Language of document :

Προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2017 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-729/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Ε. Τσερέπα-Lacombe, H. Støvlbæk)

Καθής: Ελληνική Δημοκρατία

Αιτήματα:

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αιτείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι:

Περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρείες, που πρέπει να αποτελούνται από έναν τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο στην Ελλάδα, όπως ορίζει ο νόμος 3898/2010 και το προεδρικό διάταγμα 123/2011 η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) και παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ1 .

Υποβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων στις προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών, και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις υποχρεώνοντας τους αιτούντες διαπίστευσης της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία 3 τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει σύμφωνα με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ, καθώς και σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 50 παράγραφος 1, και σύμφωνα με το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36/ΕΚ2 .

Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης που διασφαλίζεται από το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχεία β και γ) της οδηγίας 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 του νόμου 3898/2010 καθώς και το σχετικό προεδρικό διάταγμα Δ. 123/2011 ορίζουν ότι οι εταιρείες παροχής κατάρτισης διαμεσολαβητών πρέπει να έχουν αποκλειστικά την νομική μορφή μη κερδοσκοπικών εταιρειών που να αποτελούνται από τουλάχιστον έναν δικηγορικό σύλλογο και ένα από τα εμπορικά επιμελητήρια της Ελλάδας και να λειτουργούν κατόπιν χορήγησης αδείας από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού.

Οι περιορισμοί αυτοί καλύπτουν τόσο τους φορείς που επιθυμούν να εγκατασταθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα όσο και αυτούς που επιθυμούν τη δευτερεύουσα εγκατάστασή τους υπό μορφή θυγατρικής.

Δεν επιτρέπεται σε κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός από τους δικηγορικούς συλλόγους και τα επιμελητήρια να ιδρύσει φορέα κατάρτισης για την εκπαίδευση διαμεσολαβητών που να δύνανται, βάσει της εκπαίδευσης αυτής, να συμμετέχουν στην εξέταση για την πιστοποίηση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή στην Ελλάδα εάν δεν συμβληθεί με δικηγορικό σύλλογο και επιμελητήριο της χώρας.

Επίσης αποκλείεται ουσιαστικά κάθε φορέας του οποίου η τρέχουσα νομική μορφή δεν είναι μη κερδοσκοπική από τη δυνατότητα να προσφέρει έναντι καταβολής διδάκτρων, την εκπαίδευση υποψηφίων διαμεσολαβητών δυνάμενων, βάσει της εκπαίδευσης αυτής να συμμετέχουν στην εξέταση για την πιστοποίηση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή στην Ελλάδα.

Τέλος, κάθε φορέας κατάρτισης προέλευσης άλλου κράτους μέλους που ενδιαφέρεται να προσφέρει την εν λόγω υπηρεσία έναντι καταβολής διδάκτρων από τους σπουδαστές που εγγράφονται σε προγράμματα κατάρτισης διαμεσολαβητή αποκλείεται ουσιαστικά από το να εισέλθει στην ελληνική αγορά και να δημιουργήσει δευτερεύουσα εγκατάσταση υπό μορφή θυγατρικής, εάν η τρέχουσα νομική μορφή του δεν είναι μη κερδοσκοπική και η επιλογή του για θυγατρική δεν περιορίζεται σε μη κερδοσκοπικές οντότητες.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ανωτέρω εισάγουν περιορισμό στο δικαίωμα εγκατάστασης όπως ορίζεται από το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ και όπως ορίζεται από το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 2006/123/ΕΚ για την εσωτερική αγορά.

Ο περιορισμός αυτός δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 51 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ διότι η παροχή υπηρεσιών κατάρτισης διαμεσολαβητών δεν αποτελεί δραστηριότητα που συνδέεται με το κράτος, την άσκηση δημόσιας εξουσίας και δη την « απονομή της δικαιοσύνης ». Εξ άλλου δεν ευρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα στο συμφέρον διαφυλάξεως της ποιότητας των υπηρεσιών η οποία ουδόλως τελεί σε άμεση σχέση με τον περιορισμό στην νομική μορφή των φορέων κατάρτισης και την κατοχή εταιρικού κεφαλαίου.

Παραβίαση της οδηγίας 2005/36/ΕΚ και του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκατάστασης.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση της παραγράφου 2 του κεφαλαίου Α του μόνου άρθρου της υπουργικής απόφασης αριθ. 109088/12.12.2011 σύμφωνα με την οποία το πιστοποιητικό κατάρτισης του διαμεσολαβητή πρέπει να βεβαιώνει τις μεθόδους διδασκαλίας, τον αριθμό των συμμετεχόντων, τον αριθμό και τα προσόντα των εκπαιδευτών, τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των υποψηφίων και τον τρόπο κατοχύρωσης του αδιάβλητου χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας, υπερβαίνουν αυτά που μπορεί να απαιτούνται για την εκτίμηση του επιπέδου γνώσεων και επαγγελματικών προσόντων τα οποία ο κάτοχος τεκμαίρεται ότι κατέχει και δεν επιτρέπουν την ορθή εκτίμηση του ζητήματος εάν η εκπαίδευση του ενδιαφερομένου αφορά τομείς γνώσεων ουσιαστικά διαφορετικών από αυτούς που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Για τους λόγους αυτούς η ανωτέρω διάταξη αντιβαίνει στα άρθρα 13, 14, 50 και στο παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.

Εξάλλου η παράγραφος 5 του κεφαλαίου Α της ανωτέρω υπουργικής απόφασης επιβάλλει στους αλλοδαπούς διαμεσολαβητές με πλήρη επαγγελματικά προσόντα να αποδείξουν ότι διαθέτουν επιπλέον εμπειρία 3 τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολαβητή πριν να αναγνωριστούν τα προσόντα τους στην Ελλάδα ενώ η απαίτηση αυτή δεν επιβάλλεται στους διαμεσολαβητές που αποκτούν την επαγγελματική τους κατάρτιση στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου η ανωτέρω διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 13 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, το οποίο προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης στο επάγγελμα υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του σε αιτούντες που έχουν λάβει πιστοποίηση σε άλλο κράτος μέλος και παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 49 της ΣΛΕΕ.

____________

1     Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006 , σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. (ΕΕ 2006 L 376, σ. 36).

2     Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. (ΕΕ 2005 L 255, σ. 22).