Language of document : ECLI:EU:T:2017:865

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Δεκεμβρίου 2017 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση –Υπάλληλοι – Συντάξεις – Μεταφορά εθνικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της ημερομηνίας κατά την οποία διενεργήθηκε πράγματι η μεταφορά»

Στην υπόθεση T‑728/16,

Sabine Tuerck, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Woluwe-Saint-Pierre (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Gattinara και την L. Radu Bouyon,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία επιβεβαιώνεται η μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα πριν εισέλθει στην υπηρεσία της Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Sabine Tuerck, προσφεύγουσα, εισήλθε στην υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαρτίου 2004. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), η προσφεύγουσα ζήτησε, με επιστολή της 27ης Μαΐου 2010, τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει πριν εισέλθει στην υπηρεσία της Ένωσης. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα είχε τον βαθμό AD 11, κλιμάκιο 5.

2        Στις 30 Ιουνίου 2010, το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) επιβεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως της προσφεύγουσας.

3        Στις 26 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα προήχθη στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 1, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2010.

4        Στις 29 Απριλίου 2013, το PMO επιβεβαίωσε το παραδεκτό της αιτήσεως της προσφεύγουσας και τη διαβίβασε στον Deutsche Rentenversicherung Bund (γερμανικό ομοσπονδιακό οργανισμό συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, στο εξής: DRV).

5        Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2015, ο DRV απάντησε ότι το προς μεταφορά κεφάλαιο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει προηγουμένως η προσφεύγουσα ανερχόταν, κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, δηλαδή στις 27 Μαΐου 2010, σε 141 652,07 ευρώ.

6        Στις 22 Ιουνίου 2015, το PMO κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την πρότασή του για την αναγνώριση των συντάξιμων ετών που αντιστοιχούσαν στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία είχε αποκτήσει η τελευταία στον DRV πριν από την ανάληψη των καθηκόντων της στην υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: πρόταση αναγνωρίσεως). Συναφώς, βάσει των προσωρινών αριθμών σχετικά με το συνολικό ποσό του κεφαλαίου το οποίο γνωστοποίησε ο DRV, δηλαδή τα 141 652,07 ευρώ, εάν η προσφεύγουσα δεχόταν την πρόταση αναγνωρίσεως, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, θα οδηγούσε, σύμφωνα με τις παραμέτρους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, δηλαδή στις 27 Μαΐου 2010, και λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της, της ομάδας καθηκόντων της και του βαθμού και του κλιμακίου της την ίδια ημερομηνία, στην αναγνώριση χρόνου καταβολής συνταξιοδοτικών εισφορών 3 ετών, 8 μηνών και 29 ημερών.

7        Στις 30 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα δέχθηκε την πρόταση αναγνωρίσεως.

8        Στις 10 Δεκεμβρίου 2015, το PMO κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση) μετά την πραγματική μεταφορά, βάσει του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, του κεφαλαίου που αντιστοιχούσε στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει στον DRV προτού αναλάβει τα καθήκοντά της στην υπηρεσία της Ένωσης και βάσει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, οι οποίες θεσπίστηκαν με την απόφαση C(2011) 1278 της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2011, που δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 17-2011 της 28ης Μαρτίου 2011 (στο εξής: ΓΕΔ). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας είχε οδηγήσει στην αναγνώριση χρόνου καταβολής ασφαλιστικών εισφορών 3 ετών και 4 μηνών. Το PMO κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφαιρώντας από το κεφάλαιο των 146 714,33 ευρώ που μεταφέρθηκε πράγματι από τον DRV απλό τόκο 3,1 % για κάθε έτος που μεσολάβησε από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε πραγματικά η μεταφορά, δηλαδή μειώνοντάς το κατά ένα ποσό που αντιπροσώπευε την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως και εκείνης κατά την οποία διενεργήθηκε πραγματικά η μεταφορά, ύψους 20 666,28 ευρώ. Έτσι, το PMO θεώρησε ότι, για τις ανάγκες του προσδιορισμού των συντάξιμων ετών, το ποσό που αντιστοιχούσε στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία είχε προηγουμένως αποκτήσει η προσφεύγουσα ανερχόταν σε 126 048,05 ευρώ.

9        Στις 9 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Στις 30 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να τοποθετηθούν εγγράφως επί ορισμένων ζητημάτων της διαφοράς. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

14      Στις 27 Ιουλίου 2017, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να επικοινωνήσει με τον DRV και να του ζητήσει να της χορηγήσει έγγραφο το οποίο, αφενός, να βεβαιώνει το ύψος του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η ίδια κατά το γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέχρι τις 27 Μαΐου 2010 και, αφετέρου, να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους υπάρχει διαφορά μεταξύ του ως άνω ποσού και του ποσού που πράγματι μεταφέρθηκε στην Επιτροπή στις 11 Σεπτεμβρίου 2015.

15      Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 2017, στην οποία επισύναψε το από 13 Σεπτεμβρίου 2017 έγγραφο του DRV.

 Σκεπτικό

16      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, από τους οποίους ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, των ΓΕΔ και ο δεύτερος σε παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

17      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το PMO παρανόμως αφαίρεσε από το κεφάλαιο που μεταφέρθηκε από τον DRV απλό τόκο 3,1 % για κάθε έτος που μεσολάβησε από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η μεταφορά. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, η αφαίρεση του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως και εκείνης κατά την οποία διενεργήθηκε πράγματι η μεταφορά μπορεί να πραγματοποιηθεί «κατ’ αποκοπήν» μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο οργανισμός στον οποίο αποκτήθηκαν τα προηγούμενα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αδυνατεί να γνωστοποιήσει την αξία των εν λόγω δικαιωμάτων κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς. Κατά την προσφεύγουσα, όμως, ο DRV είχε γνωστοποιήσει στο PMO, με το από 5ης Μαΐου 2015 έγγραφό του, την αξία των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς, δηλαδή στις 27 Μαΐου 2010.

18      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο DRV δεν παρέσχε κανένα στοιχείο ως προς τη δομή του ανατιμημένου ποσού που μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η διάκριση μεταξύ, αφενός, του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς και, αφετέρου, της ανατιμήσεως του κεφαλαίου αυτού. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενική εφαρμογή της διαδικασίας μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται ενιαίες παράμετροι, οι οποίες να μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις διαδικασίες μεταφοράς.

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ο υπάλληλος ο οποίος εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης, αφού διέκοψε τη δραστηριότητά του σε διοικητική αρχή, εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή μετά την άσκηση έμμισθης ή άμισθης δραστηριότητας, δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΥΚ, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στην Ένωση το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προμνησθεισών δραστηριοτήτων.

20      Το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει ότι, σε παρόμοια περίπτωση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών, τα οποία συνυπολογίζει σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφού αφαιρέσει το ποσό που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς.

21      Στο άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, των ΓΕΔ διευκρινίζεται ότι ο αριθμός των συνυπολογιζόμενων συντάξιμων ετών υπολογίζεται βάσει του προς μεταφορά ποσού που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 5, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, και σημείο 2, πρώτο εδάφιο, των ΓΕΔ, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς.

22      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, των ΓΕΔ ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν ο εθνικός ή διεθνής οργανισμός αδυνατεί να γνωστοποιήσει την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως, αφαιρείται απλός τόκος ύψους 3,1 % από το μεταφερόμενο ποσό για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς.

23      Επομένως, από τη σαφή και ακριβή διατύπωση των διατάξεων που μνημονεύονται ανωτέρω στις σκέψεις 19 έως 22, προκύπτει ότι οι αποφάσεις για την αναγνώριση συντάξιμων ετών στηρίζονται στο ποσό του προς μεταφορά κεφαλαίου κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως, όπως γνωστοποιήθηκε από τις εθνικές ή διεθνείς αρχές στην ΑΔΑ, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως της αιτήσεως και της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς. Προκύπτει, επιπλέον, ότι μόνο σε περίπτωση που ο αρμόδιος εθνικός ή διεθνής οργανισμός αδυνατεί να γνωστοποιήσει την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως αφαιρείται απλός τόκος 3,1 % από το ανατιμημένο κεφάλαιο που πράγματι μεταφέρθηκε. Συνεπώς, σε περίπτωση που οι αρμόδιες εθνικές ή διεθνείς αρχές γνωστοποίησαν στην ΑΔΑ την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως, αυτή δεν μπορεί να προβεί σε καμία μείωση του ποσού αυτού και, επομένως, ο υπολογισμός των συντάξιμων ετών, όπως προβλέπεται από τον ΚΥΚ, πρέπει να πραγματοποιείται βάσει του συνόλου του εν λόγω ποσού.

24      Όσον αφορά τον προσδιορισμό από τις αρμόδιες εθνικές ή διεθνείς αρχές της αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι αποκλειστικώς αρμόδια για την πράξη αυτή είναι η αρχή που διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο υπαγόταν ο ενδιαφερόμενος πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωση, καθόσον η εν λόγω πράξη καθορίζει το κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτηθεί στο εθνικό σύστημα βάσει της σχετικής ρυθμίσεως του οικείου κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Časta, C‑166/12, EU:C:2013:792, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, κατά τη θέσπιση των εθνικών ρυθμίσεών τους για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Časta, C‑166/12, EU:C:2013:792, σκέψη 31).

25      Εν προκειμένω, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, ο DRV μετέφερε στην Επιτροπή ένα ανατιμημένο κεφάλαιο ύψους 146 714,33 ευρώ. Το PMO εφάρμοσε στο κεφάλαιο αυτό αφαίρεση απλού τόκου 3,1 % για κάθε έτος που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας κατά την οποία διενεργήθηκε η μεταφορά, δηλαδή αφαίρεση ποσού 20 666,28 ευρώ, το οποίο αντιπροσώπευε την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως και της πραγματικής ημερομηνίας κατά την οποία διενεργήθηκε η μεταφορά. Ως εκ τούτου, το PMO έκρινε ότι το ποσό που αντιπροσωπεύει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει προηγουμένως η προσφεύγουσα ανερχόταν σε 126 048,05 ευρώ.

26      Ωστόσο, με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2015, ο DRV κοινοποίησε στο PMO αυτό που θεωρούσε προσωρινό υπολογισμό του προς μεταφορά ποσού κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως της προσφεύγουσας. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το προς μεταφορά ποσό στις 27 Μαΐου 2010 ανερχόταν σε 141 652,07 ευρώ, από τα οποία 340,22 ευρώ ήταν τόκοι.

27      Το εν λόγω προς μεταφορά ποσό κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως της προσφεύγουσας αποτέλεσε τη βάση της προτάσεως αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που της έγινε στις 22 Ιουνίου 2015.

28      Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, επίσης, ότι, μετά από αίτηση της προσφεύγουσας, ο DRV της επιβεβαίωσε, με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2016, ότι το προς μεταφορά ποσό κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς, δηλαδή στις 27 Μαΐου 2010, ήταν 141 652,07 ευρώ, δηλαδή 141 311,85 ευρώ που αντιστοιχούσαν στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία εκείνη, πλέον τόκων ύψους 340,22 ευρώ.

29      Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώθηκε εκ νέου από τον DRV στο έγγραφό του της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, το οποίο απηύθυνε στην προσφεύγουσα κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, στο οποίο έγινε αναφορά στη σκέψη 14 ανωτέρω.

30      Συνεπώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο DRV γνωστοποίησε στην Επιτροπή την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της, στις 27 Μαΐου 2010. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει, όπως έπραξε, ότι της ήταν αδύνατο να διακρίνει, βάσει του ύψους του ανατιμημένου κεφαλαίου που πράγματι μεταφέρθηκε, μεταξύ, αφενός, του ύψους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς και, αφετέρου, του ποσού που αντιστοιχούσε στην ανατίμηση του κεφαλαίου αυτού κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς και της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς.

31      Δεύτερον, όσον αφορά τον υπολογισμό από τις υπηρεσίες της Επιτροπής του αριθμού συντάξιμων ετών που έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, ο οποίος διαφέρει από τον υπολογισμό του κεφαλαίου των ήδη αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 24 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ούτε καμία άλλη διάταξη του ΚΥΚ προβλέπουν ρητώς την υποχρέωση να αφαιρείται από το ανατιμημένο κεφάλαιο που πράγματι μεταφέρθηκε ο τόκος 3,1 % τον οποίο προβλέπει το άρθρο 8 του παραρτήματος αυτού. Κατά συνέπεια, δεν στηρίζεται σε καμία διάταξη του ΚΥΚ ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ επιβάλλει σε κάθε περίπτωση στο PMO «να επικαιροποιεί» το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στην αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία είχαν αποκτηθεί κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως. Η μόνη αφαίρεση που επιβάλλεται από τον ΚΥΚ είναι εκείνη του ποσού που αντιστοιχεί στην ανατίμηση του κεφαλαίου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς του κεφαλαίου, επικαιροποιημένη στην τελευταία αυτή ημερομηνία. Εν πάση περιπτώσει, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να προσδιορίσει ή, όπως ισχυρίζεται, να «επικαιροποιήσει» το ύψος του κεφαλαίου που αντιστοιχεί ουσιαστικά στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς βάσει των προηγούμενων δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.

32      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, το άρθρο 7, παράγραφος 1, των ΓΕΔ δεν της παρέχει τη δυνατότητα να αφαιρεί τόκους, όταν, όπως στην επίδικη υπόθεση, ο αρμόδιος εθνικός ή διεθνής οργανισμός ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως. Αν η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα παρακρατήσεως υπέρ του προϋπολογισμού της Ένωσης επί του κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς, θα προέβαινε σε αδικαιολόγητη οικειοποίηση μέρους των εθνικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που ρευστοποιήθηκαν για τους σκοπούς της μεταφοράς και τα οποία, βάσει της νομολογίας, ανήκουν στην πραγματικότητα στον υπάλληλο· θα επρόκειτο, συνεπώς, για αδικαιολόγητο πλουτισμό προς όφελος της Ένωσης.

33      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι από τα στοιχεία του φακέλου, καθώς και από τις εξηγήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι η διαφορά των 5 062,26 ευρώ μεταξύ, αφενός, του προς μεταφορά ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί με το γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέχρι τις 27 Μαΐου 2010, το οποίο γνωστοποιήθηκε από τον DRV στην Επιτροπή στις 5 Μαΐου 2015, και, αφετέρου, του ποσού που μεταφέρθηκε πραγματικά στην Επιτροπή στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, το οποίο αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο όπως ανατιμήθηκε μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως και της πραγματικής ημερομηνίας κατά την οποία διενεργήθηκε η μεταφορά, προκύπτει από την εφαρμογή της Συμβάσεως για την εφαρμογή του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η οποία υπογράφηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την Επιτροπή το 1994. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο αρμόδιος γερμανικός συνταξιοδοτικός οργανισμός υποχρεούται να εφαρμόζει προσαύξηση 3,5 %, ανά πλήρες έτος, στο ποσό που τίθεται αναδρομικώς στη διάθεσή του από τις εθνικές αρχές, για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία μεταφοράς των εν λόγω κεφαλαίων στον οργανισμό αυτόν μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς των ίδιων κεφαλαίων από τον οργανισμό αυτόν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, το ποσό των 5 062,26 ευρώ προέρχεται από την εφαρμογή τόκου 3,5 %, ανά πλήρες έτος, στο ποσό που τέθηκε στη διάθεση του DRV σε δύο χρονικά σημεία, ήτοι στις 13 Μαΐου 2014 και στις 30 Ιουλίου 2014, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τον οργανισμό αυτόν στην Επιτροπή, στις 11 Σεπτεμβρίου 2015.

34      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφαρμόζοντας στο ανατιμημένο κεφάλαιο το οποίο μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα μείωση απλού τόκου 3,1 % για κάθε έτος που μεσολάβησε από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, ενώ, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της κρινομένης υποθέσεως, ο DRV ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεώς της, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

35      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το βάσιμο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία επιβεβαιώνεται η μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η SabineTuerck πριν εισέλθει στην υπηρεσία της Ένωσης.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Δεκεμβρίου 2017.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.