Language of document : ECLI:EU:C:2019:747

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 17ης Σεπτεμβρίου 2019 (1)

Υπόθεση C489/19 PPU

NJ (εισαγγελία Βιέννης)

Ποινική διαδικασία

παρισταμένης της:

Generalstaatsanwaltschaft Berlin

[αίτηση του Kammergericht Berlin
(εφετείου Βερολίνου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Δικαστική αρχή εκδόσεως – Ανεξαρτησία της εισαγγελίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από εισαγγελέα και επικυρώθηκε, μετά από ενδελεχή έλεγχο, από δικαστήριο τακτικής δικαιοδοσίας πριν την εφαρμογή του»






1.        Στην απόφαση OG και PI (2), που εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (3) έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τις εισαγγελίες κράτους μέλους που είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υπόκεινται σε εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως σχετικής με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το Kammergericht Berlin (εφετείο Βερολίνου, Γερμανία), το οποίο έχει επιληφθεί αιτήματος παραδόσεως προερχόμενου από τις αυστριακές αρχές, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της εφαρμογής της απαιτήσεως ανεξαρτησίας και επί των κριτηρίων εκτιμήσεως που πρέπει να ληφθούν υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως το οποίο εκδόθηκε από εισαγγελία και επικυρώθηκε από δικαστήριο πριν από την εφαρμογή του (4).

 Tο νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

2.        Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο νομοθέτης της Ένωσης εκθέτει τα εξής:

«(5)      Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(6)      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

[…]

(8)      Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.

[…]

(10)      Ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω Συνθήκης με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.

[…]

(12)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. […]»

3.        Το άρθρο 1 αυτής της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», προβλέπει:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

4.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει:

«Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.»

5.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως, χωρεί για τις αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος. Τούτο ισχύει για την περίπτωση των οργανωμένων ή ένοπλων κλοπών (5).

6.        Τα άρθρα 3, 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 απαριθμούν τους λόγους υποχρεωτικής και προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

7.        Κατά το άρθρο 6 αυτής της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών»:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3.      Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

8.        Το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου καθορίζει το περιεχόμενο και τον τύπο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

9.        Το άρθρο 11 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο αφορά τα δικαιώματα του εκζητουμένου, ορίζει ότι, «όταν ένας καταζητούμενος συλλαμβάνεται, η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης τον ενημερώνει, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθώς και για τη δυνατότητα που του παρέχεται να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος».

10.      Το άρθρο 14 ορίζει ότι, «[ε]φόσον ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 13, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους εκτέλεσης».

 Το αυστριακό δίκαιο

11.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Staatsanwaltschaftsgesetz (νόμου περί εισαγγελικών αρχών, στο εξής: StAG) ορίζει:

«Στην έδρα κάθε Landesgericht (περιφερειακού δικαστηρίου) αρμόδιου για ποινικές υποθέσεις, υπάρχει εισαγγελία, στην έδρα κάθε Oberlandesgericht (εφετείου) εισαγγελία εφετών και στην έδρα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) η γενική εισαγγελία. Οι εισαγγελίες υπάγονται άμεσα στις εισαγγελίες εφετών και υπόκεινται στις διαταγές τους, οι δε εισαγγελίες εφετών καθώς και η γενική εισαγγελία υπάγονται άμεσα στον ομοσπονδιακό Υπουργό Δικαιοσύνης και υπόκεινται στις διαταγές του.»

12.      Το άρθρο 29 του Gesetz über die Justizielle Zusammenarbeit in Strafsachen mit den Mitgliedstaaten der Europäischen Union (νόμου περί δικαστικής συνεργασίας με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποινικές υποθέσεις, στο εξής: EU-JZG) καθιερώνει την απαίτηση δικαστικής επικυρώσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (επικυρώσεως που παρασχέθηκε εν προκειμένω). Το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του EU-JZG ορίζει:

«Η εισαγγελία διατάσσει τη σύλληψη μέσω δικαστικώς επικυρούμενου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, αν χρειαστεί, διατάσσει την καταχώριση του καταζητούμενου στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δυνάμει του άρθρου 95 της Schengener Durchführungsübereinkommen [Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν] μέσω των αρμόδιων αρχών ασφαλείας, όταν συντρέχει λόγος για την έναρξη της αναζητήσεως του προς σύλληψη προσώπου σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος.»

13.      Στο πλαίσιο αυτού του δικαστικού ελέγχου, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια νομιμότητας και αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: StPO):

«(1)      Η δικαστική αστυνομία, η εισαγγελία και το δικαστήριο επιτρέπεται να παρεμβαίνουν στα δικαιώματα των προσώπων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και κατά τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μόνο στον βαθμό που τούτο προβλέπεται ρητώς από τον νόμο και που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Κάθε προσβολή εννόμου αγαθού που προκαλείται με τον τρόπο αυτόν πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξεως, με τον βαθμό υπόνοιας και με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(2)      Επί περισσότερων ανακριτικών πράξεων και μέσων εξαναγκασμού, η δικαστική αστυνομία, η εισαγγελία και το δικαστήριο πρέπει να επιλέγουν εκείνα που θίγουν λιγότερο τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων. Οι αρμοδιότητες που απονέμονται από τον νόμο πρέπει να ασκούνται σε κάθε στάση της διαδικασίας με την επιβαλλόμενη διακριτικότητα, με σεβασμό της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων και διαφυλασσομένων των δικαιωμάτων και των άξιων προστασίας συμφέροντά τους.»

14.      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του StPO, η δικαστική επικύρωση μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή (6).

15.      Η διαδικασία δικαστικής επικυρώσεως διέπεται από το άρθρο 105 του StPO:

«(1)      Το δικαστήριο αποφαίνεται επί αιτημάτων επιβολής και συνεχίσεως της προσωρινής κρατήσεως καθώς και για την επικύρωση ορισμένων άλλων μέσων εξαναγκασμού. Για την εκτέλεση μέτρου που έχει επικυρώσει (άρθρο 101, παράγραφος 3), το δικαστήριο θέτει προθεσμία, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας η επικύρωση παύει να ισχύει. Αν η καταχώριση έχει διαταχθεί με σκοπό τη σύλληψη, σύμφωνα με το άρθρο 169, δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία ο χρόνος ισχύος της καταχωρίσεως, πλην όμως η εισαγγελία οφείλει να εξετάζει τουλάχιστον άπαξ ετησίως αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συλλήψεως.

(2)      Στον βαθμό που, λόγω νομικών ή ουσιαστικών λόγων, η διενέργεια περαιτέρω προανακρίσεως είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφανθεί επί αιτήματος κατά την παράγραφο 1, το δικαστήριο δύναται να διατάξει τη δικαστική αστυνομία να προβεί σε αυτήν ή προβαίνει το ίδιο αυτεπαγγέλτως. Δύναται επίσης να ζητήσει από την εισαγγελία και από τη δικαστική αστυνομία διασαφηνίσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της δικογραφίας και τη διαβίβαση εκθέσεως για την εκτέλεση του επικυρωθέντος μέτρου και της περαιτέρω προανακρίσεως. Κατόπιν επιβολής προσωρινής κρατήσεως, το δικαστήριο δύναται εν συνεχεία να διατάξει να του διαβιβαστούν αντίγραφα των μνημονευόμενων στο άρθρο 52, παράγραφος 2, σημεία 2 και 3, εγγράφων.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16.      Βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αυστριακές αρχές ζήτησαν τη σύλληψη του NJ και την παράδοσή του για την άσκηση ποινικής διώξεως, για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος φέρεται ότι τέλεσε στη Βιέννη, στην Αυστρία, τις ακόλουθες πράξεις.

17.      Στις 9 Αυγούστου 2018, ο NJ φέρεται ότι διέρρηξε, από κοινού με συναυτουργό, τουριστικό λεωφορείο της εταιρίας SQ Equipment Leasing Polska και αφαίρεσε από αυτό φωτογραφική μηχανή και τσάντα, δύο σακίδια πλάτης, ένα πορτοφόλι και 1 000 κινεζικά γιουάν (CNY) (περίπου 128 ευρώ) σε μετρητά. Στο ίδιο πλαίσιο, ο NJ φέρεται ότι αφαίρεσε την πιστωτική κάρτα ενός από τους παθόντες. Στις 10 Αυγούστου 2018, ο NJ φέρεται ότι διέρρηξε, από κοινού με συναυτουργό, όχημα της εταιρίας W. E. Blaschitz, για να αφαιρέσει αντικείμενα αξίας από αυτό, αλλά έφυγε χωρίς λεία όταν κατελήφθη από τρίτο πρόσωπο, το οποίο αποτράπηκε να τους καταδιώξει επειδή προτάθηκε μαχαίρι. Στις 17 Αυγούστου 2018, ο NJ φέρεται ότι αφαίρεσε, από κοινού με συναυτουργό, τσάντα χειρός που περιείχε πορτοφόλι, κινητό τηλέφωνο και ζευγάρι ομματοϋάλια, συνολικής αξίας 950 ευρώ, καθώς και 50 ευρώ σε μετρητά· ο NJ φέρεται ότι πήρε ο ίδιος την τσάντα ενώ ο συναυτουργός του αποσπούσε την προσοχή του συζύγου της παθούσας. Στις 18 Αυγούστου 2018, ο NJ φέρεται ότι διέρρηξε, από κοινού με συναυτουργό, ξένο όχημα σπάζοντας το πλαϊνό τζάμι, για να αφαιρέσει αντικείμενα αξίας, χωρίς όμως να βρει τίποτα εκεί (στο εξής: φερόμενα ποινικά αδικήματα).

18.      Από τις 14 Μαΐου 2019, ο NJ τελεί υπό προσωρινή κράτηση για κλοπή στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από την εισαγγελία Βερολίνου (Γερμανία). Το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από την εισαγγελία Βιέννης στις 16 Μαΐου 2019, το οποίο επικυρώθηκε δικαστικώς με διάταξη του Landesgericht Wien (περιφερειακού δικαστηρίου Βιέννης, Αυστρία) της 20ής Μαΐου 2019, πιστοποιεί ότι κατά του NJ, στον ίδιο αριθμό φακέλου, υπάρχει εθνικό ένταλμα συλλήψεως για τα φερόμενα ποινικά αδικήματα, το οποίο εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2019 από την εισαγγελία Βιέννης και επικυρώθηκε δικαστικώς από το ίδιο περιφερειακό δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2019.

19.      Στις 24 Μαΐου 2019, ο NJ δήλωσε ότι δεν συγκατατίθεται σχετικά με μια απλουστευμένη διαδικασία εκδόσεως (7). Με διάταξη της 29ης Μαΐου 2019, το αιτούν δικαστήριο διέταξε μόνον την προσωρινή κράτηση του NJ (λόγω αμφιβολιών ως προς τη δικαστική αρχή εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως), επισημαίνοντας ότι ήδη κρατείται ο ενδιαφερόμενος.

20.      Με τη δήλωση (8) στην οποία προέβη κατόπιν της αποφάσεως OG και PI (9), η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, διότι η διαδικασία που προβλέπεται από το αυστριακό δίκαιο (10) ανταποκρίνεται, κατά την άποψή της, στις απαιτήσεις που εκτίθενται στην απόφαση εκείνη. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή, διότι, κατ’ αυτό, οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI είναι σωρευτικές (και όχι διαζευκτικές, όπως η Αυστριακή Κυβέρνηση φαίνεται να υποστηρίζει στην εν λόγω δήλωση) (11).

21.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Το γεγονός ότι η εισαγγελική αρχή υπόκειται σε διαταγές εμποδίζει την αρχή αυτή να εκδώσει εγκύρως ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ακόμη και στην περίπτωση που η σχετική απόφαση υπόκειται σε ενδελεχή δικαστικό έλεγχο πριν από την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως;»

22.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία και η Ισπανική Κυβέρνηση υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 3 Σεπτεμβρίου 2019.

 Επί της εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

23.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να εκδικαστεί με την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

24.      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι ο ενδιαφερόμενος στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του για δύο λόγους. Συγκεκριμένα, αφενός, ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό προσωρινή κράτηση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε εις βάρος του στη Γερμανία (στο εξής: πρώτη προσωρινή κράτηση) για πράξεις που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση της κύριας δίκης. Αυτή η πρώτη προσωρινή κράτηση, διάρκειας κατ’ ανώτατο όριο έξι μηνών, μπορεί να λήξει ανά πάσα στιγμή. Αφετέρου, επειδή το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη δικαστική αρχή εκδόσεως και ως προς το κύρος του εν προκειμένω εκδοθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, διέταξε ένα δεύτερο μέτρο προσωρινής κρατήσεως, με σκοπό την ενδεχόμενη παράδοση του ενδιαφερομένου στις αυστριακές αρχές (στο εξής: δεύτερη προσωρινή κράτηση). Το δεύτερο αυτό μέτρο θα τεθεί σε ισχύ μόνο μετά τη λήξη της πρώτης προσωρινής κρατήσεως και δεν μπορεί να υπερβεί νομίμως τους δύο μήνες.

25.      Από τα στοιχεία που γνωστοποίησε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, αφενός, η εκδοθησόμενη απόφαση του Δικαστηρίου δύναται να επηρεάσει τη διάρκεια της δεύτερης προσωρινής κρατήσεως και, ως εκ τούτου, τη συνολική διάρκεια της κρατήσεως του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, υφίσταται πραγματικός κίνδυνος, ιδίως σε συνάρτηση με τη διάρκεια της πρώτης προσωρινής κρατήσεως και της προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ενδιαφερόμενος να αφεθεί ελεύθερος και να αποφύγει τις εις βάρος του ποινικές διώξεις, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί η εκτέλεση του εκδοθέντος από τις αυστριακές αρχές ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

26.      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία εμπίπτει στους τομείς που απαριθμούνται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Επομένως, είναι δυνατή η εκδίκαση της εν λόγω αιτήσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

27.      Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, διαπιστώνεται ότι ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και η λύση της διαφοράς της κύριας δίκης δύναται να επηρεάσει κατά μη αμελητέο τρόπο τη διάρκεια της στερήσεως της ελευθερίας του (12). Εξάλλου, η κατάσταση του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμηθεί όπως αυτή έχει κατά την ημερομηνία εξετάσεως του αιτήματος να εκδικαστεί με την επείγουσα διαδικασία η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (13). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, κατά την ημερομηνία εξετάσεως της αιτήσεως που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ότι ο ενδιαφερόμενος όντως κρατείται και η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης (14).

28.      Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος να αφεθεί ελεύθερος ο ενδιαφερόμενος, πράγμα που δύναται να υπονομεύσει, εν προκειμένω, την αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως που θέσπισε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και την τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, υποχρεώσεως η οποία έχει βασικό χαρακτήρα κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (15).

29.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 11 Ιουλίου 2019, κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικαστεί με την επείγουσα διαδικασία η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

 Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Συγκεκριμένα, τα φερόμενα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν, εν μέρει, στα αδικήματα που πληρούν το κριτήριο του διττού αξιοποίνου, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου και, αφετέρου, στις αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου (δεδομένου ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά ενδέχεται να συνιστούν οργανωμένες ή ένοπλες κλοπές) (16).

31.      Εξάλλου, από την εν λόγω αίτηση προκύπτει επίσης ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από την εισαγγελία Βιέννης πληροί τις κατά το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προϋποθέσεις περιεχομένου και τύπου.

32.      Πριν αρχίσω την ανάλυσή μου, πρέπει ακόμη να διευκρινίσω το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος.

33.      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν η εισαγγελία Βιέννης αποτελεί «δικαστική αρχή έκδοσης» και πληροί τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση OG και PI, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, αφενός, η εισαγγελική αυτή αρχή μπορεί να υπόκειται σε οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένες υποθέσεις, αλλά ότι, αφετέρου, η απόφασή της να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποτελεί πάντοτε αντικείμενο δικαστικού ελέγχου προγενέστερου της ενάρξεως ισχύος των αποτελεσμάτων του εντάλματος αυτού (ήτοι, ex ante ελέγχου, ο οποίος εν προκειμένω έχει τη μορφή δικαστικής επικυρώσεως).

34.      Με άλλα λόγια, το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά μια κατάσταση όπου εισαγγελική αρχή που ενδεχομένως υπόκειται σε οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως το οποίο παράγει τα αποτελέσματά του και κατά του οποίου το περί ου πρόκειται πρόσωπο δύναται να ασκήσει προσφυγή η οποία οδηγεί σε δικαστικό έλεγχο στη συνέχεια (έλεγχο ex post). Όπως η Επιτροπή, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ένας τέτοιος εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος δεν αποτελεί εγγύηση ανεξαρτησίας της εισαγγελικής αρχής (17).

 Υπενθύμιση των διδαγμάτων της αποφάσεως OG και PI

35.      Επισημαίνεται, ευθύς εξαρχής, ότι η απόφαση OG και PI εκδόθηκε επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που είχαν υποβληθεί από δύο ιρλανδικά δικαστήρια στο πλαίσιο της εκτελέσεως ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία είχαν εκδοθεί αντιστοίχως, στην υπόθεση C-508/18, από τη Staatsanwaltschaft bei dem Landgericht Lübeck (εισαγγελία του Lübeck, Γερμανία) στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του OG και, στην υπόθεση C‑82/19 PPU, από τη Staatsanwaltschaft Zwickau (εισαγγελία του Zwickau, Γερμανία) στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του PI.

36.      Οι ενδιαφερόμενοι, OG και PI, υποστήριξαν ότι οι εισαγγελίες που είχαν εκδώσει τα εν λόγω εντάλματα συλλήψεως δεν ήταν «δικαστικές αρχές έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και ότι, ως εκ τούτου, τα εν λόγω εντάλματα δεν ήταν έγκυρα.

37.      Τα αιτούντα ιρλανδικά δικαστήρια ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως και υπάγονται σε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας αυτού του κράτους μέλους, όπως είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και οι οποίες ενδέχεται να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες του σε συγκεκριμένη υπόθεση στο πλαίσιο της λήψεως αποφάσεως σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

38.      Το Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

39.      Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, την αρχή ότι ο όρος «δικαστική αρχή» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο. Επιπλέον, παραθέτοντας προγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι στον όρο αυτόν «εμπίπτουν όχι μόνον οι δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους μέλους, αλλά, ευρύτερα, οι αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, σε αντίθεση, ιδίως, προς τα υπουργεία ή τις αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσίας» (18).

40.      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια αρχή, όπως η εισαγγελία που έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, να ασκήσει δίωξη κατά προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα, προκειμένου αυτό να κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου, πρέπει να θεωρείται ότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

41.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της απαιτήσεως ανεξαρτησίας που ισχύει όσον αφορά τις δικαστικές αρχές εκδόσεως (19).

42.      Το Δικαστήριο, αφότου υπενθύμισε ότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιλαμβάνει «προστασία σε δύο επίπεδα» των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο εκζητούμενος (20), επισήμανε την αρχή που καθιερώθηκε (μεταξύ άλλων) με την απόφασή του στην υπόθεση Kovalkovas (21), κατά την οποία αρχή το δεύτερο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του περί ου πρόκειται προσώπου «επιβάλλει στη δικαστική αρχή που είναι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, αρμόδια για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως να ελέγχει, ειδικότερα, αν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες για την έκδοσή του προϋποθέσεις και να εξετάζει αν, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση περιστάσεων, η έκδοση του εντάλματος αυτού είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας» (22). Ως εκ τούτου, αυτό το δεύτερο επίπεδο προστασίας περιλαμβάνει έλεγχο νομιμότητας και αναλογικότητας του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

43.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI, στις οποίες πρέπει να γίνει εκτενής παραπομπή, ότι:

«[…] η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος πρέπει να είναι σε θέση να εξασφαλίσει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως, ενεργεί ανεξάρτητα κατά την άσκηση των καθηκόντων της που είναι συμφυή με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Η ανεξαρτησία αυτή επιβάλλει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγία της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση.

Επιπλέον, όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να μπορούν να προσβληθούν με ένδικο μέσο, στο εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.»

44.      Επιπλέον, όσον αφορά το ενδεχόμενο η εκτελεστική εξουσία να ασκήσει επιρροή επί της εισαγγελικής αρχής σε συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διευκρίνισε στις σκέψεις 85 και 87 της εν λόγω αποφάσεως OG και PI, ότι:

«[η] εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να κλονιστεί από το γεγονός ότι, όπως υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η απόφαση των εισαγγελιών, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, να εκδώσουν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο από το θιγόμενο πρόσωπο ενώπιον των αρμόδιων γερμανικών δικαστηρίων.

[…]

Πράγματι, μολονότι το εν λόγω ένδικο μέσο εξασφαλίζει τον μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο του τρόπου ασκήσεως των καθηκόντων της εισαγγελίας, εντούτοις η γερμανική νομοθεσία εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να επιτρέπει στον υπουργό δικαιοσύνης να δίδει ενδεχομένως, σε συγκεκριμένη υπόθεση, οδηγίες στις εισαγγελίες κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.»

45.      Αυτές οι κρίσεις του Δικαστηρίου βρήκαν απήχηση στην απόφαση PF (23), η οποία εκδόθηκε την ίδια ημέρα με την απόφαση OG και PI και αφορά την ανεξαρτησία του γενικού εισαγγελέα της Λιθουανίας. Επισημαίνεται ότι οι σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως PF είναι πανομοιότυπες με τις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI.

46.      Μολονότι στην απόφαση OG και PI το Δικαστήριο έκρινε ότι οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές δεν ανταποκρίνονται στην ως άνω απαίτηση ανεξαρτησίας, στην απόφαση PF έκρινε, αντιθέτως, ότι ο Λιθουανός εισαγγελέας δεν υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή και ότι το συνταγματικό του καθεστώς διασφαλίζει «όχι μόνον την αντικειμενικότητα του έργου του», αλλά επίσης παρέχει εγγυήσεις ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (24).

47.      Τα διδάγματα που απορρέουν από τη νομολογία αυτή πρέπει τώρα να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 Η δικαστική αρχή εκδόσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584

48.      Αποτελεί εθνικό όργανο όπως η αυστριακή εισαγγελία δικαστική αρχή κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;

49.      Λαμβανομένων υπόψη των γραπτών παρατηρήσεων των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία και των αγορεύσεών τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβητείται ότι το γεγονός ότι η εν λόγω εισαγγελία ενδέχεται να υπόκειται σε οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν εμποδίζει την έκδοση έγκυρου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, καθόσον το ένταλμα αυτό υπόκειται συστηματικά σε προηγούμενη επικύρωση από δικαστήριο (25). Συναφώς, επισημαίνω ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως παράγει έννομα αποτελέσματα μόνο μετά από την εν λόγω επικύρωση. Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στερούμενο επικυρώσεως (κατόπιν αρνήσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου) μένει ανενεργό.

50.      Ευθύς εξαρχής, διαπιστώνεται ότι η εισαγγελία αυτή συνιστά αρχή που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (26), στο μέτρο που η εν λόγω εισαγγελία έχει, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, την εξουσία να ασκήσει δίωξη κατά προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου (27).

51.      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, αλλά και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, κατά το αυστριακό ποινικό δίκαιο η εισαγγελία φέρει την ευθύνη για την απαγγελία της κατηγορίας και επομένως στην εισαγγελία εναπόκειται να συγκεντρώσει προηγουμένως τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία. Η εισαγγελία διευθύνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της προανακρίσεως. Είναι υπόλογη για την πρόοδο της προανακρίσεως και τηρεί τον φάκελο της προανακρίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, δύναται να δίδει εντολές στη δικαστική αστυνομία που είναι επιφορτισμένη με τις έρευνες ή –αν αυτό είναι πιο αποτελεσματικό– να διενεργεί η ίδια την προανάκριση.

52.      Στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατά την προανακριτική διαδικασία (που προηγείται της εξετάσεως), η εισαγγελία διατάσσει τη σύλληψη, υπό την επιφύλαξη της δικαστικής επικυρώσεως κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του EU-JZG (η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του StPO, αντιθέτως προς την απόφαση της εισαγγελίας αυτή καθεαυτήν).

53.      Ως εκ τούτου, η αυστριακή εισαγγελία δύναται να αναλάβει τον ρόλο δικαστικής αρχής εκδόσεως, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται το κριτήριο της ανεξαρτησίας όπως διευκρινίστηκε με την απόφαση OG και PI. Θα επανέλθω στο στοιχείο αυτό στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων (28).

54.      Πριν προβώ στην εξέταση των εγγυήσεων ανεξαρτησίας στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από την εν λόγω εισαγγελία, πρέπει να διευκρινιστεί το ακόλουθο σημείο. Αντιθέτως προς όσα η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή φαίνεται να ισχυρίζονται επικαλούμενες την απόφαση Özçelik (29), θεωρώ ότι το δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τη δικαστική επικύρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τον πραγματικό εκδότη του εν λόγω εντάλματος, και τούτο για τρεις λόγους.

55.      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η επίμαχη διαδικασία στην υπόθεση Özçelik αφορούσε εθνικό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από ουγγρική αστυνομική υπηρεσία και «επικυρωθέν» από την εισαγγελική αρχή. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση με την οποία η εισαγγελική αρχή επικύρωσε το ένταλμα συλλήψεως που είχε εκδώσει η οικεία αστυνομική υπηρεσία αποτελούσε τη βάση του εκδοθέντος στο πλαίσιο αυτό ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η επικύρωση, από την εισαγγελική αρχή, του εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε από την εν λόγω αστυνομική υπηρεσία αποτελούσε νομική πράξη με την οποία η εισαγγελική αρχή ήλεγξε και επικύρωσε αυτό το ένταλμα συλλήψεως. Κατόπιν της επικυρώσεως αυτής, για την οποία γινόταν μνεία στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, έπρεπε να θεωρηθεί ότι η εισαγγελική αρχή εξομοιώνεται με τον έχοντα την ευθύνη για την έκδοση του εθνικού εντάλματος συλλήψεως.

56.      Συναφώς, παρατηρείται ότι η αστυνομική αυτή υπηρεσία, αντιθέτως προς την εισαγγελική αρχή, ουδέποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δικαστική αρχή, εφόσον ανήκει οργανικά στην εκτελεστική εξουσία (30). Ακριβώς για τον λόγο αυτόν η εισαγγελική αρχή αποτελούσε, μέσω του μηχανισμού της επικυρώσεως, τη μόνη δικαστική αρχή που είχε τη δυνατότητα να εκδώσει εγκύρως ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

57.      Εν προκειμένω, όπως επισήμανα στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων, η αυστριακή εισαγγελία δύναται να θεωρηθεί αρχή που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, και επομένως έχει την εξουσία να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Ipso facto, η κατάσταση της εισαγγελίας αυτής δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση της επίμαχης αστυνομικής υπηρεσίας στην υπόθεση Özçelik.

58.      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στο δικονομικό καθεστώς που θέσπισε ο Αυστριακός νομοθέτης, υφίσταται σαφέστατη διάκριση μεταξύ του σταδίου της προανακρίσεως (που προηγείται της εξετάσεως), στο πλαίσιο του οποίου η εισαγγελία ασκεί διευθυντικά καθήκοντα προκειμένου να συγκεντρώσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, και της κύριας διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας η διεύθυνση της δίκης ανήκει στο επιληφθέν δικαστήριο (το οποίο έχει συναφώς την εξουσία να διατάξει τη σύλληψη μέσω του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ενδεχομένως κατόπιν προτάσεως της εισαγγελίας).

59.      Κατά το στάδιο της προανακρίσεως, η εισαγγελία και το αρμόδιο για την επικύρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δικαστήριο ασκούν αρμοδιότητες διαφορετικής φύσεως. Η πρωτοβουλία για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως ανήκει στην εισαγγελία (η οποία διατάσσει τη σύλληψη, βάσει του άρθρου 171 του StPO). Ως εκ τούτου, η εισαγγελία είναι ο «διαχειριστής της διαδικασίας» (31) και αυτή που καθορίζει, μεταξύ άλλων, τη σκοπιμότητα ενός τέτοιου μέτρου (32). Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του δικαστηρίου συνίσταται κατ’ ουσίαν στον έλεγχο της νομιμότητας και της αναλογικότητας της ληφθείσας από την εισαγγελία αποφάσεως (η οποία, στην πράξη, εκδίδεται σε έντυπο), δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, του StPO. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο καλείται να εξετάσει ολόκληρο τον φάκελο που του διαβιβάστηκε (ο εν λόγω φάκελος περιλαμβάνει αντίγραφο των διαταγών που απευθύνθηκαν στην εισαγγελία από ανώτερα όργανα όπως αυτά της εκτελεστικής εξουσίας). Το δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτό, δύναται να διατάξει ή να διενεργήσει περαιτέρω έρευνα, αν το κρίνει αναγκαίο. Αν, μετά το πέρας του ελέγχου αυτού, το δικαστήριο προβεί στην επικύρωση, αυτή δίδεται με τη μορφή μιας απλής φράσεως που προστίθεται στο έντυπο. Η επικύρωση δεν συνοδεύεται από διαταγή προς την εισαγγελία όσον αφορά την εκτέλεση του συγκεκριμένου μέτρου: το δικαστήριο καθορίζει απλώς την προθεσμία ισχύος της επικυρώσεως (η μη τήρηση της οποίας συνεπάγεται τη λήξη ισχύος του οικείου μέτρου). Άπαξ παρασχεθεί η επικύρωση αυτή, στην εισαγγελία εναπόκειται να υπογράψει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, να το θέσει σε εφαρμογή και να το διαβιβάσει στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Η εισαγγελία δύναται, για παράδειγμα, να αποφασίσει να μην εφαρμόσει και να μην διαβιβάσει το κατ’ αυτόν τον τρόπο εγκριθέν ένταλμα.

60.      Όπως η Αυστριακή Κυβέρνηση εξέθεσε στο πλαίσιο των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεών της, η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της εισαγγελίας και του δικαστηρίου απορρέει από μεταρρύθμιση του αυστριακού ποινικού δικαίου η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2008. Κατόπιν της μεταρρυθμίσεως αυτής, τα καθήκοντα που προηγουμένως ασκούσαν οι ανακριτές ανατέθηκαν στην εισαγγελία –αυτή δε η μεταβίβαση εξουσιών αντισταθμίζεται με τον προβλεπόμενο δικαστικό έλεγχο (την προβλεπόμενη επικύρωση).

61.      Τέλος, τρίτον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, κάθε κράτος μέλος πρέπει να ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Φαίνεται ότι, στις 28 Ιανουαρίου 2008 (βλ. έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 5711/08), η Δημοκρατία της Αυστρίας δήλωσε ότι η αρμόδια δικαστική αρχή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ήταν η εισαγγελία (33) του τόπου όπου έχει την έδρα του ένα Landesgericht (περιφερειακό δικαστήριο).

62.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία ρωτήθηκαν, μεταξύ άλλων, αν στο αυστριακό σύστημα υπάρχει «διττή» αρχή εκδόσεως, αποτελούμενη από την εισαγγελία και από το δικαστήριο (πράγμα που σημαίνει ότι η πληροφορία που κοινοποιήθηκε από την Δημοκρατία της Αυστρίας στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου είναι εν μέρει ανακριβής). Τούτο εγείρει επίσης το ζήτημα αν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η οποία αναφέρει στον ενικό την αρμόδια αρχή, επιτρέπει μια τέτοια δυαδική ή σύνθετη δομή, η οποία δύναται να δημιουργήσει σύγχυση όσον αφορά την ευθύνη για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

63.      Κατ’ εμέ, πρέπει να αρκεστούμε στην πληροφορία που η Αυστριακή Κυβέρνηση διαβίβασε στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Πράγματι, το συγκεκριμένο κράτος μέλος είναι αρμόδιο να καθορίσει –βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584– την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο. Θεωρώ ότι ούτε στο Δικαστήριο, το οποίο εκδίδει προδικαστική απόφαση, ούτε στις αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως εναπόκειται να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν πληροφορίες που έχει δεόντως κοινοποιήσει στο Συμβούλιο το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος και να αποφανθούν επί του ζητήματος της δομής, (ενδεχομένως) δυαδικής ή σύνθετης, της εν λόγω αρχής εκδόσεως του εντάλματος.

64.      Κατά τη γνώμη μου, για όλους αυτούς τους λόγους φαίνεται αρκετά τεχνητό να θεωρηθεί το δικαστήριο –το οποίο παρεμβαίνει μόνο για να επικυρώσει, στο μέτρο που η διεύθυνση της προανακρίσεως ανήκει στην εισαγγελία– ως ο εκδότης του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Θεωρώ ότι το γεγονός ότι η προσφυγή που ενδεχομένως ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο αφορά τη δικαστική επικύρωση (και όχι τη stricto sensu απόφαση της εισαγγελίας) δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Αντιθέτως προς την άποψη που υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φρονώ ότι η εισαγγελία παραμένει ο εκδότης του εντάλματος έστω και αν, κατά κάποιον τρόπο, η ευθύνη της αποφάσεως αυτής μοιράζεται με τον δικαστή που συναινεί για την εφαρμογή της και κατά της αποφάσεως του οποίου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.

65.      Ως εκ τούτου, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι το γεγονός ότι απαιτείται δικαστική επικύρωση εξομοιώνει το δικαστήριο με τον εκδότη του εθνικού ή του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

66.      Κατ’ εμέ, στο αυστριακό ποινικό σύστημα, η εισαγγελία σαφώς είναι η αρχή που εκδίδει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν η θέση της και, ειδικά, η ανεξαρτησία της, λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού δικαστικής επικυρώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του EU-JZG.

 Η απαίτηση ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος

67.      Όπως παρατήρησα ανωτέρω, στην απόφαση OG και PI το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως συνεπάγεται προστασία, σε δύο επίπεδα, των δικονομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο εκζητούμενος. Το πρόσωπο αυτό πρέπει να τυγχάνει δικαστικής προστασίας, πρώτον, κατά την έκδοση εθνικής αποφάσεως, όπως ένα εθνικό ένταλμα συλλήψεως, και, δεύτερον, κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (34).

68.      Στο επίκεντρο της επίμαχης υποθέσεως τίθεται το ζήτημα αν το αυστριακό σύστημα μπορεί να εγγυηθεί, με πλήρη ανεξαρτησία, τα δικαιώματα του συγκεκριμένου προσώπου, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

 Η έννοια της «ανεξαρτησίας» στο αυστριακό σύστημα υπό το πρίσμα της υποθέσεως OG και PI

69.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η “δικαστική αρχή έκδοσης” του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δηλαδή η αρχή που λαμβάνει, τελικώς, την απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, είναι αυτή που οφείλει να διασφαλίσει αυτό το δεύτερο επίπεδο προστασίας, και τούτο ακόμη κι όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στηρίζεται σε εθνική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή ή δικαιοδοτικό όργανο». Ως εκ τούτου, η «δικαστική αρχή έκδοσης» πρέπει να είναι ανεξάρτητη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί «[…] να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται η εξουσία της λήψεως αποφάσεων σε εξωτερικές εντολές ή οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, ούτως ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι δική της απόφαση και όχι, εν τέλει, απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας» (35).

70.      Όπως προανέφερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτή η έννοια της ανεξαρτησίας στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε δύο στοιχεία. Η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος πρέπει να είναι σε θέση να βεβαιώσει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως του εντάλματος ότι, στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η πρώτη αρχή, υφίστανται καταστατικοί και θεσμικοί κανόνες που διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος συλλήψεως, σε οποιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγία εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση. Επιπλέον, όταν η δικαστική αρχή εκδόσεως είναι όργανο το οποίο δεν αποτελεί δικαστήριο (όπως εν προκειμένω η εισαγγελία), η απόφαση εκδόσεως εντάλματος συλλήψεως και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να μπορούν να αμφισβητηθούν, στο εν λόγω κράτος μέλος, με ένδικο βοήθημα το οποίο πρέπει να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία (36).

71.      Από όσα ελέχθησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αποδείχθηκε ότι το αυστριακό σύστημα δικαστικής επικυρώσεως της αποφάσεως της εισαγγελίας σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι ασυνήθιστο σε σχέση με τα καθεστώτα που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη. Εντούτοις, θεωρώ ότι το εθνικό αυτό σύστημα είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (37).

72.      Κατά τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής, οι σχετικές νομικές διατάξεις του αυστριακού δικαίου προβλέπουν ότι, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου που διενεργείται με σκοπό την επικύρωση, το επιληφθέν δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν η απόφαση της εισαγγελίας ανταποκρίνεται στις νομικές απαιτήσεις, επίσης υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και αν η εν λόγω απόφαση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (38), λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το πραγματικό πλαίσιο της αποφάσεως αυτής (39). Επιπλέον, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της επικυρώσεως αυτής καθεαυτήν (40).

73.      Θεωρώ ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που μνημονεύονται στη διάταξη περί παραπομπής, καθώς και στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, αυτό το εθνικό σύστημα (περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της διαδικασίας επικυρώσεως) διασφαλίζει ενδελεχή εξέταση της αποφάσεως της εισαγγελίας από το επιληφθέν δικαστήριο. Ο σκοπός του εν λόγω δικαστικού ελέγχου είναι να εξακριβωθεί αν η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι σύμφωνη με τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις, και τούτο επίσης υπό το πρίσμα της αναλογικότητας. Κατά την άποψή μου, ο σκοπός του ελέγχου που διενεργεί ο δικαστής δεν είναι να εξακριβωθεί αν τυχόν υπάρχουν οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας προς την εισαγγελία σε συγκεκριμένη περίπτωση (μολονότι, κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, οι οδηγίες αυτές πρέπει να διατυπώνονται γραπτώς και να κατατίθενται στην ποινική δικογραφία η οποία διαβιβάζεται στον δικαστή που επιλαμβάνεται της επικυρώσεως) (41). Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά σημαντική. Κατ’ εμέ, ο διενεργούμενος δικαστικός έλεγχος πρέπει, πρωτίστως, να παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν τηρήθηκαν συνολικά οι προϋποθέσεις νομιμότητας. Το επίμαχο σύστημα πρέπει να διασφαλίζει ότι η οικεία δικαστική αρχή εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά τρόπο πλήρως σύμφωνο με το δίκαιο Ως εκ τούτου, το σύστημα αυτό πρέπει να καθιστά δυνατή την εξάλειψη των παράνομων συνεπειών που απορρέουν από την αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας να απευθύνει διαταγές, εμποδίζοντας την εφαρμογή παράνομων αποφάσεων της εισαγγελίας, χάρη στον προγενέστερο έλεγχο από το δικαστήριο (42).

74.      Φρονώ ότι το σύστημα αυτό διασφαλίζει την τήρηση της βάσεως στην οποία στηρίζεται το κατά την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δηλαδή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της συνεργασίας τους σε ποινικές υποθέσεις (43).

75.      Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι, αν υπάρχει κίνδυνος η εισαγγελία να λάβει διαταγές από την εκτελεστική εξουσία μετά την επικύρωση οι οποίες αφορούν την εφαρμογή και τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στο κράτος μέλος εκτελέσεως (κίνδυνος ο οποίος, κατά τα λοιπά, ουδόλως αποδείχθηκε εν προκειμένω), στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους εκτελέσεως εναπόκειται να εξετάσουν το ζήτημα αυτό και να συναγάγουν, αν χρειάζεται, τις εντεύθεν συνέπειες. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι ο κίνδυνος αυτός υπάρχει σε οποιοδήποτε άλλο καθεστώς εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, άλλωστε, η παράλειψη εφαρμογής και διαβιβάσεως, από τις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως, του εντάλματος συλλήψεως ουδόλως θίγει τα δικαιώματα του εκζητουμένου –ζήτημα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αναλύσεώς μου εν προκειμένω.

 Οι προϋποθέσεις που θέτει η απόφαση OG και PI

76.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI είναι σωρευτικές ή διαζευκτικές.

77.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τόσο το συμπέρασμα στο οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση OG και PI όσον αφορά τις γερμανικές εισαγγελικές αρχές όσο και το κείμενο των σκέψεων 74 και 75 της εν λόγω αποφάσεως (το οποίο περιλαμβάνει τον όρο «επιπλέον») συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι παρέλκει η εξέταση του ζητήματος της σχέσεως μεταξύ των σκέψεων 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI για τον λόγο ότι, εν προκειμένω, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επικύρωση του εντάλματος συλλήψεως πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο για την έκδοση του εντάλματος αυτού, με αποτέλεσμα το ζήτημα αυτό να έχει καταστεί άνευ σημασίας. Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα, τα οποία δεν συνδέονται μεταξύ τους ούτε σωρευτικά ούτε διαζευκτικά, αλλά, αντιθέτως, κάθε ζήτημα πρέπει να εξεταστεί βάσει των δικών του κριτηρίων και απαιτήσεων. Κατά την Επιτροπή, πρόκειται για νομικές απαιτήσεις που ισχύουν, αφενός, όσον αφορά την έγκυρη έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, αφετέρου, όσον αφορά τη δικαστική προστασία κατά των κατ’ αυτόν τον τρόπο εκδοθέντων ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως.

78.      Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι κατά την ανάλυση πρέπει να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσο και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό καθώς και ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο (44). Επιπλέον, επισημαίνω ότι όσον αφορά τη διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, όταν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο μιας διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο περιορίζεται να συναγάγει από το γράμμα και το πνεύμα του δικαίου της Ένωσης την έννοια των κανόνων του δικαίου αυτού, ενώ στο εθνικό δικαστήριο επιφυλάσσεται η εφαρμογή, στη συγκεκριμένη υπόθεση, των κανόνων που ερμηνεύτηκαν με τον τρόπο αυτόν (45).

79.      Επομένως, εν προκειμένω, στο Δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα αναγκαία κριτήρια αναλύσεως προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το επίμαχο εθνικό σύστημα είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποσαφηνίσει τους κανόνες εξακριβώσεως όπως επισημάνθηκαν από το τμήμα μείζονος συνθέσεως με την απόφαση OG και PI. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σε σχέση με την οικεία διάταξη, αλλά διευκρινίσεως των απαιτήσεων που απορρέουν από αυτή ταύτη την έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης».

80.      Κατά την άποψή μου, οι δύο προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως OG και PI είναι κρίσιμες για την εκτίμηση του δικαστικού ελέγχου που ασκεί ο αρμόδιος για την επικύρωση δικαστής όσον αφορά την απόφαση της εισαγγελίας. Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι δεν ενδείκνυται ο χαρακτηρισμός των προϋποθέσεων αυτών ως «διαζευκτικών» ή «σωρευτικών», καθόσον αφορούν διαφορετικά αντικείμενα και κάθε μία πρέπει να εκτιμάται βάσει των δικών της κριτηρίων και απαιτήσεων. Συναφώς, φρονώ ότι το Δικαστήριο επισήμανε δύο αναγκαία στάδια όσον αφορά την αξιολόγηση του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως της εισαγγελίας.

81.      Αν δεν διαπιστωθεί ότι τηρήθηκαν οι εγγυήσεις που αφορούν την ανεξαρτησία της αρχής που είναι επιφορτισμένη με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, καθώς και η αναλογικότητα του συγκεκριμένου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να στερείται εννόμων αποτελεσμάτων.

 Οι εγγυήσεις

82.      Εξαρχής, επισημαίνεται ότι στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος εναπόκειται να τεκμηριώσει την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος. Συντάσσομαι πλήρως με την προσέγγιση του αείμνηστου συναδέλφου και φίλου μου, του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, ο οποίος υπογράμμισε, με τις προτάσεις του στην υπόθεση Bob-Dogi, ότι:

«Κατά την άποψή μου, η αυστηρή οριοθέτηση των λόγων μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προϋποθέτει, ως αντίβαρο, συγκεκριμένες και αποτελεσματικές δικονομικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων άμυνας στο κράτος μέλος εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, άνευ των οποίων η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των επιταγών περί αποτελεσματικότητας της ποινικής δικαιοσύνης και εκείνων περί διαφυλάξεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ισορροπία συμφυής με τη δόμηση ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, θα διασαλευόταν» (46).

83.      Επομένως, κάθε εθνικό σύστημα πρέπει να παρέχει δικονομικές εγγυήσεις πλήρως σύμφωνες με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (47). Τούτο απορρέει από πάγια νομολογία κατά την οποία το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (48). Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, συνιστά τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, κατά το οποίο τα κράτη μέλη κατ’ αρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (49).

84.      Όσον αφορά τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αναλογικότητας βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, παρατηρείται ότι η πρώτη καλύπτει τα θεμελιώδη δικαιώματα του εκζητουμένου (50). Η δεύτερη σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών δεν διώκουν το εν λόγω πρόσωπο για αδικήματα ήσσονος σημασίας (51). Όσον αφορά τη δεύτερη απαίτηση, δεν αμφισβητείται ότι το ζήτημα του ελέγχου της αναλογικότητας αποτελεί ένα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από της θέσεώς του σε ισχύ. Πλέον, κατόπιν της αποφάσεως OG και PI, είναι σαφές ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση (52).

85.      Το Δικαστήριο έχει επισημάνει τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αναλογικότητας που έχουν εφαρμογή όταν το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος παρέχει την αρμοδιότητα εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε αρχή η οποία, ενώ μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός του εν λόγω κράτους μέλους, δεν αποτελεί η ίδια δικαστήριο (όπως εν προκειμένω), υπό το πρίσμα των σκοπών και της οικονομίας της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (53).

86.      Κατ’ εμέ, αν το Δικαστήριο διευκρινίσει τους κανόνες αναφοράς που πρέπει να τηρούνται συναφώς, θα είναι απλούστερο να επιλυθεί το ζήτημα αν εθνική αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Συναφώς, υπογραμμίζω ότι είναι επιτακτικό να προβλέπονται δικονομικές εγγυήσεις στο στάδιο εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

87.      Κατά την άποψή μου, όταν η έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως δέχεται να λαμβάνει μια αρχή που η ίδια δεν αποτελεί δικαστήριο την απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αλλά απαιτεί η εν λόγω απόφαση να επικυρώνεται από δικαστήριο, είναι πρωταρχικής σημασίας το εν λόγω κράτος μέλος να είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπο διενεργούμενος δικαστικός έλεγχος δεν συνίσταται απλώς και μόνον στην παροχή ενός «nihil obstat», χωρίς πραγματική εξέταση της αρχικής αποφάσεως ενός οργάνου όπως μια εισαγγελία.

88.      Προσθέτω ότι, όταν η δικαστική αρχή που έλαβε την απόφαση να εκδώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι εισαγγελία που μπορεί να υπόκειται σε διαταγές ειδικά εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας (όπως εν προκειμένω), είναι αναγκαίο η δικαστική επικύρωση της αποφάσεως αυτής να παρέχεται πριν το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως παραγάγει έννομα αποτελέσματα.

89.      Τέλος, δεδομένου ότι η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δύναται να θίξει το κατά το άρθρο 6 του Χάρτη δικαίωμα ελευθερίας του συγκεκριμένου προσώπου, θεωρώ ότι το εθνικό σύστημα επικυρώσεως πρέπει να παρέχει στον εκζητούμενο τη δυνατότητα να εκδικαστεί η υπόθεσή του ενώπιον δικαστηρίου για να μπορέσει να αμφισβητήσει το κύρος της αποφάσεως αυτής σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη.

 Εφαρμογή εν προκειμένω

90.      Ποιες είναι οι συνέπειες της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση OG και PI επί της διαφοράς της κύριας δίκης;

91.      Κατά την άποψή μου, το αυστριακό σύστημα σαφώς διαφέρει από το γερμανικό σύστημα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, και τούτο σε ουσιώδη σημεία (54).

92.      Βεβαίως, στην ιεραρχία του αυστριακού συστήματος, οι εισαγγελίες υπάγονται στην εκτελεστική εξουσία. Συγκεκριμένα, κατά τα πληροφοριακά στοιχεία που παρασχέθηκαν με τη διάταξη περί παραπομπής, οι εισαγγελίες υπάγονται άμεσα στις γενικές εισαγγελίες και υπόκεινται στις διαταγές τους· οι γενικές εισαγγελείς και ο γενικός εισαγγελέας, με τη σειρά τους, υπάγονται στον ομοσπονδιακό Υπουργό Δικαιοσύνης.

93.      Εντούτοις, όπως επισημαίνει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, στην Αυστρία η διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως διαφέρει από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως OG και PI. Πρώτον, το αυστριακό σύστημα προβλέπει δικαστική επικύρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (επικύρωση που όντως έλαβε χώρα εν προκειμένω). Δεύτερον, η δικαστική αυτή επικύρωση συνεπάγεται έλεγχο της τηρήσεως των κριτηρίων νομιμότητας και αναλογικότητας (σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του StPO). Τρίτον, η διαδικασία δικαστικής επικυρώσεως διέπεται από νόμο· αν, προκειμένου το επιληφθέν δικαστήριο να αποφανθεί επί της επικυρώσεως του εντάλματος συλλήψεως, είναι απαραίτητη περαιτέρω έρευνα, το δικαστήριο αυτό δύναται να διατάξει τη δικαστική αστυνομία να διενεργήσει περαιτέρω έρευνα ή να προβεί το ίδιο σε αυτήν αυτεπαγγέλτως (55). Τέλος, τέταρτον, η επικύρωση μπορεί να προσβληθεί με ένδικη προσφυγή δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του StPO (56). Φρονώ ότι η προσφυγή αυτή αποτελεί στοιχείο το οποίο ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

94.      Εξάλλου, επισημαίνω ότι η δικαστική επικύρωση παρέχεται πριν η απόφαση της εισαγγελίας παραγάγει τα αποτελέσματά της.

95.      Υπό το πρίσμα των πληροφοριακών στοιχείων που παρασχέθηκαν με τη διάταξη περί παραπομπής, με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, καθώς και με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, νομίζω ότι, βάσει της αυστριακής νομοθεσίας, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να διενεργούν ενδελεχή εξέταση κάθε εντάλματος που τους υποβάλλεται καθώς και της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Κατά τη διενέργεια του δικαστικού αυτού ελέγχου, πρέπει να τηρούνται τα κριτήρια νομιμότητας και αναλογικότητας.

96.      Δεδομένου ότι το σύστημα που καθιέρωσε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στηρίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει τεκμήριο σεβασμού, από κάθε κράτος μέλος, των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Χάρτης, θεωρώ ότι, αν δεν υπάρχει δεόντως θεμελιωμένη απόδειξη περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι νομικό σύστημα όπως το επίμαχο εν προκειμένω, κατά το οποίο η από την εισαγγελία έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως υπόκειται σε προηγούμενο δικαστικό έλεγχο, είναι σύμφωνο με τον Χάρτη και την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο. Η ανατροπή του τεκμηρίου αυτού θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με βάση αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία ως προς τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος (57), τα οποία θα αποτελούσαν τέτοια απόδειξη περί του αντιθέτου –στοιχεία που φαίνεται ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω.

97.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, υπό το πρίσμα των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του Δικαστηρίου, καθεστώς όπως αυτό που ισχύει σήμερα στην Αυστρία είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

98.      Συνάγω εντεύθεν ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν το σύστημα του οικείου κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος παρέχει τις αναγκαίες δικονομικές εγγυήσεις για να διαφυλάξει τα δικαιώματα άμυνας του προσώπου που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και να διασφαλίσει ότι διενεργείται έλεγχος της αναλογικότητας του εντάλματος αυτού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, το εν λόγω εθνικό σύστημα πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: πρώτον, η αρχική απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο προβαίνει σε ενδελεχή εξέταση της εν λόγω αποφάσεως πριν την επικυρώσει· δεύτερον, ο δικαστικός αυτός έλεγχος πρέπει να διενεργείται πριν το εν λόγω ένταλμα παραγάγει έννομα αποτελέσματα· και, τρίτον, η επικύρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (η οποία απορρέει από αυτόν τον δικαστικό έλεγχο) πρέπει να μπορεί να προσβληθεί η ίδια με προσφυγή.

 Πρόταση

99.      Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων, φρονώ ότι στο ερώτημα που έθεσε στο Δικαστήριο το Kammergericht Berlin (εφετείο Βερολίνου, Γερμανία) πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, πρώτον, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε από δικαστική αρχή, δεύτερον, αν αυτή η δικαστική αρχή ενήργησε με πλήρη ανεξαρτησία και, τρίτον, αν η εν λόγω αρχή εκτίμησε τη νομιμότητα και την αναλογικότητα της αποφάσεως εκδόσεως του εντάλματος αυτού.

Σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, δύναται να γίνει επίκληση των ακόλουθων στοιχείων για να αποδειχθεί ότι το σύστημα του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος τηρεί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία:

–        η αρχική απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο προβαίνει σε ενδελεχή εξέταση της εν λόγω αποφάσεως πριν την επικυρώσει·

–        ο εν λόγω δικαστικός έλεγχος διενεργείται πριν το εν λόγω ένταλμα παραγάγει έννομα αποτελέσματα·

–        η επικύρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (η οποία απορρέει από αυτόν τον δικαστικό έλεγχο) δύναται να προσβληθεί η ίδια με προσφυγή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2019 (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C-508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, στο εξής: απόφαση OG και PI).


3      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).


4      Επισημαίνεται ότι τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (C-625/19 PPU, C-626/19 PPU και C-627/19 PPU) που υποβλήθηκαν στις 22 Αυγούστου 2019 από το ίδιο δικαστήριο (το Rechtbank Amsterdam, πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) αφορούν το ίδιο νομικό ζήτημα.


5      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, 18η περίπτωση.


6      Βλ. σημείο 93 των παρουσών προτάσεων.


7      Βλ. σημεία 9 και 10 των παρουσών προτάσεων.


8      Στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει (στο σημείο 22) δήλωση της Αυστριακής Κυβερνήσεως. Θεωρώ ότι πρόκειται πιθανώς για τη δήλωση την οποία αφορά το έγγραφο του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 2019, με τίτλο «Judgments of the CJEU of 27 May 2019 in joined cases C-508/18 and C-82/19 PPU and in case C-509/18 – public prosecutors offices acting as judicial authorities – Exchange of views on the follow-up – Paper by the Presidency», έγγραφο ST 9974 2019, σ. 13.


9      Όπως προσδιορίστηκε ανωτέρω (βλ. υποσημείωση 2).


10      Βλ. σημεία 11 έως 15 των παρουσών προτάσεων.


11      Βλ. σημεία 76 έως 81 των παρουσών προτάσεων.


12      Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (C-168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 31).


13      Βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C-492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Βλ. σημεία 24 και 25 των παρουσών προτάσεων.


15      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C-237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 37).


16      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, 18η περίπτωση, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος φέρεται να διέπραξε, τουλάχιστον, απόπειρα κλοπής με τη βοήθεια συνεργού και χρησιμοποιώντας μαχαίρι για να εκφοβίσει τρίτο άτομο (βλ. σημεία 4 και 17 των παρουσών προτάσεων)


17      Βλ. απόφαση OG και PI (σκέψεις 85 έως 87).


18      Αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψεις 33 και 35), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas (C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψεις 34 και 36).


19      Βλ. σημεία 76 επ. των παρουσών προτάσεων.


20      Βλ. σκέψη 67 της αποφάσεως OG και PI.


21      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016 (C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 47).


22      Βλ. σκέψη 71 της αποφάσεως OG και PI.


23      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2019 (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C-509/18, EU:C:2019:457).


24      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2019 (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C-509/18, EU:C:2019:457, σκέψεις 55 και 56). Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Λιθουανός εισαγγελέας σχετικά με ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή η οποία ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία: το Δικαστήριο κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα.


25      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να ελέγξει τις προϋποθέσεις εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και την αναλογικότητά του.


26      Κατά την έννοια των αποφάσεων της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψεις 33 και 35), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas (C‑477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψεις 34 και 36), καθώς και της αποφάσεως OG και PI (σκέψη 50).


27      Βλ. απόφαση OG και PI (σκέψη 60).


28      Βλ. σημεία 67 επ. των παρουσών προτάσεων.


29      Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C-453/16 PPU, EU:C:2016:860).


30      Βλ. απόφαση OG και PI (σκέψη 50), όπου το Δικαστήριο μνημονεύει τα «υπουργεία ή [τις] αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία». Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C-453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψη 32).


31      Αναφέρομαι στη διατύπωση που η Αυστριακή Κυβέρνηση χρησιμοποίησε στην αγόρευσή της.


32      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε επίσης το στοιχείο αυτό. Η εισαγγελία διευθύνει την έρευνα και είναι καλύτερα σε θέση να κρίνει αν είναι σκόπιμο να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.


33      Οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία διευκρίνισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η κοινοποίηση αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, τη μεταρρύθμιση που μνημονεύεται στο σημείο 60 των παρουσών προτάσεων –μεταρρύθμιση η οποία μετέφερε τις αρμοδιότητες των ανακριτών στην εισαγγελική αρχή. Βλ., επίσης, «Statement by the Republic of Austria pursuant to article 6 of Council Framework Decision 2002/584/JHA of 13 June 2002 on the European arrest warrant and the surrender procedures between Member States, Annex to Council of the European Union, Council Framework Decision 2002/584/JHA on the European arrest warrant and the surrender procedures between Member States - Statement by the Republic of Austria on a change in the competent Authorities, Brussels, 5711/08, 28 January 2008».


34      Βλ. σκέψη 67 της αποφάσεως OG και PI. Βλ., επίσης, σημείο 42 και υποσημείωση 21 των παρουσών προτάσεων.


35      Απόφαση OG και PI (σκέψεις 72 και 73).


36      Απόφαση OG και PI (σκέψεις 74 και 75).


37      Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


38      Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


39      Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


40      Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


41      Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, για παράδειγμα, στις οδηγίες εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένες υποθέσεις (βλ. απόφαση OG και PI, σκέψη 74).


42      Βλ. σημείο 59 των παρουσών προτάσεων.


43      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.


44      Απόφαση OG και PI (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Βλ., mutatis mutandis, απόφαση της 27ης Μαρτίου 1963, Da Costa κ.λπ. (28/62 έως 30/62, EU:C:1963:6, σ. 893).


46      C-241/15 (EU:C:2016:131, σημείο 55).


47      Βλ., ιδίως, άρθρο 6 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) και άρθρο 47 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου) του Χάρτη.


48      Βλ. απόφαση OG και PI (σκέψεις 43 έως 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


49      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C-453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 και άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.


51      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Bob-Dogi (C-241/15, EU:C:2016:131, σημεία 77 έως 83).


52      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Radu (C-396/11, EU:C:2012:648, σημείο 60).


53      Βλ. αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas (C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 47), και απόφαση OG και PI (σκέψη 71).


54      Βλ. σημεία 58 επ. των παρουσών προτάσεων.


55      Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


56      Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


57      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).