Language of document : ECLI:EU:C:2020:277

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 8ης Απριλίου 2020 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Άρθρο 279 ΣΛΕΕ – Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Ανεξαρτησία του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)»

Στην υπόθεση C‑791/19 R,

με αντικείμενο αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ και του άρθρου 160, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η οποία υποβλήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2020,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, καθώς και από τους H. Krämer και S. L. Kalėda,

αιτούσα,

υποστηριζόμενη από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις C. Pochet, M. Jacobs και L. Van den Broeck,

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από την M. Wolff,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, H. Shev, J. Lundberg και H. Eklinder,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τους B. Majczyna και D. Kupczak, καθώς και από τις S. Żyrek, A. Dalkowska και A. Gołaszewska,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, M. Βηλαρά, E. Regan, S. Rodin και P. G. Xuereb, προέδρους τμήματος, E. Juhász, C. Toader, D. Šváby, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, N. Piçarra και N. Wahl, δικαστές,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα M. E. Tanchev,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως:

–        να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3, σημείο 5, του άρθρου 27 και του άρθρου 73, παράγραφος 1, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), στις οποίες στηρίζεται η αρμοδιότητα του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) (στο εξής: πειθαρχικό τμήμα) να εκδικάζει, τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ’ έφεση, πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν δικαστές·

–        να μη διαβιβάσει τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του πειθαρχικού τμήματος σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας που καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C‑624/18 και C‑625/18, στο εξής: απόφαση A. K., EU:C:2019:982), και

–        να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως του Δικαστηρίου περί της λήψεως των προσωρινών μέτρων που ζητήθηκαν, όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

2        Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να υποβάλει συμπληρωματικό αίτημα για την επιβολή χρηματικής ποινής σε περίπτωση που από τις κοινοποιούμενες σε αυτή πληροφορίες προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν συμμορφώνεται πλήρως προς τα προσωρινά μέτρα που διαταχθούν κατόπιν της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

3        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, την οποία άσκησε η Επιτροπή στις 25 Οκτωβρίου 2019 ζητώντας να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:

–        από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ:

–        επιτρέποντας τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικού παραπτώματος όσον αφορά τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων [άρθρο 107, παράγραφος 1, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. αριθ. 98, θέση 1070), όπως έχει τροποποιηθεί (Dz. U. του 2019, θέση 1495) (στο εξής: νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), και άρθρο 97, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου]·

–        μη διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει ο έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδονται επί πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών [άρθρο 3, σημείο 5, άρθρο 27 και άρθρο 73, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 bis του ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. 2011, αριθ. 126, θέση 714), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 3) (στο εξής: νόμος περί του KRS)]·

–        παρέχοντας στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του αρμόδιου σε πρώτο βαθμό πειθαρχικού δικαστηρίου σε υποθέσεις δικαστών των τακτικών δικαστηρίων (άρθρο 110, παράγραφος 3, και άρθρο 114, παράγραφος 7, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων) και, κατά συνέπεια, μη διασφαλίζοντας την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης από δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως» και

–        απονέμοντας στον Υπουργό Δικαιοσύνης την εξουσία διορισμού υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών παρά τω Υπουργώ Δικαιοσύνης (άρθρο 112b του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίου) και, κατά συνέπεια, μη διασφαλίζοντας την εντός εύλογης προθεσμίας εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων κατά των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, καθώς και προβλέποντας ότι οι πράξεις που συναρτώνται με τον διορισμό εκπροσώπου και με την ανάληψη από αυτόν καθηκόντων υπερασπίσεως δεν αναστέλλουν την πειθαρχική διαδικασία (άρθρο 113a του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων) και ότι το πειθαρχικό δικαστήριο διεξάγει τη διαδικασία ακόμη και σε περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας του πειθαρχικώς διωκομένου δικαστή που ειδοποιήθηκε σχετικώς ή του εκπροσώπου του (άρθρο 115a, παράγραφος 3, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), και, κατά συνέπεια, μη διασφαλίζοντας τα δικαιώματα άμυνας των πειθαρχικώς διωκομένων δικαστών των τακτικών δικαστηρίων,

–        από το άρθρο 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιτρέποντας, μέσω της δυνατότητας κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, τον περιορισμό του δικαιώματος των δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

4        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 161, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου παρέπεμψε την υπό κρίση αίτηση στο Δικαστήριο, το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της υποθέσεως αυτής, την ανέθεσε στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού.

5        Στις 9 Μαρτίου 2020 οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

6        Με τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 3 Απριλίου 2018, συστάθηκαν στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) δύο νέα τμήματα, μεταξύ των οποίων και το πειθαρχικό τμήμα του άρθρου 3, σημείο 5, του εν λόγω νόμου.

7        Το άρθρο 20 του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά το πειθαρχικό τμήμα και τους δικαστές που υπηρετούν σε αυτό, οι εξουσίες και αρμοδιότητες του πρώτου προέδρου του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] όπως ορίζονται:

–        στο άρθρο 14, παράγραφος 1, σημεία 1, 4 και 7, στο άρθρο 31, παράγραφος 1, στο άρθρο 35, παράγραφος 2, στο άρθρο 36, παράγραφος 6, στο άρθρο 40, παράγραφοι 1 και 4, και στο άρθρο 51, παράγραφοι 7 και 14, ασκούνται από τον πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] ο οποίος προΐσταται του πειθαρχικού τμήματος·

–        στο άρθρο 14, παράγραφος 1, σημείο 2, και στο άρθρο 55, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, ασκούνται από τον πρώτο πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] σε συμφωνία με τον πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] ο οποίος προΐσταται του πειθαρχικού τμήματος.»

8        Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Στη δικαιοδοσία του πειθαρχικού τμήματος υπάγονται:

1)      οι πειθαρχικές υποθέσεις:

α)      οι οποίες αφορούν τους δικαστές του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)]

β)      εξεταζόμενες από το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] σε σχέση με πειθαρχικές διαδικασίες που διεξάγονται δυνάμει των ακόλουθων νόμων:

[…]

–        του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων,

[…]

2)      οι υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες αφορούν τους δικαστές του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)]·

3)      οι υποθέσεις συνταξιοδοτήσεως δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)].»

9        Το άρθρο 73, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζει τα εξής:

«Ως πειθαρχικά δικαστήρια στις πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν δικαστές του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] ορίζονται τα εξής:

1)      σε πρώτο βαθμό: το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], σε σχηματισμό απαρτιζόμενο από δύο δικαστές του πειθαρχικού τμήματος και έναν δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)]·

2)      κατ’ έφεση: το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], σε σχηματισμό απαρτιζόμενο από τρεις δικαστές του πειθαρχικού τμήματος και δύο ενόρκους του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)].»

10      Το άρθρο 97 του νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Σε περίπτωση κατά την οποία το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] διαπιστώνει, κατά την εξέταση υποθέσεως, πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου, ανεξαρτήτως των λοιπών εξουσιών του, διαβιβάζει διαπιστωτική πράξη παραπτώματος στο οικείο δικαστήριο. Πριν από τη διαβίβαση αυτή, οφείλει να γνωστοποιήσει στον δικαστή ή στους δικαστές που μετείχαν στον οικείο δικαστικό σχηματισμό τη δυνατότητά τους να υποβάλουν εγγράφως διευκρινίσεις εντός προθεσμίας 7 ημερών. Η διαπίστωση του παραπτώματος και η έκδοση της σχετικής πράξεως δεν επηρεάζουν την έκβαση της υποθέσεως.

[…]

3.      Σε περίπτωση κατά την οποία το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], διαβιβάζει διαπιστωτική πράξη παραπτώματος, δύναται να υποβάλει αίτηση εξετάσεως της πειθαρχικής υποθέσεως ενώπιον πειθαρχικού δικαστηρίου. Πρωτοβάθμιο πειθαρχικό δικαστήριο ορίζεται το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)].»

 Ο νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων

11      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, του νόμου περί της οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:

«Ο δικαστής ευθύνεται, από πειθαρχικής απόψεως, για τα επαγγελματικά παραπτώματα (πειθαρχικά παραπτώματα), συμπεριλαμβανομένης:

1)      της πρόδηλης και κατάφωρης παραβάσεως κανόνων δικαίου

[…]

5)      της προσβολής της αξιοπρέπειας του δικαστικού λειτουργήματος.»

12      Το άρθρο 110, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Επί πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν δικαστές, αποφαίνονται:

1)      σε πρώτο βαθμό:

a)      τα πειθαρχικά δικαστήρια παρ’ εφετείω, σε σχηματισμό αποτελούμενο από τρεις δικαστές,

b)      το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], σε σχηματισμό αποτελούμενο από δύο δικαστές του πειθαρχικού τμήματος και έναν ένορκο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], στις υποθέσεις που αφορούν εκ προθέσεως πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία διώκονται από την εισαγγελική αρχή ή εκ προθέσεως φορολογικές παραβάσεις ή στις υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] ζήτησε την εξέταση της πειθαρχικής υποθέσεως με διαπιστωτική πράξη παραπτώματος·

2)      κατ’ έφεση: το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], σε σχηματισμό αποτελούμενο από δύο δικαστές του πειθαρχικού τμήματος και έναν ένορκο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)].

[…]

3.      Το πειθαρχικό δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ασκεί τα καθήκοντά του ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαστής δεν μπορεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων εκ των διαλαμβανομένων στην παράγραφο 1, σημείο 1, στοιχείο a). Το αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως πειθαρχικό δικαστήριο ορίζεται από τον πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], ο οποίος προΐσταται του πειθαρχικού τμήματος κατόπιν αιτήματος του υπευθύνου πειθαρχικών υποθέσεων.»

 Ο νόμος περί του KRS

13      Κατά το άρθρο 9 bis του νόμου περί του KRS:

«1. H Sejm [(Δίαιτα)] εκλέγει, εκ των δικαστών του Sąd Najwyższy [(Ανωτάτου Δικαστηρίου)], των τακτικών δικαστηρίων, των διοικητικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών δικαστηρίων, δεκαπέντε μέλη του Krajowa Rada Sądownictwa [(Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου)] για κοινή θητεία διάρκειας τεσσάρων ετών.

2.      Κατά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 εκλογή, η Δίαιτα λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο του εφικτού, την αναγκαιότητα εκπροσωπήσεως στο [Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο] δικαστών προερχόμενων από διάφορα είδη δικαστηρίων και διάφορες βαθμίδες δικαιοδοσίας.

3.      Η κοινή θητεία των νέων μελών του [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου], τα οποία εκλέγονται εκ των δικαστών, ξεκινά την επομένη της εκλογής τους. Τα μέλη του [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου] των οποίων η θητεία λήγει ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την ημέρα ενάρξεως της κοινής θητείας των νέων μελών του [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου].»

14      Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 6 του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2018, προβλέπει τα εξής:

«Η θητεία των μελών του [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου] τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 187 παράγραφος 1, σημείο 2, του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej [(Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας)] και τα οποία έχουν εκλεγεί βάσει των ισχυουσών διατάξεων διαρκεί έως την προηγούμενη της ενάρξεως της θητείας των νέων μελών του [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου], χωρίς, πάντως, να υπερβαίνει χρονικό διάστημα 90 ημερών από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του παρόντος νόμου, εκτός και αν λήξει προγενέστερα λόγω εκπνοής του χρόνου της.»

 Η διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής

15      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας το νέο πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απηύθυνε προειδοποιητική επιστολή στο κράτος μέλος αυτό, στις 3 Απριλίου 2019. Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στην προειδοποιητική επιστολή με έγγραφο της 1ης Ιουνίου 2019, με το οποίο αμφισβητούσε όλες τις αιτιάσεις περί παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης.

16      Στις 17 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη στην οποία ενέμεινε στην άποψη ότι το εν λόγω καθεστώς αντέβαινε στις προαναφερόμενες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το θεσμικό αυτό όργανο κάλεσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της. Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη αυτή με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, με την οποία διατεινόταν ότι οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή ήταν αβάσιμες και ζήτησε την περάτωση της διαδικασίας.

17      Θεωρώντας την απάντηση αυτή μη ικανοποιητική, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Στοιχεία μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως

 Η απόφαση A. K.

18      Στο σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως A. K., το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία [ΕΕ 2000, L 303, σ. 16], έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά την πρώτη εκ των διατάξεων αυτών. Τούτο συμβαίνει οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της συστάσεως του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το εν λόγω όργανο εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αν τούτο συμβαίνει στην περίπτωση οργάνου όπως είναι το πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).»

 Οι αποφάσεις του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση A. K.

 Η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019

19      Στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, το Sąd Najwyższy – Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (Ανώτατο Δικαστήριο – τμήμα εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως), αποφαινόμενο επί της διαφοράς για την οποία είχε υποβληθεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑585/18, έκρινε ότι το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (στο εξής: KRS), υπό την παρούσα σύνθεσή του, δεν αποτελεί όργανο αμερόληπτο και ανεξάρτητο από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.

20      Ομοίως, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το εν λόγω δικαστήριο στηρίχθηκε στα εξής στοιχεία:

–        το ειδικώς συσταθέν πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και ζητήματα σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους, ενώ μέχρι της συστάσεώς του οι ανωτέρω υποθέσεις ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων και του τμήματος εργατικών διαφορών, διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσίων υποθέσεων του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και νυν Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (τμήματος εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως)·

–        το πειθαρχικό τμήμα συγκροτείται μόνον από τους νέους δικαστές που επιλέγει το KRS, όργανο το οποίο δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας·

–        όλοι οι δικαστές που διορίζονται στο πειθαρχικό τμήμα έχουν ιδιαιτέρως στενούς δεσμούς με τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, στοιχείο δυνάμενο να προκαλέσει στους πολίτες αντικειμενικές αμφιβολίες ως προς τον απεριόριστο σεβασμό του δικαιώματος σε αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο·

–        οι όροι συμμετοχής στον διαγωνισμό για τον διορισμό δικαστών στο πειθαρχικό τμήμα τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η δε δυνατότητα υποψηφίου να προσβάλει απόφαση του KRS περιορίστηκε·

–        η αλλαγή του τρόπου επιλογής των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) καταργεί κάθε συμμετοχή και ρόλο του δικαστηρίου αυτού στη διαδικασία διορισμού των δικαστών·

–        το πειθαρχικό τμήμα απολαύει, στο πλαίσιο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ευρείας αυτονομίας και ειδικού καθεστώτος ως εξαιρετικό δικαστήριο, ενώ η ένταξή του στο οργανόγραμμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) είναι απλώς προσχηματική·

–        από της συστάσεώς του, το πειθαρχικό τμήμα επικέντρωσε τη δραστηριότητά του σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στην ανάκληση των προδικαστικών ερωτημάτων επί των οποίων εκδόθηκε τελικώς η απόφαση A. K.·

–        η φύση των πειθαρχικών διαδικασιών τις οποίες κινεί το πειθαρχικό τμήμα καταδεικνύει ότι είναι πλέον δυνατόν να κατηγορηθεί δικαστής για επαγγελματικό παράπτωμα λόγω της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, ενδεχόμενο που δεν υφίστατο προγενέστερα.

 Οι αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2020

21      Στις αποφάσεις του της 15ης Ιανουαρίου 2020, το Sąd Najwyższy – Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (Ανώτατο Δικαστήριο – τμήμα εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως), αποφαινόμενο επί των διαφορών ως προς τις οποίες υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C-624/18 και C-625/18, έκρινε επίσης ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών συστάσεώς του, του εύρους των εξουσιών του, της συνθέσεώς του καθώς και της αναμείξεως του KRS στη συγκρότησή του.

 Εργασίες του πειθαρχικού τμήματος από της δημοσιεύσεως των αποφάσεων του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση A. K.

22      Στις 10 Δεκεμβρίου 2019, η πρώτη πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δημοσίευσε δήλωση στην οποία ανέφερε ότι η συνέχιση των εργασιών του πειθαρχικού τμήματος θα συνιστούσε σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα της πολωνικής έννομης τάξεως. Ως εκ τούτου, κάλεσε τα μέλη του να απόσχουν από κάθε δικαστικό καθήκον.

23      Αυθημερόν, ως απάντηση στην ανωτέρω δήλωση, ο πρόεδρος του πειθαρχικού τμήματος ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019 του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν έθιγε τη λειτουργία του τμήματος αυτού, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση είχε εκδοθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Προσέθεσε ότι το εν λόγω τμήμα θα εξακολουθήσει να εκτελεί τα δικαιοδοτικά καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί από τα συνταγματικά όργανα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

24      Στις 13 Δεκεμβρίου 2019, οκτώ μέλη του πειθαρχικού τμήματος γνωστοποίησαν τη θέση τους επί της δηλώσεως της πρώτης προέδρου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), επισημαίνοντας, πρώτον, ότι με την απόφαση A. K. δεν είχε αμφισβητηθεί η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος, δεύτερον, ότι η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019 του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν παρήγε κανένα έννομο αποτέλεσμα σε άλλες υποθέσεις πλην εκείνης την οποία αφορούσε, ενώ δεν είχε καμία συνέπεια ως προς τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και, τρίτον, ότι η απαίτηση να αναστείλει το πειθαρχικό τμήμα τη δικαστική του δραστηριότητα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την τελευταία αυτή απόφαση στερούνταν κάθε λογικού ερείσματος.

 Επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων

 Επί του παραδεκτού

25      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε η Επιτροπή είναι προδήλως απαράδεκτη.

26      Κατά πρώτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι τα προσωρινά μέτρα, τη λήψη των οποίων ζητεί η Επιτροπή, αποσκοπούν στην αναστολή της δραστηριότητας ενός εκ των τμημάτων συνταγματικού οργάνου του κράτους μέλους αυτού, ήτοι του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), καθώς και σε παρέμβαση στην εσωτερική οργάνωση του δικαστηρίου αυτού, στοιχείο που συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στις πολωνικές συνταγματικές και δικαστικές δομές. Συγκεκριμένα, ούτε η ίδια η Ένωση ούτε κανένα από τα θεσμικά όργανά της, περιλαμβανομένου του Δικαστηρίου, είναι αρμόδια να παρεμβαίνουν επί ζητημάτων που άπτονται του πολιτικού καθεστώτος των διαφόρων κρατών μελών, των αρμοδιοτήτων των διαφόρων συνταγματικών οργάνων τους και της εσωτερικής οργανώσεως των εν λόγω οργάνων. Επομένως, το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να λάβει τα ζητούμενα από την Επιτροπή προσωρινά μέτρα.

27      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, κατά την καθής, από το ότι το Δικαστήριο ουδέποτε έλαβε προσωρινά μέτρα όπως αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως, μολονότι η Επιτροπή έχει επανειλημμένως ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά κρατών μελών λόγω παραβάσεως διαφόρων υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στην Ένωση, οι δε παραβάσεις τις οποίες αφορούσαν οι προσφυγές αυτές μπορούσαν, κατά κανόνα, να καταλογιστούν σε συγκεκριμένο όργανο του οικείου κράτους μέλους.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι εθνικές διατάξεις των οποίων ζητεί την αναστολή (στο εξής: επίμαχες εθνικές διατάξεις) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, οπότε μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των ζητουμένων προσωρινών μέτρων.

29      Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ [απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών), C-558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Βάσει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών δυνάμενων να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς [απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών), C-558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31      Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C-619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο ανατίθεται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό [απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C-619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των εν λόγω οργάνων έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών επιτάσσει, ειδικότερα, οι κανόνες που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί δικαιοδοτικό έργο να περιβάλλονται τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος χρήσεως αυτού του καθεστώτος ως συστήματος πολιτικού ελέγχου του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Συνεπώς, η θέσπιση κανόνων οι οποίοι καθορίζουν, ιδίως, τόσο τις συμπεριφορές που συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα όσο και τις εφαρμοστέες επ’ αυτών κυρώσεις, προβλέπουν την παρέμβαση ανεξάρτητου οργάνου βάσει διαδικασίας που εγγυάται πλήρως τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ιδίως τα δικαιώματα άμυνας, και παρέχουν τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί σύνολο ουσιωδών εγγυήσεων για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας [απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C-619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Επομένως, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι το πειθαρχικό καθεστώς που ισχύει για τους δικαστές των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, συνάδει με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, διασφαλίζοντας ιδίως ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών που κινούνται κατά των δικαστών των εν λόγω δικαστηρίων ελέγχονται από όργανο το οποίο παρέχει το ίδιο τα συμφυή με την αποτελεσματική δικαστική προστασία εχέγγυα, μεταξύ των οποίων και το εχέγγυο της ανεξαρτησίας.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως με την οποία αμφισβητείται ο συμβατός χαρακτήρας με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ των εθνικών διατάξεων που αφορούν το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών των δικαστηρίων τα οποία καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων απτομένων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των διατάξεων που αφορούν το όργανο που είναι αρμόδιο να κρίνει πειθαρχικές υποθέσεις των εν λόγω δικαστών, να διατάσσει, δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, προσωρινά μέτρα για την αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

37      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι με τις επίμαχες εθνικές διατάξεις ανατέθηκε στο πειθαρχικό τμήμα η αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων.

38      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι τόσο το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) όσο και τα τακτικά δικαστήρια, καθόσον είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου αυτού, στο πολωνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το εν λόγω δίκαιο, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

39      Επίσης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 3 της παρούσας διατάξεως, η προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορά, μεταξύ άλλων, τον συμβατό χαρακτήρα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ των εθνικών διατάξεων σχετικά με το πειθαρχικό καθεστώς που ισχύει για τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων, ειδικότερα δε εκείνων που αφορούν το πειθαρχικό τμήμα.

40      Τέλος, όπως προκύπτει από τη σκέψη 1 της παρούσας διατάξεως, η υπό κρίση αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αναστολή της εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως (στο εξής: οριστική απόφαση).

41      Κατά συνέπεια, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διατάσσει προσωρινά μέτρα όπως αυτά που ζητεί η Επιτροπή.

42      Η περίσταση που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας ότι το Δικαστήριο δεν έχει μέχρι τούδε λάβει κανένα προσωρινό μέτρο τέτοιας φύσεως, δεν δύναται να κλονίσει την εκτίμηση αυτή. Πράγματι, ο δήθεν καινοφανής χαρακτήρας ενός προσωρινού μέτρου δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην αρμοδιότητα αυτή, διότι άλλως θα καθίστατο κενή περιεχομένου η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για τη λήψη τέτοιου είδους μέτρου.

43      Κατά δεύτερον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι τα ζητούμενα από την Επιτροπή προσωρινά μέτρα σκοπούν στην απαλλαγή ορισμένων δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) από τα καθήκοντά τους, ήτοι των δικαστών του πειθαρχικού τμήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η λήψη τέτοιου είδους μέτρων παραβιάζει την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών και θέτει σε κίνδυνο, κατά συνέπεια, τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας τους, οι οποίες προστατεύονται τόσο από την έννομη τάξη της Ένωσης όσο και από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα προσωρινά μέτρα που ζητεί η Επιτροπή, εάν διαταχθούν, δεν θα είχαν ως αποτέλεσμα την παύση των δικαστών του πειθαρχικού τμήματος από τα καθήκοντά τους, αλλά την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής των επίμαχων εθνικών διατάξεων και, κατά συνέπεια, την αναστολή της ασκήσεως από τους δικαστές αυτούς των καθηκόντων τους έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.

45      Κατά συνέπεια, και αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Δημοκρατία της Πολωνίας, η λήψη τέτοιου είδους μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών.

46      Κατά τρίτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι τα ζητούμενα από την Επιτροπή προσωρινά μέτρα όχι μόνο δεν μπορούν να διασφαλίσουν την πλήρη εκτέλεση της οριστικής αποφάσεως, αλλά, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η προσφυγή, θα καταστήσουν μάλιστα αδύνατη την εκτέλεση της οριστικής αποφάσεως, καθόσον η λήψη τους θα συνεπαγόταν πρακτικά τη διάλυση του πειθαρχικού τμήματος.

47      Εντούτοις, πέραν του ότι η λήψη των προσωρινών μέτρων που ζήτησε η Επιτροπή δεν συνεπάγεται τη διάλυση του πειθαρχικού τμήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεχθεί, στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως, την αιτίαση της Επιτροπής με την οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει την ανεξαρτησία του εν λόγω τμήματος, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, να προσαρμόσει την εθνική νομοθεσία του προκειμένου να διασφαλίζεται η εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων από όργανο το οποίο τηρεί την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

48      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφασίσει να διατάξει τα ζητούμενα από την Επιτροπή προσωρινά μέτρα, αυτά ουδόλως θα εμποδίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οριστικής αποφάσεως.

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

50      Το άρθρο 160, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν «το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται».

51      Επομένως, προσωρινό μέτρο μπορεί να διαταχθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η λήψη του δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών (fumus boni juris) και ότι το μέτρο αυτό είναι επείγον, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθεί και να παραγάγει τα αποτελέσματά του πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων απορρίπτεται σε περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων αυτών (διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του fumus boni juris

52      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση περί fumus boni juris πληρούται εφόσον ένας τουλάχιστον από τους λόγους που προβάλλει ο αιτών τη λήψη προσωρινών μέτρων διάδικος προς στήριξη της κύριας προσφυγής του δεν στερείται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού ερείσματος. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, οσάκις ένας από τους προβληθέντες λόγους καταδεικνύει την ύπαρξη σύνθετων νομικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση δεν είναι προφανής και απαιτεί, ως εκ τούτου, ενδελεχή εξέταση στην οποία δεν μπορεί να προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο της επί της ουσίας κύριας διαδικασίας, ή οσάκις η μεταξύ των διαδίκων κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία αναδεικνύει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαμάχης της οποίας η επίλυση δεν είναι προφανής [διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου, C-646/19 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1149, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Εν προκειμένω, για να αποδειχθεί η ύπαρξη fumus boni juris, η Επιτροπή επικαλείται λόγο ο οποίος αντιστοιχεί στη δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου που προβάλλεται στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως και κατά τον οποίο η Δημοκρατία της Πολωνίας, μη διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

54      Προς τούτο, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει, μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 67), και της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 77), προβάλλει ορισμένα στοιχεία καταδεικνύοντα, κατά την άποψή της, την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του πειθαρχικού τμήματος.

55      Κατά πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σύσταση του πειθαρχικού τμήματος συνέπεσε με την τροποποίηση των κανόνων σχετικά με τον διορισμό των μελών του KRS και προσθέτει ότι η τροποποίηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση του συνταγματικού αυτού οργάνου, το οποίο μετέχει στη διαδικασία επιλογής των δικαστών στην Πολωνία και είναι επιφορτισμένο με τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών της χώρας.

56      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι με το άρθρο 6 του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων διεκόπη η τρέχουσα θητεία των μελών του KRS και ότι, σύμφωνα με το νέο άρθρο 9 bis του νόμου περί του KRS, η Δίαιτα επέλεξε δεκαπέντε δικαστές του εν λόγω συνταγματικού οργάνου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της επιρροής της νομοθετικής εξουσίας στη λειτουργία του εν λόγω οργάνου και, κατά συνέπεια, στη διαδικασία διορισμού των δικαστών στο πειθαρχικό τμήμα.

57      Κατ’ εφαρμογήν των νομοθετικών αυτών τροποποιήσεων, το KRS αποτελείται επί του παρόντος από δεκαπέντε δικαστές οι οποίοι επελέγησαν από τη Δίαιτα, τέσσερα μέλη τα οποία είναι βουλευτές και διορίστηκαν από τη Δίαιτα, δύο μέλη τα οποία διορίστηκαν από την Senat (Γερουσία) και επελέγησαν εκ των γερουσιαστών, από έναν εκπρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, από έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Δικαιοσύνης και από δύο μέλη τα οποία διορίζονται αυτοδικαίως, ήτοι τον πρώτο πρόεδρο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και τον πρόεδρο του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία). Επομένως, είκοσι τρία από τα είκοσι πέντε μέλη του KRS έχουν διοριστεί από νομοθετικές ή εκτελεστικές αρχές ή εκπροσωπούν τέτοιου είδους αρχές.

58      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι όλοι οι δικαστές του πειθαρχικού τμήματος διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατόπιν προτάσεως του KRS, του οποίου η σύνθεση περιγράφηκε στην προηγούμενη σκέψη.

59      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο εθνικός νομοθέτης απέκλεισε τη δυνατότητα διορισμού, ως μέλους του πειθαρχικού τμήματος, δικαστή ο οποίος ήδη υπηρετεί στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), κατά τρόπο ώστε μόνο νέοι δικαστές οι οποίοι διορίστηκαν κατόπιν προτάσεως του KRS μπορούσαν να μετάσχουν στη σύνθεση του εν λόγω τμήματος.

60      Κατά τρίτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το πειθαρχικό τμήμα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό οργανωτικής και οικονομικής αυτονομίας εντός του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Χάριν παραδείγματος, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 20 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι εξουσίες που κανονικά διαθέτει ο πρώτος πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) έναντι των δικαστών του εν λόγω δικαστηρίου ασκούνται, όσον αφορά συγκεκριμένα τους δικαστές του πειθαρχικού τμήματος, από τον πρόεδρο του τελευταίου. Ομοίως, παρόμοιες ειδικές εξουσίες αφορούν την οικονομική αυτονομία του πειθαρχικού τμήματος.

61      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από τη συνδυασμένη εξέταση των προαναφερθέντων στοιχείων, καθώς και από την ταυτόχρονη εισαγωγή τους στο πολωνικό δίκαιο, προκύπτει δομική ρήξη, η οποία εμποδίζει την εξάλειψη κάθε εύλογης αμφιβολίας ως προς την ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την αμεροληψία του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων επί των οποίων είναι αρμόδιο να αποφανθεί.

62      Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 9a του νόμου περί του KRS, δεν εγγυώνται ούτε την ανεξαρτησία ούτε την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος και, ως εκ τούτου, αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

63      Τέλος, κατά την άποψη της Επιτροπής, το βάσιμο του νομικού συλλογισμού της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου λόγου της προσφυγής λόγω παραβάσεως επιβεβαιώνεται από τη συνδυασμένη ερμηνεία της αποφάσεως A. K. και της αποφάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2019 του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

64      Προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση περί fumus boni juris, επισημαίνεται ότι η δεύτερη αυτή αιτίαση αφορά το ζήτημα κατά πόσο το πειθαρχικό τμήμα πληροί την απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία απορρέει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

65      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεώς τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (απόφαση A. K., σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Σύμφωνα με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, η ανεξαρτησία των δικαστηρίων πρέπει να διασφαλίζεται έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Συναφώς, επιβάλλεται οι δικαστές να προφυλάσσονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι κανόνες που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη πρέπει, ειδικότερα, να καθιστούν δυνατόν να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών (απόφαση A. K., σκέψεις 124 και 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Στην απόφαση A. K., το Δικαστήριο κλήθηκε να προσδιορίσει το περιεχόμενο των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας στο πλαίσιο της συστάσεως ενός οργάνου, όπως το πειθαρχικό τμήμα.

68      Όσον αφορά, καταρχάς, τις συνθήκες υπό τις οποίες διορίσθηκαν τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος, το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι οι δικαστές του εν λόγω τμήματος διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατόπιν προτάσεως του KRS, έκρινε, στις σκέψεις 137 και 138 της αποφάσεως A. K., στηριζόμενο ιδίως στις σκέψεις 115 και 116 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-619/18, EU:C:2019:531), ότι, μολονότι η παρέμβαση του KRS στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας δύναται να συμβάλει προκειμένου η διαδικασία αυτή να καταστεί αντικειμενική, οριοθετώντας τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση της ανατεθείσας σε αυτόν αρμοδιότητας, τούτο, ωστόσο, ισχύει μόνον εφόσον, μεταξύ άλλων, το ίδιο το KRS είναι αρκούντως ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και έναντι του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

69      Ως προς το σημείο αυτό, στις σκέψεις 142 έως 145 της αποφάσεως A. K. το Δικαστήριο εντόπισε στοιχεία, με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία, συνολικά θεωρούμενα, μπορούν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία οργάνου όπως το KRS.

70      Ειδικότερα, στη σκέψη 143 της αποφάσεως A. K., το Δικαστήριο μνημόνευσε ρητώς τρία γεγονότα δυνάμενα να αποδειχθούν κρίσιμα για τη συνολική εκτίμηση αυτή, ιδίως δε το ότι το KRS υπό τη νέα σύνθεσή του στελεχώθηκε κατόπιν μειώσεως της χρονικής διάρκειας της τετραετούς θητείας των μελών από τα οποία απαρτιζόταν μέχρι τότε το όργανο αυτό, καθώς και το γεγονός ότι, ενώ τα δεκαπέντε μέλη του KRS που εκλέγονται μεταξύ των δικαστών εκλέγονταν προηγουμένως από τους δικαστές συναδέλφους τους, εκλέγονται πλέον από φορέα της νομοθετικής εξουσίας μεταξύ υποψηφίων που μπορούν να προταθούν, μεταξύ άλλων, από ομάδες δύο χιλιάδων πολιτών ή εικοσιπέντε δικαστών, μεταρρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα διορισμούς που αυξάνουν τον αριθμό των μελών του KRS οι οποίοι προέρχονται απευθείας από την πολιτική εξουσία ή εκλέγονται από αυτήν σε είκοσι τρία μέλη εκ των είκοσι πέντε που μετέχουν στο όργανο αυτό.

71      Στη συνέχεια και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες διορίστηκαν τα νέα μέλη του πειθαρχικού τμήματος και του ρόλου που διαδραμάτισε συναφώς το KRS, το Δικαστήριο εντόπισε, στις σκέψεις 147 έως 151 της αποφάσεως A. K., άλλα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν κατά τρόπο πλέον άμεσο το πειθαρχικό τμήμα και έκρινε, στη σκέψη 152 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, μολονότι καθένα εξ αυτών δεν δύναται, αφ’ εαυτού και εξεταζόμενο μεμονωμένα, να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του εν λόγω οργάνου, ο συνδυασμός τους μπορεί, αντιθέτως, να οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, τούτο δε κατά μείζονα λόγο εάν ο έλεγχος όσον αφορά το KRS καταδείξει έλλειψη ανεξαρτησίας του έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.

72      Ειδικότερα, στις σκέψεις 150 και 151 της αποφάσεως A. K., το Δικαστήριο μνημόνευσε, αφενός, ότι το πειθαρχικό τμήμα πρέπει να απαρτίζεται αποκλειστικώς από νεοδιοριζόμενους δικαστές, εξαιρουμένων, κατά συνέπεια, των δικαστών που ήδη υπηρετούσαν στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), και, αφετέρου, ότι το πειθαρχικό τμήμα φαίνεται, αντιθέτως προς τα λοιπά τμήματα που αποτελούν το δικαστήριο αυτό και όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 20 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να απολαύει ιδιαίτερου βαθμού αυτονομίας στο πλαίσιο του εν λόγω δικαστηρίου.

73      Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, στην απόφαση A. K. το Δικαστήριο δεν απεφάνθη ότι οι εθνικές διατάξεις που αφορούν το πειθαρχικό τμήμα και εκείνες που τροποποίησαν τους κανόνες σχετικά με τη σύνθεση του KRS δεν συνάδουν με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ, αλλά έκρινε ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στις απαιτούμενες προς τούτο εκτιμήσεις.

74      Ωστόσο, ως προς αυτό, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, επί του συμβατού διατάξεων του εθνικού δικαίου ή εθνικής πρακτικής με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που παρέχουν στο εν λόγω δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Pannon Gép Centrum, C-368/09, EU:C:2010:441, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, στη σκέψη 132 της αποφάσεως A. K. το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι περιορίστηκε στην εξέταση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, παρέχοντας ερμηνεία που θα ήταν χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο απέκειτο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των ερμηνευτικών στοιχείων που παρέσχε το Δικαστήριο, το συμβατό των μνημονευόμενων στη σκέψη 73 της παρούσας διατάξεως εθνικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να αποφανθεί επί των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιόν του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Pannon Gép Centrum, C‑368/09, EU:C:2010:441, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Όσον αφορά, συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά, στο μέτρο που αφορούν κατ’ ουσίαν τις αρμοδιότητες του πειθαρχικού τμήματος, τη σύνθεσή του, τις συνθήκες και τη διαδικασία διορισμού των μελών του, καθώς και τον βαθμό αυτονομίας του στους κόλπους του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ο κρίσιμος χαρακτήρας τους δεν μπορεί να περιοριστεί στα πραγματικά περιστατικά που αφορούσε η απόφαση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 5ης Δεκεμβρίου 2019. Επομένως, το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η απόφαση αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή, για τον λόγο ότι εκδόθηκε εντός συγκεκριμένου πραγματικού πλαισίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

77      Πάντως, υπό το πρίσμα των στοιχείων που διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 136 έως 151 της αποφάσεως A. K., καθώς και των αποφάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 19 έως 21 της παρούσας διατάξεως, οι οποίες εκδόθηκαν από το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) στις 5 Δεκεμβρίου 2019 και στις 15 Ιανουαρίου 2020 μετά την έκδοση της αποφάσεως A. K., δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ πρώτης όψεως, το ενδεχόμενο οι επίμαχες εθνικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 9 bis του νόμου περί του KRS, να παραβιάζουν την υποχρέωση που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ να εγγυάται ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν δικαστές του (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων ελέγχονται από όργανο το οποίο πληροί τις συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την απαίτηση περί ανεξαρτησίας.

78      Κατά συνέπεια, χωρίς το Δικαστήριο να αποφαίνεται στο παρόν στάδιο επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως, κάτι που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστή της κύριας προσφυγής, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων που προέβαλε η Επιτροπή και των ερμηνευτικών στοιχείων που παρέχονται, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531), και την απόφαση A. K., τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου λόγου της προσφυγής λόγω παραβάσεως, στην οποία στηρίζεται η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, δεν στερούνται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού ερείσματος, υπό την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 52 της παρούσας διατάξεως νομολογίας.

79      Το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η προϋπόθεση περί fumus boni juris πληρούται ως προς το σύνολο των αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου της προσφυγής λόγω παραβάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

80      Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων, το οποίο περιορίζεται στην αναστολή της εφαρμογής των εθνικών διατάξεων τις οποίες αφορά η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου της προσφυγής λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη fumus boni juris μόνον ως προς τη συγκεκριμένη αιτίαση.

81      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η προϋπόθεση περί fumus boni juris πληρούται εν προκειμένω.

 Επί του επείγοντος χαρακτήρα

82      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στην έννομη προστασία που παρέχει το Δικαστήριο. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο επείγων χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί την προσωρινή προστασία. Στον διάδικο αυτόν απόκειται να αποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί ζημία τέτοιου χαρακτήρα. Για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας δεν απαιτείται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα η επέλευση της ζημίας. Αρκεί η επέλευση αυτή να πιθανολογηθεί επαρκώς (διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Εξάλλου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εξετάσει, αποκλειστικώς και μόνον προς εκτίμηση του επείγοντος χαρακτήρα και χωρίς τούτο να συνεπάγεται οποιαδήποτε εκ μέρους του λήψη θέσεως ως προς το βάσιμο των αιτιάσεων που προβάλλει επί της ουσίας ο αιτών τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αν οι αιτιάσεις αυτές είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές. Πράγματι, η σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία της οποίας πρέπει να αποδεικνύεται η ιδιαιτέρως πιθανή επέλευση είναι η ζημία που οφείλεται, ενδεχομένως, στην απόρριψη της αιτήματος λήψεως των προσωρινών μέτρων σε περίπτωση κατά την οποία ευδοκιμήσει εν συνεχεία η κύρια προσφυγή (διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το Δικαστήριο πρέπει, για να εκτιμήσει το ζήτημα του επείγοντος χαρακτήρα, να εξετάσει αν οι εθνικές διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου λόγου της προσφυγής λόγω παραβάσεως δύνανται να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος και, επομένως, να αντιβαίνουν στην υποχρέωση που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών των εθνικών δικαστηρίων οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων απτομένων του δικαίου της Ένωσης, ελέγχονται από όργανο το οποίο πληροί τις συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις, ιδίως δε την απαίτηση περί ανεξαρτησίας.

85      Για την εκτίμηση αυτή πρέπει, εξάλλου, να ληφθεί υπόψη ότι, αφενός, το πειθαρχικό τμήμα έχει ήδη συγκροτηθεί υπό σύνθεση την οποία υπαγορεύουν οι εθνικές διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής λόγω παραβάσεως, ιδίως δε οι διατάξεις που αφορούν τον διορισμό των δικαστών που το απαρτίζουν, και, αφετέρου, το εν λόγω τμήμα έχει ήδη αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του.

86      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών διατάξεων μπορεί να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία ως προς τη λειτουργία της έννομης τάξεως της Ένωσης.

87      Συναφώς, από τις επίμαχες εθνικές διατάξεις προκύπτει ότι το πειθαρχικό τμήμα αποτελεί το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό δικαστήριο όσον αφορά τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το πρωτοβάθμιο, ενώ, όσον αφορά τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο πειθαρχικό δικαστήριο.

88      Η εγγύηση της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, ως δικαστηρίου το οποίο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων, είναι ουσιώδης για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τόσο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσο και των τακτικών δικαστηρίων, σύμφωνα και με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 34 της παρούσας διατάξεως νομολογία.

89      Επομένως, το ενδεχόμενο να μην διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως θα έχει ως αποτέλεσμα να τίθεται επίσης σε κίνδυνο, κατά την ίδια περίοδο, η ανεξαρτησία του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων.

90      Πράγματι, η προοπτική και μόνο να διατρέξουν οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων τον κίνδυνο μιας πειθαρχικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να επιληφθεί της υποθέσεως όργανο του οποίου η ανεξαρτησία δεν διασφαλίζεται, δύναται να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους. Συναφώς, δεν έχει σημασία ούτε ο αριθμός των διαδικασιών που έχουν πράγματι κινηθεί κατά των δικαστών αυτών μέχρι σήμερα ούτε και η έκβασή τους.

91      Σύμφωνα, όμως, με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 33 της παρούσας διατάξεως νομολογία, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων έχει πρωταρχική σημασία για τη διασφάλιση της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης.

92      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, επομένως, ότι το ενδεχόμενο να μην διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δύναται να προκαλέσει σοβαρή, και ως εκ της φύσεώς της, ανεπανόρθωτη ζημία στην έννομη τάξη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ως προς τα δικαιώματα που παρέχονται στους πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, καθώς και ως προς τις κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ αξίες στις οποίες βασίζεται η Ένωση, ιδίως δε εκείνη του κράτους δικαίου. (πρβλ. διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψεις 68, 70 και 71).

93      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών διατάξεων, στο μέτρο που με αυτές ανατίθεται σε όργανο του οποίου η ανεξαρτησία δεν μπορεί να διασφαλιστεί, εν προκειμένω στο πειθαρχικό τμήμα, η αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των τακτικών δικαστηρίων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην έννομη τάξη της Ένωσης.

94      Το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η προϋπόθεση περί επείγοντος χαρακτήρα δεν πληρούται εν προκειμένω, για τον λόγο ότι η Επιτροπή καθυστέρησε να προβεί στις ενέργειες για την άρση της προβαλλόμενης παραβάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

95      Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, με την οποία συνδέεται η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εντάσσεται σε μια σειρά μέτρων τα οποία έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά το σύνολο των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε η Δημοκρατία της Πολωνίας από το 2015 σχετικά με το δικαστικό σύστημα, στα οποία περιλαμβάνεται και η έκδοση, στις 20 Δεκεμβρίου 2017, αιτιολογημένης πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, [ΣΕΕ] σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία [COM(2017) 835 τελικό], στην οποία το θεσμικό όργανο εξέθεσε, μεταξύ άλλων, τα προβλήματα που ήγειραν οι εθνικές διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής λόγω παραβάσεως ως προς την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

96      Δεν μπορεί να γίνει δεκτός ούτε και ο ισχυρισμός της Δημοκρατίας της Πολωνίας με τον οποίο αρνείται τον επείγοντα χαρακτήρα της υποθέσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή υπέβαλε την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων τρεις μήνες αφότου άσκησε την προσφυγή λόγω παραβάσεως.

97      Πράγματι, επισημαίνεται καταρχάς ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής λόγω παραβάσεως, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή είχαν ενημερωθεί για την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως A. K.

98      Στο μέτρο, όμως, που η απόφαση αυτή έθετε το ζήτημα της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, ήταν εύλογο η Επιτροπή, πριν υποβάλει την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, να αναμείνει την απάντηση του Δικαστηρίου επί του σχετικού ερωτήματος και, ενδεχομένως, να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως στην Πολωνία.

99      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την κατάθεση της προσφυγής λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή ζήτησε ταυτοχρόνως την εκδίκαση της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 133, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον λόγο, ιδίως, ότι οι προβαλλόμενες με την προσφυγή παραβάσεις έχουν συστημικό χαρακτήρα, η δε εξέταση της υποθέσεως εντός συντόμου χρονικού διαστήματος θα εξυπηρετούσε την ασφάλεια δικαίου προς το συμφέρον τόσο της Ένωσης όσο και του οικείου κράτους μέλους.

100    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αίτηση δεν αποδεικνύει την έλλειψη του επείγοντος.

101    Πράγματι, ουδόλως σχετίζεται το ζήτημα αν πρέπει να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως κατά την ταχεία διαδικασία με το ζήτημα αν τα προσωρινά μέτρα των οποίων ζητήθηκε η λήψη στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής έχουν χαρακτήρα επείγοντος, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής ζημίας στον διάδικο που τα ζητεί [διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2018, Wall Street Systems UK κατά ΕΚΤ, C-576/17 P (R) και C‑576/17 P (R)-R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:208, σκέψη 51].

102    Στο πλαίσιο αυτό, η ταχεία διαδικασία μπορεί να μην εφαρμόζεται όταν ο ευαίσθητος και σύνθετος χαρακτήρας των νομικών ζητημάτων που εγείρει μια υπόθεση δυσχερώς συμβιβάζεται με την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής, ιδίως όταν δεν κρίνεται σκόπιμη η σύντμηση της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2017, Weiss κ.λπ., C-493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:792, σκέψη 13). Επισημαίνεται, όμως, ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

103    Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση περί επείγοντος χαρακτήρα.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

104    Στην πλειονότητα των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων, τόσο η παροχή όσο και η απόρριψη του αιτήματος αναστολής εκτελέσεως δύνανται να παραγάγουν, σε ορισμένο βαθμό, ορισμένα αποτελέσματα οριστικού χαρακτήρα, απόκειται δε στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ο οποίος έχει επιληφθεί αιτήματος αναστολής, να σταθμίσει τους κινδύνους που ενέχει καθεμία από τις πιθανές λύσεις. Συγκεκριμένα, τούτο προϋποθέτει ιδίως την εξέταση του ζητήματος αν το συμφέρον του αιτούντος τη λήψη των προσωρινών μέτρων να τύχει της αναστολής εκτελέσεως των εθνικών διατάξεων κατισχύει ή όχι του συμφέροντος στην άμεση εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Κατά την οικεία εξέταση πρέπει να κριθεί αν ενδεχόμενη κατάργηση των διατάξεων αυτών, αφού το Δικαστήριο δεχθεί την κύρια προσφυγή, θα καθιστούσε δυνατόν να αρθεί η κατάσταση που θα προκληθεί από την άμεση εκτέλεσή τους και, αντιστρόφως, σε ποιο βαθμό η αναστολή ενδέχεται να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τις εν λόγω διατάξεις σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής (διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την προσφυγή λόγω παραβάσεως αφού αρνηθεί να διατάξει τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα, θα θιγεί συστημικά η εύρυθμη λειτουργία της έννομης τάξεως της Ένωσης και θα προσβληθούν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, εάν το Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή λόγω παραβάσεως έχοντας διατάξει προηγουμένως τη λήψη των προσωρινών μέτρων, τούτο θα έχει ως μόνη συνέπεια την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας του πειθαρχικού τμήματος.

106    Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των ζητουμένων προσωρινών μέτρων θα υποχρέωνε την πολωνική νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να λάβει μέτρα τα οποία θα είχαν στην πράξη το αποτέλεσμα να διαλυθεί ένα όργανο της δικαστικής εξουσίας, το οποίο ασκεί σύμφωνα με τον νόμο τα συνδεόμενα με την απονομή της δικαιοσύνης διαρθρωτικά του καθήκοντα. Επομένως, η εφαρμογή των εν λόγω προσωρινών μέτρων θα έθιγε τις θεμελιώδεις δομικές αρχές του πολωνικού κράτους, καθόσον θα κλόνιζε, στα μάτια των πολιτών, την εντύπωση περί ανεξαρτησίας του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

107    Η εφαρμογή των ζητουμένων προσωρινών μέτρων θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα, κατά την καθής, την αναστολή των δραστηριοτήτων ενός τμήματος του οποίου ο προϋπολογισμός εκτελείται από τον πρόεδρό του, χωριστά από τον προϋπολογισμό των λοιπών τμημάτων του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Ομοίως, θα εξέλειπε ο λόγος εργασίας των υπαλλήλων που είναι υπεύθυνοι για τις διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες του εν λόγω φορέα.

108    Τέλος, η εφαρμογή τέτοιου είδους μέτρων θα έθιγε δικαιώματα πολιτών των οποίων οι υποθέσεις εκκρεμούν σε δικαστήριο που είχε προηγουμένως συσταθεί κατά τον νόμο.

109    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας διατάξεως, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

110    Εν συνεχεία, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 44 και 47 της παρούσας διατάξεως, η λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων δεν θα επιφέρει τη διάλυση του πειθαρχικού τμήματος ούτε και, κατ’ επέκταση, την κατάργηση των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών του, αλλά την προσωρινή αναστολή της δραστηριότητάς του έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.

111    Εξάλλου, στο μέτρο που η λήψη των εν λόγω μέτρων συνεπάγεται ότι η εκδίκαση των εκκρεμών ενώπιον του πειθαρχικού τμήματος υποθέσεων θα πρέπει να ανασταλεί έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, η ζημία λόγω της αναστολής της εκδικάσεως των εν λόγω υποθέσεων για τους πειθαρχικά διωκόμενους πολίτες είναι μικρότερη από εκείνην που οφείλεται στην εξέταση των εν λόγω υποθέσεων από όργανο, εν προκειμένω από το πειθαρχικό τμήμα, του οποίου η έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να αποκλειστεί.

112    Τέλος, οι δημοσιονομικής φύσεως δυσχέρειες, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων και τις οποίες επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν μπορούν να υπερισχύσουν του κινδύνου βλάβης του γενικού συμφέροντος της Ένωσης υπό το πρίσμα της εύρυθμης λειτουργίας της έννομης τάξεώς της.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων συνηγορεί υπέρ της λήψεως των προσωρινών μέτρων που ζήτησε η Επιτροπή.

114    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση προσωρινών μέτρων την οποία υπέβαλε η Επιτροπή και η οποία διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) διατάσσει:

1)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεούται, αμέσως και έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C-791/19,

–        να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3, σημείο 5, του άρθρου 27 και του άρθρου 73, παράγραφος 1, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5), όπως έχει τροποποιηθεί, στις οποίες στηρίζεται η αρμοδιότητα του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) να εκδικάζει, τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ’ έφεση, πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν δικαστές·

–        να μη διαβιβάσει τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας που καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982), και

–        να γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως του Δικαστηρίου περί της λήψεως των προσωρινών μέτρων που ζητήθηκαν, όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.