Language of document : ECLI:EU:F:2014:264

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Εκπροσώπηση του προσωπικού – Επιτροπή προσωπικού – Εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού – Κανονιστική ρύθμιση περί εκπροσωπήσεως του προσωπικού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Αρμοδιότητα της εφορευτικής επιτροπής – Διαδικασία ενστάσεως ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής – Δημοσίευση των εκλογικών αποτελεσμάτων – Ένσταση υποβληθείσα ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής – Άρθρο 90, παράγραφος 2, ΚΥΚ – Έλλειψη προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως ενώπιον της ΑΔΑ – Απευθείας προσφυγή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση F‑31/14,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Philippe Colart, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Bastogne (Βέλγιο), και λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, εκπροσωπούμενοι από τον A. Salerno, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον O. Caisou-Rousseau και την S. Alves,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, K. Bradley και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] την 29η Μαρτίου 2014, ο P. Colart και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως ζητούν την ακύρωση των αποτελεσμάτων των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως αυτά δημοσιεύθηκαν και ανακοινώθηκαν από την εφορευτική επιτροπή την 28η Νοεμβρίου 2013 και επικυρώθηκαν από αυτήν μετά την απόρριψη της ενστάσεώς τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως

2        Το άρθρο 9 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ισχύουσα επί της υπό κρίση διαφοράς εκδοχή του (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«1. Συν[ίστα]ται:

α) [σ]ε κάθε όργανο:

–        επιτροπή προσωπικού, η οποία διαιρείται ενδεχομένως σε τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε τόπο στον οποίο υπηρετεί το προσωπικό,

[…]

[Η] επιτροπ[ή] αυτ[ή] ασκ[εί] τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2. Η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας τ[ου] οργάν[ου] αυτ[ού] καθορίζονται από κάθε όργανο των Κοινοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ [του ΚΥΚ].

[…]»

3        Το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ ορίζει:

«Οι προϋποθέσεις εκλογής στην επιτροπή προσωπικού, όταν αυτή δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή στην τοπική επιτροπή, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. Πάντως, το όργανο δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος. […]»

 Ο κανονισμός περί εκπροσωπήσεως του προσωπικού στο Κοινοβούλιο

4        Κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος II του ΚΥΚ, την 6η Φεβρουαρίου 2012 η επιτροπή προσωπικού του Κοινοβουλίου υιοθέτησε κανονισμό σχετικό με την εκπροσώπηση του προσωπικού (στο εξής: ΚΕΠ), ο οποίος την 4η Απριλίου 2012 εγκρίθηκε με δημοψήφισμα από το προσωπικό του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

5        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΕΠ ορίζει:

«1. Η γενική συνέλευση [του προσωπικού, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των εκλογέων της επιτροπής προσωπικού,] ορίζει, κατόπιν κοινής προτάσεως καταλόγων με τουλάχιστον έναν εκλεγμένο εκπρόσωπο στην απερχόμενη επιτροπή προσωπικού, τουλάχιστον έναν τακτικό ψηφολέκτη και τρεις αναπληρωματικούς ψηφολέκτες που επιλέγονται με κατάλογο μεταξύ των εκλογέων.

2. Οι ψηφολέκτες, τακτικοί και αναπληρωματικοί, δεν μπορούν να είναι ούτε μέλη της επιτροπής προσωπικού ούτε υποψήφιοι στις εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού. […]»

6        Κατά το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΕΠ, «[η] εφορευτική επιτροπή απαρτίζεται από τα τακτικά μέλη» και «είναι υπεύθυνη για τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού και των λοιπών εκλογών, δημοψηφισμάτων και διαβουλεύσεων που διοργανώνονται συμφώνως προς τον παρόντα κανονισμό».

7        Το άρθρο 26 του ΚΕΠ ορίζει:

«1. Η εκλογική διαδικασία διοργανώνεται από την εφορευτική επιτροπή.

2. Η εφορευτική επιτροπή έχει στη διάθεσή της προθεσμία τουλάχιστον [40] εργάσιμων ημερών για τη διοργάνωση των εκλογών.

3. [Κ]ατ’ αίτηση της εφορευτικής επιτροπής, ο Γενικός Γραμματέας [του Κοινοβουλίου] δύναται να ορίσει δύο παρατηρητές, εκ των οποίων έναν από τη νομική υπηρεσία, οι οποίοι παρίστανται στις σχετικές με τις εκλογές της επιτροπής προσωπικού συνεδριάσεις της εφορευτικής επιτροπής.»

8        Το άρθρο 39 του ΚΕΠ ορίζει:

«1. Με το πέρας της διαλογής η εφορευτική επιτροπή συντάσσει και δημοσιεύει τον πίνακα των εκλεγέντων.

2. Οι μη εκλεγέντες υποψήφιοι εκάστου εκλογικού συνδυασμού εγγράφονται στο πρακτικό κατά τη σειρά των αριθμών των ψήφων που έλαβαν.

3. Η εφορευτική επιτροπή συντάσσει το πρακτικό της εκλογικής διαδικασίας εντός προθεσμίας [25] κατ’ ανώτατο όριο εργάσιμων ημερών από της δημοσιεύσεως του πίνακα εκλεγέντων, αφού προηγουμένως αποφανθεί επί ενδεχόμενων ενστάσεων κατά το άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού.

4. Η εφορευτική επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο του ως άνω πρακτικού και του πίνακα των εκλεγέντων στον Γενικό Γραμματέα [του Κοινοβουλίου], καθώς και στον πρεσβύτερο των εκλεγέντων και δημοσιεύει τα έγγραφα αυτά στο ενδοδίκτυο (intranet) της εφορευτικής επιτροπής.»

9        Κατά το άρθρο 41 του ΚΕΠ:

«Υπό την επιφύλαξη προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφορευτική επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφαίνεται επί οιασδήποτε διαφοράς ή ενστάσεως σχετικής με τη διοργάνωση των εκλογών για την ανάδειξη της [ε]πιτροπής προσωπικού. Οι ενστάσεις υποβάλλονται εγγράφως στην εφορευτική επιτροπή εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών από της κοινοποιήσεως της βλαπτικής αποφάσεως ή πράξεως. Η εφορευτική επιτροπή αποφαίνεται επί των ενστάσεων εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών από της παραλαβής τους.»

10      Το άρθρο 42 του ΚΕΠ ορίζει:

«Οι ενστάσεις που αφορούν τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας υποβάλλονται εγγράφως στην εφορευτική επιτροπή εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών από της δημοσιεύσεως του πίνακα εκλεγέντων. Η εφορευτική επιτροπή αποφαίνεται επί των ενστάσεων εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών από της παραλαβής τους.»

11      Κατά το άρθρο 45 του ΚΕΠ, οι προτάσεις αναθεωρήσεως του ΚΕΠ υποβάλλονται είτε με πρωτοβουλία της επιτροπής προσωπικού είτε κατόπιν αιτήσεως υπογεγραμμένης από 200 τουλάχιστον εκλογείς και, εφόσον εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση, υποβάλλονται σε δημοψήφισμα εκ μέρους των εκλογέων εντός 20 εργάσιμων ημερών.

12      Το άρθρο 47 του ΚΕΠ ορίζει ότι «[α]ντίγραφο του παρόντος κανονισμού, ο οποίος κατετέθη την 20ή Ιουνίου 2012 στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου […], διαβιβάζεται στον Πρόεδρο και στο [π]ροεδρείο του Κοινοβουλίου […]».

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Το 2013 οι προσφεύγοντες διατελούσαν μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως «Solidarité pour les agents et fonctionnaires européens» (στο εξής: SAFE). Όσον αφορά ειδικότερα τους P. Colart και P. Vienne, αυτοί κατείχαν, αντιστοίχως, τις θέσεις του προέδρου και του πολιτικού γραμματέα.

14      Κατόπιν έκτακτης γενικής συνελεύσεως των μελών της SAFE η οποία έλαβε χώρα την 21η Ιουνίου 2013, ανέκυψε εσωτερική διαφορά ως προς τη σύνθεση της εκτελεστικής επιτροπής της εν λόγω συνδικαλιστικής οργανώσεως, καθώς εννέα μέλη της SAFE με επικεφαλής τον P. Colart (στο εξής: Colart και λοιποί) διεκδικούσαν παράλληλα με άλλη ομάδα μελών της SAFE, με επικεφαλής τον P. Ciuffreda, την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εν λόγω συνδικαλιστικής οργανώσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων αφορούσε το ζήτημα της προσβάσεως στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που το Κοινοβούλιο είχε θέσει στη διάθεση της SAFE και ήχθη τόσο ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. διάταξη Colart κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, F‑87/13, EU:F:2014:53) όσο και ενώπιον των λουξεμβουργιανών δικαστηρίων.

15      Ενόψει των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού του Κοινοβουλίου, οι οποίες θα διεξάγονταν το φθινόπωρο του 2013, οι Colart και λοιποί αποφάσισαν εν τέλει να μην κατέλθουν με τον συνδυασμό «SAFE», ενόσω η διαφορά τους με την άλλη ομάδα μελών της SAFE, με επικεφαλής πλέον τον S. Guccione (στο εξής: Guccione και λοιποί), δεν είχε επιλυθεί. Ως εκ τούτου, την 20ή Σεπτεμβρίου 2013, ενόψει των εν λόγω εκλογών, οι Colart και λοιποί κατέθεσαν στην εφορευτική επιτροπή συνδυασμό με το όνομα «SAFETY» (στο εξής: συνδυασμός SAFETY), εφιστώντας την προσοχή της εφορευτικής επιτροπής, με ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλαν αυθημερόν στον πρόεδρό της, στις συνέπειες ενδεχόμενης παράτυπης και δόλιας, κατά την άποψή τους, χρήσεως του ονόματος «SAFE» εκ μέρους του συνδυασμού του οποίου ηγείτο ο S. Guccione (στο εξής: συνδυασμός SAFE). Κατά τους προσφεύγοντες, η «συνετή και λογική στάση» που τήρησαν οι Colart και λοιποί «σκοπούσε κατά βάση στην αποφυγή “μολύνσεως” της δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας, “μολύνσεως” η οποία θα μπορούσε να επέλθει στην περίπτωση κατά την οποία η εφορευτική επιτροπή ερχόταν αντιμέτωπη με την ταυτόχρονη κατάθεση δύο συνδυασμών έκαστος των οποίων θα αξίωνε (θεμιτώς) τη χρήση του ονόματος “SAFE” με τον [επακόλουθο] κίνδυνο αλλεπάλληλ[ων] δικαστικ[ών] διαμαχών οι οποίες θα ανέτρεπαν το χρονοδιάγραμμα των εκλογών».

16      Κατόπιν της δημοσιεύσεως εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής, την 25η Σεπτεμβρίου 2013, των καταλόγων των υποψηφίων στις εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού, οι Colart και λοιποί απέστειλαν ηλεκτρονική επιστολή στους Guccione και λοιπούς, οι οποίοι είχαν ανακηρυχθεί υποψήφιοι με τον συνδυασμό SAFE, προκειμένου να τους ενημερώσουν ότι οι ίδιοι ήταν δικαιούχοι του λογοτύπου «SAFE», το οποίο ήταν καταχωρισμένο στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), και ότι, ως εκ τούτου, αν οι Guccione και λοιποί χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο λογότυπο, οι Colart και λοιποί θα στρέφονταν κατ’ αυτών δικαστικώς αξιώνοντας την αποκατάσταση της ζημίας από την εν λόγω παράνομη χρήση.

17      Τη 10η Οκτωβρίου 2013 το Κοινοβούλιο έθεσε στη διάθεση των Colart και λοιπών ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο υπό τον τίτλο «SAFETY».

18      Ο πρώτος γύρος των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού διεξήχθη από της 14ης έως την 23η Οκτωβρίου 2013. Ο δεύτερος γύρος διεξήχθη από της 18ης έως την 27η Νοεμβρίου 2013.

19      Κατόπιν της δημοσιεύσεως εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής, την 28η Νοεμβρίου 2013, των αποτελεσμάτων των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού του Κοινοβουλίου, ο P. Colart, υπό την ιδιότητα του «επικεφαλής του συνδυασμού SAFETY», υπέβαλε τη 12η Δεκεμβρίου 2013 στην εν λόγω επιτροπή «[έ]νσταση, δυνάμει του άρθρου 42 του [ΚΕΠ], κατά του αποτελέσματος των εκλογών […]». Αντίγραφο της εν λόγω ενστάσεως κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο και στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου. Με την εν λόγω ένσταση ο P. Colart, ενεργώντας εξ ονόματος του συνδυασμού SAFETY, διατύπωνε κατά της εφορευτικής επιτροπής την αιτίαση ότι αυτή δεν είχε λάβει μέτρα ούτε είχε απαντήσει στην ηλεκτρονική επιστολή του της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, ενώ δεν είχε καν συζητήσει επί του ζητήματος της χρήσεως του ονόματος «SAFE» ενόψει των εκλογών. Ο P. Colart αμφισβητούσε επίσης την παραχώρηση στον συνδυασμό SAFE, με επικεφαλής τον S. Guccione, τεσσάρων εκ των έξι εδρών που παραχωρήθηκαν σε υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού με τόπο υπηρετήσεως το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο).

20      Με την ένσταση που υπέβαλε ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής εξ ονόματος του συνδυασμού SAFETY, ο P. Colart ζητούσε «αποκλειστικώς την ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας λόγω της νοθεύσεως της ψηφοφορίας και της προσφυγής σε αθέμιτες μεθόδους και πρακτικές». Επικουρικώς, o P. Colart, επικρίνοντας το γεγονός ότι πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής είχε ορισθεί μέλος της ομάδας Guccione και λοιπών, η οποία είχε αυτοανακηρυχθεί ομάδα των νομίμων μελών της εκτελεστικής επιτροπής της SAFE, ήτοι ο A. Tilotta, ζητούσε εξ ονόματος του συνδυασμού SAFETY τη διά χειρός ανακαταμέτρηση των ψήφων. Ο P. Colart έκανε συναφώς λόγο για παρατυπίες σχετικές με την αποσφράγιση των καλπών κατά το πέρας της πρώτης ψηφοφορίας και με τη σφράγιση των αιθουσών στις οποίες είχε διεξαχθεί η ψηφοφορία, οι οποίες υποτίθετο ότι ήταν ασφαλείς, ενώ εξέφραζε τις αμφιβολίες του ως προς την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων καθόσον, μεταξύ των 29 εκλεγέντων στην επιτροπή προσωπικού, αφενός, δεν περιλαμβανόταν κανείς εκ των υποψηφίων από τη Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης, η οποία συγκεντρώνει, εντούτοις, το 20 % του ανθρωπίνου δυναμικού του Κοινοβουλίου, και, αφετέρου, μόνον έξι εκλεγέντες υπηρετούσαν στο Λουξεμβούργο.

21      Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: απόφαση της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013 ή απόφαση περί απορρίψεως της υποβληθείσας ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής ενστάσεως), η εφορευτική επιτροπή απεφάνθη επί της ενστάσεως την οποία είχε υποβάλει ο P. Colart ως επικεφαλής του συνδυασμού SAFETY, επισημαίνοντας ότι, ελλείψει δεσμευτικής δικαστικής αποφάσεως σχετικής με τη χρήση του ονόματος «SAFE», η ίδια ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί όλα τα ονόματα των συνδυασμών όπως είχαν προταθεί από τους επικεφαλής τους, κατά μείζονα λόγο διότι η απόφαση των Colart και λοιπών να κατέλθουν στις εκλογές με συνδυασμό υπό το όνομα «SAFETY» είχε αποσοβήσει οιονδήποτε κίνδυνο συγχύσεως των εκλογέων, τον οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει η παράλληλη ύπαρξη δύο συνδυασμών με το ίδιο όνομα.

22      Ως προς τον πραγματικό αριθμό των ψήφων, η εφορευτική επιτροπή επισήμανε στον Ρ. Colart ότι ο αριθμός των λευκών ψηφοδελτίων είχε επαληθευθεί σχολαστικώς τόσο κατά το άνοιγμα όσο και κατά τη σφράγιση των αιθουσών ψηφοφορίας, οι οποίες εξάλλου ασφαλίζονταν με ηλεκτρονικά κλείθρα, και ότι δεν είχε διαπιστωθεί κανένα σφάλμα, γεγονός που αρκούσε για να διασκεδάσει τις υποψίες του περί ενδεχόμενης αποσφραγίσεως των καλπών και αντικαταστάσεως των ήδη αποτεθειμένων ψηφοδελτίων με άλλα.

23      Όσον αφορά το αίτημα περί ανακαταμετρήσεως των ψήφων, η εφορευτική επιτροπή επισήμανε στον P. Colart ότι είχε αποφασίσει ομοφώνως να μην προβεί σε ανακαταμέτρηση ελλείψει οιουδήποτε ευλόγου και πειστικού επιχειρήματος δικαιολογούντος μια τέτοια ενέργεια.

24      Προκειμένου, τέλος, για τα εκλογικά αποτελέσματα, η εφορευτική επιτροπή τόνισε ότι δεν ήταν αρμόδια να προβεί σε οιαδήποτε πολιτική ανάλυση, πολλώ δε μάλλον να σχολιάσει την προέλευση των εκλεγέντων από τη μία ή την άλλη Γενική Διεύθυνση του Κοινοβουλίου. Ως προς τον αριθμό των εκλεγέντων με τόπο υπηρετήσεως το Λουξεμβούργο, η εφορευτική επιτροπή επισήμανε ότι αυτός ήταν απολύτως σύμφωνος με το ελάχιστο απαιτούμενο όριο που προβλέπεται από τον ΚΕΠ.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

25      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει τα αποτελέσματα των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού που διεξήχθησαν το φθινόπωρο του 2013, τα οποία δημοσιεύθηκαν επισήμως την 28η Νοεμβρίου 2013·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

27      Με έγγραφο της Γραμματείας της 15ης Σεπτεμβρίου 2014 το Δικαστήριο ΔΔ, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους ερωτήσεις, στις οποίες αυτοί απάντησαν προσηκόντως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Οι προσφεύγοντες εξήγησαν ότι δεν είχαν επιδιώξει να απευθυνθούν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων και ότι είχαν διαβιβάσει σε ορισμένα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα να ενεργούν εξ ονόματος της ΑΔΑ, αντίγραφο της υποβληθείσας ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής ενστάσεώς τους αποκλειστικώς για λόγους διαφάνειας και αβροφροσύνης. Οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν επίσης ότι η απόφαση της οποίας ζητούσαν την ακύρωση ήταν η απόφαση επίσημης ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013 επικύρωνε απλώς τα ανακοινωθέντα την 28η Νοεμβρίου 2013 αποτελέσματα.

29      Επιπροσθέτως, οι προσφεύγοντες επισήμαναν ότι, κατόπιν της αποφάσεως της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013, δεν συμβουλεύθηκαν την ΑΔΑ επί της σκοπιμότητας υποβολής διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διότι, αφενός, μια τέτοια ένσταση θα ισοδυναμούσε με άσκοπη παρέλκυση, αφού η ΑΔΑ δεν ασκεί ιεραρχικό έλεγχο επί της εφορευτικής επιτροπής και, συνεπώς, δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις της εν λόγω επιτροπής. Αφετέρου, κατά τη δική τους ερμηνεία του άρθρου 41 του ΚΕΠ και βάσει του αξιώματος ότι η ΑΔΑ δεν δύναται κατ’ αρχήν να αναμειγνύεται στη διαδικασία των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού, οι προσφεύγοντες εκτιμούσαν ότι το Δικαστήριο ΔΔ ήταν αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, να ελέγχει απευθείας τη νομιμότητα των αποφάσεων της εφορευτικής επιτροπής.

30      Μολονότι αναγνωρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, η ΑΔΑ, καίτοι δεν ασκεί κανέναν ιεραρχικό έλεγχο επί της εφορευτικής επιτροπής, δύναται, αν όχι οφείλει, να παρεμβαίνει για τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής οσάκις αυτές αποδεικνύονται παράνομες, οι προσφεύγοντες ετάχθησαν υπέρ μιας «εξελίξεως της νομολογίας προς την κατεύθυνση της απόλυτης αποχής της ΑΔΑ από οιανδήποτε παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία».

31      Το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι ουδέποτε είχε εξουσιοδοτήσει την εφορευτική επιτροπή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματος και για λογαριασμό της ΑΔΑ. Ειδικότερα, κατά το Κοινοβούλιο, αρμόδιοι να αποφαίνονται επί των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ είναι αποκλειστικώς το προεδρείο, ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας του.

32      Μολονότι διευκρίνισε ότι δεν είχε ενημερώσει ειδικώς το προσωπικό του για το γεγονός ότι τα όργανα εκπροσωπήσεως του προσωπικού δεν δύνανται να παρεκκλίνουν, μέσω της εκδόσεως κανονισμού όπως ο ΚΕΠ, από καταστατική διάταξη όπως το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το Κοινοβούλιο ενημέρωσε το Δικαστήριο ΔΔ ότι, αφότου απευθύνθηκαν στην εφορευτική επιτροπή με ένσταση δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, την 28η Φεβρουαρίου 2014 άλλοι υποψήφιοι στις διεξαχθείσες το φθινόπωρο του 2013 εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού υπέβαλαν ενώπιον της ΑΔΑ διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία απερρίφθη με απόφαση της ΑΔΑ της 18ης Ιουνίου 2014.

33      Το Κοινοβούλιο τόνισε ότι, κατά τη νομολογία, η ΑΔΑ οφείλει να παρεμβαίνει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το νομότυπο των εκλογών της επιτροπής προσωπικού. Συναφώς, το Κοινοβούλιο επισήμανε επίσης ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των αποφάσεων εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, τις οποίες δεν δύναται να μεταρρυθμίζει, η ΑΔΑ είναι εξουσιοδοτημένη να παρεμβαίνει ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής, της οποίας τα μέλη ορίζονται από τη γενική συνέλευση του προσωπικού, προκειμένου να αποκαθιστά παρατυπίες που ενδεχομένως διαπιστώνονται.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Έχοντας θίξει αυτοβούλως με το δικόγραφό τους το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι αυτή αποτελεί συνέχεια ενστάσεως υποβληθείσας τη 12η Δεκεμβρίου 2013, συμφώνως προς το άρθρο 41 του ΚΕΠ, ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής, η οποία την απέρριψε με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013. Οι προσφεύγοντες εκτιμούν, ως εκ τούτου, ότι «δύνανται παραδεκτώς να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή κατά τους όρους του άρθρου 91 του ΚΥΚ και του άρθρου 100, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας», υποστηρίζουν δε συναφώς, επικαλούμενοι την απόφαση Vanhellemont κατά Επιτροπής (T‑396/03, EU:T:2005:406), ότι το Κοινοβούλιο «δεν δύναται να χρησιμοποιεί ως προκάλυμμα το γεγονός ότι η εσωτερική κανονιστική ρύθμισή του αναθέτει στην εφορευτική επιτροπή το καθήκον να αποφαίνεται επί ενστάσεων σχετικών με την εκλογή των μελών της επιτροπής προσωπικού προκειμένου να απεκδύεται τις ευθύνες του ως προς τον έλεγχο της νομότυπης διεξαγωγής της εν λόγω εκλογής».

35      Απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η ΑΔΑ είχε οπωσδήποτε λάβει γνώση του σχεδίου απαντήσεως της εφορευτικής επιτροπής επί της ενστάσεώς τους και είχε, συνεπώς, εκδώσει «σε χρονική στιγμή» μεταξύ της 12ης και της 19ης Δεκεμβρίου 2013 απόφαση η οποία συνίστατο σε ευνοϊκή γνωμοδότηση επί του εν λόγω σχεδίου, το οποίο εν συνεχεία αποτέλεσε την απόφαση της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013.

36      Το Κοινοβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, τονίζοντας ότι αυτή ασκήθηκε επί τη βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Το εν λόγω θεσμικό όργανο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει ρητώς ότι «[π]ροσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αποδεκτή μόνο[ν] αν προηγουμένως έχει [υποβληθεί] στην [ΑΔΑ] [διοικητική ένσταση] κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και αν αυτή η [διοικητική ένσταση] έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως [εκ μέρους της ΑΔΑ]».

37      Συναφώς, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, δυνάμει του σημείου X, με τίτλο «Α[ιτήσεις και ένδικα βοηθήματα]», του παραρτήματος της αποφάσεως του προεδρείου του Κοινοβουλίου της 13ης Ιανουαρίου 2014 περί εκχωρήσεως εξουσιών της ΑΔΑ και της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχής, αποφάσεως όμοιας επί του σημείου αυτού με την προϊσχύσασα απόφαση του προεδρείου του Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2004, η εξουσία της ΑΔΑ να αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά των αποφάσεων άλλων αρχών πλην του προεδρείου, του Προέδρου ή του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου εκχωρείται στον Γενικό Γραμματέα. Συνεπώς, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αγνοώντας τη νομολογιακή θέση που απορρέει ιδίως από τη σκέψη 7 της αποφάσεως Diezler κ.λπ. κατά ΟΚΕ (146/85 και 431/85, EU:C:1987:457), οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν καμία διοικητική ένσταση ενώπιον της ΑΔΑ. Ως εκ τούτου, κατά το Κοινοβούλιο, καθόσον οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, η υπό κρίση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

38      Στο προβαλλόμενο από τους προσφεύγοντες επιχείρημα περί εκ μέρους τους υποβολής ενστάσεως ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο αντιτείνει ότι η προβλεπόμενη από τον ΚΕΠ διαδικασία ενστάσεως διαφέρει εκείνης του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, μολονότι ο τίτλος V του ΚΕΠ, ο οποίος επιγράφεται «Οι ενστάσεις», προβλέπει ένδικο βοήθημα, αποκαλούμενο «ένσταση», χρήση του οποίου μπορεί να γίνει ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής, η διαδικασία αυτή, η οποία ρυθμίζεται από τον εν λόγω κανονισμό και ως προς την οποία η Διοίκηση δεν έχει εξάλλου καμία εξουσία αποφάσεως ή συναποφάσεως, δεν προβλέπει ενημέρωση της ΑΔΑ ούτε δυνατότητα παρεμβάσεώς της για τη διαμόρφωση των απαντήσεων επί των υποβαλλομένων ενστάσεων, όπως της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως που ελήφθη εν προκειμένω από την εφορευτική επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Κοινοβούλιο, η εφορευτική επιτροπή δεν αποτελεί αρχή εξουσιοδοτημένη να αποφαίνεται, εξ ονόματος της ΑΔΑ, επί των ενστάσεων που υποβάλλονται επί τη βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

39      Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω και εν αντιθέσει προς τις επιταγές της νομολογίας, δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα, υπό την ιδιότητα της ΑΔΑ, να γνωρίζει τις αιτιάσεις ή τα αιτήματα των προσφευγόντων προ της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής. Μολοντούτο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Κοινοβούλιο παραδέχθηκε ότι η διατύπωση των άρθρων 41 και 42 του ΚΕΠ ενδέχετο να παραπλανήσει τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό περί της αναγκαιότητας υποβολής, προκειμένου για εκλογικά ζητήματα, διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προ της ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Το εν λόγω θεσμικό όργανο ενέμεινε μεν στο κύριο αίτημά του περί απορρίψεως της προσφυγής ως απαράδεκτης, εξήγησε, όμως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, για λόγους σεβασμού της κυριαρχίας της γενικής συνελεύσεως των υπαλλήλων και της αυτονομίας της επιτροπής προσωπικού, οργάνων που αποτελούν τους δύο συντάκτες του ΚΕΠ, δεν είχε παρέμβει κατά το στάδιο εκείνο επί του εν λόγω κειμένου το οποίο είχαν υιοθετήσει οι δύο αυτές αρχές εκπροσωπήσεως του προσωπικού.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

40      Προκειμένου να αξιολογηθεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, το οποίο αμφισβητείται από το Κοινοβούλιο, επιβάλλεται ο προσδιορισμός, πρώτον, των τύπων πράξεων που υπόκεινται σε έλεγχο εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ στο πεδίο των εκλογικών διαφορών και, δεύτερον, των προϋποθέσεων που σχετίζονται με το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο στις συγκεκριμένες διαφορές.

 Επί των τύπων πράξεων που υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο στο πεδίο των εκλογικών διαφορών

41      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί εκλογικών διαφορών και, ιδίως, επί διαφορών που αφορούν την εκλογή των επιτροπών προσωπικού, βάσει των γενικών διατάξεων του ΚΥΚ περί των προσφυγών των υπαλλήλων που έχουν θεσπισθεί δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Ο δικαστικός αυτός έλεγχος ασκείται στο πλαίσιο προσφυγών που στρέφονται κατά του οικείου θεσμικού οργάνου και βάλλουν κατά πράξεων ή παραλείψεων της ΑΔΑ στο πλαίσιο του διοικητικού ελέγχου που η ίδια ασκεί συναφώς (βλ. αποφάσεις de Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, 54/75, EU:C:1976:127, σκέψεις 8 και 24· Diezler κ.λπ. κατά ΟΚΕ, EU:C:1987:457, σκέψη 5, και Grynberg και Hall κατά Επιτροπής, T‑534/93, EU:T:1994:86, σκέψη 20).

42      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εξασφαλίζουν στους υπαλλήλους τους τη δυνατότητα εκλογής των εκπροσώπων τους εν πλήρει ελευθερία και με σεβασμό των κείμενων κανόνων (βλ., συναφώς, αποφάσεις de Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:C:1976:127, σκέψη 22, και Maindiaux κ.λπ. κατά ΟΚΕ, T‑28/89, EU:T:1990:18, σκέψη 32). Συνεπώς, τα θεσμικά όργανα έχουν καθήκον να προλαμβάνουν ή να αποτρέπουν πρόδηλες παρατυπίες εκ μέρους των επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκλογών οργάνων, όπως μιας επιτροπής προσωπικού ή, εν προκειμένω, μιας εφορευτικής επιτροπής.

43      Στο πλαίσιο αυτό, η Διοίκηση, αφενός, ενδέχεται να κληθεί να λάβει αποφάσεις δεσμευτικού χαρακτήρα (βλ., συναφώς, αποφάσεις Maindiaux κ.λπ. κατά ΟΚΕ, EU:T:1990:18, σκέψη 32, και F‑71/05, EU:F:2007:184, σκέψη 71) και, αφετέρου, είναι εν πάση περιπτώσει υποχρεωμένη να αποφαίνεται επί συναφών ενστάσεων που ενδέχεται να υποβληθούν σε αυτήν στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ (απόφαση de Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:C:1976:127, σκέψη 23).

44      Ο ασκούμενος από τη Διοίκηση έλεγχος στο πεδίο των εκλογών, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε με τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, οδηγεί σε πράξεις ή παραλείψεις της ΑΔΑ των οποίων η νομιμότητα υπόκειται σε έλεγχο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης, δεν περιορίζεται στο καθήκον παρεμβάσεως επί καταστάσεων στο πλαίσιο των οποίων τα υπεύθυνα για τη διεξαγωγή των εκλογών καταστατικά ή διοικητικά όργανα έχουν ήδη παραβεί τους εκλογικούς κανόνες ή απειλούν συγκεκριμένα να μην τους τηρήσουν. Τα θεσμικά όργανα έχουν, αντιθέτως, το δικαίωμα να παρεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως, ακόμη και προληπτικώς, στην περίπτωση κατά την οποία τρέφουν αμφιβολίες ως προς το νομότυπο των εκλογών (απόφαση Maindiaux κ.λπ. κατά ΟΚΕ, EU:T:1990:18, σκέψη 32).

45      Μεταξύ των αποφάσεων που εμπίπτουν στη σφαίρα εξουσίας της ΑΔΑ και κατά των οποίων χωρεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ καταλέγονται οι σχετικές με παράλειψη της ΑΔΑ να ελέγξει το νομότυπο αποφάσεων καταστατικών οργάνων (βλ. απόφαση White κατά Επιτροπής, T‑65/91, EU:T:1994:3, σκέψη 91), οι αποφάσεις που συνίστανται σε εντολή προς τοπικό τμήμα επιτροπής προσωπικού για υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς (βλ. απόφαση Milella και Campanella κατά Επιτροπής, EU:F:2007:184, σκέψεις 62 και 70, καθώς και διάταξη Klar και Fernandez Fernandez κατά Επιτροπής, F‑114/13, EU:F:2014:192, σκέψη 66, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑665/14 P), οι αποφάσεις που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεων των υπεύθυνων για τη διεξαγωγή των εκλογών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων περί επίσημης ανακοινώσεως των εκλογικών αποτελεσμάτων, καθώς και οι αποφάσεις που επιβάλλουν σε εφορευτική επιτροπή την υποχρέωση να θεραπεύσει πλημμέλειες (βλ. απόφαση Λουκάκης κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, F‑82/11, EU:F:2013:139, σκέψη 94), ακόμη δε και οι αποφάσεις που συνίστανται στη διάλυση τέτοιων οργάνων (βλ. απόφαση White κατά Επιτροπής, EU:T:1994:3, σκέψη 100). Από τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης έχουν εντούτοις αποκλεισθεί η άρνηση της ΑΔΑ να ενεργήσει οσάκις αυτή δεν είναι αρμόδια να λάβει τα μέτρα που της ζητούνται, όπως στην περίπτωση του νομοτύπου των αποφάσεων τοπικής επιτροπής προσωπικού σχετικών με τη σύνθεση του προεδρείου της (βλ. απόφαση Hecq και SFIE κατά Επιτροπής, T‑35/98, EU:T:1999:23, σκέψεις 28 έως 41) ή ακόμη αποφάσεις οι οποίες δεν καταλογίζονται στην ΑΔΑ αλλά στην επιτροπή προσωπικού ή σε άλλο όργανο (απόφαση Milella και Campanella κατά Επιτροπής, EU:F:2007:184, σκέψη 43).

46      Ο δικαστής της Ένωσης είναι, επομένως, αρμόδιος μόνο για βλαπτικές πράξεις που έχουν εκδοθεί από την ΑΔΑ (βλ., επί παραδείγματι, απόφαση Venus και Obert κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 783/79 και 786/79, EU:C:1981:245, σκέψη 22). Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαφορών που αφορούν την εκλογή των επιτροπών προσωπικού, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι οι πράξεις που εκδίδονται από όργανο, καταστατικό ή μη, στο οποίο δεν έχουν εκχωρηθεί εξουσίες της ΑΔΑ, όπως επιτροπή προσωπικού, επιτροπή εκλογών ή εφορευτική επιτροπή, δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, πράξεις εκδοθείσες κατά κυριολεξία από την ΑΔΑ και δεκτικές, ως εκ τούτου, προσβολής με αυτοτελή προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση Milella και Campanella κατά Επιτροπής, EU:F:2007:184, σκέψεις 42 και 43).

47      Συγκεκριμένα, μόνον παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων ή παραλείψεων της ΑΔΑ σε σχέση με την υποχρέωσή της εξασφαλίσεως της νομότυπης διεξαγωγής των εκλογών, δύναται ο δικαστής της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη της αλληλουχίας των πράξεων που συναποτελούν τις εκλογές και της σύνθετης διαδικασίας στην οποία οι πράξεις αυτές εντάσσονται, να εξετάσει αν οι εκδοθείσες από εφορευτική επιτροπή πράξεις, οι οποίες συνδέονται στενά με την προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΔΑ, είναι ενδεχομένως παράνομες (αποφάσεις Marx Esser και del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, T‑182/94, EU:T:1996:130, σκέψη 37, και Chew κατά Επιτροπής, T‑28/96, EU:T:1997:97, σκέψη 20). Ένας τέτοιος δικαστικός έλεγχος προϋποθέτει εντούτοις την ύπαρξη αποφάσεως της ΑΔΑ.

 Επί των προϋποθέσεων που σχετίζονται με το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο στο πεδίο των εκλογικών διαφορών

48      Δεύτερον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ, όπως η υπό κρίση προσφυγή, εξαρτάται από τη νομότυπη διεξαγωγή της προ της ασκήσεώς της διαδικασίας (απόφαση Van Neyghem κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑288/04, EU:T:2007:1, σκέψη 53, και διάταξη Lebedef κατά Επιτροπής, F‑60/13, EU:F:2014:6, σκέψη 37).

49      Όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της υποχρεώσεως κάθε θεσμικού οργάνου της Ένωσης να εξασφαλίζει τη νομότυπη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού και, εν συνεχεία, τη νομότυπη σύνθεση των εν λόγω οργάνων, οι πράξεις αυτές συνιστούν αποφάσεις του εκάστοτε θεσμικού οργάνου των οποίων η ύπαρξη παρέχει στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό τη δυνατότητα να υποβάλουν απευθείας διοικητική ένσταση ενώπιον της ΑΔΑ, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διαδικασία και να πρέπει να καλέσουν προηγουμένως την ΑΔΑ να λάβει απόφαση περί των ιδίων (βλ., συναφώς, αποφάσεις, de Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:C:1976:127, σκέψη 23· Milella και Campanella κατά Επιτροπής, EU:F:2007:184, σκέψη 54, και διάταξη Klar και Fernandez Fernandez κατά Επιτροπής, EU:F:2014:192, σκέψεις 58 και 59).

50      Ο δικαστής της Ένωσης αναγνωρίζει επίσης τη δυνατότητα απευθείας υποβολής διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η ΑΔΑ δεν έχει ακόμη λάβει απόφαση, σιωπηρή ή ρητή, περί μη ελέγχου του νομοτύπου αποφάσεως υπεύθυνου για τη διεξαγωγή των εκλογών οργάνου, εφόσον, με την εν λόγω ένσταση, ο ενδιαφερόμενος προσδιορίζει τα μέτρα που επιβάλλει ο ΚΥΚ και των οποίων τη λήψη η ΑΔΑ φέρεται να παρέλειψε (απόφαση White κατά Επιτροπής, EU:T:1994:3, σκέψεις 91 και 92).

51      Δεδομένου τούτου, προκειμένου για ένδικες διαφορές σχετικές με την εκλογή των επιτροπών προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η προηγούμενη υποβολή διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ αποτελεί εν πάση περιπτώσει προϋπόθεση για την άσκηση οιασδήποτε προσφυγής δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ (βλ. απόφαση Diezler κ.λπ. κατά ΟΚΕ , EU:C:1987:457, σκέψη 7).

 Επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής

52      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι η ΑΔΑ δεν έλαβε απόφαση στο πλαίσιο της υποχρεώσεως κάθε θεσμικού οργάνου της Ένωσης να εξασφαλίζει τη νομότυπη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού και, ακολούθως, τη νομότυπη σύνθεση των εν λόγω οργάνων, ενώ, αντιστοίχως, οι προσφεύγοντες δεν προσέφυγαν απευθείας σε αυτήν ούτε την κάλεσαν να ελέγξει τη νομότυπη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού του Κοινοβουλίου οι οποίες είχαν διεξαχθεί το φθινόπωρο του 2013· τέλος, οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν ούτε διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά σιωπηρής ή ρητής αποφάσεως της ΑΔΑ με την οποία αυτή αρνήθηκε να ελέγξει είτε το νομότυπο της διεξαγωγής των εν λόγω εκλογών είτε το νομότυπο των αποφάσεων της εφορευτικής επιτροπής, όπως της αποφάσεως απορρίψεως της υποβληθείσας σε αυτήν ενστάσεως, ή ακόμη των νομότυπο των ανακοινωθέντων από την εν λόγω επιτροπή αποτελεσμάτων.

53      Συναφώς, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστήριξαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΑΔΑ δεν έλαβε απόφαση, υπό τη μορφή ευνοϊκής γνωμοδοτήσεως, κατά το διάστημα μεταξύ της 12ης και της 19ης Δεκεμβρίου 2013 εκ μόνου του λόγου ότι οι ίδιοι κοινοποίησαν σε αυτήν αντίγραφο της ενστάσεως που είχαν υποβάλει, δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν αναφέρθηκαν σε μια τέτοια, σιωπηρή ή ρητή, απόφαση της ΑΔΑ ούτε με το αιτητικό ούτε, εν γένει, με το δικόγραφο της προσφυγής τους.

54      Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει, ωστόσο, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, κατόπιν της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως την οποία έλαβε η εφορευτική επιτροπή δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, οι προσφεύγοντες είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στην ΑΔΑ προκειμένου αυτή να λάβει απόφαση περί του νομοτύπου ή μη των επίμαχων εκλογών της επιτροπής προσωπικού ή ακόμη και προκειμένου αυτή να ακυρώσει τα αποτελέσματα των εν λόγω εκλογών και, σε περίπτωση σιωπηρής ή ρητής αρνήσεώς της, να υποβάλουν διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις de Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:C:1976:127, σκέψεις 28 και 29· Grynberg και Hall κατά Επιτροπής, EU:T:1994:86, σκέψη 23· Marx Esser και del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, EU:T:1996:130, σκέψεις 17 έως 22 και 33, και Λουκάκης κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2013:139, σκέψεις 25, 29 και 46). Λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας με τη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, οι προσφεύγοντες ηδύναντο επίσης, μετά την απόρριψη, εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής, της υποβληθείσας δυνάμει των άρθρων 41 και 42 του ΚΕΠ ενστάσεώς τους, να υποβάλουν απευθείας διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ενώπιον της ΑΔΑ.

55      Εντούτοις, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν μία μόνον ένσταση, όχι διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αλλά την προβλεπόμενη από τα άρθρα 41 και 42 του ΚΕΠ ένσταση ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής. Η απορριπτική της εν λόγω ενστάσεως απόφαση εκδόθηκε, όμως, από την εφορευτική επιτροπή και όχι από την ΑΔΑ, στην οποία κοινοποιήθηκε απλώς αντίγραφο της εν λόγω ενστάσεως και η οποία, όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, δεν είναι ούτε ο συντάκτης ούτε ένας εκ των συντακτών της αποφάσεως της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, εν αντιθέσει προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σκοπός του οποίου είναι να καθιστά δυνατή και να ενθαρρύνει τη φιλική επίλυση διαφοράς ανακύψασας μεταξύ υπάλληλων ή μελών του λοιπού προσωπικού και της Διοικήσεως, εν προκειμένω οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν απευθείας στην ΑΔΑ αίτηση ή ένσταση καλώντας την να ελέγξει την απόφαση της εφορευτικής επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013 ή εν γένει τη διαδικασία διεξαγωγής των εκλογών για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι οι προσφεύγοντες, όπως οι ίδιοι παραδέχθηκαν, ουδέποτε επεδίωξαν να απευθυνθούν στην ΑΔΑ προκειμένου να ενημερωθούν περί του κατά πόσον, μετά την απόρριψη ενστάσεως εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, εξακολουθούσε να απαιτείται η υποβολή διοικητικής ενστάσεως ενώπιον της ΑΔΑ, συμφώνως προς το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προκειμένου να είναι εν συνεχεία δυνατή η άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ.

57      Εξ αυτού προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή, η οποία στρέφεται κατά του Κοινοβουλίου, αλλά αφορά τη νομιμότητα των αποτελεσμάτων των εκλογών που ανακοινώθηκαν επισήμως από την εφορευτική επιτροπή και επικυρώθηκαν εν τέλει τη 19η Δεκεμβρίου 2013 και όχι απόφαση της ΑΔΑ, είναι απαράδεκτη υπό το πρίσμα των ειδικών στο πεδίο των εκλογικών διαφορών νομολογιακών επιταγών, όπως αυτές προαναφέρθηκαν.

58      Η απόφαση Vanhellemont κατά Επιτροπής (EU:T:2005:406), την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες, δεν θέτει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση διαφέρουν σαφώς αυτών της υπό κρίση υποθέσεως. Ειδικότερα, με τη σκέψη 27 της εν λόγω αποφάσεως, το τότε Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε επισημάνει ρητώς ότι, προκειμένου για εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιτροπή εκλογών δεν ήταν αρμόδια για την άρση αμφισβητήσεως σχετικής με το κύρος των εκλογών, αλλά όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 της κανονιστικής ρυθμίσεως περί εκλογών την οποία είχε εγκρίνει η γενική συνέλευση του προσωπικού της Επιτροπής, να παραπέμψει αμελλητί την εν λόγω διαφορά στην Επιτροπή. Με την επόμενη σκέψη της ιδίας αποφάσεως το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, συνεπώς, η βλαπτική πράξη κατά της οποίας έβαλλε η προσφυγή ήταν η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μην παρέμβει, η οποία είχε ληφθεί τον Ιανουάριο του 2003, αφότου η επιτροπή εκλογών είχε παραπέμψει τη διαφορά, την 23η Δεκεμβρίου 2002, ενώπιον της ΑΔΑ του εν λόγω θεσμικού οργάνου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως περί εκλογών. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσφυγή ήταν παραδεκτή μόνον καθό μέρος έβαλλε κατά της προαναφερθείσας βλαπτικής πράξεως της ΑΔΑ.

59      Ως εκ τούτου, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Vanhellemont κατά Επιτροπής (EU:T:2005:406) η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή μόνον καθό μέρος αφορούσε πράξη της ΑΔΑ. Εντούτοις, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όχι μόνον οι προσφεύγοντες ουδέποτε προσέφυγαν απευθείας ενώπιον της ΑΔΑ, αλλά ούτε ο ΚΕΠ ορίζει, εν αντιθέσει προς την προαναφερθείσα με την προηγούμενη σκέψη κανονιστική ρύθμιση περί εκλογών, ότι η εφορευτική επιτροπή διαβιβάζει στην ΑΔΑ τις υποβαλλόμενες σε αυτήν ενστάσεις προκειμένου η ΑΔΑ να αποφανθεί δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 41 του ΚΕΠ ορίζει ότι «η εφορευτική επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφαίνεται επί οιασδήποτε διαφοράς ή ενστάσεως σχετικής με τη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη της [ε]πιτροπής προσωπικού», λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας νομολογίας, οσάκις ένα τέτοιο όργανο αποφασίζει, όπως εν προκειμένω, να απορρίψει ένσταση υποψηφίου ή εκλογέως, η νομιμότητα της σχετικής αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολογίας της, καθώς και η νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας εν γένει υπόκεινται πάντα στον διοικητικό έλεγχο που ασκεί η ΑΔΑ στο πεδίο των εκλογών, διευκρινιζομένου συναφώς ότι δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ είναι ακριβώς οι πράξεις ή οι παραλείψεις της ΑΔΑ κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας ελέγχου της νομιμότητας των εκλογών (βλ., συναφώς, απόφαση Λουκάκης κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2013:139, σκέψη 101).

60      Ειδικότερα, η υποχρέωση υποβολής, ομοίως στο πεδίο των εκλογικών διαφορών, διοικητικής ενστάσεως κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προ της ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ κατά πράξεως ή παραλείψεως της ΑΔΑ στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς της ελέγχου του νομοτύπου των εκλογών της επιτροπής προσωπικού, δεν δύναται να υποσκελίζεται εκ του λόγου ότι όργανο, εν προκειμένω η εφορευτική επιτροπή, στην οποία η ΑΔΑ δεν έχει άλλωστε εκχωρήσει την αρμοδιότητά της να αποφαίνεται συναφώς, είναι αρμόδιο, δυνάμει κανονιστικής ρυθμίσεως εγκριθείσας από την επιτροπή προσωπικού και από το ίδιο το προσωπικό του θεσμικού οργάνου, να αποφαίνεται επί αμφισβητήσεων σχετικών με τη διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των εκλογών.

61      Συγκεκριμένα, αφενός, μολονότι ο ΚΥΚ, ιδίως δε το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙ αυτού, απονέμει στη γενική συνέλευση των υπαλλήλων κανονιστική εξουσία στο συγκεκριμένο πεδίο, συμπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο εσωτερικό κάθε θεσμικού οργάνου, το κανονιστικό πλαίσιο που εισήχθη με τον ΚΥΚ για την εκπροσώπηση του προσωπικού (βλ. απόφαση Maindiaux κ.λπ. κατά ΟΚΕ, EU:T:1990:18, σκέψη 45), το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να υπενθυμίσει ότι, όπως και τα ίδια τα θεσμικά όργανα, η γενική συνέλευση των υπαλλήλων και τα καταστατικά όργανα, όπως η επιτροπή προσωπικού, στο πλαίσιο των «[π]ροϋποθέσεων εκλογής στην επιτροπή προσωπικού», όπως οι προβλεπόμενες από τον ΚΕΠ, τις οποίες καλούνται να καθορίσουν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ, δεν έχουν την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από ρητό κανόνα του ΚΥΚ, εν προκειμένω από τη διάταξη του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, απόφαση Schneider κατά Επιτροπής, T‑54/92, EU:T:1994:283, σκέψη 19).

62      Αφετέρου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι μια ένσταση, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 41 του ΚΕΠ, σκοπεί στον εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής, οργάνου μη εξουσιοδοτημένου να δεσμεύει την ΑΔΑ, επανέλεγχο των εκλογικών αποτελεσμάτων όπως αυτά ανακοινώθηκαν επισήμως από το εν λόγω όργανο. Η απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο αυτό από την εφορευτική επιτροπή, εν προκειμένω εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΕΠ βραχείας προθεσμίας, είναι εν τέλει, όπως παραδέχθηκαν οι προσφεύγοντες, απλώς μια απόφαση επικυρώσεως ή, ενδεχομένως, ακυρώσεως των εκλογικών αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί απευθείας, ελλείψει οιασδήποτε αποφάσεως της ΑΔΑ του καθού θεσμικού οργάνου, επί της νομιμότητας αποφάσεως της εφορευτικής επιτροπής.

63      Αντιθέτως, απόφαση με την οποία η ΑΔΑ αποφαίνεται επί σχετικής με εκλογές διοικητικής ενστάσεως υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ είναι απόφαση με την οποία η ΑΔΑ, βάσει των αποτελεσμάτων των εκλογών και δεδομένου του καθήκοντός της να εξασφαλίζει στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό τη δυνατότητα εκλογής των εκπροσώπων τους εν πλήρει ελευθερία και με σεβασμό των κείμενων κανόνων, επιλέγει να παρέμβει ή να απόσχει από παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία. Στο πλαίσιο ακριβώς μιας τέτοιας καταστάσεως στο πεδίο των εκλογών, το Δικαστήριο ΔΔ είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως της ΑΔΑ προκειμένου, μεταξύ άλλων, να κρίνει κατά πόσον «[η ΑΔΑ] […] παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον [ΚΥΚ]» κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

64      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται να παρεκκλίνει από το περιεχόμενο και τη λογική που κείται στη βάση της πάγιας νομολογίας περί των εκλογών του προσωπικού που διοργανώνονται στα διάφορα θεσμικά όργανα της Ένωσης για τον λόγο ότι, προκειμένου για το Κοινοβούλιο, αφενός, το γράμμα του άρθρου 41 του ΚΕΠ, ο οποίος εγκρίθηκε από την επιτροπή προσωπικού και από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων, δύναται να δημιουργήσει στους εκλογείς και στους υποψηφίους την εντύπωση ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται απευθείας επί της νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδει η εφορευτική επιτροπή και, αφετέρου, το Κοινοβούλιο αποφάσισε κατά το στάδιο εκείνο να μην κάνει χρήση της εξουσίας του παρεμβάσεως για την τροποποίηση της εν λόγω διατάξεως προς κατεύθυνση η οποία να αποτυπώνει ακριβέστερα τις υποχρεώσεις κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο στο πεδίο των εκλογών. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο προκειμένου για κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, στο πλαίσιο της οποίας οι προσφεύγοντες, όπως οι ίδιοι εξήγησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, αποφάσισαν συνειδητώς να ασκήσουν απευθείας την υπό κρίση προσφυγή, χωρίς προηγουμένως να προσφύγουν στην ΑΔΑ, για τον λόγο ότι δεν θεωρούσαν ενδεδειγμένη μια παρέμβαση της ΑΔΑ στην εκλογική διαδικασία, και, αφετέρου, επικαλούνται ρητώς ως νομική βάση της προσφυγής τους το άρθρο 41 του ΚΕΠ και το άρθρο 91 του ΚΥΚ και όχι τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

65      Τέλος, το γεγονός ότι με την απόφαση Sabbatucci κατά Κοινοβουλίου (T‑42/98, EU:T:1999:247) το τότε Πρωτοδικείο απέρριψε επί της ουσίας προσφυγή της οποίας είχε προηγηθεί αποκλειστικώς ένσταση υποβληθείσα ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής του Κοινοβουλίου και όχι διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν ασκεί ομοίως επιρροή διότι, στην εν λόγω υπόθεση, είχε επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός μεταξύ της προσφεύγουσας και της ΑΔΑ, αφότου ακριβώς η ΑΔΑ είχε αποφασίσει, στο πλαίσιο δίκης για τη λήψη προσωρινών μέτρων κινηθείσας κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, να προβεί στην ανακαταμέτρηση των ψήφων, ήτοι να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από τον ΚΥΚ.

66      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο νικήσας διάδικος μπορεί να υποχρεωθεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να αναλάβει εν μέρει ή εν όλω τα έξοδα του αντιδίκου, εάν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και προ της κινήσεως της δίκης, ιδίως αν αυτός ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα που κρίνονται ως προκληθέντα άνευ εύλογης αιτίας ή κακοβούλως.

68      Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες είναι οι ηττηθέντες διάδικοι. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του την καταδίκη των προσφευγόντων στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, το γράμμα των άρθρων 41 και 42 του ΚΕΠ ηδύνατο να δημιουργήσει στους εκλογείς και στους υποψηφίους, όπως οι προσφεύγοντες, την εντύπωση ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται απευθείας επί της νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδει η εφορευτική επιτροπή. Το Κοινοβούλιο παραδέχθηκε την ύπαρξη αυτής της αμφισημίας αλλά επισήμανε στο Δικαστήριο ΔΔ ότι είχε αποφασίσει να μην παρέμβει για την τροποποίηση της εν λόγω διατάξεως και ότι δεν ενημέρωσε προσηκόντως το προσωπικό του συναφώς.

69      Λαμβανομένων υπόψη της συγκεκριμένης στάσεως του καθού αλλά, παράλληλα, του γεγονότος ότι οι προσφεύγοντες δεν επεδίωξαν να απευθυνθούν στην ΑΔΑ προκειμένου να ενημερωθούν περί του κατά πόσον, μετά την απόρριψη ενστάσεως εκ μέρους της εφορευτικής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 41 του ΚΕΠ, όπως αυτή την οποία τής είχαν μόλις υποβάλει, ήταν αναγκαία η προηγούμενη υποβολή διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει επιβεβλημένη την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του και, ως εκ τούτου, αποφασίζει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικασθεί στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Ο P. Colart και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα φέρουν το ήμισυ των δικαστικών εξόδων τους.

3)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων.

Rofes i Pujol

Bradley

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2014.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      K. Bradley

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των προσφευγόντων στην υπό κρίση υπόθεση, τα ονόματα αυτών παραλείπονται.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.