Language of document : ECLI:EU:T:2011:44

Υπόθεση T-68/08

Fédération internationale de football association (FIFA)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Τηλεοπτικές εκπομπές – Άρθρο 3α της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ – Μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους – Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου – Απόφαση κρίνουσα τα μέτρα συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο – Αιτιολογία – Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 EK – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Άμεσος επηρεασμός – Απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο εθνικά μέτρα που θεσπίσθηκαν δυνάμει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552 – Τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως – Προσφυγή του αρχικού κατόχου των δικαιωμάτων μεταδόσεως εκδηλώσεως που αφορά η εν λόγω απόφαση – Άμεσος επηρεασμός

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α· απόφαση 2007/730 της Επιτροπής)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ενδεχόμενο απόφαση γενικού χαρακτήρα να αφορά πρόσωπο ατομικά – Προϋποθέσεις – Απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο εθνικά μέτρα που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552 – Προσφυγή του αρχικού κατόχου των δικαιωμάτων μεταδόσεως εκδηλώσεως που αφορά η εν λόγω απόφαση – Προσφεύγων δυνάμενος να εξατομικευθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως – Προσφεύγων τον οποίο αφορά ατομικά η απόφαση

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α· απόφαση 2007/730 της Επιτροπής)

3.      Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δραστηριότητες σχετικές με τηλεοπτικές μεταδόσεις – Οδηγία 89/552 – Ευχέρεια, η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη, να επιβάλλουν περιορισμούς της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης – Δικαιολόγηση – Διασφάλιση του δικαιώματος στην ενημέρωση

(Οδηγία 97/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δέκατη όγδοη και εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη· οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α § 1)

4.      Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δραστηριότητες σχετικές με τηλεοπτικές μεταδόσεις – Οδηγία 89/552 – Εκδηλώσεις μείζονος σημασίας

(Οδηγία 97/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη· οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α)

5.      Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δραστηριότητες σχετικές με τηλεοπτικές μεταδόσεις – Οδηγία 89/552 – Εθνικές διαδικασίες καθορισμού των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία

(Οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α § 1)

6.      Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Περιορισμοί – Δικαιολόγηση βάσει επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος – Εκτίμηση βάσει των γενικών αρχών του δικαίου – Απαράδεκτο μέτρων μη σύμφωνων με τα θεμελιώδη δικαιώματα

(Άρθρα 46 ΕΚ και 55 ΕΚ)

7.      Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δραστηριότητες σχετικές με τηλεοπτικές μεταδόσεις – Οδηγία 89/552 – Περιορισμοί επιβληθέντες από κράτος μέλος για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας – Έμμεσες συνέπειες επί του ανταγωνισμού

(Οδηγία 89/552 του Συμβουλίου)

1.      Βάσει του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως τον οποίο προβλέπει το άρθρο 3α, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, και τον οποίο ενεργοποιεί απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο τα μέτρα που έλαβε κράτος μέλος σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 3α, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση διασφαλίσεως των εννόμων αποτελεσμάτων αυτών των μέτρων. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την τήρηση, εκ μέρους των τηλεοπτικών οργανισμών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους, των προϋποθέσεων τηλεοπτικής μεταδόσεως εντός του οικείου κράτους μέλους των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του εν λόγω κράτους μέλους, όπως αυτές καθορίστηκαν από το κράτος μέλος με τα μέτρα του τα οποία εγκρίθηκαν και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η υποχρέωση, όμως, επιτεύξεως του αποτελέσματος αυτού θίγει άμεσα τη νομική κατάσταση των τηλεοπτικών οργανισμών οι οποίοι εμπίπτουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών, εκτός του κράτους μέλους που έλαβε τα μέτρα αυτά, και επιθυμούν να αποκτήσουν τα δικαιώματα μεταδόσεως εντός του εν λόγω κράτους μέλους, των οποίων κάτοχος ήταν αρχικώς ο διοργανωτής εκδηλώσεως. Μια τέτοια απόφαση παράγει επομένως αποτελέσματα άμεσα έναντι της νομικής καταστάσεως των διοργανωτών αυτών των εκδηλώσεων, προκειμένου περί δικαιωμάτων τα οποία κατείχαν αρχικώς οι διοργανωτές αυτοί, και δεν παρέχει καμία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο επιβάλλεται άνευ άλλου τινός και απορρέει αποκλειστικώς από την κοινοτική νομοθεσία, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των ειδικών μηχανισμών που θα θεσπίσουν τα κράτη μέλη προς επίτευξη του αποτελέσματος αυτού. Ως εκ τούτου, μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα τους διοργανωτές αυτούς.

(βλ. σκέψεις 35-38)

2.      Πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη τέτοιας αποφάσεως.

Ανεξαρτήτως της νομικής φύσεως και της πηγής των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αυτό αποτελεί εκδήλωση κατά την έννοια της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, καθόσον διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα δικαιώματα αυτά και καθόσον η κατάσταση αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 2007/30 της Επιτροπής, όσον αφορά τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552. Ο εν λόγω διοργανωτής ή μπορούσε σαφώς να εξατομικευθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η οποία άλλωστε τον κατονομάζει και, επομένως, τον αφορά ατομικά.

(βλ. σκέψεις 39-42)

3.      Το άρθρο 3α, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, συγκεκριμενοποίησε τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν, για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, την άσκηση, στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο.

Η ελευθερία εκφράσεως, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη και αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει τέτοιους περιορισμούς. Κατά την παράγραφο 1 του ιδίου αυτού άρθρου, η ελευθερία εκφράσεως περιλαμβάνει και την ελευθερία στην ενημέρωση.

Όπως προκύπτει από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552, τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3α της δεύτερης αυτής οδηγίας σκοπούν στην προστασία του δικαιώματος στην ενημέρωση και στη διασφάλιση ευρείας προσβάσεως του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη εκδηλώσεων, εθνικών και μη, μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Σύμφωνα με την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, μια εκδήλωση θεωρείται μείζονος σημασίας οσάκις αποτελεί σημαντικό γεγονός που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό, εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή εντός κράτους μέλους ή σε σημαντικό τμήμα συγκεκριμένου κράτους μέλους, και διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα σχετικά με την εκδήλωση αυτή δικαιώματα.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία αφορούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει επίσης να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτά σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

(βλ. σκέψεις 48, 51-54)

4.      Με το άρθρο 3α, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, στο οποίο παραπέμπει η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 89/552, δεν επιχειρείται εναρμόνιση σε επίπεδο συγκεκριμένων εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από τα κράτη μέλη ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Ως εκ τούτου, η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 δεν συνεπάγεται ότι η καταχώριση του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε εθνικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία καθίσταται άνευ άλλου τινός συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η αιτιολογική σκέψη έχει την έννοια ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο μπορεί ευλόγως σε κάθε περίπτωση να περιληφθεί στο σύνολό του σε τέτοιο κατάλογο, ανεξαρτήτως του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι αγώνες της διοργανώσεως αυτής εντός του οικείου κράτους μέλους.

Ανεξαρτήτως αυτής της ελλείψεως εναρμονίσεως σε επίπεδο συγκεκριμένων εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, η μνεία του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η καταχώριση αγώνων της διοργανώσεως αυτής σε κατάλογο εκδηλώσεων αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν της κοινοποίησε τους ειδικούς λόγους που τους καθιστούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Πάντως, ενδεχόμενη κρίση της Επιτροπής ότι η καταχώριση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο σύνολό του σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία κράτους μέλους είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, για τον λόγο ότι η διοργάνωση αυτή, ως εκ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση, δύναται να αμφισβητηθεί βάσει ειδικών στοιχείων που θα αποδεικνύουν ότι οι αγώνες «μικρότερου ενδιαφέροντος» δεν έχουν τέτοια σημασία για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

(βλ. σκέψεις 55-56, 113)

5.      Οι διαδικασίες που προβλέπουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, για την κατάρτιση του καταλόγου εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία πρέπει να είναι σαφείς και διαφανείς, υπό την έννοια ότι πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ενδιαφερομένους, έτσι ώστε να αποτρέπεται η κατ’ αυθαίρετο τρόπο άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την καταχώριση συγκεκριμένων εκδηλώσεων στους καταλόγους τους. Συγκεκριμένα, μολονότι πράγματι η καταχώριση εκδηλώσεως στον κατάλογο προϋποθέτει, κατά το εν λόγω άρθρο 3α, ότι πρόκειται για εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία, εντούτοις ο εκ των προτέρων καθορισμός ειδικών κριτηρίων, βάσει των οποίων εκτιμάται η σημασία αυτή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο προκειμένου οι εθνικές αποφάσεις να εκδίδονται με διαφάνεια και εντός του πλαισίου της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν προς τούτο οι εθνικές αρχές. Η απαίτηση σαφήνειας και διαφάνειας ως προς τη διαδικασία συνεπάγεται επίσης ότι οι σχετικές διατάξεις πρέπει να καθορίζουν την αρμόδια αρχή για την κατάρτιση του καταλόγου των εκδηλώσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους

(βλ. σκέψεις 87-88)

6.      Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος επικαλείται διατάξεις όπως αυτές των άρθρων 46 ΕΚ και 55 ΕΚ προκειμένου να δικαιολογήσει ρύθμιση δυνάμενη να παρακωλύσει την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η δικαιολόγηση αυτή, την οποία προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως δε των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επομένως, η εθνική ρύθμιση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την τήρηση διασφαλίζουν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εθνικό μέτρο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δύναται να συνιστά επιτρεπόμενη εξαίρεση δικαιολογούμενη από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η τηλεοπτική πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

(βλ. σκέψη 142)

7.      Οι συνέπειες του γεγονότος ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει η κατ’ αποκλειστικότητα τηλεοπτική μετάδοση των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία που καθορίσθηκε βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, οι οργανισμοί αυτοί δεν ενδιαφέρονται για την αγορά των δικαιωμάτων μη αποκλειστικής μεταδόσεως απορρέουν εμμέσως από τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που έχουν ως αποτέλεσμα τα μέτρα του οικείου κράτους μέλους. Η Επιτροπή, όμως, δεν υποπίπτει σε πλάνη κρίνοντας ότι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν είναι ούτε ακατάλληλοι ούτε δυσανάλογοι. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα αποτελέσματα όσον αφορά τον αριθμό των δυνητικών ανταγωνιστών, τα οποία εμφανίζονται ως αναπότρεπτη συνέπεια αυτών των περιορισμών της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, αντιβαίνουν στα άρθρα της Συνθήκης που αφορούν τον ανταγωνισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν οφείλει να προβεί σε ενδελεχέστερη ανάλυση ως προς τις συνέπειες αυτές.

(βλ. σκέψεις 172-173)