Language of document : ECLI:EU:C:2012:690

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Μεταφορές – Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων – Οδηγία 2001/14/EΚ – Άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, και 11 – Χωρητικότητα και χρεώσεις των σιδηροδρομικών υποδομών – Ρυθμιστικός φορέας – Παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας»

Στην υπόθεση C‑528/10,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στις 15 Νοεμβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Ζαββό και H. Støvlbæk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τη Σ. Χαλά,

καθής,

υποστηριζόμενης από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και T. Müller, καθώς και από την J. Očková,

και

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avoccato dello Stato,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet (εισηγητή), προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, E. Levits και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαιτούμενα μέτρα, ιδίως αναφορικά με το σύστημα χρεώσεως τελών χρήσης υποδομής και τον ρυθμιστικό φορέα στον τομέα των σιδηροδρόμων, κατά τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, 11, καθώς και 30, παράγραφοι 1, 4 και 5, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ L 75, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ L 315, σ. 44, στο εξής: οδηγία 2001/14), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων αυτών.

2        Με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2012 η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι θεωρούσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία συμμορφώθηκε εν μέρει όσον αφορά τις αιτιάσεις περί παραβάσεως του άρθρου 30, παράγραφοι 1, 4 και 5, της οδηγίας 2001/14 και ότι, κατά συνέπεια, ζητούσε να γίνει δεκτή η μερική παραίτησή της από τις αιτιάσεις αυτές.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το έτος 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τρεις οδηγίες με σκοπό την αναζωογόνηση των σιδηροδρομικών μεταφορών, ανοίγοντας σταδιακά τον τομέα στον ανταγωνισμό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήτοι την οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 75, σ. 1), την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (ΕΕ L 75, σ. 26), και την οδηγία 2001/14 (στο εξής, από κοινού: πρώτη δέσμη για τους σιδηροδρόμους).

4        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/14, με τίτλο «Κόστος υποδομής και λογαριασμοί», ορίζει τα εξής:

«[...]

2.      Στους διαχειριστές υποδομής, με τη δέουσα προσοχή σε θέματα ασφάλειας και συντήρησης και βελτίωσης της ποιότητας εξυπηρέτησης της υποδομής, παρέχονται κίνητρα για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου τελών πρόσβασης.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται είτε μέσω συμβατικής συμφωνίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του διαχειριστή υποδομής που να καλύπτει περίοδο τουλάχιστον τριών ετών και να προβλέπει την κρατική χρηματοδότηση είτε μέσω της θέσπισης κατάλληλων ρυθμιστικών μέτρων με τις δέουσες εξουσίες.

4.      Όταν υπάρχει συμβατική συμφωνία, οι όροι της σύμβασης και η οργάνωση των πληρωμών που θα συμφωνηθούν για την παροχή χρηματοδότησης στο διαχειριστή υποδομής, συμφωνούνται εκ των προτέρων ώστε να καλύπτουν ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης.

5.      Καθορίζεται μέθοδος για τον επιμερισμό του κόστους. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν προηγούμενη έγκριση. Η μέθοδος αυτή θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται από καιρού εις καιρόν σύμφωνα προς την καλύτερη διεθνή πρακτική.»

5        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Σύστημα επιδόσεων», ορίζει τα εξής:

«Τα συστήματα χρέωσης υποδομής ενθαρρύνουν, μέσω συστήματος επιδόσεων, τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τον διαχειριστή υποδομής, να ελαχιστοποιούν τη διαταραχή και βελτιώνουν την επίδοση του σιδηροδρομικού δικτύου. Αυτό μπορεί να προβλέπει κυρώσεις για πράξεις που διαταράσσουν τη λειτουργία του δικτύου, αποζημίωση των επιχειρήσεων που πλήττονται από τη διαταραχή και πριμοδότηση για ανταμοιβή της επίδοσης που είναι καλύτερη από την προγραμματισμένη.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

6        Με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2008, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να συμμορφώσουν τη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές προς την πρώτη δέσμη για τους σιδηροδρόμους. Οι κύριες προσαφθείσες στην Ελληνική Δημοκρατία παραβάσεις αφορούσαν την ανεξαρτησία ασκήσεως βασικών καθηκόντων, το σύστημα χρεώσεως τελών υποδομής και τον ρυθμιστικό φορέα στον τομέα των σιδηροδρόμων.

7        Οι ελληνικές αρχές απάντησαν σε αυτήν την προειδοποιητική επιστολή με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2008. Στο έγγραφο αυτό επικαλέστηκαν στοιχεία αφορώντα τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς την πρώτη δέσμη για τους σιδηροδρόμους.

8        Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2009, απαντώντας σε επιστολή που απηύθυνε η Επιτροπή στις 9 Ιουνίου 2009, οι ελληνικές αρχές έδωσαν νέες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που είχαν αναγγείλει με την απάντησή τους στην προειδοποιητική επιστολή.

9        Εντούτοις, θεωρώντας ότι παραμένουν ορισμένα σημεία πλημμελούς εφαρμογής της πρώτης δέσμης για τους σιδηροδρόμους, η Επιτροπή εξέδωσε στις 8 Οκτωβρίου 2009 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 6, παράγραφοι 2 έως 5, 11, καθώς και 30, παράγραφοι 1, 4 και 5, της οδηγίας 2001/14 και κάλεσε το κράτος μέλος αυτό να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

10      Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στην αιτιολογημένη γνώμη στις 8 Δεκεμβρίου 2009.

11      Κρίνοντας μη ικανοποιητική την απάντηση των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

12      Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της πρώτης δέσμης για τους σιδηροδρόμους. Προβάλλει προς τούτο μία αιτίαση σχετικά με τη χρέωση τελών υποδομής. Η προσφυγή της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη την ελληνική νομοθεσία ως ίσχυε κατά τον χρόνο αποστολής της αιτιολογημένης γνώμης και τις απαντήσεις που έλαβε από την Ελληνική Κυβέρνηση σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο.

13      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται νέες νομικές διατάξεις, θεσπισθείσες μετά την αιτιολογημένη γνώμη, και την απάντηση στην προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής με την οποία το εν λόγω κράτος μέλος εξήγγειλε τις ενέργειες στις οποίες σκόπευε να προβεί.

14      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι με τον νόμο 3891/10, της 4ης Νοεμβρίου 2010, για την αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και άλλες διατάξεις για τον σιδηροδρομικό τομέα (ΦΕΚ A΄ 188/4.11.2010, στο εξής: νόμος 3891/10), έχει λάβει πλέον όλα τα απαιτούμενα μέτρα στην κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι αιτιάσεις της Επιτροπής, όπως μνημονεύονται στην προσφυγή της, και δη όσον αφορά το σύστημα χρεώσεως τελών υποδομής και τον ρυθμιστικό φορέα στον τομέα των σιδηροδρόμων.

15      Κατά το κράτος μέλος αυτό, από τις ημερομηνίες καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής και δημοσιεύσεως του νόμου 3891/10 προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τη σύνταξη της προσφυγής της, δεν είχε λάβει γνώση αυτού του νέου νομοθετικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι οι προβληθείσες από την Επιτροπή αιτιάσεις αφορούσαν το προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς, ως ίσχυε βάσει του προεδρικού διατάγματος 41/2005 (ΦΕΚ Α΄ 60/7.3.2005) και του νόμου 3710/2008 (ΦΕΚ Α΄ 216/23.10.2008), πριν από την τροποποίησή του με τον νόμο 3891/10.

16      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, μολονότι, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, είχε συνομολογήσει τη βασιμότητα των αιτιάσεων της Επιτροπής, σήμερα, μετά τη θέσπιση του νόμου 3891/10, έχει πλήρως συμμορφωθεί προς τα αιτήματα της Επιτροπής. Συνεπώς, φρονεί ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη αυτής της νομοθετικής μεταβολής, στερούνται πλέον αντικειμένου.

17      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι εξέτασε τον νέο νόμο 3891/10 βάσει του οποίου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έχει συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2001/14. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το κράτος μέλος αυτό δεν έχει παρά ταύτα λάβει μέχρι στιγμής τα εκτελεστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την ουσιαστική εφαρμογή του εν λόγω νόμου και ότι, κατά συνέπεια, δεν μετέφερε την οδηγία αυτή στο εσωτερικό δίκαιό του.

18      Όσον αφορά τη δεύτερη περιλαμβανόμενη στην προσφυγή της αιτίαση, σχετικά με την παράλειψη καταρτίσεως και εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου συστήματος επιδόσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/14, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος 3891/10 στο προεδρικό διάταγμα 41/2005 δεν αποτελούν ούτε καν σχέδιο τέτοιου συστήματος, στο μέτρο που οι τροποποιήσεις αυτές περιορίζονται στον προσδιορισμό των τίτλων των μελλοντικών παραρτημάτων αναφορικά με το επίμαχο σύστημα και δεν περιλαμβάνουν καμία αναφορά στον τρόπο εφαρμογής και θέσεως σε ισχύ αυτού του φερόμενου σχεδίου. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένα υπαρκτό και εφαρμοζόμενο ολοκληρωμένο σύστημα επιδόσεων.

 Η επιχειρηματολογία των παρεμβαινουσών

19      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής έχουν ως σημείο αναφοράς την ελληνική νομοθεσία ως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης. Εξ αυτού προκύπτει ότι, καίτοι η Ελληνική Δημοκρατία είχε, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, συνομολογήσει τη βασιμότητα των αιτιάσεων της Επιτροπής, οι αιτιάσεις αυτές έχουν πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου μετά τις τροποποιήσεις της ελληνικής νομοθεσίας,

20      Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι το συμφέρον της προς παρέμβαση εδράζεται αποκλειστικώς στην αιτίαση της Επιτροπής σχετικά με την απουσία ανεξαρτησίας του ρυθμιστικού φορέα, καθώς και με την ανάθεση στον φορέα αυτό σημαντικών εποπτικών και κυρωτικών εξουσιών, καθώς το εν λόγω κράτος μέλος προτίθεται να υποστηρίξει ότι η ιταλική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας 2001/14, και δη προς το άρθρο 30 αυτής, συμμόρφωση η οποία αμφισβητείται από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει αριθ. 2008/2097.

21      Πάντως, δεδομένης της θέσεως της Επιτροπής όπως εκφράσθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως, κατά την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν αμφισβητεί την ίδρυση από τον Έλληνα νομοθέτη, ως απάντηση στη συγκεκριμένη αυτή αιτίαση, ρυθμιστικού φορέα αρμόδιου σε θέματα μεταφορών και την ανάθεση σ’ αυτόν αποτελεσματικών εποπτικών και κυρωτικών εξουσιών, η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν είναι πλέον αναγκαίο το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14, οπότε αίρεται το συμφέρον της Ιταλικής Δημοκρατίας να παρέμβει.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές η Ιταλική Κυβέρνηση παραιτείται από την παρέμβασή της.

23      Η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι συμφωνεί με τα επιχειρήματα που αντέταξε η Ελληνική Δημοκρατία στο σύνολο των αιτιάσεων της Επιτροπής, τα οποία αφορούν τη φερόμενη εσφαλμένη μεταφορά των επίμαχων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες είναι ομοίου περιεχομένου με τις αιτιάσεις που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση C-545/10, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

24      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25      Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει επιχειρήματα στηριζόμενα στις τροποποιήσεις που επήλθαν στην εθνική νομοθεσία μετά την από 8 Δεκεμβρίου 2008 απάντηση των ελληνικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε αυτό το νέο νομοθετικό πλαίσιο κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής.

26      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι επελθούσες εν συνεχεία μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2001, C-111/00, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2001, σ. I-7555, σκέψη 13, και της 26ης Απριλίου 2007, C-135/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2007, σ. I-3475, σκέψη 36).

27      Ομοίως, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που επιβάλλει μια οδηγία (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C-470/98, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2000, σ. Ι-4657, σκέψη 11, και της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-423/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-11167, σκέψη 10).

28      Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης μεταφορά της οδηγίας 2001/14 στο εσωτερικό δίκαιο δεν είχαν ληφθεί κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί βάσιμη.

30      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαιτούμενα μέτρα, ιδίως αναφορικά με το σύστημα χρεώσεως τελών υποδομής στον τομέα των σιδηροδρόμων, κατά τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, και 11 της οδηγίας 2001/14, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων αυτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

32      Σύμφωνα με την παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 69, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία, που παρενέβησαν στη δίκη, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαιτούμενα μέτρα, ιδίως αναφορικά με το σύστημα χρεώσεως τελών υποδομής στον τομέα των σιδηροδρόμων, κατά τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, και 11 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας, όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με την οδηγία 2007/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων αυτών.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Τσεχική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.