Language of document : ECLI:EU:C:2018:816

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 4ης Οκτωβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C420/16 P

Balázs-Árpád Izsák,

Attila Dabis

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Πρωτοβουλία πολιτών “Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους” με την οποία η Επιτροπή καλείται να υποβάλει νομοθετική πρόταση για την ένταξη των περιφερειών με εθνικές μειονότητες στην πολιτική συνοχής της Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως – Απόρριψη από την Επιτροπή – Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 – Ζήτημα του κατά πόσον η πρωτοβουλία ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής – Καταφανής χαρακτήρας – Βάρος αποδείξεως – Άρθρο 174 ΣΛΕΕ – Άρθρο 167 ΣΛΕΕ – Άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕE»






I.      Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, οι Balázs-Árpád Izsák και Attila Dabis ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους περί ακυρώσεως της αποφάσεως C (2013) 4975 τελικό της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2013, σχετικά με την αίτηση καταχωρίσεως της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους», η οποία είχε υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Ιουνίου 2013 (στο εξής: επίμαχη απόφαση ή απορριπτική απόφαση).

2.        Το κεντρικό ζήτημα που εγείρεται με την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία του σκεπτικού βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της προτάσεως ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών (στο εξής: πρόταση ΕΠΠ), ήτοι για τον λόγο ότι αυτή ευρίσκεται «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (στο εξής: κανονισμός 211/2011) (2).

3.        Καταρχάς, φρονώ ότι οι περισσότεροι λόγοι αναιρέσεως, λόγω της διατυπώσεώς τους που ενίοτε είναι γενική, είναι είτε απαράδεκτοι είτε αβάσιμοι.

4.        Ωστόσο, όπως θα αναπτύξω στην ανάλυσή μου, θεωρώ ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, εξεταζόμενοι από κοινού, πρέπει να γίνουν δεκτοί. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν τις αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και του άρθρου 174 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (3), σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού, και επικύρωσε την επίμαχη απόφαση περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της προτάσεως. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό.

II.    Το ιστορικό της διαφοράς, η επίμαχη απόφαση και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5.        Στις 18 Ιουνίου 2013, οι B.-Á. Izsák και A. Dabis (στο εξής: αναιρεσείοντες), από κοινού με πέντε ακόμη άτομα, υπέβαλαν στην Επιτροπή πρόταση ΕΠΠ με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους». Σκοπός της προτάσεως ΕΠΠ ήταν «[ν]α αποδώσει η πολιτική συνοχής της Ένωσης ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες των οποίων τα εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά διαφέρουν από εκείνα των γειτνιαζουσών περιφερειών» (4).

6.        Στις 25 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε τη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 211/2011 και αφού εξέτασε, ειδικότερα, τις μνημονευόμενες στην πρόταση ΕΠΠ διατάξεις της ΣΛΕΕ καθώς και «όλες τις υπόλοιπες πιθανές νομικές βάσεις», αρνήθηκε να καταχωρίσει την πρόταση ΕΠΠ των αναιρεσειόντων, για τον λόγο ότι αυτή ευρίσκετο καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της βάσει των οποίων η ίδια μπορεί να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης προς εφαρμογή των Συνθηκών, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού 211/2011 (5).

7.        Στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης αποφάσεως. Ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβαλλόταν με την προσφυγή είχε ως σκοπό να διαπιστωθεί η εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, διαρθρωνόταν δε σε πλείονες αιτιάσεις. Οι αιτιάσεις αντλούνταν, πρώτον, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και του άρθρου 174 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 1059/2003, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού, δεύτερον, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 167 ΣΛΕΕ, τρίτον, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τέταρτον, από κακώς χωρήσασα συνεκτίμηση πληροφοριών μη προβλεπόμενων στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 211/2011 και, πέμπτον, από κατάχρηση εξουσίας και από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως (6).

8.        Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις διάφορες αιτιάσεις που προβάλλονταν από τους νυν αναιρεσείοντες στο πλαίσιο του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε τους νυν αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

9.        Στις 28 Ιουλίου 2016, οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με τα αιτήματά τους, ζητούν από το Δικαστήριο, κυρίως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να αποφανθεί επί της ουσίας και να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση και, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

10.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

11.      Η Ρουμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, οι οποίες παρεμβαίνουν στη δίκη, ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

12.      Η Ουγγρική Κυβέρνηση, η οποία επίσης παρεμβαίνει στη δίκη, ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αποφανθεί επί της ουσίας ή, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις προς τούτο, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας.

13.      Στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν τρεις πρόσθετους λόγους αναιρέσεως και, με βάση τους λόγους αυτούς ή άλλους λόγους που προβάλλονται στην αίτηση αναιρέσεως, ζητούν να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή, στις γραπτές παρατηρήσεις της, απάντησε ότι οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι, κυρίως, απαράδεκτοι και, επικουρικώς, αβάσιμοι.

14.      Οι διάδικοι, εκτός από τη Σλοβακική Κυβέρνηση η οποία δεν εκπροσωπήθηκε, αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Απριλίου 2018 ενώπιον του Δικαστηρίου.

IV.    Νομική ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

15.      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν πέντε λόγους αναιρέσεως και, στην προαναφερθείσα αίτησή τους για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, τρεις ακόμη πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2015 (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου)(7). Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και του άρθρου 174 ΣΛΕΕ. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση των άρθρων 7 και 167 ΣΛΕΕ, του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη, καθώς και των διατάξεων για την απαγόρευση των διακρίσεων. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «καταχρήσεως δικαιώματος» στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων. Οι τρεις πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως αντλούνται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, τέλος, έλλειψη μερικής καταχωρίσεως της προτάσεως ΕΠΠ.

16.      Μολονότι η αίτηση αναιρέσεως διαρθρώνεται σε πέντε λόγους αναιρέσεως και σε τρεις πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, φρονώ ότι οι παρούσες προτάσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην εξέταση του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως. Επιπλέον, θεωρώ ότι είναι αναγκαία η αναδιάταξη της αιτήσεως αναιρέσεως με την από κοινού εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως που αφορούν, κατ’ ουσίαν, το βάρος αποδείξεως, το οποίο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έφεραν οι νυν αναιρεσείοντες.

17.      Προκαταρκτικώς, παρατηρώ ότι όλοι οι λόγοι αναιρέσεως περιστρέφονται γύρω από την προϋπόθεση που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 και γύρω από τον έλεγχο που άσκησε το Γενικό Δικαστήριο επί της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με το τι ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.

18.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως, να παρέχει τη συνδρομή της και συμβουλές στους διοργανωτές ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών (στο εξής: ΕΠΠ ή πρωτοβουλία πολιτών), ιδίως όσον αφορά τα κριτήρια καταχωρίσεως. Πρέπει να επισημανθεί, εν συνεχεία, ότι, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού, η απόφαση περί της καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται, ειδικότερα, η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτο έλεγχο, κατά τον οποίο λαμβάνονται, επίσης, υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση περιπτώσεως. Οι απαιτήσεις αυτές, οι οποίες είναι συμφυείς στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, έχουν εφαρμογή εν γένει στη δράση της διοικήσεως της Ένωσης στις σχέσεις της με το κοινό και, ως εκ τούτου, και στο πλαίσιο του δικαιώματος υποβολής ΕΠΠ ως μέσου συμμετοχής των πολιτών στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης (8).

19.      Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, σύμφωνα με τους σκοπούς των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με το μέσο αυτό, όπως εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού 211/2011, και οι οποίοι συνίστανται στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών και στο να καταστεί η Ένωση πιο προσιτή, η προϋπόθεση καταχωρίσεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από την Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία έχει υποβληθεί σε αυτήν πρόταση ΕΠΠ, κατά τρόπο διασφαλίζοντα ότι η ΕΠΠ είναι ευχερώς προσβάσιμη (9). Επίσης, από τους σκοπούς της αιτιολογικής σκέψεως 2 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι οι διαδικασίες και προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ΕΠΠ πρέπει να είναι σαφείς, απλές, εύχρηστες, και ανάλογες με τον χαρακτήρα της ΕΠΠ. Οι απαιτούμενες διαδικασίες και προϋποθέσεις πρέπει να επιτυγχάνουν μια συνετή ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (10).

20.      Η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 μόνο σε περίπτωση κατά την οποία πρόταση ΕΠΠ, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των σκοπών της, όπως προκύπτουν από τα υποχρεωτικά και, ενδεχομένως, συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλαν οι διοργανωτές κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος II του κανονισμού αυτού, προδήλως δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων (11)δυνάμει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών (12).

21.      Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

1.      Επί του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, του άρθρου 174 ΣΛΕΕ και της κατανομής του βάρους αποδείξεως

1.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22.      Στο τέλος της σκέψεως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, τόσο από την Ένωση όσο και από τα κράτη μέλη, απειλούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες (13). Επιπλέον, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ούτε ότι τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

23.      Έπειτα, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (14) και το άρθρο 121, παράγραφος 4 (15), του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (16) (στο εξής: κανονισμός 1303/2013), και διαπίστωσε ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιλαμβάνουν στην έννοια του «μειονεκτήματος» τα μειονεκτήματα που οφείλονται στα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες.

24.      Στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, «[έ]στω και αν υποτεθεί ότι τα χαρακτηριστικά [αυτά] δύνανται να αξιολογηθούν ως ιδιαίτερα δημογραφικά δεδομένα των εν λόγω περιφερειών, δεν αποδεικνύεται ότι συστηματικώς αποτελούν, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών αυτών, μειονέκτημα σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες». Ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι γλωσσικές διαφορές μπορεί να προκαλούν πρόσθετο συναλλακτικό κόστος ή δυσχέρειες όσον αφορά τις προσλήψεις. Εντούτοις, έκρινε ότι δύνανται επίσης να εξασφαλίζουν στις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως είναι κάποιο θέλγητρο από τουριστικής απόψεως ή η πολυγλωσσία.

2.      Σύνοψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

25.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναδιατυπωθεί, καθώς, κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στις σκέψεις 81 και 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, χωρίς να τους επισημάνει προηγουμένως την έκταση του βάρους αποδείξεως, και στη συνέχεια, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε την αιτίαση των αναιρεσειόντων λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αποτελεί συνέχεια του πρώτου.

26.      Πρώτον, οι αναιρεσείοντες, υποστηριζόμενοι κατ’ ουσίαν από την Ουγγρική Κυβέρνηση, διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο, πριν εκδώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν ενημέρωσε τους διαδίκους ότι έπρεπε να αποδείξουν το γεγονός ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, τόσο από την Ένωση όσο και από τα κράτη μέλη, απειλούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες (σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και ότι τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δημογραφικό μειονέκτημα (σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, κατά τους αναιρεσείοντες, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εικασίες. Ενώ στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε την απαρίθμηση που περιέχεται στο άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ως εξαντλητική, αντιθέτως, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναγνώρισε, σιωπηρώς, τη δυνατότητα διευρύνσεώς της. Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε διφορούμενη αιτιολογία.

27.      Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη (17), παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζητήσεως και παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (18). Κατά τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι μνημονεύουν μεταξύ άλλων την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 29) (19), προκειμένου να τηρηθούν οι επιταγές που απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, οι διάδικοι επιβάλλεται να λάβουν γνώση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών ζητημάτων και να έχουν τη δυνατότητα να τα συζητήσουν κατ’ αντιμωλίαν.

28.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επίσης εσφαλμένως αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα στατιστικά στοιχεία που εμφαίνονταν στις αιτήσεις παρεμβάσεως της Judeţul Covasna (Περιφέρειας της Covasna, Ρουμανία) και του Obec Debrad’ (Δήμου Debrad, Σλοβακία) (στο εξής, από κοινού: πρωτόδικες αιτήσεις παρεμβάσεως) και που αποδείκνυαν ότι οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες αντιμετωπίζουν δημογραφικό μειονέκτημα.

29.      Η Επιτροπή, όπως επίσης και η Ρουμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι οι αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Κατά την Επιτροπή, η απόδειξη του βασίμου των περιστατικών που προβάλλονται προς στήριξη κάποιου αιτήματος απόκειται κατ’ αρχήν στο πρόσωπο που επικαλείται τα περιστατικά αυτά.

30.      Η Επιτροπή παρατηρεί, κατ’ ουσίαν, ότι, στις σκέψεις 80 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε τις περιστάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 80 και 85 της αποφάσεως αυτής ως πραγματικά περιστατικά, κατά την έννοια των κανόνων που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων. Αντιθέτως, προέβη σε ερμηνεία των κανόνων του εφαρμοστέου δικαίου, για να καταλήξει, στη σκέψη 84 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ούτε το άρθρο 2 ΣΕΕ ούτε το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη ούτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων, ιδίως δε οι διατάξεις που στηρίζονται στην ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, δεν μπορούσαν να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προτείνει, στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης με το αντικείμενο και το περιεχόμενο της προταθείσας πράξεως.

31.      Η Επιτροπή εφάρμοσε εν προκειμένω την ερμηνεία που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, Costantini κατά Επιτροπής (T‑44/14, EU:T:2016:223, σκέψεις 16 έως 18). Στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά το άρθρο 5 ΣΕΕ, η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της κατ’ απονομήν αρμοδιότητας και ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κάθε θεσμικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί βάσει των Συνθηκών. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει εάν η πρόταση ΕΠΠ καταφανώς δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, προβαίνει σε έναν πρώτο έλεγχο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, με τη διευκρίνιση ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπεται η διενέργεια πληρέστερου ελέγχου σε περίπτωση καταχωρίσεως της προτάσεως ΕΠΠ.

3.      Ανάλυση

32.      Πρώτον, φρονώ ότι η αιτίαση σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στις πρωτόδικες αιτήσεις παρεμβάσεως είναι προδήλως αβάσιμη. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν στατιστικά στοιχεία τα οποία περιέχονταν ήδη στις πρωτόδικες αιτήσεις παρεμβάσεως, αιτήσεις που απορρίφθηκαν από τον Πρόεδρο του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου με διάταξη της 18ης Μαΐου 2015, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2015:325, μη δημοσιευθείσα). Τα εν λόγω προταθέντα αποδεικτικά στοιχεία επισυνάπτονται εκ νέου, ως παραρτήματα, στην υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πρωτόδικες αιτήσεις παρεμβάσεως απορρίφθηκαν, δεν μπορεί να προσαφθεί εν προκειμένω στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της αποφάσεώς του επί της ουσίας, δηλαδή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις αιτήσεις αυτές. Τα εν λόγω προταθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς το Δικαστήριο δύναται να ελέγξει την ορθότητα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου μόνον υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που εμπίπτουν στο αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (20).

33.      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά, κατ’ ουσίαν, την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου: «Το Γενικό Δικαστήριο εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα προς απόδειξη περιστατικά». Ωστόσο, οι αναιρεσείοντες ερμήνευσαν εσφαλμένως το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση έναντι των προσφευγόντων να τους καλέσει να διευκρινίσουν τα προσκομιστέα αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (21), να διατάξει αυτεπαγγέλτως τα μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων του άρθρου 91 του εν λόγω Κανονισμού. Ωστόσο, από τη νομολογία, την οποία συμμερίζομαι, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται (22). «Εξάλλου, τα μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων που διατάσσονται από το Γενικό Δικαστήριο, […], με βάση το άρθρο 91, […], απόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, το τελευταίο αποφασίζει ελεύθερα αν πρέπει ή όχι να διατάξει τέτοια μέτρα» (23).

34.      Συνεπώς, η αιτίαση των αναιρεσειόντων κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να τους καλέσει να προσκομίσουν συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία για τα επιχειρήματά τους πρέπει να απορριφθεί.

35.      Τρίτον και τελευταίο, φρονώ ότι ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ (24), του άρθρου 174 ΣΛΕΕ και της κατανομής του βάρους αποδείξεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 πρέπει, αντιθέτως, να γίνει δεκτός.

36.      Υπενθυμίζω ότι, με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή απορρίπτει την καταχώριση της προτάσεως ΕΠΠ αν, ειδικότερα, δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνουν οι αναιρεσείοντες, από τη γραμματική ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την καταχώριση της προτάσεως ΕΠΠ μόνο λόγω «ελλείψεως» σχετικής αρμοδιότητας η οποία είναι καταφανής (25). Το επίρρημα «καταφανώς» συνεπάγεται, καταρχάς, μια πρώτη γενική εξέταση βάσει της οποίας καθίσταται δυνατή η απόρριψη των προτάσεων ΕΠΠ που καταφανώς δεν εμπίπτουν σε καμία διάταξη των Συνθηκών που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεμελιώσει την αρμοδιότητα της Ένωσης (26), διευκρινιζομένου ότι πληρέστερη εξέταση προβλέπεται σε περίπτωση καταχωρίσεως της προτάσεως (27).

37.      Για να πληρούται η αρνητική προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, οι διοργανωτές πρέπει να διευκρινίζουν στην πρόταση ΕΠΠ ότι αυτή εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, προτείνοντας διατάξεις τις οποίες κρίνουν ικανές να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα της Επιτροπής. Αντιθέτως, η Επιτροπή και στη συνέχεια το Γενικό Δικαστήριο οφείλουν να ελέγξουν αν αυτή η αρνητική προϋπόθεση όντως πληρούται.

38.      Επομένως, αυτό σημαίνει ότι, πρώτον, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν ο στόχος και οι σκοποί της προτάσεως ΕΠΠ εμπίπτουν ενδεχομένως στις αρμοδιότητες της Επιτροπής, η Επιτροπή οφείλει να καταχωρίσει την πρόταση ΕΠΠ. Δεύτερον, αν η πρόταση αυτή ευρίσκεται εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, αλλά η Επιτροπή δεν απέδειξε τον καταφανή χαρακτήρα του γεγονότος αυτού, η πρόταση ΕΠΠ μπορεί να καταχωριστεί. Τρίτον, η πρόταση ΕΠΠ πρέπει μεν να εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, όμως δεν μπορεί να απαιτηθεί από τους διοργανωτές να αποδείξουν ότι αυτή εμπίπτει καταφανώς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

39.      Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, πρέπει να εκτιμηθεί ο έλεγχος τον οποίο διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τον «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής» χαρακτήρα.

40.      Καταρχάς, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ορθώς ότι, με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε μια αρχική εξέταση των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή της προκειμένου να εκτιμήσει μήπως η πρόταση ΕΠΠ προδήλως κείται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της. Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το ίδιο όφειλε να κρίνει αν η Επιτροπή είχε εν προκειμένω εφαρμόσει ορθώς την προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

41.      Οι ανωτέρω κρίσεις δεν τίθενται εν αμφιβόλω από τους αναιρεσείοντες, επιβάλλεται δε η επισήμανση ότι είναι αντίστοιχες με τις κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, Costantini κατά Επιτροπής (Τ-44/14, EU:T:2016:223, σκέψεις 16 έως 18), την οποία μνημονεύει η Επιτροπή στα δικόγραφά της.

42.      Οι εν λόγω αρχές, οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν τόσο την Επιτροπή όσο και το Γενικό Δικαστήριο, δεν επιδέχονται μεν αντίρρηση, πλην όμως δεν παρέχουν λύση επί της ουσίας της υποθέσεως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως.

43.      Έπειτα, στις σκέψεις 64 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση της ορθότητας της επίμαχης αποφάσεως υπό το πρίσμα των διατάξεων για τις οποίες οι νυν αναιρεσείοντες προέβαλαν πρωτοδίκως ότι είχαν τύχει εσφαλμένης ερμηνείας (28). Με βάση τις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 72 της εν λόγω αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει του νομικού πλαισίου, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε, στην επίμαχη απόφαση, ότι τα «άρθρα 174 [ΣΛΕΕ], 176 [ΣΛΕΕ], 177 [ΣΛΕΕ] και 178 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να συνιστούν νόμιμες βάσεις για την έκδοση της προταθείσας […] πράξεως». Στις σκέψεις 73 έως 76 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, αναπτύσσοντας την ανάλυση της Επιτροπής που περιέχεται στην επίμαχη απόφαση, επικύρωσε την απόφαση αυτή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα μπορούσε, χωρίς να υποπίπτει σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (29), να εκδώσει πράξη η οποία […] θα όριζε περιφέρειες με εθνικές μειονότητες, που δικαιούνται ιδιαίτερης προσοχής στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, βάσει αυτοτελών κριτηρίων και, κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από την υφιστάμενη στα οικεία κράτη μέλη θεσμική, πολιτική και διοικητική πραγματικότητα».

44.      Ωστόσο, στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο μετριάζει την ανάλυσή του επισημαίνοντας «[ε]ν πάση περιπτώσει», στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έστω και αν υποτεθεί ότι «οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες [θα μπορούσαν] να αντιστοιχούν σε υφιστάμενες στα οικεία κράτη μέλη διοικητικές μονάδες ή ομαδοποιήσεις τέτοιων μονάδων, παρατηρείται ότι η διατήρηση των ιδιαίτερων […] χαρακτηριστικών των περιφερειών αυτών δεν συνιστά σκοπό δυνάμενο να δικαιολογήσει την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης επί τη βάσει [του άρθρου 174 ΣΛΕΕ]». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι σκοποί του άρθρου 174 ΣΛΕΕ δεν αντιστοιχούν στους σκοπούς της προτάσεως ΕΠΠ, ήτοι τη διατήρηση των χαρακτηριστικών των περιφερειών με εθνικές μειονότητες, δεδομένου ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με βάση το άρθρο αυτό αποσκοπούν στην προαγωγή της αρμονικής ανάπτυξης του συνόλου της Ένωσης, και ιδίως στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και τη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών, αποδίδοντας σε αυτές ιδιαίτερη προσοχή. Στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι οι νυν αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής δεν προάγει, επί του παρόντος, τους ανωτέρω σκοπούς. Ωστόσο, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι τα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο βαθμός αποδείξεως κρίθηκε ανεπαρκής, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας με βάση το γράμμα του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 121, παράγραφος 4, του κανονισμού 1303/2013 (30), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από το παράγωγο δίκαιο ή από τις διατάξεις των Συνθηκών δεν μπορεί να συναχθεί ότι «στην κατά το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έννοια του “σοβαρού και μόνιμου δημογραφικού μειονεκτήματος” μπορούν να περιλαμβάνονται τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες».

45.      Περαιτέρω, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, «[έ]στω και αν υποτεθεί ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά δύνανται να αξιολογηθούν ως ιδιαίτερα δημογραφικά δεδομένα των εν λόγω περιφερειών, δεν αποδεικνύεται ότι συστηματικώς αποτελούν (31), όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών αυτών, μειονέκτημα σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες». Ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι «οι, μεταξύ άλλων, γλωσσικές διαφορές μεταξύ των περιφερειών αυτών και των γειτνιαζουσών περιφερειών μπορούν να προκαλούν κάποιο πρόσθετο συναλλακτικό κόστος ή κάποιες δυσχέρειες όσον αφορά τις προσλήψεις». Εντούτοις, κρίνει ότι «τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειών αυτών δύνανται επίσης να τους εξασφαλίζουν ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως είναι κάποιο θέλγητρο από τουριστικής απόψεως ή η πολυγλωσσία».

46.      Στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνάγει εκ των ανωτέρω ότι, «[ε]λλείψει οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου προσκομισθέντος από τους προσφεύγοντες, δεν υπάρχει επομένως λόγος να θεωρηθεί ότι τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες επάγονται συστηματικώς μειονέκτημα για την οικονομική τους ανάπτυξη σε σύγκριση με εκείνη των γειτνιαζουσών περιφερειών, ούτως ώστε τα ως άνω χαρακτηριστικά να δύνανται να αξιολογηθούν ως “σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα”, κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ».

47.      Κατά τη γνώμη μου, η συνολική διάρθρωση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου φανερώνει εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθώς και αντιστροφή του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή εις βάρος των νυν αναιρεσειόντων.

48.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 174 ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[η] Ένωση, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής. Η Ένωση αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών. Μεταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές που συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές».

49.      Ειδικότερα, όπως ορθώς υποστήριξαν οι αναιρεσείοντες, από το γράμμα του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο απαριθμεί κατά τρόπο μη εξαντλητικό τις οικείες περιοχές, χρησιμοποιώντας τον όρο «όπως».

50.      Στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο κατάλογος των οικείων περιοχών είναι εξαντλητικός, ενώ, στη σκέψη 72 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στην επίμαχη απόφαση, επικύρωσε την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία εξαντλητικός ήταν ο κατάλογος των μειονεκτημάτων.

51.      Όσον αφορά τον κατάλογο των μειονεκτημάτων, το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ απαριθμεί συναφώς δύο είδη, ήτοι τα «φυσικά προβλήματα» ή τα «σοβαρά και μόνιμα δημογραφικά προβλήματα». Ωστόσο, ο εξαντλητικός χαρακτήρας των ειδών των μειονεκτημάτων δεν σημαίνει ότι οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες αποκλείεται να εμπίπτουν στο δεύτερο μειονέκτημα που μνημονεύεται στη διάταξη αυτή. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο κατάλογος των επιλέξιμων περιοχών δεν είναι εξαντλητικός, όπως αποδεικνύεται από τη χρήση του όρου «όπως». Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο τον εξαντλητικό χαρακτήρα της απαριθμήσεως των περιοχών του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποκλείει κάθε δυνατότητα των περιφερειών με εθνικές μειονότητες να αξιώσουν να είναι επιλέξιμες για τις πολιτικές του άρθρου 174 ΣΛΕΕ.

52.      Χωρίς το ανωτέρω ερμηνευτικό σφάλμα, η πρόταση ΕΠΠ δεν αποκλείεται να ευρίσκεται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής. Ωστόσο, όπως τόνισα στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, όταν η πρόταση ΕΠΠ εμπίπτει ενδεχομένως στις αρμοδιότητες της Επιτροπής, η τελευταία οφείλει να την καταχωρίσει.

53.      Το σφάλμα αυτό είναι ακόμη πιο πρόδηλο καθώς το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απορριπτική απόφαση υπογραμμίζοντας ότι η πρόταση ΕΠΠ σκοπούσε στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της «περιφέρειας», ανεξάρτητα από τη θεσμική, πολιτική και διοικητική πραγματικότητα που επικρατεί στα κράτη μέλη –μια πραγματικότητα την οποία η πολιτική συνοχής οφείλει να σέβεται–, ενώ το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει τις «διασυνοριακές περιοχές» στην κατηγορία των περιοχών τις οποίες αφορά η πολιτική αυτή.

54.      Το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον χρησιμοποιεί την ορολογία αυτή, μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει νομική βάση για την ενίσχυση της συνοχής των περιφερειών που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα.

55.      Υπό τις συνθήκες αυτές, και αντιθέτως προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μπορεί να αποτελέσει κατάλληλη νομική βάση για την καταχώριση της προτάσεως ΕΠΠ. Πράγματι, όπως επισήμανα ανωτέρω στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, αυτό το απλό ενδεχόμενο αρκεί για την πλήρωση της προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

56.      Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 81, 85, 87 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν απέκειτο στους νυν αναιρεσείοντες να αποδείξουν ότι τα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά απέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η πρόταση ΕΠΠ ευρίσκετο καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.

57.      Αρκεί το γεγονός ότι η πρόταση ΕΠΠ ενδέχεται να εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

58.      Προσθέτω ότι το περιεχόμενο της προτάσεως ΕΠΠ είναι σχετικά περιορισμένο ως προς την έκταση. Από το παράρτημα II του κανονισμού 211/2011, το οποίο τιτλοφορείται «Απαιτούμενες πληροφορίες για την καταχώριση προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών», προκύπτει ότι το αντικείμενο της προτάσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 200 χαρακτήρες και η περιγραφή των στόχων της τους 500 χαρακτήρες. Οι πληροφορίες αυτές είναι υποχρεωτικές. Προαιρετικώς, αν το επιθυμούν, οι διοργανωτές μπορούν επίσης να προσθέσουν συμπληρωματικές πληροφορίες, καθώς και να υποβάλουν σχέδιο νομικής πράξεως που θα επισυνάπτεται στα παραρτήματα.

59.      Η πρόταση ΕΠΠ είναι περιορισμένη και ως προς την ουσία, διότι, όπως τονίστηκε ανωτέρω (32), οργανώνεται από πολίτες «μη ειδικούς στο δίκαιο της Ένωσης», οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να κατέχουν όλους τους τομείς και τις πολιτικές της Ένωσης. Σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά και εθνικά θεσμικά όργανα, οι διοργανωτές δεν διαθέτουν όλα τα στοιχεία, τους πόρους και τα μέσα ώστε να είναι σε θέση, εν προκειμένω, να αποδείξουν το μειονέκτημα των εν λόγω περιοχών, το γεγονός ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής απειλούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες καθώς και τον συστηματικό χαρακτήρα του μειονεκτήματος αυτού για την οικονομική τους ανάπτυξη, προκειμένου να υποστηρίξουν κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο την πρόταση ΕΠΠ.

60.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η επίρριψη του εν λόγω βάρους αποδείξεως στους διοργανωτές θα ήταν ιδιαιτέρως άτοπη και δυσανάλογα επαχθής (33).

61.      Εξάλλου, διερωτώμαι ποια απόδειξη απαιτείτο εκ μέρους των νυν αναιρεσειόντων, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η απαρίθμηση των περιφερειών του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι εξαντλητική.

62.      Με βάση όλες τις προηγηθείσες σκέψεις, φρονώ ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από κοινού εξεταζόμενοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί.

2.      Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011

63.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου περί το δίκαιο, καθόσον αυτό συνόψισε το περιεχόμενο της προτάσεως ΕΠΠ κατά τρόπο εσφαλμένο. Το δεύτερο σκέλος αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως σχετικά με την εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της προτάσεως ΕΠΠ

1)      Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

64.      Καταρχάς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνόψισε κατά τρόπο εσφαλμένο το περιεχόμενο και τις συμπληρωματικές πληροφορίες της προτάσεως ΕΠΠ. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, απέδωσε στην πρόταση εσφαλμένο περιεχόμενο, το οποίο δεν προκύπτει από την πρόταση ΕΠΠ που υπέβαλαν οι διοργανωτές. Συνεπώς, παρανόμως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των νυν αναιρεσειόντων. Στο υπόμνημά τους απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε πριν από τη διορθωτική διάταξη της 20ής Ιουνίου 2017, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2017:429, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: διορθωτική διάταξη της 20ής Ιουνίου 2017), οι αναιρεσείοντες διατηρούν την αιτίασή τους, και τούτο ανεξάρτητα από τη γλωσσική απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην οποία θα στηριχθεί το Δικαστήριο (34).

65.      Εν συνεχεία, κατά τους αναιρεσείοντες, η πρόταση ΕΠΠ είναι σύμφωνη με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 ΣΕΕ (35), διότι πληροί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου αυτού, ότι δηλαδή η πρωτοβουλία πρέπει να λαμβάνεται σχετικά με θέμα για το οποίο οι πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών. Η πρόταση ΕΠΠ πληροί και τη δεύτερη προϋπόθεση, κατά την οποία η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει αρμοδιότητες βάσει των οποίων δύναται να υποβάλει κατάλληλη πρόταση κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ, η δε καταχώριση δεν αποκλείεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 (36). Πράγματι, οι αναιρεσείοντες εξήγησαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη στην έννοια της «συντρέχουσας αρμοδιότητας», μπορούσε να υποβάλει πρόταση που να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης όπως αυτή καθορίζεται από τις ιδρυτικές Συνθήκες και, ταυτόχρονα, να αντιστοιχεί στην υποβληθείσα από τους διοργανωτές πρόταση ΕΠΠ. Οι διοργανωτές δεν ανέμεναν από το περιεχόμενο της προταθείσας πράξεως ΕΠΠ να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να ορίσουν την εν λόγω έννοια ή να καταρτίσουν τον κατάλογο των περιφερειών. Αυτό δεν ήταν καν αναγκαίο, καθώς η πολιτική συνοχής, η οποία εμπίπτει στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών, πρώτον, επιτρέπει στην Ένωση να ορίσει την έννοια της «περιφέρειας με εθνικές μειονότητες» καθώς και τις γενικές γραμμές του εφαρμοστέου στις περιφέρειες αυτές νομικού πλαισίου, δεύτερον, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν ποιες εδαφικές οντότητές τους επιθυμούν να υπαχθούν στην έννοια αυτή όπως ορίζεται στην εν λόγω νομική πράξη, συμπληρώνοντας την πράξη αυτή, και, τέλος, τρίτον, επιτρέπει τον ονομαστικό καθορισμό, στο παράρτημα της νομικής πράξεως της Επιτροπής, των περιφερειών που θεωρούνται από τα κράτη μέλη ως περιφέρειες με εθνικές μειονότητες.

66.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Ρουμανική και τη Σλοβακική Κυβέρνηση, υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο ή, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελές.

2)      Ανάλυση

67.      Φρονώ ότι το σκέλος αυτό είναι εν μέρει προδήλως αβάσιμο και εν μέρει προδήλως απαράδεκτο.

68.      Πρώτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο και οι συμπληρωματικές πληροφορίες της προτάσεως ΕΠΠ συνοψίσθηκαν εσφαλμένως στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

69.      Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσδιορίζουν κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ικανό να στηρίξει την αιτίασή τους σχετικά με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (37).

70.      Όσον αφορά τη σκέψη 73, δεύτερη περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι στην απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στη γλώσσα διαδικασίας, δηλαδή στην ουγγρική γλώσσα, εμφιλοχώρησε λάθος στη σκέψη αυτή, το οποίο διορθώθηκε με τη διορθωτική διάταξη της 20ής Ιουνίου 2017.

71.      Πριν από τη διόρθωση αυτή, η απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα, στη σκέψη 73, δεύτερη περίοδος, διελάμβανε ότι «[η] προταθείσα πράξη έπρεπε ιδίως να δίνει εντολή στα κράτη μέλη να τηρούν τις υποχρεώσεις τους έναντι των εθνικών μειονοτήτων, […], να ορίζoυν την έννοια της “περιφέρειας με εθνική μειονότητα”, που θα συνιστούσε επίσης “περιφέρεια” κατά την έννοια των άρθρων 174 ΣΛΕΕ έως 178 ΣΛΕΕ, και να καταρτίζουν ονομαστικό κατάλογο των περιφερειών με εθνικές μειονότητες […]» (38).

72.      Η απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα διέφερε από όλες τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις στο σημείο αυτό, καθώς υποδήλωνε ότι η πρόταση ΕΠΠ καλούσε όχι την Ένωση, με την προταθείσα πράξη, αλλά τα κράτη μέλη να ορίσουν την έννοια της «περιφέρειας με εθνικές μειονότητες» και να καταρτίσουν κατάλογο των περιφερειών με εθνικές μειονότητες (39).

73.      Μολονότι είναι αληθές ότι η διορθωτική διάταξη της 20ής Ιουνίου 2017 εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εντούτοις, οι αναιρεσείοντες, μετά την έκδοση της διατάξεως αυτής, διατήρησαν την αιτίασή τους κατά της σκέψεως 73, δεύτερη περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτή είχε αποδοθεί στην ουγγρική γλώσσα, παρά το ότι το πρόδηλο σφάλμα που είχε εμφιλοχωρήσει στην απόδοση αυτή αποκαταστάθηκε στο ορθό με την εν λόγω διάταξη.

74.      Αυτή η αιτίαση, δεδομένου ότι αντλείται από την ανακριβή σύνοψη του περιεχομένου της προτάσεως ΕΠΠ, η οποία περιλαμβανόταν στην αρχική απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα και συγκεκριμένα της σκέψεως 73, δεύτερη περίοδος, προφανώς δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη πραγματική διαπίστωση.

75.      Συμπερασματικώς ως προς το πρώτο σημείο του πρώτου σκέλους, επισημαίνω ότι, σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η ενότητα της νομολογίας του Δικαστηρίου και η αρχή της ασφάλειας δικαίου θα θίγονταν αν το Δικαστήριο απέδιδε προτεραιότητα σε γλωσσική απόδοση άλλη από αυτήν της γλώσσας διαδικασίας, η οποία είναι η μόνη αυθεντική, είναι αβάσιμο, δεδομένου ότι, στην εν λόγω γλώσσα, αυθεντική είναι μόνον η απόδοση της σκέψεως 73, δεύτερη περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτή διορθώθηκε με τη διορθωτική διάταξη της 20ής Ιουνίου 2017.

76.      Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η Επιτροπή ορθώς είχε εκτιμήσει ότι τα άρθρα 174 και 176 έως 178 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να αποτελέσουν νομικές βάσεις για την έκδοση της προταθείσας πράξεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Ειδικότερα, αφενός, οι πολίτες θεωρούσαν ότι απαιτείτο νομική πράξη. Αφετέρου, η σχεδιαζόμενη πράξη, δεδομένου ότι εντασσόταν στην πολιτική συνοχής, ενέπιπτε, κατά τους αναιρεσείοντες, στη συντρέχουσα αρμοδιότητα. Επομένως, η προταθείσα στην πρόταση ΕΠΠ νομική πράξη δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ορίσουν την έννοια της «περιφέρειας με εθνικές μειονότητες» ή να καταρτίσουν τον κατάλογο των περιφερειών.

77.      Βεβαίως, από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ προκύπτει ότι οι διοργανωτές «καλούν την […] Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών». Ωστόσο, το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθιερώνει ορισμένες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την υποβολή ΕΠΠ στην Επιτροπή, παραπέμποντας στον κανονισμό που προβλέπεται από το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ –τον κανονισμό 211/2011– για την πλήρη ρύθμιση των διαδικασιών και των προϋποθέσεων της ΕΠΠ.

78.      Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία περιορίζεται, καταρχήν, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε επί των λόγων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (40). Η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους συνιστάμενους στην αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, σε πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

79.      Μόνο το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από τα έγγραφα της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, καθώς και να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη.

80.      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως αποτελεί διαπίστωση και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών, και, συνεπώς, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα που, ως τέτοιο, υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου (41).

81.      Η αίτηση αναιρέσεως όχι μόνο δεν προσδιορίζει ακριβώς τις σκέψεις της αποφάσεως στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς περιορίζεται εν γένει στην προβολή επιχειρημάτων «αντιθέτως προς τα όσα έγιναν δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση», αλλά, πρωτίστως, περιέχει το επιχείρημα ότι οι διοργανωτές δεν ανέμεναν από την προταθείσα πράξη να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να ορίσουν την έννοια της «περιφέρειας με εθνικές μειονότητες» ή να καταρτίσουν τον κατάλογο των περιφερειών, ενώ αυτό δεν είναι καν αναγκαίο, διότι η πολιτική συνοχής εμπίπτει στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να θέσουν εν αμφιβόλω μια πραγματικού χαρακτήρα διαπίστωση και εκτίμηση.

82.      Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕE και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011

83.      Το δεύτερο σκέλος αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως του Γενικού Δικαστηρίου και την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

1)      Σύνοψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

84.      Στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες, υποστηριζόμενοι από την Ουγγρική Κυβέρνηση, ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Ειδικότερα, από τη γραμματική ερμηνεία του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να καταχωρίσει την πρωτοβουλία πολιτών μόνο λόγω «ελλείψεως» σχετικής αρμοδιότητας η οποία είναι καταφανής.

85.      Επομένως, από το γράμμα του κανονισμού 211/2011 συνάγεται ότι η πρόταση ΕΠΠ μπορεί να λάβει διάφορες μορφές από την άποψη των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Πρώτον, όταν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί χωρίς πιο ενδελεχή εξέταση ότι η πρόταση ΕΠΠ δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Ένωσης, ότι δηλαδή δεν σχετίζεται με τους οριζόμενους στις Συνθήκες τομείς αποκλειστικών ή συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να αρνηθεί την καταχώρισή της. Δεύτερον, σε περίπτωση που η πρόταση ΕΠΠ δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Ένωσης, αλλά αυτό μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με ενδελεχή εξέταση, ή σε περίπτωση που αυτό δεν είναι καταφανές, η Επιτροπή οφείλει εντούτοις να την καταχωρίσει. Παρά ταύτα, αν οι απαραίτητες υπογραφές είχαν συγκεντρωθεί, η Επιτροπή οφείλει να αρνηθεί να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες μετά το πέρας της διαδικασίας του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού, εκθέτοντας τους λόγους από τους οποίους προκύπτει ότι δεν διαθέτει την αναγκαία αρμοδιότητα.

86.      Κατά τους αναιρεσείοντες, στην απόφασή της περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της ΕΠΠ, η Επιτροπή επισήμανε ότι «έλαβε την απορριπτική απόφασή της στηριζόμενη στα αποτελέσματα ενδελεχούς εξετάσεως (42)των διατάξεων των Συνθηκών που μνημονεύονται στην πρόταση αυτή, καθώς και όλων των άλλων πιθανών νομικών βάσεων». Αν το αντικείμενο της προτάσεως ΕΠΠ ευρισκόταν «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών», τότε οι αναιρεσείοντες δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα ενδελεχούς εξετάσεως, δεδομένου ότι η πρόταση ΕΠΠ ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

87.      Επομένως, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 117, στοιχείο ιγʹ (43), του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον δεν αποφάνθηκε επί της ερμηνείας του καταφανούς χαρακτήρα της ελλείψεως αρμοδιότητας.

88.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Ρουμανική και τη Σλοβακική Κυβέρνηση, ισχυρίζεται ότι αυτό το σκέλος και αυτός ο λόγος, από κοινού εξεταζόμενοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

2)      Ανάλυση

89.      Καταρχάς, όπως υπομνήσθηκε στα σημεία 78 και 79 των παρουσών προτάσεων, η αιτίαση σχετικά με την έκταση της εκτιμήσεως της Επιτροπής στην απορριπτική απόφαση υπό το πρίσμα, αφενός, των διατάξεων που θεωρήθηκαν κρίσιμες καθώς και όλων των άλλων πιθανών νομικών βάσεων και, αφετέρου, της εκτάσεως της εκτιμήσεως της προτάσεως ΕΠΠ ενώ αυτή ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, συνιστά ανάλυση που δεν ανάγεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως η οποία δόθηκε επί των λόγων που συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

90.      Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή είναι αδύνατον να εξεταστεί χωρίς να τεθεί εν αμφιβόλω μια πραγματικού χαρακτήρα διαπίστωση και εκτίμηση. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

91.      Επιπλέον, η κύρια αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως η οποία αφορά την έκταση της αιτιολογίας του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ταυτόχρονα αλυσιτελής και απαράδεκτη.

92.      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 117, στοιχείο ιγʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μερική μόνον εκτίμηση της προτάσεως ΕΠΠ ως ευρισκομένης εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, καθώς παρέλειψε να αποφανθεί επί του χαρακτήρα της προτάσεως αυτής ως «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων».

93.      Κατά πάγια νομολογία, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως ουσιώδους τύπου, που μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο λόγου βάλλοντος κατά της ανεπάρκειας ή ελλείψεως αιτιολογίας αποφάσεως, και του ελέγχου του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως και επιτάσσει ο δικαστής να εξακριβώσει εάν οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η πράξη αποτελούν ή όχι προϊόν πλάνης. Πράγματι, πρόκειται για δύο ελέγχους διαφορετικής φύσεως, που οδηγούν σε διακριτές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (44).

94.      Η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στο μέτρο που αφορά τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που προτείνω να αναιρεθούν στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, είναι αλυσιτελής. Πράγματι, αν το Δικαστήριο δεχθεί αυτούς τους δύο λόγους αναιρέσεως, όπως προτείνω, θα έχει κατ’ ανάγκην εξετάσει τη νομιμότητα της αιτιολογίας που αφορά την εκτίμηση του «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής χαρακτήρα, τον οποίο δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο».

95.      Στο μέτρο που το υπό εξέταση σκέλος αφορά τα υπόλοιπα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες δεν προσδιόρισαν τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που πάσχουν από έλλειψη αιτιολογίας.

96.      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι, στο σύνολό του, εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

3.      Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 7 και 167 ΣΛΕΕ, του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη καθώς και των διατάξεων για την απαγόρευση των διακρίσεων

1.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

97.      Στις σκέψεις 91 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι η πρόταση ΕΠΠ ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, για τον λόγο ότι δεν συνέβαλλε στους σκοπούς της πολιτιστικής πολιτικής της Ένωσης, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 167 ΣΛΕΕ. Αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 95 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διατάξεις των Συνθηκών τις οποίες οι διοργανωτές θεώρησαν κρίσιμες και μνημόνευσαν στην πρόταση ΕΠΠ, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, ειδικότερα, το περιεχόμενο του άρθρου 167, παράγραφοι 2, 3 και 5, ΣΛΕΕ, καθώς και τους σκοπούς του άρθρου αυτού. Στις σκέψεις 101 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες αφορά ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε και ανέπτυξε τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της επικυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 167 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης επιδιώκουσας τον σκοπό και το περιεχόμενο της προτάσεως ΕΠΠ. Ειδικότερα, ο σκοπός της προτάσεως ΕΠΠ (45), αφενός, υπερβαίνει κατά πολύ την απλή συμβολή στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών, με σεβασμό προς την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ή την απλή προβολή της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς και, αφετέρου, δεν συνδέεται ευθέως με κανέναν από τους στόχους στους οποίους αναφέρεται ειδικώς το άρθρο 167, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι νυν αναιρεσείοντες δέχθηκαν στην προσφυγή τους ότι η πρόταση ΕΠΠ δεν είχε ως αντικείμενο την προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας, ακόμη και αν η προταθείσα πράξη δεν αποκλειόταν να έχει μια τέτοια συνέπεια.

98.      Οι σκέψεις 105 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούν την παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (46). Οι σκέψεις 105 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνοψίζουν την επιχειρηματολογία των διαδίκων και το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως. Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στις σκέψεις 111 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.      Σύνοψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

99.      Καταρχάς, οι αναιρεσείοντες, υποστηριζόμενοι από την Ουγγρική Κυβέρνηση, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε ερμηνευτικό σφάλμα καθόσον επικύρωσε, στις σκέψεις 101 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία η προταθείσα με την πρόταση ΕΠΠ ρύθμιση δεν συμβάλλει στην επίτευξη κανενός από τους στόχους της πολιτιστικής πολιτικής της Ένωσης. Αντιθέτως, κατά την άποψή τους, η πρόταση συμβάλλει στη συνοχή των πολιτικών και των δράσεων της Ένωσης, που επιβάλλεται από το άρθρο 7 ΣΛΕΕ (47), δεδομένου ότι η προσέγγιση, την οποία προωθεί, επιδιώκει τη συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, της απαιτούμενης από το άρθρο 167 ΣΛΕΕ πολιτιστικής πολυμορφίας καθώς και τη βιωσιμότητα της τελευταίας.

100. Εξάλλου, κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο «προέβη σε in abstracto και εκτός του πλαισίου της πολιτικής συνοχής ανάλυση των διατάξεων των οποίων γίνεται επίκληση (48) στο παρόν τμήμα [του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως], ανάλυση που είναι εσφαλμένη».

101. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 104 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τις αιτιάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, και στο άρθρο167 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κατά τους αναιρεσείοντες, «το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το ενδεχόμενο ότι το κανονιστικό πλαίσιο παραβαίνει τις διατάξεις αυτές καθώς και τις λοιπές διατάξεις που μνημονεύονται στο παρόν τμήμα [του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως]», στην περίπτωση που τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να τροποποιήσουν τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής. Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι αναιρεσείοντες εμμένουν στη θέση τους και υποστηρίζουν ότι η προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου αυτού του λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμη. Επίσης, οι αναιρεσείοντες υπενθυμίζουν ότι, στον τομέα του πολιτισμού, σκοπός των δράσεων της Ένωσης είναι η ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Ομοίως, με βάση το άρθρο 167, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, η Ένωση, όταν αναλαμβάνει δράση δυνάμει άλλων διατάξεων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και τις πολιτιστικές πτυχές. Οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν, περαιτέρω, ότι η υποχρέωση αυτή ενισχύεται από το άρθρο 7 ΣΛΕΕ, το οποίο καθιερώνει επιταγή συνοχής μεταξύ των πολιτικών και των δράσεων της Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 22 του Χάρτη, κατά το οποίο η Ένωση, στο πλαίσιο των δράσεών της, πρέπει να σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία. Η εφαρμογή της πολιτικής συνοχής δεν συμβάλλει, επί του παρόντος, στην απαιτούμενη από το άρθρο 167 ΣΛΕΕ διατήρηση της πολιτιστικής πολυμορφίας και, ως εκ τούτου, δεν συνάδει με το άρθρο 7 ΣΛΕΕ σχετικά με τη συνοχή μεταξύ των πολιτικών και των δράσεων της Ένωσης. Συνεπώς, κατά τους αναιρεσείοντες, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη.

102. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Ρουμανική και τη Σλοβακική Κυβέρνηση, θεωρεί ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι, κυρίως, απαράδεκτος και, επικουρικώς, αβάσιμος.

3.      Ανάλυση

103. Φρονώ, όπως η Ρουμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτος, στο μέτρο που οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν πλάνη περί το δίκαιο ούτε συγκεκριμένο νομικό επιχείρημα όσον αφορά τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 101 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

104. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από τα άρθρα 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (49), προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο την εν λόγω αίτηση, ειδάλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος απορρίπτονται ως απαράδεκτα (50).

105. Στα σημεία 72 έως 84 της αιτήσεως αναιρέσεως, παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία του νομικού πλαισίου της υποθέσεως, χωρίς ωστόσο οι αναιρεσείοντες να αναπτύσσουν ειδική επιχειρηματολογία για τον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά τη γνώμη τους, το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που προβάλλεται ότι παραβιάστηκαν ή κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα των κανόνων αυτών. Οι αναιρεσείοντες, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται στο οικείο τμήμα του υπομνήματός τους απαντήσεως, δεν εξήγησαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο τις νομικές βάσεις ως προς τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 167 ΣΛΕΕ στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, δεν προσδιόρισαν συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παρέβη τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στην αίτηση αναιρέσεως. Η έμφαση με έντονους χαρακτήρες η οποία εφαρμόζεται σε ορισμένους όρους των διατάξεων που μνημονεύονται στα σημεία 81 και 84 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, χωρίς σχόλια ως προς τους λόγους που οδήγησαν τους αναιρεσείοντες να επιλέξουν ειδικά τις διατάξεις αυτές, δεν μπορεί να αποτελέσει νομικό επιχείρημα ή επίκριση του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του οποίου επικυρώθηκε η απόφαση περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της προτάσεως ΕΠΠ.

106. Οι αναιρεσείοντες περιορίζονται στο να επισημάνουν, στη δεύτερη αιτίασή τους στο σημείο 89 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τις διατάξεις που μνημονεύονται στην αίτηση αναιρέσεως και ότι, κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, χωρίς ωστόσο να επικαλούνται, στα όσα εκθέτουν σχετικά με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το παραμικρό νομικό επιχείρημα προς στήριξη της απόψεως αυτής. Η εν λόγω αιτίαση αποτελεί, στην πραγματικότητα, αίτημα πραγματικής επανεξετάσεως της αιτιάσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που εκφεύγει της αναιρετικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

107. Στα σημεία 86 και 87 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, στο να επισημάνουν την έλλειψη συνοχής της πολιτιστικής πολιτικής βασιζόμενοι σε πραγματικά στοιχεία, χωρίς να προσδιορίζουν τα βαλλόμενα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά παραπέμποντας απλώς και μόνον το Δικαστήριο στην πρόταση ΕΠΠ και χωρίς να αναπτύσσουν καμία συγκεκριμένη αιτίαση κατά της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση.

108. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες, στο υπόμνημά τους απαντήσεως, αντλούν εσφαλμένο συμπέρασμα από την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψεις 61 επ.). Κατά την άποψή τους, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, διότι οι αναιρεσείοντες οφείλουν απλώς και μόνο να εξειδικεύσουν τη νομική βάση δυνάμει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει διαφορετικά, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι το μόνο που διαθέτει την εξουσία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Βεβαίως, το Δικαστήριο είναι το ανώτατο δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, από τη σκέψη 62 της αποφάσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402), προκύπτει σαφώς ότι η «νομική βάση» της οποίας γίνεται επίκληση στην απόφαση αυτή και δυνάμει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει σε διαφορετική κρίση διακρίνεται σαφώς από τις «διατάξεις» η παράβαση των οποίων προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (51). Συναφώς, οι αναιρεσείοντες έπρεπε να εξηγήσουν, πρώτον, για ποιον λόγο η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 167 της ΣΛΕΕ, η οποία περιλαμβάνεται στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έπασχε από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση καθεστώτος αυτονομίας στις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες, για τους σκοπούς της εφαρμογής της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, αποτελεί σκοπό ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ την απλή συμβολή στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών, με σεβασμό προς την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους. Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες έπρεπε επίσης να εξηγήσουν για ποιον λόγο η αναγνώριση αυτή συνδέεται ευθέως, αντιθέτως προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με κάποιον από τους στόχους στους οποίους αναφέρεται ειδικώς το άρθρο 167, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

109. Επομένως, οι αναιρεσείοντες, καθόσον περιορίστηκαν στη μνεία των νομικών διατάξεων τις οποίες φέρεται να παρέβη το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς συγκεκριμένες και ακριβείς παρατηρήσεις όσον αφορά τα σημεία πλάνης περί το δίκαιο που προσάπτονται σε αυτό, δεν έχουν προβάλει, σε τελική ανάλυση, καμία αιτίαση περί ελλείψεως νομιμότητας.

110. Τέλος, τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι οι διαπιστώσεις των σκέψεων 101 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν από in abstracto και εκτός του πλαισίου της πολιτικής συνοχής ανάλυση των λοιπών διατάξεων των οποίων γίνεται επίκληση «στο παρόν τμήμα του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως», δυσκολεύομαι, καταρχάς, να αντιληφθώ σε ποιες ακριβώς διατάξεις και σε ποιο τμήμα (52) αναφέρονται οι αναιρεσείοντες χωρίς να κινδυνεύσω να διαστρεβλώσω τα λεγόμενά τους. Σε περίπτωση που πρόκειται για το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ και για το άρθρο 22 του Χάρτη, που μνημονεύονται στην πρόταση ΕΠΠ και στην επίμαχη απόφαση, όχι όμως στο δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η επίκλησή τους το πρώτον στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας ισοδυναμεί με διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτό οριοθετήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες δεν διευκρινίζουν με ποιον τρόπο η in abstracto ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 167 ΣΛΕΕ ούτε ποια έπρεπε να είναι, ενδεχομένως, η in concreto ερμηνεία στην οποία όφειλε να προβεί το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να μην παραβεί, όπως προβάλλεται, το άρθρο αυτό. Συνεπώς, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο.

111. Συνεπώς, φρονώ ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

4.      Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με τα δικαστικά έξοδα

1.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

112. Από τη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρωτοδίκως, η Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι οι νυν αναιρεσείοντες είχαν δημοσιεύσει, στον δικτυακό τόπο της προτάσεως ΕΠΠ, το υπόμνημα αντικρούσεως που η ίδια είχε καταθέσει στην πρωτόδικη υπόθεση και ότι, παρά το σχετικό της αίτημα, είχαν αρνηθεί να αποσύρουν το υπόμνημα αντικρούσεως από τον δικτυακό τόπο. Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη την ως άνω καταχρηστική συμπεριφορά των νυν αναιρεσειόντων κατά την κατανομή των δικαστικών εξόδων. Οι νυν αναιρεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τις προσαφθείσες από την Επιτροπή ενέργειες, αλλά υποστήριξαν ότι η συμπεριφορά τους δεν συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος, δεδομένου ότι δεν απαγορευόταν από καμία διάταξη. Κατά συνέπεια, ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να εφαρμόσει τους γενικούς κανόνες για τα δικαστικά έξοδα.

113. Στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι νυν αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και εκείνα της Επιτροπής, χωρίς να χρειάζεται καν να ληφθεί υπόψη, συναφώς, το γεγονός ότι οι νυν αναιρεσείοντες έθιξαν την προστασία της ένδικης διαδικασίας και ιδίως τις αρχές της ισότητας των όπλων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (53).

2.      Σύνοψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

114. Οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν πραγματικά στοιχεία σχετικά με τις περιστάσεις της δημοσιεύσεως του υπομνήματος της Επιτροπής στο διαδίκτυο. Επίσης, υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από την οποία συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί αποδεδειγμένο ότι «οι [νυν αναιρεσείοντες] έθιξαν την προστασία της ένδικης διαδικασίας και ιδίως τις αρχές της ισότητας των όπλων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης», είναι εσφαλμένη. Με βάση τις γενικές αρχές του δικαίου των κρατών μελών, εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση δικαιώματος της Ένωσης.

115. Κατά την Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν είχαν υποβληθεί χωριστά αιτήματα σχετικά με την προβαλλόμενη παρανομία της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων, αυτά θα ήταν απαράδεκτα. Ο λόγος αναιρέσεως είναι, κυρίως, αλυσιτελής και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί, ενώ σε περίπτωση απορρίψεως όλων των άλλων λόγων αναιρέσεως, τα αιτήματα σχετικά με την προβαλλόμενη παρανομία της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, με βάση το άρθρο 58, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

116. Η Ουγγρική και η Ρουμανική Κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκαν επί του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, ενώ η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, την Επιτροπή.

3.      Ανάλυση

117. Από την επισήμανση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι το τμήμα της αποφάσεως το οποίο αφορά την κατανομή των δικαστικών εξόδων δεν βασίστηκε στη συμπεριφορά των νυν αναιρεσειόντων. Πράγματι, η χρησιμοποιηθείσα φράση «χωρίς να χρειάζεται καν να ληφθεί υπόψη» φανερώνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η συμπεριφορά των νυν αναιρεσειόντων στην κατανομή των δικαστικών εξόδων.

118. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά επάλληλης αιτιολογίας περιλαμβανόμενης σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και επομένως είναι αλυσιτελείς (54).

119. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

5.      Επί των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως σχετικά με την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, την πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έλλειψη μερικής καταχωρίσεως και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

120. Με αυτούς τους τρεις λόγους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, πρώτον, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, δεύτερον, την πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την έλλειψη μερικής καταχωρίσεως της προτάσεως ΕΠΠ, και, τρίτον, την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ζητώντας συνεπώς την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

121. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για νέους ισχυρισμούς που επομένως είναι, κυρίως, απαράδεκτοι. Υποστηρίζει ότι αυτοί είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμοι.

122. Κατά τη γνώμη μου, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

123. Προκαταρκτικώς, κατά πάγια νομολογία, στην κατ’ αναίρεση διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (55). Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και από το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, αυτού του Κανονισμού, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

124. Εν προκειμένω, οι λόγοι αναιρέσεως σχετικά με την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, την πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την έλλειψη μερικής καταχωρίσεως και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και αφορούν την ΕΠΠ «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (στο εξής: ΕΠΠ Minority SafePack), με σκοπό την προστασία των εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων και τη θέσπιση κανόνων, σε ενωσιακό επίπεδο, για τη διατήρηση της γλωσσικής και πολιτιστικής πολυμορφίας της Ένωσης, καθώς και την ΕΠΠ με τίτλο «Let us reduce the wage and economic differences that tear the EU apart!», η οποία καταχωρίσθηκε εν μέρει με την απόφαση (ΕΕ) 2017/877 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2017, σχετικά με την πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Let us reduce the wage and economic differences that tear the EU apart!» (56).

125. Η πρόταση ΕΠΠ Minority SafePack απορρίφθηκε αρχικώς από την Επιτροπή (57). Με την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής (T‑646/13, EU:T:2017:59), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε αυτήν την απορριπτική απόφαση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, η ΕΠΠ Minority SafePack καταχωρίσθηκε εν μέρει (58). Η πρόταση ΕΠΠ απευθύνει έκκληση «στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] να βελτιώσει την προστασία των προσώπων τα οποία ανήκουν σε εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες και να ενισχύσει την πολιτιστική και τη γλωσσική πολυμορφία εντός της Ένωσης». Κατά τα ίδια στοιχεία, που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των απαιτούμενων πληροφοριών, σκοπός της ΕΠΠ ήταν να απευθυνθεί έκκληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση «να θεσπίσει σειρά νομικών πράξεων προκειμένου να βελτιώσει την προστασία των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες και να ενισχύσει την πολιτιστική και τη γλωσσική πολυμορφία [στο έδαφός της]», ενώ «[ο]ι εν λόγω πράξεις θα περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με τις περιφερειακές και τις μειονοτικές γλώσσες, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, την περιφερειακή πολιτική, τη συμμετοχή, την ισότητα, το περιεχόμενο των οπτικοακουστικών και λοιπών μέσων ενημερώσεως, καθώς και την παρεχόμενη από τις περιφερειακές (κρατικές) αρχές στήριξη». Η πρόταση ΕΠΠ προτείνει τροποποίηση του ισχύοντος κανονισμού με βάση τα άρθρα 177 και 178 ΣΛΕΕ (59).

126. Πρώτον, ο λόγος αναιρέσεως σχετικά με την πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη μη καταχώριση της ΕΠΠ είναι αβάσιμος.

127. Κατά τα όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες οι οποίοι βασίζονται στις μερικές καταχωρίσεις των ΕΠΠ που μνημονεύονται στα σημεία 124 και 125 των παρουσών προτάσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η δυνατότητα μερικής καταχωρίσεως υφίστατο ήδη το 2013, όταν δηλαδή απορρίφθηκε η καταχώριση της εξεταζόμενης προτάσεως ΕΠΠ. Το γεγονός ότι καμία από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν και που θεωρήθηκαν κρίσιμες από τους διοργανωτές δεν αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για τη θεμελίωση της προτάσεως ΕΠΠ δεν ασκεί επιρροή για τη μερική καταχώριση μιας ΕΠΠ (60).

128. Ωστόσο, στην αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο έχει απλώς και μόνον την εξουσία να διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητας μιας δικαστικής αποφάσεως και δεν μπορεί να διατάξει την Επιτροπή να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως, θα απόκειται στην Επιτροπή να συναγάγει όλες τις σχετικές συνέπειες.

129. Δεύτερον, οι λόγοι αναιρέσεως σχετικά με την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι επίσης αβάσιμοι.

130. Ειδικότερα, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 211/2011, η απόφαση περί της καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται, ειδικότερα, η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτο έλεγχο, κατά τον οποίο λαμβάνονται, επίσης, υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση περιπτώσεως (61). Ωστόσο, αυτός ο λόγος αναιρέσεως δεν δύναται να οδηγήσει σε πιο ενδελεχή ανάλυση και συνεπώς είναι αλυσιτελής.

131. Βεβαίως, ο σκοπός της προτάσεως ΕΠΠ, ο οποίος αποτελεί την πεμπτουσία της προτάσεως ΕΠΠ, συγκλίνει σε ορισμένα σημεία με το περιεχόμενο της ΕΠΠ Minority SafePack, πλην όμως η πρόταση ΕΠΠ εξακολουθεί να είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη της ΕΠΠ Minority SafePack, όπως αυτή παρουσιάστηκε στα σημεία 124 και 125 των παρουσών προτάσεων. Επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως για καταστάσεις που δεν είναι συγκρίσιμες. Ομοίως, ο λόγος που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν δύναται να οδηγήσει σε πιο ενδελεχή ανάλυση και συνεπώς είναι αλυσιτελής.

132. Προτείνω να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ως αλυσιτελείς.

V.      Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

133. Όπως επισήμανα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, κατ’ εμέ, να γίνουν δεκτοί. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό.

134. Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτής.

135. Φρονώ ότι το Δικαστήριο είναι σε θέση να αποφανθεί επί της προσφυγής. Κατά τη γνώμη μου, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον θεώρησε ότι η πρόταση ΕΠΠ ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και ότι η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 δεν πληρούνταν. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η επίμαχη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό. Θα απόκειται στην Επιτροπή να συναγάγει όλες τις σχετικές συνέπειες.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

136. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μου, προτείνω να γίνουν δεκτοί ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

137. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

138. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

139. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και ότι αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

140. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

VII. Πρόταση

141. Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282).

2)      Ακυρώνει την απόφαση C(2013) 4975 τελικό της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2013, περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της προτάσεως πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους».

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

4)      Η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2011, L 65, σ. 1.


3      ΕΕ 2003, L 154, σ. 1.


4      Βλ. σημείο 2 του παραρτήματος ΙΙ της προτάσεως ΕΠΠ.


5      Σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


6      Σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


7      ΕΕ 2015, L 105, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 217, σ. 71, 72 και 73).


8      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψεις 46 έως 48).


9      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 49).


10      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 211/2011.


11      Η υπογράμμιση δική μου.


12      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 50).


13      Στην πρόταση ΕΠΠ, για λόγους οικονομίας της διατυπώσεως, οι διοργανωτές όρισαν τις «περιφέρειες με εθνικές μειονότητες» υπό την έννοια ότι αυτές καλύπτουν διάφορες γεωγραφικές περιοχές και τομείς, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών ζωνών που δεν διαθέτουν διοικητικές αρμοδιότητες και διακρίνονται από τις γειτνιάζουσες περιοχές λόγω των εθνικών, εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών τους.


14      Το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως εξής: «[μ]εταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή […] [σ]τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές».


15      Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής: «4) η κάλυψη των ακόλουθων περιοχών με σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά μειονεκτήματα: α) νησιωτικά κράτη μέλη επιλέξιμα για το Ταμείο Συνοχής και άλλα νησιά, με εξαίρεση τα νησιά στα οποία βρίσκεται η πρωτεύουσα ενός κράτους μέλους ή τα οποία διαθέτουν σταθερή σύνδεση με την ηπειρωτική χώρα· β) ορεινές περιοχές, όπως ορίζονται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους· γ) αραιοκατοικημένες (δηλαδή λιγότερο από 50 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) και εξαιρετικά αραιοκατοικημένες (δηλαδή λιγότερο από 8 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) περιοχές, δ) συμπερίληψη των εξόχως απόκεντρων περιοχών όπως ορίζονται στο άρθρο 349 [ΣΛΕΕ]».


16      ΕΕ 2013, L 347, σ. 320.


17      Το άρθρο 47 του Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», ορίζει τα εξής:


      «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.


      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.


      Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»


18      Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής: «[τ]ο Γενικό Δικαστήριο εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα προς απόδειξη περιστατικά».


19      Παραπέμπει μάλλον στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus BankBanif Plus BankBanif Plus BankBanif Plus BankBanif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88).


20      Άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


21      Κατά το άρθρο 88, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η υπογράμμιση δική μου.


22      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά ΕπιτροπήςSniace κατά Επιτροπής (C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψεις 77 και 78), και της 3ης Φεβρουαρίου 2005, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά ΕπιτροπήςComafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (T‑139/01, EU:T:2005:32, σκέψη 171): «δεδομένου ότι τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία και οι εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι επαρκή για να μπορέσει να αποφανθεί εν προκειμένω». Εξάλλου, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία μνημονεύει η Ρουμανική Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, το Γενικό Δικαστήριο, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι νυν αναιρεσείοντες, αποφάσισε, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του, να καλέσει τους κύριους διαδίκους να διατυπώσουν εγγράφως τις απόψεις τους ως προς ορισμένες πτυχές της διαφοράς.


23      Βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2018, HB κατά ΕπιτροπήςHB κατά Επιτροπής (C‑336/17 P, EU:C:2018:74, σκέψη 26).


24      Το άρθρο αυτό έχει ως εξής: «2. Οι συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών αφορούν τους εξής κύριους τομείς: […] γ) την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή […]».


25      Κατά το λεξικό Larousse, το επίθετο «καταφανής» («manifeste») σημαίνει: αυτός του οποίου η φύση, η αλήθεια, η γνησιότητα διαπιστώνονται προφανώς.


26      Ο περιορισμός που συνίσταται στον «καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής» χαρακτήρα συνεπάγεται ότι η πρόταση ΕΠΠ δεν μπορεί να αφορά ούτε τομέα που υπερβαίνει τις αρμοδιότητες της Ένωσης ούτε αντικείμενο, όπως η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, το οποίο εμπίπτει μεν στις αρμοδιότητες της Ένωσης, αλλά για το οποίο η Επιτροπή δεν διαθέτει την εξουσία να υποβάλει πρόταση. Πράγματι, με βάση το άρθρο 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Επιτροπή είναι το θεσμικό όργανο που διαθέτει in fine την εξουσία νομοθετικής πρωτοβουλίας και που θα αναλάβει την πρωτοβουλία της νομικής πράξεως εφόσον η πρόταση ΕΠΠ πληροί όλες τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του κανονισμού 211/2011. Βλ., επίσης, το άρθρο του Villani, U., σε: D’Alessio, M. T., Kronenberger, V., και Placco, V. (επιμ.), De Rome à Lisbonne: les juridictions de l’Union européenne à la croisée des chemins. Mélanges en l’honneur de Paolo Mengozzi, Bruylant, Bρυξέλλες, 2013, σ. 202.


27      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, Costantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςCostantini κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑44/14, EU:T:2016:223, σκέψη 17), καθώς και σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


28      Πρόκειται για τις αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και του άρθρου 174 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 1059/2003, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού.


29      Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[η] Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».


30      Βλ. υποσημείωση 15.


31      Η υπογράμμιση δική μου.


32      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις μου στην υπόθεση Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:175, σημείο 2).


33      Βλ., υπό την έννοια αυτή, Organ, J., «Decommissioning Direct Democracy? A Critical Analysis of Commission Decision-Making on the Legal Admissibility of European Citizens Initiative Proposals», European Constitutional Law Review, 2014, αριθ. 10, σ. 422-443.


34      Υπενθυμίζω ότι, όπως προκύπτει από τη διορθωθείσα σκέψη της ουγγρικής αποδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο ορισμός της έννοιας της «περιφέρειας με εθνικές μειονότητες» και η κατάρτιση καταλόγου περιφερειών με εθνικές μειονότητες έπρεπε να πραγματοποιηθούν από την προταθείσα με την πρόταση ΕΠΠ πράξη και όχι από τα κράτη μέλη, όπως απαιτούσε η αρχική σκέψη της ουγγρικής αποδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


35      Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[π]ολίτες της Ένωσης, εφόσον αριθμούν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο και προέρχονται από σημαντικό αριθμό κρατών μελών, μπορούν να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι πολίτες αυτοί θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών».


36      Στο άρθρο αυτό διευκρινίζεται ότι, «[ε]ντός δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II, η Επιτροπή καταχωρίζει προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με μοναδικό αριθμό μητρώου και αποστέλλει βεβαίωση της καταχώρισης στους διοργανωτές, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: […] β) η προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών».


37      Στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στο να συνοψίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων έπρεπε, κατά την πρόταση ΕΠΠ, να οριστούν οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες.


38      Η υπογράμμιση δική μου.


39      Εξάλλου, όπως τόνισε η Επιτροπή, η επίμαχη σκέψη παρέπεμπε στη σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιείχε σύνοψη της προτάσεως ΕΠΠ με πιστή αναπαραγωγή του περιεχομένου της.


40      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Masco κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςMasco κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑614/13 P, EU:C:2017:63, σκέψη 32), της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 55), της 30ής Απριλίου 2014, FLSmidth κατά ΕπιτροπήςFLSmidth κατά Επιτροπής (C‑238/12 P, EU:C:2014:284, σκέψη 42), και της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά ΕπιτροπήςASPLA κατά Επιτροπής (C‑35/12 P, EU:C:2014:348, σκέψη 39).


41      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις μου στην υπόθεση Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15, EU:C:2016:658, σημείο 72), και βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑279/16 P, EU:C:2017:461, σκέψη 36), και της 3ης Δεκεμβρίου 2015, PP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά ΕπιτροπήςPP Nature-Balance Lizenz κατά Επιτροπής (C‑82/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:796, σκέψεις 26 και 27).


42      Η υπογράμμιση δική μου.


43      Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[η] απόφαση περιέχει: […] ιγ) το σκεπτικό».


44      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


45      Σκοπός της προτάσεως ΕΠΠ είναι η διατήρηση των περιφερειών με εθνικές μειονότητες, μέσω των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών τους, ή και η αναγνώριση καθεστώτος αυτονομίας υπέρ των περιφερειών αυτών, για τους σκοπούς της εφαρμογής της πολιτικής συνοχής της Ένωσης.


46      Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των Συνθηκών και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχουν στην Ένωση, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, και μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να αναλάβει δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».


47      Το εν λόγω άρθρο 7 ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[η] Ένωση μεριμνά για τη συνοχή μεταξύ των διάφορων πολιτικών και δράσεών της, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στόχων της και σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας».


48      Στην αίτηση αναιρέσεως δεν διευκρινίζεται ποια ακριβώς είναι η «διάταξη της οποίας γίνεται επίκληση», αλλά στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (101 έως 104) μνημονεύεται το άρθρο 167, παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 22 του Χάρτη.


49      ΕΕ 2012, L 265, σ. 1.


50      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2017, Dextro Energy κατά ΕπιτροπήςDextro Energy κατά ΕπιτροπήςDextro Energy κατά ΕπιτροπήςDextro Energy κατά Επιτροπής (C‑296/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:437, σκέψη 60), της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Brandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters IndiaBrandconcern κατά EUIPO και Scooters India (C‑577/14 P, EU:C:2017:122, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςInuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςInuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςInuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςInuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςInuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 53).


51      Στη σκέψη αυτή διαλαμβάνονται τα εξής: «Στο μέτρο που με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως προσάπτεται στο [Γενικό Δικαστήριο] ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η νομική βάση επί της οποίας το [Γενικό Δικαστήριο] όφειλε να κρίνει ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τις διατάξεις αυτές μη ζητώντας από την επιτροπή αναπηρίας, που συστάθηκε το 1991 βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ, να αποφανθεί επί της τυχόν επαγγελματικής αιτίας της ασθενείας του αναιρεσείοντος, το σκέλος αυτό πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο».


52      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες μνημονεύουν τα άρθρα 7 και 10 και το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και το άρθρο 167, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, έπειτα το άρθρο 2, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 6, το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ, στη συνέχεια το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 22 του Χάρτη και τέλος το άρθρο 7 του κανονισμού 1303/2013. Ωστόσο, στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τις οποίες αφορά η υπό εξέταση αιτίαση, μνημονεύεται μόνο το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 167, παράγραφοι 1, 2 και 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 22 του Χάρτη.


53      Βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 85 και 93).


54      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK InternationalΕπιτροπή κατά IPK InternationalΕπιτροπή κατά IPK InternationalΕπιτροπή κατά IPK International (C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 33), διάταξη της 30ής Ιουνίου 2015, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (C‑575/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:443, σκέψη 20), και αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής (C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 82), και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People's Mojahedin Organization of Iran (C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 79).


55      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Masco κ.λπ. κατά ΕπιτροπήςMasco κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑614/13 P, EU:C:2017:63, σκέψη 32)· της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 55)· της 30ής Απριλίου 2014, FLSmidth κατά ΕπιτροπήςFLSmidth κατά Επιτροπής (C‑238/12 P, EU:C:2014:284, σκέψη 42), και της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά ΕπιτροπήςASPLA κατά Επιτροπής (C‑35/12 P, EU:C:2014:348, σκέψη 39).


56      ΕΕ 2017, L 134, σ. 38. Η απόφαση κοινοποιήθηκε με αριθμό C(2017) 3382.


57      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση C(2013) 5969 της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2013.


58      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση (ΕΕ) 2017/652 της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 2017, σχετικά με την πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Minority SafePack – One million signatures for diversity in Europe» [κοινοποιηθείσα με αριθμό C(2017) 2200] (ΕΕ 2017, L 92, σ. 100).


59      Ειδικότερα, η απόφαση 2017/652, η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe κατά Επιτροπής (T‑646/13, EU:T:2017:59), και με την οποία καταχωρίστηκε η ΕΠΠ Minority SafePack, ορίζει στο άρθρο της 1, παράγραφος 2, τέταρτη και πέμπτη περίπτωση: «Δηλώσεις υποστήριξης της εν λόγω πρότασης [ΕΠΠ] μπορούν να συγκεντρώνονται, με βάση την αντίληψη ότι η εν λόγω πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της Επιτροπής για τα εξής:


      – κανονισμό που προσαρμόζει τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τα καθήκοντα, τους στόχους προτεραιότητας και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται υπόψη η προστασία των μειονοτήτων και η προαγωγή της πολιτιστικής και της γλωσσικής πολυμορφίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης·


      – κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αντικείμενο την τροποποίηση του κανονισμού για το πρόγραμμα “Ορίζοντας 2020” προκειμένου να βελτιωθεί η έρευνα επί της προστιθέμενης αξίας που μπορούν να προσδώσουν οι εθνικές μειονότητες και η πολιτιστική και η γλωσσική πολυμορφία στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στις περιφέρειες της Ένωσης».


60      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση 2017/652.


61      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 47).