Language of document : ECLI:EU:C:2013:275

Υπόθεση C‑81/12

Asociaţia Accept

κατά

Consiliul Naţional pentru Combaterea Discriminării

(αίτηση του Curtea de Apel Bucureşti
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρα 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, 10, παράγραφος 1, και 17 — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού — Έννοια των “πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη διακρίσεως” — Ρύθμιση του βάρους αποδείξεως — Αποτελεσματικές, ανάλογες προς την παράβαση και αποτρεπτικές κυρώσεις — Πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται και το οποίο η κοινή γνώμη εκλαμβάνει ως τον διευθύνοντα ενός επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου — Δημόσιες δηλώσεις αποκλείουσες την πρόσληψη ποδοσφαιριστή εμφανιζόμενου ως ομοφυλοφίλου»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2013

1.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Κίνηση ένδικων ή διοικητικών διαδικασιών — Ένωση μη ενεργούσα εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος — Επιτρέπεται

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 2, στοιχείο α΄, 8 § 1, 9 § 2 και 10 §§ 1, 2 και 4)

2.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου — Περιγραφή και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς — Εφαρμογή των ερμηνευθεισών από το Δικαστήριο διατάξεων

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

3.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη διακρίσεως — Έννοια — Δημόσιες δηλώσεις αποκλείουσες την πρόσληψη ποδοσφαιριστή εμφανιζόμενου ως ομοφυλοφίλου — Δηλώσεις προερχόμενες από πρόσωπο το οποίο εκλαμβάνεται ως διευθύνων επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου — Εμπίπτουν

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 2 και 10 § 1)

4.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού — Βάρος αποδείξεως — Απόδειξη μη δυναμένη να προσκομιστεί χωρίς να θίγεται το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής — Δεν χωρεί

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1)

5.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία — Οδηγία 2000/78 — Παραβίαση — Κυρώσεις — Καθεστώς κυρώσεων αποτελεσματικό, ανάλογο προς την παραβίαση και με αποτρεπτικό χαρακτήρα

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 17)

1.        Η ύπαρξη άμεσης διακρίσεως, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως ενός καταγγέλλοντος υποστηρίζοντος ότι υπήρξε θύμα μιας τέτοιας δυσμενούς διακρίσεως. Εξάλλου, έχοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, το άρθρο 9, παράγραφος 2, αυτής ουδόλως απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, με την εθνική τους νομοθεσία, το δικαίωμα των ενώσεων που έχουν έννομο συμφέρον να διασφαλίζουν την τήρηση της οδηγίας αυτής να κινούν ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες με σκοπό την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία αυτή, χωρίς να ενεργούν εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος ή σε περίπτωση αδυναμίας ταυτοποιήσεως συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος. Όταν συγκεκριμένο κράτος μέλος προβλέπει παρόμοιο δικαίωμα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 8, παράγραφος 1, 9, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας 2000/78, η τελευταία δεν απαγορεύει περαιτέρω η ρύθμιση του βάρους της αποδείξεως, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, να εφαρμόζεται και επί των καταστάσεων στο πλαίσιο των οποίων μια τέτοια ένωση κινεί διαδικασία, χωρίς να ενεργεί για λογαριασμό ή προς υποστήριξη ενός συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος ή με τη συγκατάθεσή του.

(βλ. σκέψεις 36-38)

2.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 41-43)

3.        Τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δημόσιες δηλώσεις αποκλείουσες την πρόσληψη ποδοσφαιριστή εμφανιζόμενου ως ομοφυλοφίλου επιδέχονται τον χαρακτηρισμό των «πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως» όσον αφορά επαγγελματικό ποδοσφαιρικό σύλλογο, ενώ οι επίδικες δηλώσεις προέρχονται από πρόσωπο εμφανιζόμενο και εκλαμβανόμενο από τα μέσα ενημερώσεως αλλά και από την κοινωνία ως ο κύριος διευθύνων τον εν λόγω σύλλογο, χωρίς πάντως να διαθέτει κατ’ ανάγκη τη νομική ικανότητα να τον δεσμεύει και να τον εκπροσωπεί επί θεμάτων προσλήψεων.

Πράγματι, το γεγονός απλώς και μόνον ότι τέτοιες δηλώσεις δεν προέρχονται ευθέως από συγκεκριμένο εναγόμενο διάδικο δεν απαγορεύει κατ’ ανάγκη το να είναι εφικτή η στοιχειοθέτηση, όσον αφορά τον συγκεκριμένο διάδικο, του υποστατού των «πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας.

Εξ αυτού έπεται ότι ο εναγόμενος εργοδότης τελεί σε αδυναμία να αρνηθεί το υποστατό πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται ότι ασκεί πολιτική προσλήψεων ενέχουσα δυσμενή διάκριση, περιοριζόμενος στο επιχείρημα ότι οι υπονοούσες την ύπαρξη ομοφοβικής πολιτικής προσλήψεων δηλώσεις προέρχονται από πρόσωπο το οποίο, μολονότι ισχυρίζεται και διαδραματίζει προφανώς σημαντικό ρόλο σε επίπεδο διοικήσεως του ιδίου εργοδότη, δεν έχει ικανότητα δικαίου να τον δεσμεύει επί θεμάτων προσλήψεων. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος εργοδότης δεν έλαβε σαφώς αποστάσεις από τις επίδικες δηλώσεις συνιστά στοιχείο το οποίο δύναται να λάβει υπόψη του το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 48-50, 53, διατακτ. 1)

4.        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δημόσιες δηλώσεις αποκλείουσες την πρόσληψη ποδοσφαιριστή εμφανιζόμενου ως ομοφυλοφίλου χαρακτηρίζονταν ως «πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως» λόγω γενετήσιου προσανατολισμού κατά την πρόσληψη των παικτών εκ μέρους επαγγελματικού συλλόγου ποδοσφαίρου, το βάρος της αποδείξεως, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, δεν νοείται να επιβάλλει την υποχρέωση αποδείξεως μη δυναμένης να προσκομιστεί, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι διάδικοι ενδέχεται να αμφισβητήσουν, ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, την ύπαρξη μιας τέτοιας παραβιάσεως αποδεικνύοντας με κάθε νόμιμο μέσο, μεταξύ άλλων, ότι η πολιτική τους περί προσλήψεων θεμελιώνεται σε άσχετους με οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού παράγοντες. Για την ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου, το υποστατό του οποίου μπορεί να είναι απόρροια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, δεν απαιτείται ο εναγόμενος διάδικος να αποδείξει ότι πρόσωπα συγκεκριμένου γενετήσιου προσανατολισμού προσελήφθησαν κατά το παρελθόν, δοθέντος ότι παρόμοια απαίτηση ενδέχεται στην πράξη, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θίξει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως η οποία θα εναπέκειτο εν τοιαύτη περιπτώσει στο επιληφθέν της διαφοράς εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, η πιθανολογούμενη δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού θα μπορούσε να ανασκευαστεί μέσω δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων. Μεταξύ των εν λόγω ενδείξεων θα μπορούσαν να περιληφθούν μεταξύ άλλων τυχόν αντίδραση του εμπλεκόμενου εναγομένου υπό την έννοια σαφούς αποστασιοποιήσεώς του έναντι των δημοσίων δηλώσεων στις οποίες οφείλεται η πιθανολογούμενη δυσμενής διάκριση, καθώς και η ύπαρξη ρητών διατάξεων σε θέματα πολιτικής προσλήψεων του ιδίου διαδίκου προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78.

(βλ. σκέψεις 56-59, διατακτ. 2)

5.        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι προσκρούει σε αυτό εθνική κανονιστική διάταξη, δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση διαπιστώσεως δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, δεν είναι εφικτό να απευθυνθεί προειδοποίηση οσάκις η εν λόγω διαπίστωση χωρεί μετά την εκπνοή προθεσμίας παραγραφής έξι μηνών από την ημερομηνία επελεύσεως των πραγματικών περιστατικών, εφόσον, κατ’ εφαρμογήν της ιδίας αυτής κανονιστικής ρυθμίσεως, επί μιας τέτοιας δυσμενούς διακρίσεως δεν επιβάλλονται κυρώσεις υπό συνθήκες τόσο σε επίπεδο ουσίας όσο και σε επίπεδο διαδικασίας προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο προς την παραβίαση και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν αυτό ισχύει όσον αφορά την επίδικη κανονιστική ρύθμιση στο πλαίσιο της κύριας δίκης και να ερμηνεύσει ενδεχομένως το εθνικό δίκαιο στον μέγιστο δυνατό βαθμό υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψη 73, διατακτ. 3)