Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 7 Αυγούστου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 28 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-399/16, CK Telecoms UK Investments Ltd κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-376/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Conte, C. Urraca Caviedes, J. Szczodrowski, M. Farley)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: CK Telecoms UK Investments Ltd, Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, EE Ltd

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-399/16, CK Telecoms UK Investments Ltd κατά Επιτροπής·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς επανεξέταση·

να καταδικάσει την πρωτοδίκως προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας·

να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το κριτήριο που εφαρμόστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την απόδειξη της ύπαρξης σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού είναι αυστηρότερο («σοβαρή πιθανότητα») από το κριτήριο που ορίζουν η νομολογία και ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις συγκεντρώσεις 1 κατά το οποίο η Επιτροπή οφείλει να εντοπίσει την «πιο πιθανή εξέλιξη».

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε νομικό κριτήριο το οποίο, αφενός, δεν προκύπτει από τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις συγκεντρώσεις και, αφετέρου, αντιβαίνει στον ίδιο τον σκοπό της μεταρρύθμισης του 2004, καθόσον έκρινε ότι, για να υφίσταται σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η συγκέντρωση απονέμει στην προκύπτουσα από αυτή οντότητα τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να καθορίζει από μόνη της τις παραμέτρους του ανταγωνισμού. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον όρισε κριτήριο δύο προϋποθέσεων οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να κριθεί ότι υφίσταται σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στηριζόμενη σε μη συντονισμένα αποτελέσματα.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου, δεν έλαβε υπόψη την αξία των κατευθυντήριων γραμμών και υπέπεσε σε παραμόρφωση του περιεχομένου της πρωτοδίκως προσβαλλομένης αποφάσεως 2 , καθόσον έκρινε ότι ένας «σημαντικός παράγοντας του ανταγωνισμού» απαιτείται να διακρίνεται από τους ανταγωνιστές του από άποψη αντικτύπου στον ανταγωνισμό και επίσης ότι η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων πρέπει να είναι «ιδιαίτερα άμεση»· επικουρικώς, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή του δικαστικού ελέγχου, δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία και παρέβη το άρθρο 2 του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις συγκεντρώσεις.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρεξέκλινε από τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις συγκεντρώσεις, υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου, δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία και υπέπεσε σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον έκρινε ότι η προβλεπόμενη αύξηση τιμών δεν ήταν σημαντική και καθόσον προέβη σε διαπίστωση κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη τη «βελτίωση της αποτελεσματικότητας».

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε παραμόρφωση της πρωτοδίκως προσβαλλομένης αποφάσεως, υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου, παρέβη τους εφαρμοστέους κανόνες περί αποδείξεων, εφάρμοσε εσφαλμένως το νομικό κριτήριο και δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία, καθόσον περιόρισε τον έλεγχό του σε ορισμένα μόνον από τα ευρήματα της πρωτοδίκως προσβαλλομένης αποφάσεως και εξέτασε τα ευρήματα αυτά μεμονωμένα, χωρίς να προβεί σε εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων συνολικά.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε παραμόρφωση της πρωτοδίκως προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον έκρινε ότι αυτή δεν εξέτασε, στο πλαίσιο της δεύτερης θεωρίας περί ζημίας, την υποβάθμιση της ποιότητας του δικτύου της οντότητας που θα προκύψει από τη συγκέντρωση. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως την οποία υπέχει οσάκις κρίνει ότι η Επιτροπή έχει υποπέσει σε νομικό σφάλμα ως προς τον χαρακτηρισμό του αντικτύπου της ενισχυμένης διαφάνειας επί της συνολικής επένδυσης στα δίκτυα ως μη συντονισμένου αποτελέσματος.

____________

1 Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).

2 Απόφαση της Επιτροπής C(2016) 2796 τελικό της 11ης Μαΐου 2016 με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (Υπόθεση M.7612 – Hutchison 3G UK κατά Telefónica UK) (ΕΕ 2016, C 357, σ. 15).