Language of document : ECLI:EU:C:2012:747

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Νοεμβρίου 2012 (*)

«Αεροπορικές μεταφορές – Σύμβαση του Μόντρεαλ – Άρθρο 22, παράγραφος 2 – Ευθύνη των αερομεταφορέων για τις αποσκευές – Όρια της ευθύνης σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης των αποσκευών – Κοινή αποσκευή περισσοτέρων επιβατών – Παράδοση της αποσκευής στον έλεγχο από έναν εκ των επιβατών»

Στην υπόθεση C‑410/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Pedro Espada Sánchez,

Alejandra Oviedo Gonzales,

Lucía Espada Oviedo,

Pedro Espada Oviedo

κατά

Iberia Líneas Aéreas de España SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, K. Lenaerts, E. Juhász, J. Malenovský και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαΐου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Espada Sánchez κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους C. Chulio Purroy και D. Miró García, abogados,

–        η Iberia Líneas Aéreas de España SA, εκπροσωπούμενη από τους J. Fillat Boneta και M. Fillat Torné, abogados,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την J. Kemper,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Pardo Quintillán και τον K. Simonsson,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνάφθηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ L 194, σ. 38, στο εξής: Σύμβαση του Μόντρεαλ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του P. Espada Sánchez, της A. Oviedo González και των δύο ανήλικων τέκνων τους Lucía και Pedro και, αφετέρου, της αεροπορικής εταιρίας Iberia Líneas Aéreas de España SA (στο εξής: Iberia), με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι πρώτοι λόγω απώλειας των αποσκευών που παρέδωσαν προς μεταφορά σε πτήση της δεύτερης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Σύμβαση του Μόντρεαλ

3        Στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της Σύμβασης του Μόντρεαλ, τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν ότι «είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και ότι χρειάζεται δίκαιη αποζημίωση με βάση την αρχή της επανόρθωσης».

4        Το πέμπτο εδάφιο του ως άνω προοιμίου έχει ως εξής:

«[…] η συλλογική δράση των κρατών για την περαιτέρω εναρμόνιση και κωδικοποίηση ορισμένων κανόνων που διέπουν τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές μέσω νέας σύμβασης είναι το πλέον κατάλληλο μέσο για να επιτευχθεί θεμιτή ισορροπία συμφερόντων […]».

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, το οποίο τιτλοφορείται «Επιβάτες και αποσκευές», ορίζει τα εξής:

«Ο μεταφορέας παραδίδει στον επιβάτη αναγνωριστικό απόκομμα αποσκευών για κάθε αποσκευή που πέρασε από έλεγχο.»

6        Οι παράγραφοι 2 και 4 του άρθρου 17 της Σύμβασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Θάνατος και τραυματισμός επιβάτη – Ζημία αποσκευών», προβλέπουν τα κατωτέρω:

«2.      Ο μεταφορέας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, ή βλάβης αποσκευών που είχαν περάσει από τον σχετικό έλεγχο, υπό τον όρο μόνον ότι το συμβάν που προκάλεσε την καταστροφή, την απώλεια ή τη βλάβη σημειώθηκε επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου κατά την οποία οι ελεγχθείσες αποσκευές [βρίσκονταν] υπό την ευθύνη του μεταφορέα. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται στο μέτρο που η ζημία προκλήθηκε εξ αιτίας ενδογενούς ελαττώματος, της ποιότητας ή ατέλειας της αποσκευής. Σε περίπτωση που οι αποσκευές, και ιδίως τα προσωπικά είδη, δεν έχουν περάσει από έλεγχο, ο μεταφορέας ευθύνεται εφόσον η ζημία προκαλείται εξ υπαιτιότητάς του ή εξ υπαιτιότητας των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του.

[…]

4.      Στην παρούσα σύμβαση, ως “αποσκευή” νοείται τόσο μια αποσκευή που έχει περάσει από έλεγχο όσο και μια αποσκευή που δεν έχει περάσει από έλεγχο, υπό την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων.»

7        Η παράγραφος 2 του άρθρου 22 της Σύμβασης, το οποίο καθιερώνει «όρια ευθύνης σχετικά με τις καθυστερήσεις, τις αποσκευές και το φορτίο», ορίζει, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, τα εξής:

«Όσον αφορά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησής τους, περιορίζεται σε 1 000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα [ΕΤΔ], για κάθε επιβάτη, εκτός εάν ο επιβάτης, κατά την παράδοση των ελεγμένων αποσκευών στον μεταφορέα, υποβάλει ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού και εφόσον καταβάλει, ενδεχομένως, συμπληρωματικό ποσό. Στην περίπτωση αυτή, ο μεταφορέας υποχρεούται για την καταβολή ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δηλωθέν ποσό, εκτός εάν αποδείξει ότι το ποσό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό ασφαλιστικό συμφέρον του επιβάτη για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού».

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

8        Όσον αφορά την Κοινότητα, η Σύμβαση του Μόντρεαλ τέθηκε σε ισχύ στις 28 Ιουνίου 2004.

9        Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης 2001/539 έχει ως ακολούθως:

«Είναι προς όφελος των αερομεταφορέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να εργάζονται με ενιαίους και σαφείς κανόνες σχετικά με την ευθύνη εκ ζημιών. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι ίδιοι με εκείνους που ισχύουν και για τους αερομεταφορείς των τρίτων χωρών.»

10      Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2027/97 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1997, για την ευθύνη των αερομεταφορέων όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (ΕΕ L 285, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 889/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2002 (ΕΕ L 140, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 2027/97), προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θέτει σε εφαρμογή τις σχετικές διατάξεις της σύμβασης του Μόντρεαλ σε ό,τι αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους και καθορίζει μερικές επιπλέον διατάξεις. […]»

11      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2027/97 έχει ως εξής:

«Η ευθύνη ενός κοινοτικού αερομεταφορέα έναντι επιβατών και των αποσκευών τους διέπεται από όλες τις διατάξεις της σύμβασης του Μόντρεαλ σχετικά με την εν λόγω ευθύνη.»

12      Η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 889/2002 προβλέπει ότι «[τα] ομοιόμορφα όρια ευθύνης για την απώλεια, φθορά ή καταστροφή αποσκευών και για τη ζημία λόγω καθυστέρησης, τα οποία θα ισχύουν για όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς, θα εξασφαλίσουν απλούς και σαφείς κανόνες τόσο για τους επιβάτες όσο και για τις αεροπορικές εταιρείες και θα επιτρέψουν στους επιβάτες να αναγνωρίζουν πότε χρειάζεται πρόσθετη ασφάλιση».

 Η διαφορά της κύριας δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

13      Ο P. Espada Sánchez, η A. Oviedo González και τα δύο ανήλικα τέκνα τους επιβιβάστηκαν, την 1η Αυγούστου 2008, σε πτήση της αεροπορικής εταιρίας Iberia που αναχωρούσε από τη Βαρκελώνη (Ισπανία) με προορισμό το Παρίσι (Γαλλία). Τα προσωπικά είδη της τετραμελούς οικογένειας ήταν μοιρασμένα σε δύο αποσκευές. Οι εν λόγω αποσκευές χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πτήσης και δεν βρέθηκαν ποτέ.

14      Λόγω αυτού του γεγονότος, οι τέσσερις επιβάτες άσκησαν αγωγή κατά της Iberia ζητώντας, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, να τους καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 4 400 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 4 000 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (στο εξής: ΕΤΔ), δηλαδή 1 000 ΕΤΔ ανά επιβάτη.

15      Με απόφαση που εξέδωσε στις 18 Μαρτίου 2010, το Juzgado Mercantil n° 2 de Barcelona δέχτηκε εν μέρει την αγωγή τους και καταδίκασε την Iberia να καταβάλει το ποσό των 600 ευρώ πλέον νόμιμων τόκων.

16      Επιληφθέν κατ’ έφεση, το Audiencia Provincial de Barcelona εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της Σύμβασης, να έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση απώλειας αποσκευής, αποζημίωση δικαιούται μόνον ο επιβάτης που έχει στην κατοχή του το αναγνωριστικό απόκομμα που μνημονεύει η διάταξη αυτή.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Provincial de Barcelona αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το όριο των 1 000 [ΕΤΔ] ανά επιβάτη που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της [σύμβασης του Μόντρεαλ] για την ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας ή βλάβης αποσκευών, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της ίδιας σύμβασης, την έννοια ότι αποτελεί το ανώτατο όριο αποζημίωσης ανά επιβάτη, στην περίπτωση κατά την οποία είναι περισσότερα τα πρόσωπα που συνταξιδεύουν και παραδίδουν κοινές αποσκευές στον έλεγχο και ανεξαρτήτως του αν ο αριθμός των αποσκευών που περνούν τον έλεγχο είναι μικρότερος από τον αριθμό των ταξιδιωτών;

2)      Σε αντίθετη περίπτωση, έχει το ανώτατο όριο αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη αυτή την έννοια ότι σε κάθε αποσκευή που παραδίδεται στον έλεγχο μπορεί να αντιστοιχεί μόνον ένας επιβάτης δικαιούμενος να αξιώσει αποζημίωση και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμόζεται το ανώτατο όριο που αναλογεί σε έναν μόνον επιβάτη, ακόμα και αν αποδεικνύεται ότι η απολεσθείσα αποσκευή που εξατομικεύεται μέσω αναγνωριστικού αποκόμματος αντιστοιχεί σε περισσότερους του ενός επιβάτες;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

18      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της Σύμβασης, έχει την έννοια ότι το δικαίωμα αποζημίωσης και το όριο ευθύνης του μεταφορέα σε περίπτωση απώλειας αποσκευών εφαρμόζονται και σε επιβάτη που αξιώνει αποζημίωση λόγω απώλειας αποσκευής που παραδόθηκε στον έλεγχο στο όνομα άλλου επιβάτη.

19      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2027/97 προβλέπει ότι η ευθύνη ενός κοινοτικού αερομεταφορέα έναντι επιβατών και των αποσκευών τους διέπεται από όλες τις διατάξεις της Σύμβασης του Μόντρεαλ σχετικά με την εν λόγω ευθύνη.

20      Δεδομένου ότι οι διατάξεις της Σύμβασης αποτελούν, από την ημερομηνία που η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας της, τηρουμένων των δεσμευτικών για την Ένωση κανόνων ερμηνείας του γενικού διεθνούς δικαίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2010, C‑386/08, Brita, Συλλογή 2010, σ. I‑1289, σκέψεις 39 έως 42, και της 6ης Μαΐου 2010, C‑63/09, Walz, Συλλογή 2010, σ. I‑4239, σκέψεις 20 και 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, μολονότι η Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, δεν δεσμεύει ούτε την Ένωση ούτε όλα τα κράτη μέλη, εντούτοις, αντανακλά τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι, ως τέτοιοι, δεσμεύουν τα όργανα της Ένωσης και αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Brita, σκέψη 42).

22      Έτσι, το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης προβλέπει ότι οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους τους σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα, και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού τους (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2010, C‑70/09, Hengartner και Gasser, Συλλογή 2010, σ. I‑7233, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Walz, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Από το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι ο μεταφορέας ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για τη ζημία που προκαλείται λόγω απώλειας αποσκευών. Το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης προβλέπει, ειδικότερα, ότι «όσον αφορά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση […] απώλειας […] περιορίζεται […] σε 1 000 [ΕΤΔ] για κάθε επιβάτη».

24      Από τις διατάξεις τις οποίες μνημονεύει η προηγούμενη σκέψη προκύπτει, αφενός, ότι η ευθύνη του αερομεταφορέα ενεργοποιείται από την προκαλούμενη ζημία σε περίπτωση απώλειας μεταφερόμενων αποσκευών και, αφετέρου, ότι το δικαίωμα αποζημίωσης ανήκει, εντός των προβλεπόμενων ορίων, στον επιβάτη που υπέστη τη ζημία.

25      Επιπλέον, από το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ συνάγεται ότι ο αερομεταφορέας ευθύνεται για τις ζημίες που προκύπτουν από την απώλεια του συνόλου των αποσκευών που ανήκουν στους επιβάτες, ανεξαρτήτως του αν έχουν ή όχι παραδοθεί στον έλεγχο. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ χρησιμοποιεί, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, τον όρο «αποσκευές», ο οποίος, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 4, της ίδιας σύμβασης, νοείται ότι περιλαμβάνει, υπό την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων, «τόσο μια αποσκευή που έχει περάσει από έλεγχο όσο και μια αποσκευή που δεν έχει περάσει από έλεγχο».

26      Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Μόντρεαλ κατά το οποίο «ο μεταφορέας παραδίδει στον επιβάτη αναγνωριστικό απόκομμα αποσκευών για κάθε αποσκευή που πέρασε από έλεγχο». Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Iberia και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η διάταξη αυτή αρκείται, όπως ορθώς επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, στο να επιβάλει στον αερομεταφορέα την υποχρέωση εξατομίκευσης των αποσκευών που παραδίδονται στον έλεγχο και δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι το κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης δικαίωμα αποζημίωσης που χορηγείται σε περίπτωση απώλειας αποσκευών καθώς και ο περιορισμός που συνοδεύει το δικαίωμα αυτό ισχύουν αποκλειστικά προς όφελος των επιβατών που έχουν παραδώσει μια ή περισσότερες αποσκευές στον έλεγχο.

27      Επομένως, οι σχετικές διατάξεις της Σύμβασης του Μόντρεαλ, ερμηνευόμενες συνδυαστικά, έχουν την έννοια ότι ο αερομεταφορέας πρέπει να θεωρείται υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης σε επιβάτη σε περίπτωση απώλειας αποσκευής που έχει παραδοθεί στον έλεγχο στο όνομα άλλου επιβάτη που ταξιδεύει με την ίδια πτήση, στο μέτρο που η απολεσθείσα αποσκευή περιείχε τα προσωπικά αντικείμενα του εν λόγω πρώτου επιβάτη, η απώλεια των οποίων συνιστά την προκληθείσα ζημία. Κατά συνέπεια, η Σύμβαση του Μόντρεαλ χορηγεί ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης λόγω απώλειας των προσωπικών αντικειμένων όχι μόνο στον επιβάτη που παρέδωσε ατομικά τη δική του αποσκευή στον έλεγχο αλλά και σε εκείνον του οποίου τα αντικείμενα βρίσκονταν στην αποσκευή που παραδόθηκε στον έλεγχο από άλλον επιβάτη που ταξίδευε με την ίδια πτήση, η χορήγηση δε του δικαιώματος αυτού διέπεται από την πρώτη περίοδο του άρθρου 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης και υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο της 22, παράγραφος 2.

28      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από τους σκοπούς που υπαγόρευσαν τη σύναψη της Σύμβασης του Μόντρεαλ.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της Σύμβασης αναγνωρίζει ότι «είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και ότι χρειάζεται δίκαιη αποζημίωση με βάση την αρχή της επανόρθωσης». Όμως, οι δύο αυτοί σκοποί θα ετίθεντο αναγκαστικά υπό αμφισβήτηση αν δεν αναγνωριζόταν προσωπική αξίωση για αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας λόγω απώλειας προσωπικών αντικειμένων στον επιβάτη του οποίου τα εν λόγω αντικείμενα βρίσκονταν σε αποσκευή παραδοθείσα στον έλεγχο από άλλον επιβάτη της ίδιας πτήσης.

30      Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση μέρη αποφάσισαν να προβλέψουν ένα σύστημα αντικειμενικής ευθύνης το οποίο ωστόσο προϋποθέτει την επίτευξη «θεμιτή[ς] ισορροπία[ς] συμφερόντων», ιδίως των συμφερόντων των αερομεταφορέων και των συμφερόντων των επιβατών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Walz, σκέψεις 31 και 33). Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία, η Σύμβαση του Μόντρεαλ προβλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις –μεταξύ των οποίων, ιδίως, στις περιπτώσεις του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης που αφορούν καταστροφή, απώλεια, βλάβη ή καθυστέρηση των αποσκευών– τον περιορισμό της ευθύνης των αερομεταφορέων, με συνέπεια τον περιορισμό της έκτασης αποζημίωσης που μπορεί να καταβάλλεται «ανά επιβάτη» (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Walz, σκέψη 34).

31      Τούτο όμως δεν ισχύει στην περίπτωση που τα προσωπικά αντικείμενα επιβάτη τα οποία βρίσκονταν στην αποσκευή άλλου επιβάτη που παραδόθηκε στον έλεγχο από τον τελευταίο πρέπει να εξαιρούνται από το δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπει η Σύμβαση για τον λόγο ότι η επίμαχη αποσκευή δεν παραδόθηκε στον έλεγχο από τον πρώτο επιβάτη.

32      Επιπλέον, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η χορήγηση του δικαιώματος αποζημίωσης του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ στον επιβάτη του οποίου τα προσωπικά αντικείμενα βρίσκονταν στην αποσκευή που παραδόθηκε στον έλεγχο από άλλον επιβάτη θα έθιγε την ως ανωτέρω θεμιτή ισορροπία των συμφερόντων, διότι θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στους αερομεταφορείς υποχρέωση αποκατάστασης ιδιαιτέρως επαχθή, δυσχερώς προσδιοριζόμενη ή υπολογιζόμενη, η οποία θα προκαλούσε ενδεχομένως κινδύνους ή παράλυση της οικονομικής τους δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, θα ήταν αντίθετη προς τη Σύμβαση.

33      Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η χορήγηση του δικαιώματος αυτού ουδόλως παρακωλύει τη δυνατότητα των αερομεταφορέων να προσδιορίζουν και να υπολογίζουν σαφώς, ανά επιβάτη, την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης που ενδέχεται να υποχρεωθούν να καταβάλουν.

34      Εν συνεχεία, η ενδεχόμενη αυτή υποχρέωση δεν μπορεί να θεωρείται ότι προκαλεί κινδύνους ή παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας των αερομεταφορέων. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται ότι τα όρια της ευθύνης περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης ευνοούν τους αερομεταφορείς και ότι, όσον αφορά τις αποσκευές, το προβλεπόμενο όριο συνιστά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, ένα ανώτατο όριο αποζημίωσης, το οποίο επομένως δεν μπορεί να αποκτά αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπή κάθε επιβάτης σε περίπτωση απώλειας των αποσκευών του. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται στο μέτρο που η ζημία προκλήθηκε εξαιτίας ενδογενούς ελαττώματος, της ποιότητας ή ατέλειας της αποσκευής.

35      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, για τον σκοπό της αποζημίωσης του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, απόκειται στους ενδιαφερόμενους επιβάτες να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον, υπό τον έλεγχο του εθνικού δικαστή, το περιεχόμενο των απολεσθεισών αποσκευών καθώς και το γεγονός ότι η αποσκευή που παραδόθηκε στον έλεγχο στο όνομα ενός επιβάτη περιείχε όντως προσωπικά αντικείμενα άλλου επιβάτη της ίδιας πτήσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός δικαστής δύναται να συνεκτιμά το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας, ότι αγόρασαν μαζί τα εισιτήριά τους ή ότι παρέδωσαν τις αποσκευές τους στον έλεγχο την ίδια στιγμή.

36      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της Σύμβασης, έχει την έννοια ότι τόσο το δικαίωμα αποζημίωσης όσο και το όριο ευθύνης του μεταφορέα σε περίπτωση απώλειας αποσκευών εφαρμόζονται και σε επιβάτη που αξιώνει την αποζημίωση αυτή λόγω απώλειας αποσκευής που παραδόθηκε στον έλεγχο στο όνομα άλλου επιβάτη, υπό τον όρο ότι η απολεσθείσα αποσκευή περιείχε όντως προσωπικά αντικείμενα του πρώτου επιβάτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνάφθηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης, έχει την έννοια ότι τόσο το δικαίωμα αποζημίωσης όσο και το όριο ευθύνης του μεταφορέα σε περίπτωση απώλειας αποσκευών εφαρμόζονται και σε επιβάτη που αξιώνει την αποζημίωση αυτή λόγω απώλειας αποσκευής που παραδόθηκε στον έλεγχο στο όνομα άλλου επιβάτη, υπό τον όρο ότι η απολεσθείσα αποσκευή περιείχε όντως προσωπικά αντικείμενα του πρώτου επιβάτη.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.