Language of document : ECLI:EU:F:2015:19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Μαρτίου 2015 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση –Αποδοχές – Σύνταξη επιζώντων – Άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ – Διαζευγμένος σύζυγος αποθανόντος υπαλλήλου – Ύπαρξη διατροφής κατά τον χρόνο θανάτου του υπαλλήλου – Άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ – Προθεσμία υποβολής αιτήσεως για την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων»

Στην υπόθεση F‑6/14,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στην συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Julia Borghans, διαζευγμένη σύζυγος του R. van Raan, αποθανόντος υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Auderghem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους F. Van der Schueren και C. Lefèvre, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall και την A.‑C. Simon,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Bradley, πρόεδρο, H. Kreppel (εισηγητή) και M. I. Rofes i Pujol, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 28 Ιανουαρίου 2014, η J. Borghans ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να της χορηγήσει σύνταξη επιζώντων.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το νομικό πλαίσιο περιλαμβάνει τα άρθρα 27 και 42 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς και τις ακόλουθες διατάξεις του ΚΥΚ και του εν λόγω παραρτήματος.

3        Το άρθρο 79 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII [του ΚΥΚ], η επιζώσα σύζυγος υπαλλήλου ή τέως υπαλλήλου έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας ή του επιδόματος αναπηρίας, της οποίας εδικαιούτο ο θανών ή της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ηδύνατο να την αξιώσει, ανεξάρτητα από τη διάρκεια υπηρεσίας ή την ηλικία του κατά το χρόνο του θανάτου του.

Το ύψος της συντάξεως επιζώντων, της οποίας δικαιούται η επιζώσα σύζυγος υπαλλήλου αποθανόντος σε μία κατάσταση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 35 [του ΚΥΚ] δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως ούτε του 35 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου.

[…]»

4        Κατά το άρθρο 80 του ΚΥΚ:

«Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII [του ΚΥΚ], δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του Παραρτήματος VIII [του ΚΥΚ].

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις, σε περίπτωση θανάτου ή νέου γάμου του συζύγου δικαιούχου συντάξεως επιζώντων.

Όταν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει χωρίς να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανωτέρω πρώτη παράγραφο, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII [του ΚΥΚ], έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Παραρτήματος VΙΙΙ [του ΚΥΚ]· η σύνταξη αυτή καθορίζεται εν τούτοις στο ήμισυ του ποσού που προκύπτει από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου.

[…]»

5        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Η σύνταξη ορφανού που προβλέπεται στο άρθρο 80, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορίζεται, για το πρώτο ορφανό στα οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντων που θα εδικαιούτο ο επιζών σύζυγος του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας, χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο [άρθρο 25 του παρόντος παραρτήματος].»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Στις 20 Απριλίου 1991, η προσφεύγουσα συνήψε γάμο με τον R. van Raan, τότε υπάλληλο της Επιτροπής.

7        Εκ του γάμου αυτού γεννήθηκε ένα τέκνο, στις 10 Σεπτεμβρίου 1993.

8        Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2004, το tribunal de première instance de Bruxelles (πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) απήγγειλε το διαζύγιο κοινή συναινέσει μεταξύ του R. van Raan και της προσφεύγουσας. Στο συναφθέν στις 24 Δεκεμβρίου 2003 συμφωνητικό συναινετικού διαζυγίου (στο εξής: συμφωνητικό διαζυγίου) το οποίο ήταν συνημμένο στην εν λόγω απόφαση προβλεπόταν ότι, από την ημερομηνία αυτή και μέχρι τον θάνατό του, ο R. van Raan θα κατέβαλλε στην προσφεύγουσα διατροφή, η οποία τότε είχε οριστεί στο ποσό των 3 000 ευρώ μηνιαίως.

9        Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, ο juge de paix du canton de Overijse‑Zaventem (ειρηνοδίκης του καντονίου του Overijse-Zaventem, Βέλγιο), κατόπιν αιτήσεως του R. van Raan, κατήργησε, από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, την οφειλόμενη από αυτόν στην προσφεύγουσα διατροφή.

10      Στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της18ης Δεκεμβρίου 2007.

11      Στις 2 Μαρτίου 2008, ο R. van Raan απεβίωσε.

12      Κατόπιν του θανάτου του R. van Raan, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν κατέβαλε σύνταξη επιζώντων στην προσφεύγουσα.

13      Αντιθέτως, από τον Ιούλιο 2008, η Επιτροπή χορήγησε στο τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας σύνταξη ορφανού δυνάμει του άρθρου 80 του ΚΥΚ, το ύψος της οποίας καθορίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, σε οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντων την οποία θα ελάμβανε η προσφεύγουσα αν δικαιούταν τέτοια σύνταξη (στο εξής: σύνταξη ορφανού με αυξημένο συντελεστή).

14      Τον Οκτώβριο 2011, έχοντας ενηλικιωθεί, το τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας συνέχισε, ως κληρονόμος του εκλιπόντος, την κινηθείσα ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων διαδικασία με σκοπό την κατάργηση της οφειλόμενης στην προσφεύγουσα διατροφής, η οποία εκκρεμούσε τότε ενώπιον του tribunal de première instance de Bruxelles.

15      Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013, το tribunal de première instance de Bruxelles εξαφάνισε την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse‑Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 και κήρυξε αβάσιμη την αρχική αίτηση του εκλιπόντος R. van Raan με την οποία ζητούσε την κατάργηση της προβλεπόμενης από το συμφωνητικό διαζυγίου διατροφής υπέρ της προσφεύγουσας, για τον λόγο ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις από τις οποίες το συμφωνητικό διαζυγίου εξαρτούσε την κατάργηση της διατροφής.

16      Το τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας, ως κληρονόμος του R. van Raan, αποδέχτηκε την απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013.

17      Με επιστολή της 29ης Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της καταβάλλει, από τον Απρίλιο 2008, σύνταξη επιζώντων, εξηγώντας ότι, λόγω της εξαφανίσεως, με την απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013, της αποφάσεως του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007, πληρούσε τις απαιτούμενες από το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας συντάξεως.

18      Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2013 (στο εξής: επίδικη απόφαση), η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας, βασιζόμενη στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα, χωρίς να έχει ζητήσει την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της εντός του επόμενου από τον θάνατο του R. van Raan έτους, είχε απολέσει τα δικαιώματά της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

19      Με σημείωμα της 9ης Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως.

20      Με απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2013, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέρριψε τη διοικητική ένσταση για τον ίδιο λόγο στον οποίο είχε στηριχτεί και η επίδικη απόφαση (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

23      Κατά πάγια νομολογία, αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., συναφώς, απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8).

24      Εν προκειμένω, καθόσον η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται μόνο κατά της επίδικης αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η απόφαση αυτή είναι αμιγώς επιβεβαιωτική προηγούμενης σιωπηρής αποφάσεως ληφθείσας μετά τον θάνατο του R. van Raan το 2008, με την οποία η Διοίκηση είχε αρνηθεί να χορηγήσει στην προσφεύγουσα σύνταξη επιζώντων, και η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα εντός των προβλεπόμενων στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προθεσμιών. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ –δυνατότητα της οποίας έκανε χρήση η προσφεύγουσα ζητώντας, με την από 29 Απριλίου 2013 επιστολή, τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων– δεν επιτρέπει σε υπάλληλο ή σε έλκοντα από αυτόν δικαίωμα να μην τηρεί τις προβλεπόμενες στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προθεσμίες για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως ή την άσκηση προσφυγής, αμφισβητώντας εμμέσως, μέσω αιτήσεως, προγενέστερη απόφαση την οποία δεν έχει προσβάλλει εμπροθέσμως, όπως εν προκειμένω.

26      Η προσφεύγουσα ζητεί να απορριφθεί η προβαλλόμενη από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

27      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως, η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγουμένη απόφαση μη προσβληθείσα εμπροθέσμως, είναι απαράδεκτη. Μια απόφαση επιβεβαιώνει απλώς προηγουμένη απόφαση αν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη πράξη και δεν προηγήθηκε αυτής επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της προγενέστερης αυτής πράξεως (απόφαση A κατά Επιτροπής, F‑12/09, EU:F:2011:136, σκέψη 119).

28      Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, υπήρξε το 2008 σιωπηρή απόφαση αρνούμενη τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων στην προσφεύγουσα για τον λόγο ότι δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες στο άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις.

29      Συναφώς, το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον εν λόγω κανονισμό μπορεί να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού και ότι, μετά τη λήξη προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής της αιτήσεως, η έλλειψη απαντήσεως σ’ αυτήν σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, καταρχήν, απόφαση αρνούμενη σιωπηρά δικαίωμα σε υπάλληλο μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον ο υπάλληλος έχει απευθυνθεί προηγουμένως στη Διοίκηση ζητώντας της να του χορηγήσει το δικαίωμα.

30      Ωστόσο, στα δικόγραφά της, η Επιτροπή επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν της είχε υποβάλει καμία αίτηση καταβολής συντάξεως επιζώντων. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, καίτοι πράγματι μνημόνευσε, στη διοικητική της ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως, την ύπαρξη τέτοιας αιτήσεως αλλά και αποφάσεως περί αρνήσεως χορηγήσεως συντάξεως επιζώντων το 2008, εντούτοις στη συνέχεια, στα δικόγραφά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαίωσε τη μη ύπαρξη τέτοιου είδους αιτήσεως και αποφάσεως.

31      Δεν έχει συνεπώς αποδειχθεί ότι η Επιτροπή έχει, με σιωπηρή απόφαση, προκύπτουσα από την έλλειψη απαντήσεως επί αιτήσεως της προσφεύγουσας, αρνηθεί σε αυτήν τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων.

32      Περαιτέρω, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή, χορηγώντας σύνταξη ορφανού με αυξημένο συντελεστή στο τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας, ταυτοχρόνως αρνήθηκε το 2008, με σιωπηρή απόφαση, να χορηγήσει στην προσφεύγουσα σύνταξη επιζώντων, η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επιβεβαιωτική αυτής της σιωπηρής αποφάσεως.

33      Συγκεκριμένα, αυτή η σιωπηρή απόφαση μπορούσε να βασιστεί μόνο στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας συντάξεως επιζώντων. Η αιτιολογία όμως της επίδικης αποφάσεως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τηρήσει τις απαιτούμενες από το άρθρο 42 του ίδιου αυτού παραρτήματος προθεσμίες. Η Επιτροπή συνεπώς προέβη, με την επίδικη απόφαση, σε επανεξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας βάσει νέων στοιχείων ικανών να επηρεάσουν την κατάσταση αυτή.

34      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Κατά της επίδικης αποφάσεως η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν μοναδικό λόγο, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

36      Με τις διατυπωθείσες προς στήριξη του λόγου που προβάλλει αιτιάσεις, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι δεν είχε, εντός του επόμενου της ημερομηνίας του θανάτου του R. van Raan έτους, ζητήσει την εκκαθάριση των δικαιωμάτων της επί συντάξεως επιζώντων. Συγκεκριμένα, κατά την ημερομηνία αυτή, λόγω της αποφάσεως του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007, δεν ελάμβανε πια διατροφή και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες από το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, εν συνεχεία, συμμορφώθηκε στις διατάξεις του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ υποβάλλοντας, εντός του επομένου της εκδόσεως της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013 έτους, με την οποία είχε αποκατασταθεί η διατροφή, αίτηση για την καταβολή συντάξεως επιζώντων.

37      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

38      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εναπόκειτο στην προσφεύγουσα να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προθεσμία για να ζητήσει την εκκαθάριση των δικαιωμάτων της επί συντάξεως επιζώντων. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα έπρεπε, εντός προθεσμίας ενός έτους από τον θάνατο του R. van Raan, να ενημερώσει τη Διοίκηση ότι το συμφωνητικό διαζυγίου της είχε απονείμει διατροφή και ότι είχε ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2007 με την οποία ο juge de paix du canton de Overijse-Zaventem είχε καταργήσει τη διατροφή αυτή.

39      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αν η προσφεύγουσα της είχε γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές, θα ήταν σε θέση να εξαρτήσει την οριστική καταβολή της συντάξεως ορφανού με αυξημένο συντελεστή στο τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας, από την προϋπόθεση ότι η απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 δεν θα εξαφανιστεί από το tribunal de première instance de Bruxelles και ότι δεν θα αποκατασταθεί αναδρομικά η διατροφή.

40      Κατά την ίδια επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η Επιτροπή προέβαλε ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ουδέποτε δικαιούταν σύνταξη επιζώντων, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία του θανάτου του R. van Raan δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας συντάξεως, ήτοι να έχει ίδιο δικαίωμα, κατά τον χρόνο θανάτου του πρώην συζύγου της υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, να λαμβάνει διατροφή σε βάρος του. Η Επιτροπή προσθέτει ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι, σε μεταγενέστερο του θανάτου του R. van Raan χρόνο, το tribunal de première instance de Bruxelles εξαφάνισε την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 και, συνακόλουθα, αποκατέστησε την καθορισθείσα με το συμφωνητικό διαζυγίου διατροφή. Κατά την Επιτροπή, η αντίθετη άποψη θα κατέληγε στο να γίνει δεκτό ότι, για μια δεδομένη περίοδο, μπορεί νομίμως να καταβάλλεται συγχρόνως σύνταξη επιζώντων και σύνταξη ορφανού με αυξημένο συντελεστή, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 80 του ΚΥΚ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

41      Ενώ, με την επίδικη απόφαση και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η Επιτροπή στηρίχτηκε, για να απορρίψει την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση εκκαθαρίσεως των δικαιωμάτων συντάξεως επιζώντων, στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε απολέσει τα δικαιώματά της καθόσον δεν είχε υποβάλει την εν λόγω αίτηση εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προθεσμίας ενός έτους, με το υπόμνημά της αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν υπήρξε ποτέ δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, δεδομένου ότι, μη λαμβάνοντας διατροφή κατά την ημερομηνία θανάτου του πρώην συζύγου της, δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας συντάξεως.

42      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, θεσμικό όργανο δεν μπορεί, εκτός εάν έχει δέσμια αρμοδιότητα, να υποκαταστήσει κατά τη διάρκεια της δίκης την αιτιολογία αποφάσεως (απόφαση CP κατά Κοινοβουλίου, F 8/13, EU:F:2014:44, σκέψη 67, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η Επιτροπή, η οποία επιδίωξε, κατά κύριο λόγο, να υποκαταστήσει την αρχική αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, που αντλείτο από την παράβαση εκ μέρους της προσφεύγουσας του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, με νέα αιτιολογία αντλούμενη από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος, είχε δέσμια αρμοδιότητα.

44      Όπως προβλέπει το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, «[ο] διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται συντάξεως επιζώντων κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί».

45      Οσάκις πρέπει να εξακριβώσει αν ο διαζευγμένος σύζυγος αποθανόντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου αποδεικνύει ότι δικαιούται, κατά τον θάνατο του πρώην συζύγου του, διατροφής κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η Διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως και υποχρεούται είτε να χορηγήσει είτε να αρνηθεί το εν λόγω πλεονέκτημα αναλόγως με το αν το πραγματικό αυτό γεγονός αποδεικνύεται ή όχι.

46      Συνεπώς, καθόσον η Διοίκηση είχε δέσμια αρμοδιότητα για να χορηγήσει ή να αρνηθεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ σύνταξη επιζώντων, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να προβεί, στο υπόμνημά της αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε υποκατάσταση της αρχικής αιτιολογίας με αιτιολογία αντλούμενη από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

47      Εναπόκειται συνεπώς στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κατ’ αρχάς, να εξακριβώσει αν η προσφεύγουσα μπορούσε να θεωρηθεί ως δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, κατόπιν της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013.

48      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να καθορίσει, στη συνέχεια, αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αποσβεστική προθεσμία είχε εφαρμογή στην προσφεύγουσα.

–       Επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα δικαιούταν, κατόπιν της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013, σύνταξη επιζώντων

49      Όπως προαναφέρθηκε, από το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προκύπτει ότι η χορήγηση συντάξεως επιζώντων στον διαζευγμένο σύζυγο αποθανόντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου προϋποθέτει να μπορεί αυτός να αποδείξει ότι «ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί».

50      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, καίτοι το συμφωνητικό διαζυγίου προέβλεπε ότι ο R. van Raan θα κατέβαλλε στην προσφεύγουσα διατροφή μηναίου ποσού 3 000 ευρώ, η διατροφή αυτή καταργήθηκε, από 1ης Δεκεμβρίου 2006, με απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem, η οποία ήταν, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο, αυτεπαγγέλτως προσωρινώς εκτελεστή.

51      Συνεπώς, στις 2 Μαρτίου 2008, ημερομηνία του θανάτου του R. van Raan, και παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έχουσα ίδιο δικαίωμα, δυνάμει του βελγικού δικαίου, διατροφής από τον πρώην σύζυγό της.

52      Ασφαλώς, όταν ο R. van Raan απεβίωσε, η απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 δεν είχε ισχύ δεδικασμένου, καθόσον η προσφεύγουσα, όπως προαναφέρθηκε, είχε ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Εντούτοις, καθόσον η εν λόγω απόφαση ήταν προσωρινώς εκτελεστή, η προσφεύγουσα δεν διέθετε κανέναν τίτλο που να της παρέχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την καταβολή της διατροφής.

53      Κατά συνέπεια, κατά τον χρόνο θανάτου του R. van Raan, η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες στο άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντων.

54      Κατά τα λοιπά, η ίδια η Επιτροπή έχει παραδεχτεί στα δικόγραφά της ότι «[τ]ο άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν μπορούσε […] να εφαρμοστεί» στην κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο θανάτου του R. van Raan.

55      Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013, το tribunal de première instance de Bruxelles εξαφάνισε την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 και κήρυξε αβάσιμη την υποβληθείσα από τον εκλιπόντα R. van Raan αίτηση με την οποία είχε ζητήσει την κατάργηση της προβλεπόμενης από το συμφωνητικό διαζυγίου διατροφής.

56      Πρέπει να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εξαφάνιση από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο της πρωτόδικης αποφάσεως, είχε ως αποτέλεσμα να της απονεμηθεί το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

57      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία, όπως το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και της σημασίας της πρέπει κανονικά να δίδεται αυτοτελής ερμηνεία, με αναφορά στα συμφραζόμενα και στον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Εντούτοις, ελλείψει ρητής παραπομπής, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί να συνεπάγεται αναφορά στο δίκαιο των κρατών μελών όταν ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ανεύρει στο δίκαιο της Ένωσης ή στις γενικές αρχές του δικαίου αυτού τα στοιχεία που του επιτρέπουν να προσδιορίσει το περιεχόμενο και την έκταση της επίμαχης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης με αυτοτελή ερμηνεία (απόφαση Díaz García κατά Κοινοβουλίου, T-43/90, EU:T:1992:120, σκέψη 36).

58      Εν προκειμένω, όπως ρητώς έχει κρίνει το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση Μ κατά Δικαστηρίου (Τ-172/01, EU:T:2004:108), η έννοια της «διατροφή[ς] […] που είχε καθοριστεί […] με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων», υπό την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αυτοτελούς ερμηνείας. Η έννοια της υποχρεώσεως διατροφής που έχει συμφωνηθεί μεταξύ πρώην συζύγων λόγω του διαζυγίου τους εμπίπτει, αντιθέτως, στις περιουσιακές συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση του διαζυγίου που έχει εκδοθεί βάσει των κανόνων του εφαρμοστέου αστικού δικαίου (απόφαση M κατά Δικαστηρίου, EU:T:2004:108, σκέψη 72).

59      Συνεπώς, προκειμένου να προσδιορισθεί αν ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου αποδεικνύει ότι «ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή […] λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου», πρέπει να γίνει αναφορά στο δίκαιο που διέπει τα αποτελέσματα του διαζυγίου, ήτοι, εν προκειμένω, στο βελγικό δίκαιο βάσει του οποίου εκδόθηκε το διαζύγιο.

60      Ωστόσο, δεδομένου ότι, κατά το βελγικό δίκαιο, η εξαφάνιση, από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο, πρωτόδικης αποφάσεως ενεργεί αναδρομικώς, η απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013, εξαφανίζοντας την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 ανέπτυξε αναδρομική ενέργεια και αναβίωσε την προβλεπόμενη στο συμφωνητικό διαζυγίου διατροφή, με αποτέλεσμα η διατροφή αυτή να λογίζεται μηδέποτε καταργηθείσα.

61      Ειδικότερα, από τις 25 Μαρτίου 2013, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles, λαμβανομένης υπόψη της αποκαταστάσεως, από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, του δικαιώματος της προσφεύγουσας επί της προβλεπόμενης από το συμφωνητικό διαζυγίου διατροφής, η προσφεύγουσα έπρεπε κατ’ ανάγκην να θεωρηθεί αποδεικνύουσα, κατά το βελγικό δίκαιο, ότι έχει ίδιο δικαίωμα, κατά τον θάνατο του R. van Raan, διατροφής σε βάρος του.

62      Ως εκ τούτου, η απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013 είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί η προσφεύγουσα μεταξύ των δικαιούχων συντάξεως επιζώντων κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

63      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από την ένσταση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, για να καθοριστεί αν ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου μπορεί να δικαιούται σύνταξη επιζώντων βάσει του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η υφιστάμενη κατά τον χρόνο θανάτου του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου κατάσταση, χωρίς να συνεκτιμάται τυχόν αναδρομική μεταβολή της καταστάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, η αποδοχή τέτοιας ενστάσεως θα συνεπαγόταν παραβίαση του βελγικού δικαίου, κατά το οποίο η εξαφάνιση, από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο, αποφάσεως περί καταργήσεως διατροφής που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική αναβίωση της διατροφής.

64      Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η αναγνώριση, από τον χρόνο θανάτου του R. van Raan, δικαιώματος της προσφεύγουσας σε σύνταξη επιζώντων θα παραβίαζε τις διατάξεις του άρθρου 80, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

65      Συναφώς, είναι αλήθεια ότι οι διατάξεις του άρθρου 80, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ κωλύουν την αναγνώριση, για την ίδια χρονική περίοδο, δικαιώματος του διαζευγμένου συζύγου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου να λαμβάνει σύνταξη επιζώντων και συγχρόνως δικαιώματος του κατά τον χρόνο θανάτου του εν λόγω υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου συντηρούμενου τέκνου αυτού να λαμβάνει σύνταξη ορφανού με αυξημένο συντελεστή.

66      Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση, από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, της οφειλόμενης στην προσφεύγουσα δυνάμει του συμφωνητικού διαζυγίου διατροφής και, ως εκ τούτου, τη γένεση του δικαιώματος της προσφεύγουσας να λαμβάνει σύνταξη επιζώντων από τον θάνατο του R. van Raan, ταυτοχρόνως κατέστησε, αναδρομικώς, άνευ νομικής βάσεως την απόφαση της Επιτροπής με την οποία χορηγήθηκε, από τον Ιούλιο του 2008, σύνταξη ορφανού με αυξημένο συντελεστή στο τέκνο του εκλιπόντος R. van Raan και της προσφεύγουσας.

67      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ σκοπός συνίσταται στο να επιτρέψει στον διαζευγμένο σύζυγο υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου που ελάμβανε, κατά τον θάνατο του τελευταίου, διατροφή σε βάρος του, να συνεχίσει να εισπράττει, μετά τον εν λόγω θάνατο, πόρους που του εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό. Δεν δικαιολογείται όμως να στερηθεί ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου της ωφέλειας συντάξεως επιζώντων, και συνεπώς των πόρων που του εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό, για μόνο τον, ανεξάρτητο της θελήσεώς του, λόγο ότι η διατροφή που εισέπραττε βάσει του εθνικού δικαίου καταργήθηκε πριν τον θάνατο του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου και, εν συνεχεία, αποκαταστάθηκε αναδρομικά μετά τον εν λόγω θάνατο.

–       Επί του ζητήματος αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αποσβεστική προθεσμία είχε εφαρμογή στην προσφεύγουσα

68      Κατά το άρθρο 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, «[ο]ι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας, οι οποίοι δε ζήτησαν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ή του επιδόματός τους εντός του επομένου από της ημερομηνίας του θανάτου του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας έτους, χάνουν τα δικαιώματά τους, εκτός της περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεόντως αποδεικνυομένης.»

69      Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προκύπτει ότι η αποσβεστική προθεσμία την οποία προβλέπει εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση των ελκόντων δικαίωμα εξ αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου που διαθέτουν, κατά τον χρόνο θανάτου, δικαιώματα συντάξεως ή επιδόματος.

70      Κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ η περίπτωση των ελκόντων δικαίωμα εξ αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου που, όπως εν προκειμένω, δεν είναι δικαιούχοι, κατά τον χρόνο θανάτου του υπαλλήλου αυτού, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επί επιδόματος αλλά τα δικαιώματα αυτά τους αναγνωρίζονται σε χρόνο μεταγενέστερο του εν λόγω θανάτου, και με αναδρομική ισχύ, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου.

71      Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, η προσφεύγουσα δεν ήταν δικαιούχος, κατά τον χρόνο του θανάτου του R. van Raan, δικαιώματος συντάξεως επιζώντων, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη από το συμφωνητικό διαζυγίου διατροφή είχε σε προγενέστερο χρόνο καταργηθεί με την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 και δεν είχε ακόμη αποκατασταθεί με αναδρομική ισχύ από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, στηριζόμενη, με την επίδικη απόφαση, στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα, καθόσον δεν είχε ζητήσει την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων εντός του επομένου από της ημερομηνίας του θανάτου του R. van Raan έτους, απώλεσε τα δικαιώματά της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

73      Παραμένει το ζήτημα κατά πόσον η προσφεύγουσα ήταν, εντούτοις, υποχρεωμένη να υποβάλει αίτηση εκκαθαρίσεως των δικαιωμάτων της επί συντάξεως επιζώντων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

74      Συναφώς, λόγω της ελλείψεως στον ΚΥΚ οποιασδήποτε διατάξεως επιβάλλουσας στους έλκοντες δικαίωμα εξ αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, οι οποίοι βρίσκονται στην εκτιθέμενη στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως κατάσταση, προθεσμία για να ζητήσουν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επί επιδόματος, εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να καλύψει το κενό αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής στις διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των υπαλλήλων της, απόφαση Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕ, T‑192/99, EU:T:2001:72, σκέψη 51).

75      Συγκεκριμένα, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, εμποδίζουν τα θεσμικά όργανα και τα φυσικά πρόσωπα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό όριο, διακυβεύοντας έτσι, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων, και απαιτούν την τήρηση εύλογης προθεσμίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με την προθεσμία ασκήσεως αγωγής για αποκατάσταση ζημίας, διάταξη Marcucciο κατά Επιτροπής, T-157/09 P, EU:T:2010:403, σκέψη 42).

76      Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στους έλκοντες δικαίωμα εξ αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου οι οποίοι εμπίπτουν στην προμνησθείσα στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως περίπτωση να ζητούν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επί επιδόματος εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία επιδόσεως της αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου βάσει της οποίας τους αναγνωρίσθηκαν, με αναδρομική ισχύ, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή τα δικαιώματα επί επιδόματος.

77      Εν προκειμένω, καίτοι τα έγγραφα της δικογραφίας δεν καθιστούν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 25ης Μαρτίου 2013 επιδόθηκε στην προσφεύγουσα, η επίδοση αυτή πραγματοποιήθηκε κατ’ ανάγκην το νωρίτερο στις 25 Μαρτίου 2013.

78      Η προσφεύγουσα, όμως, ζήτησε την εκκαθάριση των δικαιωμάτων της για σύνταξη επιζώντων ήδη στις 29 Απριλίου 2013, ήτοι εντός προθεσμίας που πρέπει να θεωρηθεί εύλογη υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων.

79      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε απολέσει τα δικαιώματά της επί συντάξεως επιζώντων όταν ζήτησε την εκκαθάρισή τους.

80      Η Επιτροπή προβάλλει ωστόσο ότι η προσφεύγουσα όφειλε, τουλάχιστον, εντός του επόμενου από τον θάνατο του R. van Raan έτους, να την ενημερώσει σχετικά με την προσωπική της κατάσταση και, ιδίως, να της δηλώσει ότι δυνάμει του συμφωνητικού διαζυγίου ήταν δικαιούχος διατροφής σε βάρος του R. van Raan, ότι η διατροφή αυτή είχε καταργηθεί με την απόφαση του juge de paix du canton de Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007 και ότι εκκρεμούσε ενώπιον του tribunal de première instance de Bruxelles η εκδίκαση της εφέσεως την οποία είχε ασκήσει κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως.

81      Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το γράμμα ούτε από την οικονομία του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες τέτοιας φύσεως, καθόσον η διάταξη αυτή περιορίζεται στην επιβολή στους έλκοντες δικαίωμα εξ αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, οι οποίοι είναι πράγματι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επί επιδόματος, προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως εκκαθαρίσεως των δικαιωμάτων τους.

82      Ως εκ τούτου, η μη παροχή στην Επιτροπή εκ μέρους της προσφεύγουσας πληροφοριών επί της προσωπικής της καταστάσεως, ιδίως επί της εφέσεως την οποία είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως του juge de paix du canton d’Overijse-Zaventem της 18ης Δεκεμβρίου 2007, είναι άνευ σημασίας ως προς το ζήτημα κατά πόσον η προσφεύγουσα ζήτησε εμπροθέσμως την εκκαθάριση των δικαιωμάτων της επί συντάξεως επιζώντων.

83      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων αιτιάσεων προς στήριξη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που περιέχεται στην προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δέκατου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μεν τα δικαστικά έξοδά του, πλην όμως καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

85      Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι ο ηττηθείς διάδικος. Εξάλλου, η προσφεύγουσα περιέλαβε ρητώς στα αιτήματά της αίτημα να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την από 3 Ιουνίου 2013 απόφαση με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει σύνταξη επιζώντων στην J. Borghans.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της J. Borghans.

Bradley

Kreppel

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Μαρτίου 2015.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       K. Bradley


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.