέρμανση αστικής περιοχής;

25.      Στην έγγραφη διαδικασία συμμετείχαν ο Δήμος της Λυών ως προσφεύγων στην κύρια δίκη, το ταμείο παρακαταθηκών ως καθού, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίοι μετέχοντες, εξαιρουμένης της Αυστρίας, συμμετείχαν επίσης στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Οκτωβρίου 2010.

IV – Νομική αξιολόγηση

26.      Εάν ίσχυε η υπόθεση ότι η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την πώληση δικαιωμάτων εκπομπής κρίνεται αποκλειστικά και μόνο βάσει των κανόνων που περιέχονται στη νομοθεσία για τα δικαιώματα εκπομπής, θα οδηγούμασταν σε ένα σχετικά σαφές συμπέρασμα: οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται μετά την παρέλευση πέντε ετών, ενώ προηγουμένως είναι καταρχήν εμπιστευτικές. Αν, αντιθέτως, θεωρηθεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, θα πρέπει να εξεταστεί αν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού του δικαιώματος προσβάσεως. Για τον λόγο αυτό, θα εξετάσω καταρχάς το ερώτημα αν πρόκειται για περιβαλλοντικές πληροφορίες (υπό σημείο A), στη συνέχεια την αρμοδιότητα του διαχειριστή του γαλλικού μητρώου να αποφασίζει επί αιτήσεων προσβάσεως στις επίμαχες πληροφορίες (υπό σημείο B) και, τέλος, τη σχέση μεταξύ της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και του κανονισμού 2216/2004 (υπό σημείο Γ), ενώ θα απαντήσω προληπτικά και στα ζητήματα που αφορούν τον κανονισμό 2216/2004 (υπό σημεία Δ και E).

 Επί της έννοιας της περιβαλλοντικής πληροφορίας

27.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει εμμέσως ως δεδομένο ότι πρόκειται για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, εντούτοις αυτό θα πρέπει να ελεγχθεί εκ των προτέρων προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εξέταση με βάση την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση είναι αναγκαία.

28.      Ήδη υπό το καθεστώς της παλαιάς οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ήτοι της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ (10), το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να προσδώσει ευρύ περιεχόμενο στην έννοια «πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον» (11). Τον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 1, της νέας οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, το Δικαστήριο τον θεωρεί μάλιστα ακόμη πιο ευρύ και ακριβή (12). Εν τω μεταξύ, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, και ιδίως στο άρθρο 1, παράγραφος 2, ΣΕΕ, δόθηκε έμφαση στη βούληση για μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 15 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 255 ΕΚ) επιτάσσει στα όργανα της Ενώσεως να διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοικτά κατοχυρώνοντας –από κοινού με το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων– δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφά τους.

29.      Σκοπός τόσο της παλιάς όσο και της νέας οδηγίας δεν είναι πάντως να παρασχεθεί γενικό και απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως σε όλες τις πληροφορίες που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές και που έχουν σχέση, έστω και ελάχιστη, με περιβαλλοντικά αγαθά. Για να ισχύει το δικαίωμα πληροφορήσεως πρέπει οι πληροφορίες αυτές να εμπίπτουν σε μία ή περισσότερες από τις τρεις κατηγορίες που απαριθμεί η οδηγία (13).

30.      Ο Δήμος της Λυών επιθυμεί να λάβει πληροφορίες σχετικά με την πώληση δικαιωμάτων εκπομπής εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως των 209 σταθμών τηλεθερμάνσεως που υπάρχουν στη Γαλλία. Οι εν λόγω πληροφορίες συνίστανται προφανώς σε στοιχεία συναλλαγών τα οποία κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού (ΕΚ) 2216/2004 δημοσιοποιούνται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη διενέργεια της συναλλαγής.

31.      Ο Δήμος της Λυών υποστηρίζει ότι οι ανωτέρω πληροφορίες αφορούν σε μέτρα ή δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Όπως ισχυρίζεται, από τα στοιχεία των συναλλαγών προκύπτουν συμπεράσματα σχετικά με το εάν η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί ή όχι κατάλληλο μέσο για την προστασία του κλίματος.

32.      Την παραπάνω άποψη αντικρούουν η Γαλλία και το ταμείο παρακαταθηκών παρατηρώντας εύστοχα ότι από τα στοιχεία των συναλλαγών δεν δύναται να εξαχθούν συμπεράσματα παρά μόνο για τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής. Όπως υπογραμμίζουν, η εν λόγω αγορά αποτελεί μεν τμήμα ενός συστήματος το οποίο, ως σύνολο, εξυπηρετεί την προστασία του κλίματος, αλλά από τα στοιχεία των συναλλαγών δεν προκύπτει κατά πόσον η αγορά αυτή συμβάλλει στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουν ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

33.      Οι πληροφορίες σχετικά με την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής θα μπορούσαν, ωστόσο, να αποτελούν πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, ήτοι πληροφορίες σχετικά με παράγοντες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ της διατάξεως αυτής.

34.      Καίτοι η εν λόγω διάταξη απαριθμεί ενδεικτικώς ορισμένους μόνον παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να αλληλεπιδράσουν άμεσα με στοιχεία του περιβάλλοντος, εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι και οι πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προκλήσεως ενός εκ των ανωτέρω παραγόντων, ήτοι της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, αποτελούν και αυτές εμμέσως πληροφορίες σχετικά με τον συγκεκριμένο παράγοντα.

35.      Αντίστοιχα, και ο κοινοτικός νομοθέτης εξέλαβε ως δεδομένο ότι ορισμένες τουλάχιστον πληροφορίες που αφορούν τα δικαιώματα εκπομπής αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες, αφού τόσο στην δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη όσο και στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/87 προέβλεψε την πρόσβαση υπό τους όρους της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Βάσει αυτού, η κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής συνιστά εν προκειμένω περιβαλλοντική πληροφορία.

36.      Αντίθετη άποψη έχουν η Γαλλία και το ταμείο παρακαταθηκών αφού υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία συναλλαγών δεν αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες για τον λόγο ότι η κατοχή δικαιωμάτων εκπομπής δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ο κάτοχος εκπέμπει πράγματι αέρια θερμοκηπίου.

37.      Το κρίσιμο δεν είναι, ωστόσο, η πραγματική άσκηση των δικαιωμάτων εκπομπής. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση αρκεί ήδη η ενδεχόμενη επίδραση στο περιβάλλον. Κατά κανόνα, μια συναλλαγή υπό τη μορφή μεταβιβάσεως δικαιωμάτων εκπομπής έχει ως αποτέλεσμα ο μεν πωλητής να παράγει χαμηλότερες εκπομπές σε σχέση με αυτές που δικαιούται βάσει της κατανομής, ο δε αγοραστής να δύναται να αυξήσει αντίστοιχα τις δικές του εκπομπές.

38.      Εύστοχο είναι, εντούτοις, το επιχείρημα της Γαλλίας ότι οι συναλλαγές δεν αποκλείεται να μην έχουν άμεση σχέση με την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου στο περιβάλλον αλλά να πρόκειται για καθαρά κερδοσκοπικές πράξεις με σκοπό την εν συνεχεία μεταπώληση των δικαιωμάτων σε υψηλότερη τιμή.

39.      Κάτι τέτοιο ενδέχεται πράγματι να ισχύει για ένα μέρος των ζητούμενων στοιχείων συναλλαγής και συγκεκριμένα για τις πληροφορίες που αφορούν στους αποδέκτες των δικαιωμάτων εκπομπής. Όσον αφορά τους σταθμούς τηλεθερμάνσεως, οι οποίοι στην εξεταζόμενη περίπτωση εκχωρούν δικαιώματα εκπομπής, θα πρέπει να θεωρηθεί πως η συναλλαγή θα έχει πραγματικές επιπτώσεις, καθώς κατά κανόνα οι σταθμοί αυτοί θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές τους αντιστοίχως.

40.      Όμως, και οι πληροφορίες οι σχετικές με αυτούς στους οποίους παραχωρούνται τα δικαιώματα δεν είναι εξαρχής αποκλειστέες. Αν αναλογιστούμε ότι ο τελικός αγοραστής θα παράγει κατά κανόνα περισσότερες εκπομπές από ό,τι προβλέπεται βάσει της κατανομής των δικαιωμάτων, η δε ενδιάμεση κερδοσκοπική εμπορία συμβάλλει στο αποτέλεσμα αυτό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται περιβαλλοντικό συμφέρον για διαφάνεια στη μεταβίβαση δικαιωμάτων εκπομπής. Εξάλλου, είναι μάλλον δύσκολο στην πράξη να διαπιστωθεί πριν από την τελική εκμετάλλευση ενός τέτοιου δικαιώματος αν η συναλλαγή αφορούσε απλώς σε ενδιάμεσο στάδιο εμπορίας ή σε κτήση για ιδία εκμετάλλευση. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία συναλλαγών θα πρέπει να θεωρούνται καταρχήν ως περιβαλλοντικές πληροφορίες.

41.      Παρά την αντίθετη γνώμη της Αυστρίας, το συγκεκριμένο συμφέρον του Δήμου της Λυών για γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών δεν εμποδίζει την κατάταξή τους ως περιβαλλοντικών πληροφοριών. Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, το οποίο αποκλείει την επίκληση συμφέροντος για την υποβολή αιτήσεως, η φύση του προσωπικού συμφέροντος του αιτούντος για λήψη των πληροφοριών είναι άνευ σημασίας (14).

42.      Κατά συνέπεια, οι πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές δικαιωμάτων εκπομπής αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

 Επί του πρώτου ερωτήματος – Η αρμοδιότητα για τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών

43.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το ταμείο παρακαταθηκών είναι αρμόδιο να αποφασίσει σχετικά με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν συναλλαγές.

44.      Ο κανονισμός 2216/2004 προβλέπει ουσιαστικά μία μορφή δημοσιοποιήσεως των εν λόγω πληροφοριών, ήτοι τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές που έχουν ολοκληρωθεί, τις οποίες ο κεντρικός διαχειριστής δημοσιοποιεί σύμφωνα με το παράρτημα XVI, παράγραφοι 11 και 12, την 15η Ιανουαρίου του πέμπτου έτους μετά τη συναλλαγή. Κατά τα λοιπά, οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, καταρχήν εμπιστευτικές. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, απαγορεύει τη χρήση των πληροφοριών χωρίς τη συγκατάθεση του εκάστοτε κατόχου εφόσον δεν γίνεται για σκοπούς λειτουργίας των μητρώων σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού. Περαιτέρω στο άρθρο 10, παράγραφος 3, ορίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και οι διαχειριστές των μητρώων διεκπεραιώνουν μόνο διεργασίες που αφορούν δικαιώματα εκπομπών, εξακριβωμένες εκπομπές, λογαριασμούς και μονάδες Κιότο όταν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως αρμόδιας αρχής ή διαχειριστή μητρώου.

45.      Βάσει των ανωτέρω, το ταμείο παρακαταθηκών, η Αυστρία και η Επιτροπή εκτιμούν ότι ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τη δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών είναι ο κεντρικός διαχειριστής και όχι το ταμείο παρακαταθηκών, το οποίο λειτουργεί ως διαχειριστής του εθνικού μητρώου.

46.      Ο Δήμος της Λυών και η Γαλλία ορθώς διακρίνουν μεταξύ της δημοσιοποιήσεως των επίμαχων πληροφοριών, η οποία κατά τον κανονισμό 2216/2004 ανήκει στην αρμοδιότητα του κεντρικού διαχειριστή, και της λήψεως αποφάσεως σχετικά με αιτήσεις προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Για τις αιτήσεις αποφασίζει η εκάστοτε αρχή στην οποία απευθύνονται.

47.      Αυτό προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να παρέχουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν οι ίδιες ή συλλέγονται για λογαριασμό τους, σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση. Δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες πληροφορίες βρίσκονται στο εθνικό μητρώο.

48.      Ο κανονισμός 2216/2004 δεν περιέχει καμία ρύθμιση στο πεδίο της διατάξεως αυτής. Ρυθμίζει την εμπιστευτικότητα και τη δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών, όχι όμως και το ζήτημα της αρμοδιότητας για τη λήψη αποφάσεως επί αιτήσεων προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Συνεπώς, παρά τα όσα αντιθέτως ισχυρίζονται η Αυστρία και η Επιτροπή, ο κανονισμός δεν δύναται εν προκειμένω να θεωρηθεί ως ειδικότερος κανόνας σε σχέση με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (15).

49.      Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαχειριστές των εθνικών μητρώων αποτελούν από κοινού με τον κεντρικό διαχειριστή μια ενιαία αρχή για λογαριασμό της οποίας δύναται να ενεργεί μόνον ο κεντρικός διαχειριστής. Όπως ορθώς παρατηρεί η Γαλλική Κυβέρνηση, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2216/2004, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή φέρουν την ευθύνη για την τήρηση των εκάστοτε μητρώων τους. Επίσης στο παράρτημα XVI, παράγραφοι V έως X, περιέχονται διάφορες υποχρεώσεις πληροφορήσεως που έχει ο διαχειριστής του εθνικού μητρώου.

50.      Το συμπέρασμα αυτό επαναβεβαιώνεται εμμέσως και από τους ισχυρισμούς της Επιτροπής η οποία, μολονότι θεωρεί ότι υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα του κεντρικού διαχειριστή, εντούτοις δέχεται ότι οι διαχειριστές των εθνικών μητρώων δύνανται να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αφότου αυτές δημοσιευθούν από τον κεντρικό διαχειριστή κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η δημοσίευση θα έπρεπε να οδηγεί σε αλλαγή της αρμοδιότητας.

51.      Ως εκ τούτου, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα πρέπει να είναι ότι ο διαχειριστής του εθνικού μητρώου είναι αρμόδιος για τη λήψη αποφάσεως περί δημοσιοποιήσεως ή μη των διαλαμβανόμενων στην παράγραφο 12 του παραρτήματος XVI του κανονισμού 2216/2004 πληροφοριών εφόσον οι πληροφορίες αυτές διατίθενται ή διατηρούνται από αυτόν.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος – Πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον

52.      Το δεύτερο ερώτημα προσεγγίζει τον πυρήνα της ένδικης διαφοράς. Το δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι αιτούμενες πληροφορίες αποτελούν «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση των οποίων η δημοσιοποίηση δεν δύναται να απορριφθεί με την επίκληση ότι πρόκειται για εμπορικά ή βιομηχανικά μυστικά, ή αν η δημοσίευσή τους υπόκειται σε ειδικούς κανόνες εμπιστευτικότητας.

53.      Στο πλαίσιο αυτό θα εξετάσω καταρχάς αν η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση τυγχάνει εφαρμογής (υπό σημείο 1), στη συνέχεια, αν πρόκειται για «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (υπό σημείο 2), και τέλος, κατά πόσο οι ρυθμίσεις του κανονισμού 2216/2004 σχετικά με την εμπιστευτικότητα των μητρώων επηρεάζουν τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα πληροφορήσεως που θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (υπό σημείο 3).

1.      Επί της εφαρμογής της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση

54.      Το ταμείο παρακαταθηκών, η Γαλλία, η Αυστρία και η Επιτροπή εκτιμούν ότι από τον κανονισμό 2216/2004 προκύπτει ειδική ρύθμιση για την εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα που δημιουργούνται με βάση τον κανονισμό, η οποία είναι εξαντλητική και χρονικά μεταγενέστερη σε σχέση με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και συνεπώς υπερισχύει των γενικών κανόνων της τελευταίας.

55.      Εξετάζοντας μεμονωμένα το περιεχόμενο των εκάστοτε ρυθμίσεων ευλόγως συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 2216/2004 είναι ειδικότερος, καθώς περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τη δημοσίευση και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα, ενώ η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση ισχύει για όλες τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ο κανονισμός παρεκκλίνει από τη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση στον βαθμό που δεν προβλέπει ρητώς ότι θα πρέπει να σταθμίζεται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση το συμφέρον για εμπιστευτική μεταχείριση συγκριτικά προς το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών, αλλά και ούτε αναφέρει την ιδιαίτερα ευρεία πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

56.      Επίσης, με βάση τη χρονική σειρά θέσπισης των ρυθμίσεων, ο κανονισμός 2216/2004 θα πρέπει να θεωρείται ως lex posterior σε σχέση με την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

57.      Για να δεχτούμε όμως ότι ο κανονισμός 2216/2004 αποτελεί lex specialis ή/και lex posterior έναντι της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση θα πρέπει η Επιτροπή να είχε την εξουσία να θεσπίσει ρυθμίσεις παρεκκλίνουσες από αυτές της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

58.      Εκ πρώτης όψεως, το προφανές είναι να θεωρήσουμε ότι μεταξύ της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και του κανονισμού 2216/2004 υφίσταται ιεραρχική σχέση, καθώς η οδηγία, ως κλασική πράξη του δευτερογενούς δικαίου, θεσπίστηκε από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, αντλώντας τη νομική της βάση απευθείας από τη ΣΕΚ, ενώ ο κανονισμός αποτελεί απλώς μέτρο της Επιτροπής για την εφαρμογή μιας άλλης οδηγίας, ήτοι τρόπον τινά τριτογενές δίκαιο.

59.      Εντούτοις, το Δικαστήριο πάντα απέφευγε να προβεί σε μια τόσο εξαντλητική ιεράρχηση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ούτε στην παρούσα περίπτωση είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο. Ήδη, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως της νομικής βάσεως του κανονισμού, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός δεν δύναται να εισάγει παρεκκλίσεις από την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

60.      Ο κανονισμός 2216/2004 βασίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή εκδίδει κανονισμό σχετικά με ένα σύστημα μητρώων ώστε να διασφαλίζεται ιδίως η πρόσβαση του κοινού και εύλογου βαθμού εμπιστευτικότητα. Επίσης το άρθρο 17 και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87 προβλέπουν τη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών με βάση τις διατάξεις της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις αυτές. Με βάση τα ανωτέρω, οι διατάξεις του κανονισμού 2216/2004 σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών για την πώληση δικαιωμάτων εκπομπής προφανώς είναι καταρχήν σύμφωνες με τη νομική βάση τους.

61.      Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, όταν θεσπίζει μέτρα εφαρμογής, δύναται να παρεκκλίνει από άλλες διατάξεις του δευτερογενούς δικαίου· ιδίως, μάλιστα, όταν δεν είναι εξουσιοδοτημένη να θεσπίσει μέτρα εφαρμογής για τις συγκεκριμένες άλλες διατάξεις (16). Η οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν προβλέπει τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής εκ μέρους της Επιτροπής.

62.      Ως εκ τούτου, μία ειδική ρύθμιση παρεκκλίνουσα από την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση θα προϋπέθετε βούληση του νομοθέτη της οδηγίας 2003/87 να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να παρεκκλίνει από την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε ίσως εμμέσως να συναχθεί από το γεγονός ότι γίνεται λόγος για εφαρμογή της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση μόνο σε σχέση με συγκεκριμένες πληροφορίες.

63.      Ωστόσο, η αιτιολογική έκθεση που περιέχεται στην πρόταση της οδηγίας 2003/87 δεν συνηγορεί, όσον αφορά την εν λόγω διάταξη, υπέρ ενός εμμέσως επιδιωκόμενου περιορισμού της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Σύμφωνα με αυτήν, το κοινό θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των υποχρεώσεων παρακολουθήσεως, αναφοράς και επαληθεύσεως, πληροφορίες για το περιεχόμενο των εθνικών μητρώων και τυχόν ενέργειες σχετικές με παραβιάσεις της οδηγίας, σύμφωνα με την οδηγία 90/313/ΕΟΚ για την ελευθερία προσβάσεως σε πληροφορίες για το περιβάλλον, δηλαδή σύμφωνα με την παλαιά οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (17). Οι επίμαχες πληροφορίες στην προκείμενη περίπτωση αφορούν στα εθνικά μητρώα.

64.      Επίσης, στην ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση διαπιστώνεται ρητώς ότι η οδηγία 2003/87 είναι συνεπής με τις διατάξεις της Συμβάσεως του Άαρχους. Αυτό είναι ούτως ή άλλως υποχρεωτικό, αφού οι διεθνείς συμβάσεις που συνάπτονται από την Ένωση υπερέχουν έναντι των διατάξεων του παράγωγου κοινοτικού δικαίου (18). Για τον λόγο αυτόν, οι διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ενώσεως θα πρέπει να συνάδουν, στο μέτρο του δυνατού, με τις υποχρεώσεις που συνεπάγονται για την Ένωση οι εν λόγω συμφωνίες (19).

65.      Στον βαθμό που ενδιαφέρει την παρούσα διαδικασία, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Άαρχους αντιστοιχεί στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Αν γινόταν δεκτό ότι ο κανονισμός 2216/2004 αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση έναντι της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, αυτό θα συνεπαγόταν παρέκκλιση από τη Σύμβαση του Άαρχους.

66.      Το γεγονός ότι η οδηγία 2003/87 και ο κανονισμός 2216/2004 έχουν ως σκοπό μεταξύ άλλων και την εκπλήρωση υποχρεώσεων από διεθνείς συμβάσεις δεν δικαιολογεί μια τέτοια παρέκκλιση, καθώς ούτε η σύμβαση-πλαίσιο για τις κλιματικές μεταβολές ούτε το Πρωτόκολλο του Κιότο περιλαμβάνουν διατάξεις που να απαιτούν ανάλογη παρέκκλιση.

67.      Με βάση τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/87 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίσει ειδική ρύθμιση κατά παρέκκλιση της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και της Συμβάσεως του Άαρχους. Κατά συνέπεια, δεν είναι επιτρεπτή και η ερμηνεία του κανονισμού 2216/2004 υπό την έννοια αυτή. Στον βαθμό όμως που η ίδια η οδηγία παρέχει ανάλογα περιθώρια, ο κανονισμός μπορεί να συμβάλει στη συγκεκριμενοποίησή της.

68.      Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα προκύπτει ότι η απόφαση επί αιτήσεως προσβάσεως σε πληροφορίες που υπάγονται στο παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004, θα πρέπει να ληφθεί με βάση την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

2.      Περί της έννοιας των πληροφοριών σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον

69.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση επιτρέπεται η απόρριψη αιτήσεως περιβαλλοντικών πληροφοριών όταν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά ορισμένα προστατευόμενα αγαθά τα οποία απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, περιορίζει το φάσμα των προστατευόμενων αγαθών στην περίπτωση που η αίτηση αφορά σε πληροφορίες για εκπομπές στο περιβάλλον. Η απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως επιτρέπεται μόνο για τους λόγους εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β΄, γ΄ και ε΄. Στην προκείμενη περίπτωση προφανώς δεν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αυτούς. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξεταστεί αν η αίτηση του Δήμου της Λυών αφορά πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

70.      Η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής έχει σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον καθώς τα δικαιώματα αυτά επιτρέπουν στους κατόχους τους να απελευθερώνουν ουσίες. Οι πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές παρέχουν στοιχεία για το ποιος δικαιούται να παράγει εκπομπές, γι’ αυτό άλλωστε αποτελούν περιβαλλοντικές πληροφορίες.

71.      Αμφίβολο είναι, ωστόσο, αν ο περιορισμός των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση καλύπτει και τις έμμεσες πληροφορίες σχετικά με εκπομπές κατά το πρότυπο του ορισμού των περιβαλλοντικών πληροφοριών. Οι δύο ρυθμίσεις επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες και συνεπώς αποκλείεται η ενιαία ερμηνεία τους (20).

72.      Ο ορισμός αποτελεί το κριτήριο προσπελάσεως του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση και συνεπώς είναι αυτός που επιτρέπει μία αντικειμενικά ορθή στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων όταν πρόκειται να αποφασιστεί η δημοσιοποίηση ή μη μιας συγκεκριμένης πληροφορίας.

73.      Αντιθέτως, ο περιορισμός των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στηρίζεται επί αμάχητου τεκμηρίου, ήτοι ότι ορισμένοι λόγοι, όπως είναι ιδίως η προστασία εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών, δεν δικαιολογούν ποτέ την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον. Αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση συμπεριλάμβανε και έμμεσες πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον, θα περιοριζόταν σημαντικά το πεδίο εφαρμογής των αποκλειόμενων δυνάμει της διατάξεως αυτής εξαιρέσεων και συνεπώς και η προστασία των εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών. Λόγω της φύσεώς τους, οι περισσότερες περιβαλλοντικές πληροφορίες μπορούν να συσχετιστούν εμμέσως με εκπομπές.

74.      Περισσότερο διαφωτιστικές είναι εν προκειμένω οι κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Άαρχους. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η προστασία εμπορικών μυστικών θα πρέπει να παύει από τη στιγμή που απελευθερώνονται οι ουσίες στις οποίες αφορούν οι πληροφορίες που τηρούνται ως εμπιστευτικές (21). Αντιθέτως, η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής λαμβάνει χώρα πριν από την απελευθέρωση ουσιών και συνεπώς οι σχετικές πληροφορίες δεν αποτελούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές.

3.      Περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων συναλλαγών

75.      Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως δημοσιοποιήσεως για τον λόγο ότι αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών. Τα εν λόγω αγαθά προστατεύονται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, όταν η εθνική ή κοινοτική νομοθεσία προβλέπει αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου.

76.      Οι διατάξεις του κανονισμού 2216/2004 σχετικά με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα αποτελούν τη βάση για την εν λόγω έννομη προστασία. Όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού, βάσει του οποίου η χρήση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται υπό τον όρο της συγκαταθέσεως του κατόχου του εκάστοτε λογαριασμού, οι ρυθμίσεις αποβλέπουν στην προστασία των δικαιολογημένων οικονομικών συμφερόντων του.

77.      Σε περίπτωση που ο κάτοχος του λογαριασμού είναι φυσικό πρόσωπο τίθεται συγχρόνως και θέμα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως προσωπικών δεδομένων κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση (22).

78.      Τα ανωτέρω δεν απαντούν ωστόσο το ερώτημα αν οι πληροφορίες που περιέχονται στα μητρώα θα πρέπει να τυγχάνουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έως την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας σύμφωνα με το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004. Τούτο διότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση επιβάλλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση.

79.      Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, ενδεχομένως μετά από συνεννόηση με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, να διαπιστώσουν καταρχήν αν υφίσταται πράγματι το τεκμαρτό κατά τον κανονισμό 2216/2004 συμφέρον. Σε περίπτωση που οι συγκεκριμένες πληροφορίες έχουν ήδη δημοσιευθεί αλλού ή οι επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται για την τήρησή τους ως εμπιστευτικών, δεν δικαιολογείται η άρνηση της κοινοποιήσεώς τους με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για εμπορικά ή βιομηχανικά μυστικά ή προσωπικά δεδομένα.

80.      Αν υφίσταται συμφέρον για εμπιστευτική τήρηση, αυτό θα πρέπει να σταθμιστεί έναντι τυχόν δημοσίου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

81.      Εκ πρώτης όψεως, το συμφέρον του Δήμου της Λυών για χρησιμοποίηση των πληροφοριών στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμβάσεως συνιστά δημόσιο συμφέρον στον βαθμό που ο Δήμος της Λυών εκτελεί εν προκειμένω δημόσιο καθήκον. Η εντύπωση αυτή είναι, ωστόσο, απατηλή, αφού η στάθμιση κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση θα πρέπει να ισχύει ανεξαρτήτως του ειδικού συμφέροντος του εκάστοτε αιτούντος. Σκοπός της οδηγίας είναι η χορήγηση δικαιώματος προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες στον οποιονδήποτε και όχι η θέσπιση κανόνων για την προστασία ειδικών συμφερόντων του ενός ή του άλλου προσώπου για πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές (23).

82.      Ειδικό δημόσιο συμφέρον δημοσιοποιήσεως πληροφοριών σχετικά με την εμπορία εκπομπών, οι οποίες περιέχονται στα μητρώα, δεν καθιερώνουν εξάλλου ούτε οι κοινοτικές διατάξεις για τις δημόσιες συμβάσεις. Αντιθέτως και οι τελευταίες προβλέπουν τη διασφάλιση της προστασίας εμπορικών και βιομηχανικών μυστικών (24).

83.      Τέλος δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα υπάρξεως δημοσίου συμφέροντος για διαφάνεια της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής. Μολονότι θα συνηγορούσε υπέρ της διαφάνειας το γεγονός ότι η εν λόγω αγορά έχει ως αντικείμενο τα δικαιώματα εκπομπής και το άρθρο 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση καταδεικνύει την ύπαρξη αυξημένου δημόσιου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με εκπομπές, εντούτοις δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η διαφάνεια της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής ρυθμίζεται σαφώς από τον κανονισμό 2216/2004. Υπέρβαση της κανονιστικής αρμοδιότητας δεν προκύπτει, αφού η νομική βάση του κανονισμού, ήτοι το άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, προβλέπει ρητά τη ρύθμιση τόσο της προσβάσεως του κοινού στα μητρώα όσο και της δέουσας εμπιστευτικότητας. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής ως νομοθέτη του κανονισμού θα πρέπει να γίνει καταρχήν δεκτή.

84.      Βάσει των ανωτέρω, από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει επιτακτικό υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προς δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά την έννοια του παραρτήματος XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004 εφόσον στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται πράγματι το τεκμαιρόμενο στον κανονισμό συμφέρον για τήρηση εχεμύθειας.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

85.      Οι αιτήσεις προσβάσεως σε πληροφορίες κατά την έννοια του παραρτήματος XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004, κρίνονται με βάση την οδηγία για την περιβαλλοντική πληροφόρηση. Ωστόσο δεν πρόκειται για πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας, για τις οποίες ισχύουν ορισμένοι μόνον από τους προβλεπόμενους λόγους τηρήσεως εμπιστευτικότητας. Η δημοσιοποίησή τους πριν από την παρέλευση της πενταετίας κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού, θα επηρέαζε αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών μυστικών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄ ή/και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, της οδηγίας. Από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον προς δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών το οποίο να υπερτερεί της προστασίας εμπορικών ή βιομηχανικών μυστικών ή/και της εμπιστευτικότητας προσωπικών δεδομένων στον βαθμό που στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται πράγματι το τεκμαιρόμενο στον κανονισμό συμφέρον για τήρηση εχεμύθειας.

 Επί του τρίτου ερωτήματος – Υπολογισμός της πενταετούς προθεσμίας κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004

86.      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι επίμαχες πληροφορίες θα πρέπει να τηρούνται εμπιστευτικά για διάστημα πέντε ετών από την καταγραφή τους στο μητρώο ή αν δημοσιοποιούνται ήδη μετά την παρέλευση της πρώτης πενταετίας από την κατανομή των δικαιωμάτων σύμφωνα με την οδηγία 2003/87. Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο και σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, καθώς η διάρκεια της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως κατά τον κανονισμό 2216/2004 ενδέχεται να επηρεάσει τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε στοιχεία συναλλαγών κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία δ΄ και στ΄ της οδηγίας.

87.      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87 προβλέπει δύο περιόδους κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής: μία περίοδο τριών ετών μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2005 και της 1ης Ιανουαρίου 2008 και εν συνεχεία μία περίοδο πέντε ετών. Δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι επίμαχες πληροφορίες θα πρέπει να τηρούνται ως εμπιστευτικές μόνον κατά τη διάρκεια της εκάστοτε περιόδου κατανομής, ζήτημα που όμως τελικά δεν είναι κρίσιμο, καθώς ο κανονισμός 2216/2004 είναι σαφής στο σημείο αυτό.

88.      Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 2216/2004, ο κεντρικός διαχειριστής και κάθε διαχειριστής εθνικού μητρώου καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα XVI, με τη συχνότητα και στους αποδέκτες που προβλέπονται στο παράρτημα αυτό. Άλλες πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται. Στο παράρτημα XVI, παράγραφος 11 προβλέπεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής εμφανίζει και ενημερώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 12 σχετικά με το σύστημα μητρώων στο δημόσιο πεδίο του ιστοτόπου του ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας, τηρώντας το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα. Οι πληροφορίες για κάθε συναλλαγή που έχει ολοκληρωθεί και αφορά το σύστημα μητρώων για το έτος Χ εμφανίζονται κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, από την 15η Ιανουαρίου του έτους (Χ+5).

89.      Όπως εύστοχα παρατηρούν το ταμείο παρακαταθηκών, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, από τον ανωτέρω κανόνα προκύπτει σαφώς ότι δεν έχει σημασία η παρέλευση μιας συγκεκριμένης περιόδου κατανομής, αλλά οι επίμαχες πληροφορίες δημοσιοποιούνται το πρώτον από την 15η Ιανουαρίου του πέμπτου έτους μετά το έτος διενέργειας της συναλλαγής.

90.      Άλλωστε, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, θα ήταν παράλογο να προστατεύονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι συναλλαγές που διενεργούνται στις αρχές μιας περιόδου κατανομής σε σχέση με εκείνες που διενεργούνται στα τέλη μιας τέτοιας περιόδου, αφού το συμφέρον για εμπιστευτική μεταχείριση θα πρέπει να θεωρηθεί πως εξακολουθεί να υφίσταται αντίστοιχα και για επόμενες περιόδους κατανομής.

91.      Ως εκ τούτου, κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004 οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται το πρώτον μετά την παρέλευση πέντε ετών.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος – Δυνατότητες παρεκκλίσεως

92.      Με το τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2004 υφίσταται δυνατότητα παρεκκλίσεως από την πενταετή προθεσμία, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση που οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως αιτείται τις συγκεκριμένες πληροφορίες προκειμένου να έλθει σε διαπραγματεύσεις σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως για τη μεταφορά τηλεθερμάνσεως, η οποία αποτελεί δημόσιο καθήκον. Τέτοιου είδους παρεκκλίσεις θα είχαν σημασία και στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.

93.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2216/2004 ορίζει ότι όλες οι πληροφορίες που περιέχονται στα μητρώα τυγχάνουν καταρχήν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, προβλέπει ωστόσο εξαιρέσεις όσον αφορά τη χρησιμοποίησή τους για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού, της οδηγίας 2003/87 και της εθνικής νομοθεσίας.

94.      Ο Δήμος της Λυών υποστηρίζει ότι η παροχή των επίμαχων πληροφοριών σε αυτόν εξυπηρετεί τον σκοπό της εφαρμογής της οδηγίας 2003/87. Όπως ισχυρίζεται, θέλει να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες για την αξιολόγηση και, ενδεχομένως, τη βελτίωση της μειώσεως των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου από την εταιρία εκμεταλλεύσεως του θερμοηλεκτρικού σταθμού του δήμου.

95.      Ωστόσο, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2216/2004 δεν επιτρέπει την κοινοποίηση πληροφοριών για τον λόγο ότι εξυπηρετεί τους σκοπούς γενικώς της οδηγίας 2003/87, αλλά απαιτεί η κοινοποίηση να εξυπηρετεί τον σκοπό της εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Η οδηγία 2003/87, αν και περιέχει διατάξεις σχετικά με την κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα, εντούτοις δεν περιέχει καμία διάταξη που να προβλέπει την κοινοποίηση των επίμαχων πληροφοριών.

96.      Το ίδιο ισχύει και για τον κανονισμό 2216/2004, ο οποίος επίσης αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, προβλέπει όμως την κοινοποίηση κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12 μόνο μετά την παρέλευση πέντε ετών.

97.      Καίτοι δεν αποκλείεται διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας να επιβάλλουν την κοινοποίηση των επίμαχων πληροφοριών προς τον Δήμο της Λυών, εντούτοις το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό καθώς δεν προσκομίστηκαν σχετικά στοιχεία.

98.      Για λόγους πληρότητας ας αναφερθεί, ωστόσο, ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής και της Γαλλίας πως η εν λόγω εξαίρεση αφορά αποκλειστικά διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας θεσπισθείσες για τον σκοπό της εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 και του κανονισμού 2216/2004 δεν ευσταθεί. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες επιτάσσουν την κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών χωρίς να έχουν σχέση με την προστασία του κλίματος. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι κανόνες που ισχύουν κατά τη διερεύνηση αξιοποίνων πράξεων. Κατά την εφαρμογή όμως τέτοιων διατάξεων εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συγκεκριμένα του κανονισμού, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (25). Ως εκ τούτου, η προστασία εμπορικών μυστικών (26) και προσωπικών δεδομένων (27) υποχωρεί μόνον όταν υφίσταται υπέρτερο προστατευόμενο συμφέρον. Η ανωτέρω περιγραφείσα εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση υποδεικνύει τον τρόπο διενέργειας του εκάστοτε απαιτούμενου ελέγχου.

99.      Ομοίως το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2216/2004 δεν επιβάλλει πρώιμη δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Η εν λόγω διάταξη αποκλείει καταρχήν τη χρήση πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα δίχως την προηγούμενη συγκατάθεση του κατόχου του εκάστοτε λογαριασμού. Αυτό που επιτρέπεται είναι η χρήση τους για τη λειτουργία του μητρώου σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού. Η κοινοποίηση των επίμαχων πληροφοριών στον Δήμο της Λυών δεν εξυπηρετεί όμως την ανάγκη αυτή.

100. Συνεπώς, από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο δυνάμενο να δικαιολογήσει σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2004 παρέκκλιση από την πενταετή προθεσμία του παραρτήματος XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού αυτού.

V –    Πρόταση

101. Προτείνω να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα:

1.      Η απόφαση επί υποβαλλόμενης κατά την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου αιτήσεως περί προσβάσεως στις διαλαμβανόμενες στην παράγραφο 12, του παραρτήματος XVI του κανονισμού (ΕΚ) 2216/2004, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, πληροφοριών σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διαχειριστή του εθνικού μητρώου εφόσον οι πληροφορίες διατίθενται ή διατηρούνται από αυτόν.

2.      Οι αιτήσεις προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να κρίνονται βάσει της οδηγίας 2003/4. Ωστόσο δεν πρόκειται για πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας, για τις οποίες ισχύουν ορισμένοι μόνον από τους προβλεπόμενους λόγους τηρήσεως εμπιστευτικότητας. Η δημοσιοποίησή τους πριν από την παρέλευση της πενταετίας κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών μυστικών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄ ή/και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 2003/4. Από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον προς δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών το οποίο να υπερτερεί της προστασίας εμπορικών ή βιομηχανικών μυστικών ή/και της εμπιστευτικότητας προσωπικών δεδομένων στον βαθμό που στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται πράγματι το τεκμαιρόμενο στον κανονισμό συμφέρον για τήρηση εχεμύθειας.

3.      Κατά το παράρτημα XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού 2216/2004, οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται κατά κανόνα το πρώτον μετά την παρέλευση πέντε ετών.

4.      Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν προέκυψε κάποιο γεγονός το οποίο θα δικαιολογούσε σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2004 παρέκκλιση από την πενταετή προθεσμία του παραρτήματος XVI, παράγραφος 12, του κανονισμού αυτού.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 275, σ. 32, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/101/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ L 338, σ. 18).


3 – ΕΕ L 41, σ. 26.


4 – ΕΕ L 386, σ. 1.


5 – ΕΕ 2005 L 124, σ. 4.


6 – Εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1).


7 – Εγκρίθηκε με την απόφαση 94/69/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (ΕΕ L 33, σ. 11).


8 – Εγκρίθηκε με την απόφαση 2002/358/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2002, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κιότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές και την από κοινού τήρηση των σχετικών δεσμεύσεων (ΕΕ L 130, σ. 1).


9 – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για μηχανισμό παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Κοινότητα και εφαρμογής του Πρωτοκόλλου του Κιότο (ΕΕ L 49, σ. 1).


10 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος (ΕΕ L 158, σ. 56).


11 – Βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1998, C‑321/96, Mecklenburg (Συλλογή 1998, σ. I‑3809, σκέψη 19), και της 12ης Ιουνίου 2003, C‑316/01, Glawischnig (Συλλογή 2003, σ. I‑5995, σκέψη 24).


12 – Απόφαση Glawischnig (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 5).


13 – Bλ. απόφαση Glawischnig (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 25).


14 – Βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψεις 43 επ.) σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001 L 145, 43). Για τον λόγο αυτόν είναι αμφίβολο αν ευσταθεί και η παραδοχή του γερμανικού Bundesverwaltungsgericht στην απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 (7-C2/09, Neue Zeitschrift für Verwaltungsrecht 2009, 189, σκέψη 36), ότι ο σκοπός της χρήσης των πληροφοριών θα μπορούσε να καταστήσει καταχρηστική μια αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση.


15 – Ως προς την ειδικότητα του κανονισμού σε σχέση με τη λήψη αποφάσεως επί αιτήσεων προσβάσεως, βλ. κατωτέρω, σημεία 54 επ.


16 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1989, 22/88, Vreugdenhil και van der Kolk (Συλλογή 1989, σ. 2049, σκέψη 17).


17 – Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη δημιουργία ενός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και για τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, COM(2001) 581 τελικό, σ. 16, σημείο 18.


18 – Βλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52), της 1ης Απριλίου 2004, C‑286/02, Bellio F.lli (Συλλογή 2004, σ. I‑3465, σκέψη 33), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. Ι‑403, σκέψη 35).


19 – Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 52), της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati (Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20), Bellio F.lli (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 33), της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519, σκέψη 35), και της 14ης Μαΐου 2009, C‑161/08, Internationaal Verhuis- en Transportbedrijf Jan de Lely (Συλλογή 2009, σ. I‑4075, σκέψη 38).


20 – Σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της διαθέσεως αποβλήτων βάσει των σκοπών της εκάστοτε ρυθμίσεως, βλ. την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑486/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2006, σ. I‑11025, σκέψεις 39 επ.).


21 –      Stec/Casey-Lefkowitz/Jendroska, TheAarhusConvention: AnImplementationGuide, New York 2000, σ. 60 (σ. 76 της γαλλικής εκδόσεως). Σχετικά με τη σημασία του εν λόγω οδηγού για την ερμηνεία της οδηγίας για την περιβαλλοντική πληροφόρηση, βλ. προτάσεις μου της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, C-266/09, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 88).


22 – Βλ., σχετικά με την διαφορετικά δομημένη εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C‑28/08 P, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 48 επ.).


23 – Βλ., σχετικά, με τον κανονισμό 1049/2001, την απόφαση Sison κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 43 επ.).


24 – Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I‑581, σκέψεις 35 επ.).


25 – Βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1991, C‑260/89, ERT (Συλλογή 1991, σ. I‑2925, σκέψη 42), της 4ης Οκτωβρίου 1991, C‑159/90, Society for the Protection of Unborn Children Ireland (Συλλογή 1991, σ. I‑4685, σκέψη 31), και της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑349/07, Sopropé (Συλλογή 2008, σ. I‑10369, σκέψη 34).


26 – Βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 28), της 19ης Μαΐου 1994, C‑36/92 P, SEP κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑1911, σκέψη 37), και Varec (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 – Βλ. αποφάσεις της 20ής Μαϊου 2003, C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑4989, σκέψεις 70 επ.) και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (Συλλογή 2008, σ. I‑9831, σκέψη 52).