Language of document : ECLI:EU:C:2019:346

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 2ας Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Κοινοί κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών – Παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας – Αποκλειστικά δικαιώματα του καθορισμένου φορέα εκμεταλλεύσεως – Έκδοση άλλων μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών πλην των γραμματοσήμων»

Στην υπόθεση C-259/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Madrid (εμποροδικείο αριθ. 3 Μαδρίτης, Ισπανία) με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Sociedad Estatal Correos y Telégrafos SA

κατά

Asendia Spain SLU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Asendia Spain SLU, εκπροσωπούμενη από τις I. Moreno-Tapia Rivas και E. de Félix Parrondo, abogadas, καθώς και από τον J. Botella Carretero, abogado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τη V. Ester Casas, στη συνέχεια από την M. J. García-Valdecasas Dorrego,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A.-L. Desjonquères και E. de Moustier καθώς και από τον R. Coesme,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Nicolae και τον J. Rius Riu,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 52, σ. 3, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 225, σ. 49) (στο εξής: οδηγία 97/67).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Sociedad Estatal Correos y Telégrafos SA (στο εξής: Correos) και της Asendia Spain SLU με αντικείμενο την εμπορία από την τελευταία άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 97/67

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 16 και 20 της οδηγίας 97/67 έχουν ως εξής:

«(8)      [εκτιμώντας] ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που να αποσκοπούν στη διασφάλιση σταδιακής και ελεγχόμενης ελευθέρωσης της αγοράς και σωστής ισορροπίας κατά την εφαρμογή των, προκειμένου να εξασφαλιστεί, σε όλη την Κοινότητα, στο πλαίσιο του σεβασμού των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας, η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών στον ίδιο τον τομέα των ταχυδρομείων·

[…]

(16)      ότι φαίνεται δικαιολογημένη η διατήρηση ενός συνόλου αποκλειστικών υπηρεσιών, εφόσον τηρούνται οι κανόνες της συνθήκης και με την επιφύλαξη των κανόνων περί ανταγωνισμού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία της καθολικής υπηρεσίας υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας· […]

[…]

(20)      ότι τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν έννομο συμφέρον να αναθέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εγκατάσταση γραμματοκιβωτίων με προορισμό τη συλλογή ταχυδρομικών αντικειμένων σε δημόσιο χώρο σε έναν ή περισσότερους φορείς που αυτά ορίζουν· ότι, για τους ίδιους λόγους, εναπόκειται σε αυτά ο καθορισμός του φορέα ή των φορέων που έχουν δικαίωμα να εκδίδουν γραμματόσημα τα οποία προσδιορίζουν τη χώρα προέλευσης καθώς και εκείνων που είναι αρμόδιοι για την παροχή συστημένων αποστολών στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία· […]».

4        Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρηματοδοτούν την παροχή καθολικών υπηρεσιών σύμφωνα με ένα ή περισσότερα από τα μέσα που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, ή σύμφωνα με κάθε άλλο μέσο συμβατό με τη συνθήκη.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν την παροχή καθολικών υπηρεσιών αναθέτοντας τις υπηρεσίες αυτές σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και ρυθμίσεις περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων, όπως προβλέπει η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών [(ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)], του ανταγωνιστικού διαλόγου ή των διαδικασιών που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση, με ή χωρίς δημοσίευση προκήρυξης σύμβασης.

3.      Όταν κράτος μέλος διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, τις οποίες προβλέπει η παρούσα οδηγία, συνεπάγονται καθαρό κόστος, που υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του παραρτήματος Ι, και αποτελούν άδικη οικονομική επιβάρυνση για τον ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, μπορεί να καθιερώσει:

α)      μηχανισμό για την αποζημίωση της ή των εν λόγω επιχειρήσεων με κρατικά οικονομικά μέσα, ή

β)      μηχανισμό για τον επιμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών ή/και των χρηστών.

4.      Όταν το καθαρό κόστος επιμερίζεται βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ταμείο αποζημίωσης το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται με τέλη που καταβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών ή/και οι χρήστες και το οποίο διοικείται για το σκοπό αυτό από φορέα που είναι ανεξάρτητος από τον ή τους δικαιούχους. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση αδειών σε φορείς παροχής υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο ταμείο αυτό ή συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίζονται στο άρθρο 3 μπορούν να χρηματοδοτούνται με τον τρόπο αυτό.»

5        Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις του άρθρου 7 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την τοποθέτηση γραμματοκιβωτίων σε δημόσιο χώρο, την έκδοση γραμματοσήμων και την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.»

 Η οδηγία 2008/6

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 10, 11, 13 και 25 της οδηγίας 2008/6 έχουν ως εξής:

«(2)      Η οδηγία 97/67/ΕΚ […] καθόρισε το κανονιστικό πλαίσιο για τον ταχυδρομικό τομέα σε κοινοτικό επίπεδο, πλαίσιο που περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας και τον καθορισμό ανώτατων ορίων, τα οποία θα μειώνονται βαθμιαία και σταδιακά, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα στον δικό τους ή στους δικούς τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας με στόχο τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, καθώς και για τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, με σκοπό τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών.

[…]

(10)      Σύμφωνα με την οδηγία 97/67/ΕΚ, πραγματοποιήθηκε μελέτη προγνώσεων που αξιολόγησε, για κάθε κράτος μέλος, τις επιπτώσεις της πλήρους υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών του 2009 για την καθολική υπηρεσία. Η Επιτροπή ανέλαβε επίσης τη διενέργεια διεξοδικής ανασκόπησης του κοινοτικού ταχυδρομικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης μελετών για τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα και διενήργησε εκτεταμένες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

(11)      Στη μελέτη προγνώσεων σημειώνεται ότι ο βασικός στόχος της διασφάλισης της διηνεκούς παροχής καθολικής υπηρεσίας που θα ανταποκρίνεται στα πρότυπα ποιότητας που έχουν καθορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 97/67/ΕΚ, μπορεί να εξασφαλισθεί σε όλη την Κοινότητα έως το 2009 χωρίς να υπάρχει ανάγκη για αποκλειστικό τομέα.

[…]

(13)      Η μελέτη προγνώσεων δείχνει ότι ο αποκλειστικός τομέας δεν θα πρέπει να είναι πλέον η προτιμούμενη λύση για τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας. […]

[…]

(25)      Λαμβανομένων υπόψη των μελετών που πραγματοποιήθηκαν και με σκοπό την ανάπτυξη του συνόλου των δυνατοτήτων της εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, η χρήση του αποκλειστικού τομέα και των ειδικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας ενδείκνυται να καταργηθεί.»

 Το ισπανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 33 του ley 43/2010 del servicio postal universal, de los derechos de los usuarios y del mercado postal (νόμου 43/2010 περί της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, των δικαιωμάτων των χρηστών και της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών), της 30ής Δεκεμβρίου 2010 (BOE αριθ. 318, της 31ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 109195, στο εξής: νόμος 43/2010), που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2008/6, έχει ως εξής:

«Προκειμένου να διασφαλισθεί η παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας και η ομαλή λειτουργία της, διασφαλίζεται στον καθορισμένο φορέα εκμεταλλεύσεως:

[…]

e)      η διανομή γραμματοσήμων ή άλλων μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών, η δε λιανική πώληση μπορεί να πραγματοποιείται μέσω του ταχυδρομικού δικτύου ή τρίτων.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η Correos ορίστηκε από τον νόμο 43/2010 ως ο φορέας παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην Ισπανία.

9        H Asendia Spain αποτελεί αδειοδοτημένο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στην ισπανική αγορά.

10      Δεδομένου ότι η Asendia Spain εμπορεύεται άλλα, πλην των γραμματοσήμων, μέσα καταβολής ταχυδρομικών τελών, η Correos άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Madrid (εμποροδικείου αριθ. 3 Μαδρίτης, Ισπανία), λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού.

11      Στο πλαίσιο αυτό, η Correos προσάπτει στην Asendia Spain τρεις συμπεριφορές τις οποίες θεωρεί αθέμιτες και οι οποίες της προκάλεσαν ζημία, ήτοι, πρώτον, την εμπορία μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών ή προπληρωμένων σημάτων που απομιμούνται τα γραμματόσημα που χρησιμοποιεί η Correos και μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση με αυτά, δεύτερον, την εμπορία των εν λόγω μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών εκτός του εσωτερικού ταχυδρομικού δικτύου της και, τρίτον, την παράλειψη επαρκούς ενημερώσεως των χρηστών των εν λόγω μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών για το γεγονός ότι η αλληλογραφία για την οποία καταβλήθηκαν τα εν λόγω τέλη μπορεί να ρίπτεται μόνο σε ορισμένα γραμματοκιβώτια.

12      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο αθέμιτος χαρακτήρας των πρακτικών της Asendia Spain εξαρτάται από το περιεχόμενο των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν στην Correos με τον νόμο 43/2010. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία) υπό το πρίσμα της οποίας δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πρέπει το άρθρο 33, στοιχείο e, του νόμου 43/2010 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλεται να αναγνωρισθεί στην Correos αποκλειστικό δικαίωμα όσον αφορά την εμπορία άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

13      Έχοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ερμηνείας της διατάξεως αυτής με το δίκαιο της Ένωσης, το Juzgado de lo Mercantil n° 3 de Madrid (εμποροδικείο αριθ. 3 Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποκλείουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της [οδηγίας 97/67] εθνική νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η διδόμενη στον αρμόδιο για την παροχή καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών φορέα εγγύηση περιλαμβάνει και την εξουσία κατ’ αποκλειστικότητα διανομής άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, είναι συμβατή με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ταχυδρομικό τομέα η απαίτηση από τους ιδιωτικούς φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών να διαθέτουν πραγματικές εγκαταστάσεις προσβάσιμες στο κοινό προκειμένου να διανέμουν και να διαθέτουν στην αγορά άλλα, πλην των γραμματοσήμων, μέσα καταβολής ταχυδρομικών τελών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

14      Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C-74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C-182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η ανάγκη να δοθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει το δικαστήριο αυτό να ορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων ή, τουλάχιστον, να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Πράγματι, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης βάσει των πραγματικών περιστατικών που παραθέτει το εθνικό δικαστήριο (διάταξη της 21ης Ιουνίου 2018, Idroenergia, C‑166/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:476, σκέψη 12 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Το αιτούν δικαστήριο πρέπει επίσης να εκθέτει τους ακριβείς λόγους που το οδήγησαν να διερωτηθεί σχετικά με την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει αναγκαία την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Είναι, εξάλλου, απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να παρέχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία και τη σχέση που υφίσταται, κατά το εν λόγω δικαστήριο, μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (διάταξη της 21ης Ιουνίου 2018, Idroenergia, C‑166/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:476, σκέψη 13 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Οι απαιτήσεις αυτές που αφορούν το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο το αιτούν δικαστήριο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (διάταξη της 21ης Ιουνίου 2018, Idroenergia, C‑166/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:476, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Εξάλλου, οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται και στις συστάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2018, C 257, σ. 1), ειδικότερα στο σημείο 15. Περαιτέρω, από το σημείο 16 των συστάσεων αυτών προκύπτει ότι «το αιτούν δικαστήριο οφείλει να αναφερθεί σαφώς στις εθνικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης» (πρβλ. διάταξη της 21ης Ιουνίου 2018, Idroenergia, C‑166/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:476, σκέψεις 16 και 17).

21      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει επαρκή στοιχεία σχετικά με το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και τη σχετική εθνική ρύθμιση, ώστε να γίνει κατανοητό το πρώτο ερώτημα. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό αυτό ερώτημα θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

22      Ωστόσο, από την απόφαση αυτή προκύπτει σαφώς, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του αθέμιτου χαρακτήρα της εμπορικής πρακτικής που συνίσταται, για την Asendia Spain, στην προσφορά προς πώληση άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών και, αφετέρου, ότι ο αθέμιτος χαρακτήρας της πρακτικής αυτής εξαρτάται από το ζήτημα κατά πόσον το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχεται από το άρθρο 33, στοιχείο e, του νόμου 43/2010 στην Correos για τη διανομή των εν λόγω μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών είναι συμβατό με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 97/67.

23      Το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί η ερμηνεία του ισπανικού δικαίου από το αιτούν δικαστήριο δεν είναι ορθή και, επομένως, ότι το άρθρο 33, στοιχείο e, του νόμου 43/2010 δεν παρέχει κανένα αποκλειστικό δικαίωμα στην Correos είναι άνευ σημασίας, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας αποφάσεως.

24      Επομένως, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

25      Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

26      Πράγματι, όπως επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, τόσο η Γαλλική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή στις γραπτές τους παρατηρήσεις, το αιτούν δικαστήριο ουδόλως προσδιορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το δεύτερο αυτό ερώτημα. Ειδικότερα, δεν εξηγεί με ποιο έρεισμα θεωρεί ότι θα έπρεπε να συναχθεί από τη μόνη εθνική διάταξη που παρατίθεται στην απόφασή του περί παραπομπής, ήτοι το άρθρο 33, στοιχείο e, του νόμου 43/2010, ότι το άρθρο αυτό υποχρεώνει τους ιδιωτικούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών να διαθέτουν πραγματικές εγκαταστάσεις προσβάσιμες στο κοινό προκειμένου να διανέμουν και να διαθέτουν στην αγορά άλλα, πλην των γραμματοσήμων, μέσα καταβολής ταχυδρομικών τελών.

27      Εξάλλου, η απόφαση αυτή δεν προσδιορίζει, πλην μιας γενικής αναφοράς στην «νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ταχυδρομικό τομέα», τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, πράγμα που δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να αντιληφθεί τη σχέση μεταξύ του δικαίου αυτού και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το οποίο, ως εκ τούτου, είναι προδήλως απαράδεκτο.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

29      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξασφαλίζει στον καθορισμένο φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας αποκλειστικό δικαίωμα διανομής άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

30      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, «[τ]α κράτη μέλη δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών».

31      Επομένως, η διάταξη αυτή αποκλείει κάθε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία χορηγεί αποκλειστικά δικαιώματα στους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου, κατά συνέπεια, του αποκλειστικού δικαιώματος διαθέσεως στο εμπόριο άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

32      Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί επίσης η ιστορική και τελολογική ερμηνεία της οδηγίας 97/67.

33      Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 97/67, υπό το κράτος της αρχικής μορφής της οδηγίας, η διατήρηση των αποκλειστικών τομέων αποτελούσε την προτιμώμενη λύση για τη χρηματοδότηση της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 13 και 25 της οδηγίας 2008/6, με την έκδοση της τελευταίας αυτής οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε εν τέλει, βάσει των μελετών προγνώσεων οι οποίες εκπονήθηκαν προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις της πλήρους υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών επί της καθολικής υπηρεσίας, ότι ο βασικός σκοπός της διασφαλίσεως της διηνεκούς παροχής καθολικής υπηρεσίας μπορούσε πλέον να επιτευχθεί χωρίς να υπάρχει ανάγκη για αποκλειστικό τομέα και ότι, ως εκ τούτου, «η χρήση του αποκλειστικού τομέα και των ειδικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας ενδεικνυ[όταν] να καταργηθεί».

34      Κατά τα λοιπά, ακόμη και όταν η εξωτερική χρηματοδότηση του κατάλοιπου καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας εξακολουθεί να είναι αναγκαία, το άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 97/67 δεν αναφέρει, μεταξύ των επιλογών που ρητώς επιτρέπονται για τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, τη χορήγηση αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων στον καθορισμένο φορέα εκμεταλλεύσεως.

35      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 8 της οδηγίας 97/67, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, μεταξύ άλλων την έκδοση γραμματοσήμων.

36      Πράγματι, η έκδοση άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών, όπως εκείνα τα οποία διανέμει η Asendia Spain, προδήλως δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 8 που αναφέρεται μόνο στην τοποθέτηση γραμματοκιβωτίων σε δημόσιο χώρο, στην έκδοση γραμματοσήμων και στην υπηρεσία συστημένων που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών.

37      Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, αφενός, καθώς το συγκεκριμένο άρθρο 8 εισάγει εξαίρεση από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 βασικό κανόνα ο οποίος αποσκοπεί στην επίτευξη του κύριου σκοπού της οδηγίας 2008/6, ήτοι, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο της, στην πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, το εν λόγω άρθρο 8 πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 97/67 προκύπτει ότι μόνο για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφαλείας τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν μεταξύ άλλων τον φορέα ή τους φορείς που έχουν δικαίωμα να εκδίδουν γραμματόσημα τα οποία προσδιορίζουν τη χώρα προελεύσεως, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου λόγου συνδεόμενου με τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας.

38      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 97/67 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξασφαλίζει στον καθορισμένο φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας αποκλειστικό δικαίωμα διανομής άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξασφαλίζει στον καθορισμένο φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας αποκλειστικό δικαίωμα διανομής άλλων, πλην των γραμματοσήμων, μέσων καταβολής ταχυδρομικών τελών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.