Language of document : ECLI:EU:F:2011:55

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2011

Υπόθεση F‑50/09

Livio Missir Mamachi di Lusignano

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αγωγή αποζημιώσεως – Κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ αιτήσεως, διοικητικής ενστάσεως και αγωγής αποζημιώσεως – Κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της διαδικασίας – Χρήση ενώπιον δικαστηρίου εμπιστευτικού εγγράφου, διαβαθμισμένου ως “Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ” – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Ευθύνη λόγω πταίσματος – Αιτιώδης σύνδεσμος – Συρροή γενεσιουργών της ζημίας λόγων – Πράξη τρίτου – Αντικειμενική ευθύνη – Καθήκον αρωγής – Υποχρέωση θεσμικού οργάνουνα εξασφαλίζει την προστασία του προσωπικού του – Δολοφονία μονίμου υπαλλήλου και της συζύγου του εκ μέρους τρίτου – Απώλεια πιθανότητας επιβιώσεως»

Αντικείμενο:      Αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο L. Missir Mamachi di Lusignano ζητεί, μεταξύ άλλων, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Φεβρουαρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν από τη δολοφονία του υιού του και της συζύγου αυτού, η οποία διεπράχθη τη 18η Σεπτεμβρίου 2006 στο Ραμπάτ (Μαρόκο), και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε αυτόν, καθώς και στους εκ του υιού του έλκοντες δικαιώματα διάφορα ποσά ως αποζημίωση για τις περιουσιακές και μη περιουσιακές ζημίες που υπέστησαν λόγω των δύο δολοφονιών.

Απόφαση:      Η αγωγή απορρίπτεται. Τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, τα οποία κοινοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατά τη διάρκεια της δίκης, θα επιστραφούν αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντός εμπιστευτικού φακέλου φέροντος την ένδειξη «Διαβάθμιση: Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε χωρίς να προηγηθεί η κατά τον ΚΥΚ διοικητική διαδικασία – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Αναπροσαρμογή του ποσού της ζημίας σε σχέση με το ποσό που περιλαμβάνεται στην αίτηση που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

3.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εργατικό ατύχημα – Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει του συστήματος του ΚΥΚ – Αίτημα πρόσθετης αποζημιώσεως βάσει του κοινού δικαίου – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Πλαίσιο στο οποίο ανακύπτει η διαφορά – Σχέση εργασίας

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

5.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας

(Άρθρο 236 ΕΚ)

6.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού – Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Περιεχόμενο

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

7.      Υπάλληλοι – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας – Υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων – Περιεχόμενο – Οδηγία 89/391 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1ε § 2· οδηγία 89/391 του Συμβουλίου)

8.      Διαδικασία – Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας – Αίτηση προσκομίσεως εγγράφου – Εξακρίβωση του εμπιστευτικού χαρακτήρα

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 44 §§ 1 και 2)

9.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Παράλειψη εφαρμογής ελάχιστων μέτρων για την ασφάλεια των κατοικιών που παραχωρούνται στο προσωπικό που απασχολείται σε τρίτες χώρες – Υπηρεσιακό πταίσμα

10.    Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος

11.    Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος

12.    Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Ευθύνη λόγω νόμιμης πράξεως – Αρχή μη αναγνωριζόμενη στο δίκαιο της Ένωσης

(Άρθρο 288 ΕΚ)

13.    Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

14.    Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 87 § 2 και 88)

1.      Στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος ασκούμενου από υπάλληλο με το οποίο ζητείται αποκλειστικώς η αποκατάσταση διαφόρων ειδών ζημιών οι οποίες φέρονται ως οφειλόμενες σε σειρά πταισμάτων ή παραλείψεων που, ελλείψει οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, δεν δύνανται να θεωρηθούν βλαπτικές πράξεις, τα αποζημιωτικά αιτήματα υποβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μόνον εφόσον έχει προηγηθεί, σε πρώτο στάδιο, αίτηση προς τη Διοίκηση με το αυτό αντικείμενο και για τις ίδιες ζημίες και, εν συνεχεία, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως με την οποία η Διοίκηση απεφάνθη, ρητώς ή σιωπηρώς, επί της εν λόγω αιτήσεως. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των προβλεπόμενων από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ μέσων προσβολής μιας πράξεως, οσάκις διατυπώνεται αίτημα αμιγώς αποζημιωτικό, η διοικητική διαδικασία πρέπει κατ’ ανάγκην, επί ποινή απαραδέκτου της σε μεταγενέστερο στάδιο ασκούμενης αγωγής, να εκκινεί με αίτηση του ενδιαφερομένου προς την ΑΔΑ για αποκατάσταση της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας και να συνεχίζεται με την υποβολή ενδεχόμενης διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση.

Επιπλέον, τα αιτήματα που διατυπώνονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πρέπει να ταυτίζονται, ως προς το αντικείμενό τους, με εκείνα που διατυπώθηκαν με την ένσταση και να περιλαμβάνουν αποκλειστικώς αμφισβητήσεις που στηρίζονται στην αυτή αιτία με εκείνη των αιτημάτων της ενστάσεως· οι αμφισβητήσεις αυτές μπορούν, ωστόσο, στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, να αναπτύσσονται με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν. Στο πεδίο των αμιγώς αποζημιωτικών αιτημάτων, η έννοια της αιτίας, η οποία πρέπει να νοείται κατά τρόπο ευρύ, ορίζεται με αναφορά σε ζημίες τις οποίες ο ενάγων ισχυρίζεται, με την αίτηση αποζημιώσεως, ότι υπέστη. Αυτές ακριβώς οι ζημίες καθορίζουν το αντικείμενο της αποζημιώσεως που αξιώνει ο υπάλληλος και, συνεπώς, το αντικείμενο της αιτήσεως που αυτός υποβάλλει στη Διοίκηση.

(βλ. σκέψεις 82 έως 85)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Απριλίου 2002, C‑62/01 P, Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 34

ΓΔΕΕ: 13 Ιουλίου 1995, T‑44/93, Saby κατά Επιτροπής, σκέψη 31

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 119

2.      Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, ο υπάλληλος μπορεί να αναπροσαρμόσει το αποζημιωτικό αίτημα που υπέβαλε με την αίτησή του προς τη Διοίκηση, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η έκταση των ζημιών που υπέστη διευρύνεται σε μεταγενέστερο χρόνο ή δεν είναι γνωστή ή μπορεί να υπολογισθεί μόνο μετά την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως, υπό τον όρον όμως ότι τα είδη ζημιών για τις οποίες ζητείται αποζημίωση έχουν προσδιορισθεί με την προηγηθείσα αίτηση.

(βλ. σκέψη 86)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Σεπτεμβρίου 2004, C‑150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 62

3.      Λόγω του κατ’ αποκοπήν χαρακτήρα των παροχών που προβλέπει ο ΚΥΚ υπέρ των εκ θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να αξιώσουν συμπληρωματική αποζημίωση στην περίπτωση κατά την οποία το όργανο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον θάνατο του υπαλλήλου και οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές δεν αρκούν για την πλήρη αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

(βλ. σκέψη 106)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κατά Επιτροπής, σκέψη 13· 9 Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 23

4.      Η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο αυτός παρέχει ή παρείχε υπηρεσίες η οποία έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις ανάγεται στη σχέση εργασίας που συνδέει ή συνέδεε τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και όχι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ. Τούτο ισχύει ομοίως σε διαφορά μεταξύ των εκ θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα ή του νομίμου εκπροσώπου τους και του οργάνου στο οποίο εργαζόταν ο υπάλληλος, καθώς πρόκειται για διαφορά αναγόμενη στην εργασιακή σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου υπαλλήλου και του οργάνου.

(βλ. σκέψη 116)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, σκέψη 7· 17 Φεβρουαρίου 1977, 48/76, Reinarz κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 10· 10 Ιουνίου 1987, 317/85, Pomar κατά Επιτροπής, σκέψη 7· 7 Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, σκέψη 9·

ΓΔΕΕ: 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 12, 13 και 24

ΔΔΔΕΕ: 11 Μαΐου 2010, F‑30/08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, σκέψεις 130 έως 133, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑308/10 P

5.      Η ίδρυση της ευθύνης θεσμικού οργάνου, στο πλαίσιο του άρθρου 236 ΕΚ, προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι την ύπαρξη υπηρεσιακού πταίσματος ή παράνομης πράξεως του οργάνου, το υποστατό βεβαίας και αποτιμητής ζημίας, καθώς και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της προβαλλόμενης ζημίας.

Όσον αφορά την πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να λάβει υπόψη, μεταξύ των καθοριστικής σημασίας στοιχείων της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διέθετε η Διοίκηση κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς.

Συναφώς, οσάκις το όργανο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως δε οσάκις δεν υποχρεούται να ενεργήσει κατά συγκεκριμένο τρόπο βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, αποφασιστικό κριτήριο για την κατάφαση της συνδρομής της πρώτης προϋποθέσεως είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν διαπιστώνεται κάποιο πρόδηλο σφάλμα εκ μέρους της Διοικήσεως, δεν δύναται να καταλογισθεί σε αυτήν παράνομη συμπεριφορά και, συνεπώς, η ευθύνη της αποκλείεται.

Αντιθέτως, οσάκις το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Διοίκηση είναι ιδιαιτέρως περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αρκεί για την κατάφαση κατάφωρης παραβάσεως, ικανής να θεμελιώσει ευθύνη του οργάνου. Συνεπώς, οσάκις η Διοίκηση οφείλει να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά η οποία υπαγορεύεται από την κείμενη νομοθεσία, από την επιταγή περί τηρήσεως γενικών αρχών ή σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ακόμη από κανόνες ως προς την τήρηση των οποίων η ίδια η Διοίκηση έχει αυτοβούλως δεσμευθεί, απλή παράβαση μιας τέτοιας υποχρεώσεως δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη του οικείου οργάνου.

(βλ. σκέψεις 117 έως 120)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Lucaccioni κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 14· 4 Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 44

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, σκέψη 19· 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, σκέψη 72· 21 Φεβρουαρίου 1995, T‑506/93, Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 46

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψεις 104, 105 και 167

6.      Οι υπαλληλικές διαφορές που άπτονται του άρθρου 236 EΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, διέπονται από κανόνες διαφορετικούς και ειδικούς σε σχέση με εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 235 EΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, EΚ. Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει με σαφήνεια ότι η κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης διαφέρει από εκείνη των λοιπών ιδιωτών, διότι ο υπάλληλος συνδέεται με το όργανο στο οποίο παρέχει υπηρεσίες με έννομη σχέση εργασίας, συνεπαγόμενη ισορροπία ειδικών αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία αποτυπώνεται στο καθήκον αρωγής που έχει η Διοίκηση έναντι του υπαλλήλου. Η ισορροπία αυτή σκοπεί κατά κύριο λόγο στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται στους πολίτες η προσήκουσα εκπλήρωση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα. Επομένως, όταν ενεργεί ως εργοδότης, η Ένωση υπέχει αυξημένη ευθύνη η οποία αντανακλάται στην υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό με οιαδήποτε παράνομη πράξη την οποία διαπράττει ως εργοδότης.

(βλ. σκέψη 123)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, σκέψη 38· 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 47

ΓΔΕΕ: 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, σκέψη 74· 14 Οκτωβρίου 2004, T‑1/02, Polinsky κατά Δικαστηρίου, σκέψη 47

7.      Όσον αφορά την εξασφάλιση ακίνδυνων συνθηκών εργασίας στο προσωπικό του, το θεσμικό όργανο υπέχει, όπως κάθε εργοδότης του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, υποχρέωση να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες. Συγκεκριμένα, το προσωπικό αυτό δύναται να επικαλεσθεί δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες διασφαλίζουν την υγεία και εγγυώνται την ασφάλεια και τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς του, όπως υπενθυμίζει, εξάλλου, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ομοίως από το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και από διάφορες ευρωπαϊκές οδηγίες, και, κυρίως, από την οδηγία 89/391, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, προκύπτει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει μέριμνα για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς το σύνολο των πτυχών της εργασίας. Στον τομέα αυτόν, η υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να εξασφαλίζει την προστασία του προσωπικού του, υποχρέωση με την οποία αυτό βαρύνεται ως εργοδότης, επιβάλλεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως αυστηρό και το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Διοίκηση, αν και όχι ανύπαρκτο, είναι περιορισμένο.

Εντούτοις, καίτοι ευρέος περιεχομένου, η εν λόγω υποχρέωση προστασίας του προσωπικού δεν δύναται να βαίνει έως του σημείου να επιφορτίσει το όργανο με απόλυτη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος. Ειδικότερα, δεν δύνανται να παρορώνται τα δημοσιονομικής, διοικητικής ή τεχνικής φύσεως προσκόμματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει η Διοίκηση και τα οποία καθιστούν ενίοτε δυσχερή, αν όχι ανέφικτη, την εφαρμογή, εντός βραχείας προθεσμίας, μέτρων ακόμη και επείγοντος και αναγκαίου χαρακτήρα, παρά την επιμέλεια που επιδεικνύουν οι αρμόδιες αρχές. Εξάλλου, η εν λόγω υποχρέωση ασφαλείας αποκτά ιδιαίτερο περιεχόμενο στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος, εν αντιθέσει προς τον εργαζόμενο που κατέχει ορισμένη θέση σε συγκεκριμένο μέρος, καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα και να αναλάβει υπηρεσία, ανάλογη προς αυτή διπλωματικού υπαλλήλου, εκτιθέμενος σε ποικίλους κινδύνους οι οποίοι δεν δύνανται να προσδιορισθούν και να προληφθούν με την ίδια ευχέρεια.

Συναφώς, η κατοικία ενός τέτοιου υπαλλήλου, ακόμη και αν παραχωρείται σε αυτόν λόγω των καθηκόντων του και αποτελεί αντικείμενο ειδικών μέτρων προστασίας σε ορισμένες αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί πλήρως με θέση εργασίας ή τόπο εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 89/391. Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρέωση ασφαλείας με την οποία βαρύνεται το θεσμικό όργανο σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι το όργανο αξιολογεί τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το προσωπικό του και καθιερώνει προληπτικές διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της υπηρεσίας, εν συνεχεία, ότι ενημερώνει το προσωπικό του για τους κινδύνους που έχουν καταγραφεί και βεβαιώνεται ότι το προσωπικό αυτό έχει πράγματι λάβει τις κατάλληλες οδηγίες για τους κινδύνους που απειλούν την ασφάλεια του και, τέλος, ότι λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας και ενεργοποιεί τον μηχανισμό και τα μέσα που έχει κρίνει αναγκαία.

(βλ. σκέψεις 126 και 127, 130 έως 132)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουνίου 2007, C‑127/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου,

ΔΔΔΕΕ: 30 Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 116

8.       Στην περίπτωση κατά την οποία ένα έγγραφο κοινοποιείται από διάδικο προς το Δικαστήριο ΔΔ προκειμένου αυτό να μπορέσει να ελέγξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου μπορεί να συνεπάγεται ότι ο αντίδικος θα έχει πρόσβαση μόνο σε συνοπτική εκδοχή του εν λόγω εγγράφου συντασσόμενη από το Δικαστήριο ΔΔ και ότι, κατά συνέπεια, η δίκη δεν θα διεξαχθεί απολύτως κατ’ αντιμωλίαν. Εντούτοις, υπό αυτές τις συνθήκες, το δικαίωμα του αντιδίκου για αποτελεσματική ένδικη προστασία δύναται να διασφαλισθεί μόνον εάν το ίδιο το Δικαστήριο ΔΔ, παρεκκλίνοντας από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, στηριχθεί επί των επίμαχων αποσπασμάτων του εγγράφου, προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως, παρά το γεγονός ότι αποκλειστικός σκοπός της κοινοποιήσεως των εν λόγω αποσπασμάτων στο Δικαστήριο ΔΔ εκ μέρους του θεσμικού οργάνου ήταν να παρασχεθεί σε αυτό η δυνατότητα ελέγχου του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου.

(βλ. σκέψη 156)

9.      Η μη τήρηση εκ μέρους θεσμικού οργάνου των ελάχιστων προδιαγραφών ασφαλείας για τις κατοικίες του προσωπικού του που απασχολείται σε τρίτη χώρα συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη του. Συγκεκριμένα, μολονότι υπό ιδιαίτερες συνθήκες, ιδίως δε υπό περιστάσεις επείγοντος χαρακτήρα, το ενδεχόμενο διαμονής σε προσωρινή κατοικία που δεν είναι εξοπλισμένη με τα συστήματα ασφαλείας που διαθέτει μια οριστική κατοικία δεν μπορεί να αποκλεισθεί, εντούτοις η Διοίκηση δεν δύναται να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς της να θέσει σε εφαρμογή τα κατ’ ελάχιστον επιτασσόμενα μέτρα, τα οποία, υπό αποδεκτούς, από δημοσιονομικής και διοικητικής απόψεως, όρους, καθιστούν εφικτή την αντιμετώπιση των βασικών κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια των ενοίκων της προσωρινής κατοικίας ή περιορίζουν την πιθανότητα πραγματώσεώς τους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το θεσμικό όργανο είναι ενήμερο για τη συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 173, 174 και 176)

10.    Η ευθύνη του θεσμικού οργάνου θεμελιώνεται μόνο λόγω πταίσματος το οποίο έχει επιφέρει τη ζημία βάσει άμεσης σχέσεως αιτίου-αιτιατού. Η Ένωση ευθύνεται μόνο για τη ζημία η οποία απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου οργάνου. Συναφώς, ο ενάγων πρέπει να αποδεικνύει ότι, άνευ του πταίσματος, η ζημία δεν θα είχε προκληθεί και ότι το πταίσμα αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας που αυτός υπέστη. Οσάκις η ζημία αποτελεί αναπόδραστη και άμεση συνέπεια του πταίσματος, ο αιτιώδης σύνδεσμος κρίνεται αποδεδειγμένος. Επιπροσθέτως, η ζημία δύναται να μην οφείλεται σε μία μόνον άμεση και βέβαιη αιτία, αλλά να ανάγεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συντείνουν κατά τρόπο καθοριστικό στην επέλευσή της.

Όσον αφορά πταίσμα συνιστάμενο στη μη εκπλήρωση από το θεσμικό όργανο της υποχρεώσεώς του περί τηρήσεως των ελάχιστων προδιαγραφών ασφαλείας για την κατοικία υπαλλήλου του που είχε τοποθετηθεί σε τρίτη χώρα, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος και της δολοφονίας του υπαλλήλου θεωρείται αποδεδειγμένος οσάκις αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον ότι, εάν το θεσμικό όργανο είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να εξασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου του, η δολοφονία θα είχε αποφευχθεί. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της απώλειας, εκ μέρους του υπαλλήλου, πιθανότητας επιβιώσεως.

(βλ. σκέψεις 179‑181, 183, 190)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουνίου 1986, 229/84, Sommerlatte κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 έως 27· 27 Μαρτίου 1990, C-308/87, Grifoni κατά ΕΟΚA, σκέψεις 17 και 18

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑149/96, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 116 και 122· 9 Ιουλίου 1999, T‑231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 έως 60· 24 Οκτωβρίου 2000, T‑178/98, Fresh Marine κατά Επιτροπής, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 19 Μαρτίου 2010, T‑42/06, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

11.    Η ζημία δύναται να μην οφείλεται σε μία μόνον άμεση και βέβαιη αιτία, αλλά να ανάγεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συντείνουν κατά τρόπο καθοριστικό στην επέλευσή της. Η νομολογία δεν απαιτεί για την ίδρυση της ευθύνης της Διοικήσεως να φέρει κατ’ ανάγκην το όργανο την αποκλειστική ευθύνη για τη ζημία. Στην περίπτωση κατά την οποία η ευθύνη επιμερίζεται μεταξύ θεσμικού οργάνου και τρίτου, το θεσμικό όργανο υποχρεούται στην αποκατάσταση μέρους μόνον της ζημίας που υπέστη το θύμα.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο δημιουργεί τις συνθήκες για την επέλευση της ζημίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα ασφαλείας επαρκή για την παρεμπόδιση της εισβολής του δράστη στην ιδιωτική κατοικία υπαλλήλου των αντιπροσωπειών. Εντούτοις, δεδομένου ότι το πταίσμα αυτό δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη δολοφονία, το θεσμικό όργανο, το οποίο δεν ήταν ο κύριος υπεύθυνος της ζημίας, ευθύνεται μόνο σε ποσοστό 30 % για την προκληθείσα ζημία.

(βλ. σκέψεις 181, 192 έως 194)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Sommerlatte κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 24 έως 27, και Grifoni κατά ΕΟΚA, προπαρατεθείσα, σκέψεις 17 και 18

12.    Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το άρθρο 288 ΕΚ, το οποίο παραπέμπει στις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιστά δυνατή τη θεμελίωση της αντικειμενικής ευθύνης της Ένωσης λόγω νόμιμης πράξεως ή παραλείψεως.

Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους που δικαιολογούν τη δυνατότητα θεμελιώσεως της ευθύνης των οργάνων της Ένωσης, στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους, υπό προϋποθέσεις εξ ολοκλήρου διαφορετικές εκείνων που ισχύουν στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΕΚ και, συνεπώς, αποκλίνουσες από τις κοινές στα δίκαια των κρατών μελών γενικές αρχές.

(βλ. σκέψεις 209 και 212)

13.    Σκοπός του άρθρου 24 του ΚΥΚ είναι να προσφέρει στους μονίμους υπαλλήλους και στο λοιπό εν ενεργεία προσωπικό ασφάλεια για το παρόν και για το μέλλον, ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν καλύτερα τα καθήκοντα τους προς το γενικό συμφέρον της υπηρεσίας. Από το εν λόγω άρθρο και τη συναφή με αυτό νομολογία προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται, κατ’ επιταγήν της διατάξεως αυτής, να παρέχουν βοήθεια στους υπαλλήλους τους μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί πέφτουν θύματα πράξεων τρίτων λόγω της ιδιότητάς τους και των καθηκόντων τους.

Επομένως, οσάκις υπάλληλος δεν δολοφονήθηκε λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του, ο εξ αυτού έλκων δικαιώματα δεν δύναται βασίμως να επικαλεστεί τις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 220, 221, 224 και 225)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Sommerlatte κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 19· 5 Οκτωβρίου 1988, 180/87, Hamill κατά Επιτροπής, σκέψη 15

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 2000, T‑67/99, K κατά Επιτροπής, σκέψη 32

14.    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί για τους ως άνω λόγους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, διάδικος, έστω και νικήσας, μπορεί να καταδικασθεί εν μέρει ή και εν όλω στα δικαστικά έξοδα, αν τούτο κρίνεται δικαιολογημένο λόγω της συμπεριφοράς του, περιλαμβανομένης και της στάσεώς του προ της κινήσεως της ένδικης διαδικασίας, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα άνευ εύλογης αιτίας ή κακοβούλως.

Συναφώς, οσάκις θεσμικό όργανο προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στην εξέλιξη της δίκης, αρνούμενο, σε πρώτο στάδιο, να κοινοποιήσει στο Δικαστήριο ΔΔ ορισμένα έγγραφα και πληροφοριακά στοιχεία και αναγκάζοντας το Δικαστήριο ΔΔ να οργανώσει δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και παρέχοντας στο Δικαστήριο ΔΔ ανακριβείς απαντήσεις, κατά δίκαιη αξιολόγηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, κρίνεται ότι, πέραν των δικών του εξόδων, το θεσμικό όργανο πρέπει να επιβαρυνθεί με τα εύλογα και δεόντως δικαιολογημένα έξοδα του αντιδίκου.

(βλ. σκέψεις 229, 230 και 232)