Language of document : ECLI:EU:C:2018:715

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2004/39/ΕΚ – Άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3 – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως τηρήσεως επαγγελματικού απορρήτου η οποία βαρύνει τις εθνικές χρηματοπιστωτικές εποπτικές αρχές – Απόφαση διαπιστώνουσα ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας – Περίπτωση που εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 47 και 48 – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο»

Στην υπόθεση C‑358/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour administrative (διοικητικό εφετείο, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

UBS Europe SE, πρώην UBS (Luxembourg) SA,

Alain Hondequin κ.λπ.

παρισταμένων των:

DV,

EU,

Commission de surveillance du secteur financier (CSSF),

Ordre des avocats du barreau de Luxembourg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano, Aντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, E. Levits, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η UBS Europe SE, εκπροσωπούμενη από τους M. Elvinger και L. Arpetti, avocats,

–        οι Alain Hondequin κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους V. Hoffeld και P. Urbany, avocats, καθώς και από την E. Fronczak, advocate,

–        οι DV και EU, εκπροσωπούμενοι από τον J.-P. Noesen, avocat,

–        η Commission de surveillance du secteur financier (CSSF), εκπροσωπούμενη από τους A. Rodesch και P. Sondhi, avocats,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, J. Möller και D. Klebs,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη N. Grünberg,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Γεωργιάδη και τη Z. Χατζηπαύλου,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, J. Rius και I.V. Rogalski,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1), σε συνδυασμό με τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασιών τριτανακοπής που κίνησε η εταιρία UBS Europe SE, πρώην UBS (Luxembourg) SA (στο εξής: UBS), καθώς και οι Alain Hondequin κ.λπ., κατά της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2014 του Cour administrative (διοικητικού εφετείου) (Λουξεμβούργο), το οποίο αποφάνθηκε επί της εφέσεως που άσκησαν οι DV και EU κατά της αποφάσεως της 5ης Ιουνίου 2014 του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου) (Λουξεμβούργο), σχετικά με την άρνηση της Commission de surveillance du secteur financier (χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής, στο εξής: CSSF) να γνωστοποιήσει ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ DV και CSSF κατόπιν της αποφάσεως της τελευταίας με την οποία αυτή έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 63 της οδηγίας 2004/39 έχουν ως εξής:

«(2)      […] [Π]ρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα, ως ενιαία αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. […]

[…]

(63)      […] Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες παραβάσεις ή πιθανολογούμενες παραβάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία ορισμένων δικαιωμάτων.»

4        Υπό τον τίτλο II της οδηγίας 2004/39, σχετικά με τους «Όρους για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων», το άρθρο 8 αυτής, με τίτλο «Ανάκληση της άδειας», προβλέπει, στο στοιχείο γʹ, ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας κάθε επιχειρήσεως που δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της είχε χορηγηθεί η άδεια αυτή.

5        Υπό τον ίδιο τίτλο II, το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχείρηση», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα της επιχείρησης επενδύσεων να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να εξασφαλίζεται η υγιής και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων.

[…]

3.      Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί για την εντιμότητα και την πείρα των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση επενδύσεων, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στη διοίκηση της επιχείρησης αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.

[…]»

6        Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία», ορίζει, στην παράγραφο 1 αυτού, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με τρόπο που τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με αυτές τις υποχρεώσεις.»

7        Το άρθρο 50 της οδηγίας 2004/39, με τίτλο «Εξουσίες των αρμόδιων αρχών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

[…]

2.      Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα δικαιώματα:

α)      να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του,

β)      να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να ανακρίνουν οποιοδήποτε πρόσωπο για τη συγκέντρωση πληροφοριών,

[…]

ιβ)      να ζητούν την άσκηση ποινικής δίωξης,

[…]»

8        Το άρθρο 51 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Διοικητικές κυρώσεις», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των διαδικασιών για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.»

9        Το άρθρο 52 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου. […]»

10      Κατά το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39, με τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο»:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

2.      Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3.      Με την επιφύλαξη των υποθέσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για το σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι υπόψη πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

4.      Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, [οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κινητών αξιών (ΟΣΕΚΑ)], ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές εταιρείες, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, ή διαφορετικά με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.

5.      Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμοδία αρχή άλλου κράτους μέλους.»

11      Το άρθρο 56 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Υποχρέωση συνεργασίας», προβλέπει τα εξής, στην παράγραφο 1:

«Οι αρμόδιες αρχές διαφορετικών κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται από την παρούσα οδηγία είτε από την εθνική νομοθεσία.

Οι αρμόδιες αρχές επικουρούν τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

[…]»

 Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

12      Το άρθρο 19 του νόμου της 5ης Απριλίου 1993 περί του χρηματοπιστωτικού τομέα (Mémorial A 1993, σ. 462), με τίτλο «Εντιμότητα και επαγγελματική πείρα», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Προκειμένου να λάβουν σχετική άδεια, τα φυσικά πρόσωπα και, στην περίπτωση των νομικών προσώπων, τα μέλη των οργάνων διοικήσεως, διαχειρίσεως και εποπτείας, καθώς και οι μέτοχοι ή οι εταίροι περί των οποίων γίνεται λόγος στο προηγούμενο άρθρο, πρέπει να έχουν τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας. Η εντιμότητα εκτιμάται βάσει του ποινικού μητρώου και όλων των στοιχείων τα οποία πιστοποιούν την υπόληψη των ενδιαφερομένων και αποδεικνύουν ότι αυτοί έχουν όλα τα εχέγγυα άμεμπτης ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους.»

13      Το άρθρο 32 του νόμου της 13ης Ιουλίου 2007 περί των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων και περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, της οδηγίας 2004/39 (Mémorial A 2007, σ. 2076), με τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο της CSSF», προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Κάθε άτομο που ασκεί ή άσκησε δραστηριότητα για τη [CSSF], καθώς και οι εγκεκριμένοι ορκωτοί ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που ενεργούν κατ’ εντολή της [CSSF], υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 16 του τροποποιημένου νόμου της 23ης Δεκεμβρίου 1998 περί συστάσεως χρηματοπιστωτικής εποπτικής επιτροπής. Το εν λόγω απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων δεν μπορούν να κοινοποιούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας κανενός επιχειρηματία ή μετέχοντος σε ρυθμιζόμενη αγορά, [πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεως (multilateral trading facility – MTF)] ή άλλου ενδιαφερόμενου ή οποιουδήποτε άλλου συστήματος, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις του παρόντος τίτλου.

[…]

(3)      Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, η [CSSF] μπορεί να χρησιμοποιεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση στο πλαίσιο του παρόντος τίτλου μόνο για την άσκηση καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του παρόντος τίτλου ή στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που αφορούν ειδικά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2010, η CSSF διέταξε τον DV να παραιτηθεί από κάθε θέση που κατείχε το συντομότερο δυνατό, για τον λόγο ότι δεν ήταν πλέον άξιος εμπιστοσύνης και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον ικανός να ασκεί στο πλαίσιο επιβλεπόμενης επιχειρήσεως καθήκοντα διευθύνοντος ή άλλα καθήκοντα των οποίων η άσκηση εξαρτάται από σχετική άδεια. Η CSSF αιτιολόγησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, με τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο DV στη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας Luxalpha Sicav (στο εξής: Luxalpha).

15      Με δικόγραφα που κατέθεσε στις 26 Φεβρουαρίου και στις 31 Μαρτίου 2010 ενώπιον του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου) (Λουξεμβούργο), ο DV άσκησε προσφυγή ζητώντας τη μεταρρύθμιση ή, άλλως, την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως της CSSF.

16      Στις 11 Νοεμβρίου 2010 ο DV ζήτησε από τη CSSF, στο πλαίσιο των εν λόγω εκκρεμών επί του παρόντος διαφορών, την ανακοίνωση ενός εγγράφου της 27ης Ιανουαρίου 2009 που είχε απευθύνει η UBS στη CSSF, κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών της τελευταίας, της 31ης Δεκεμβρίου 2008, στο πλαίσιο της «υποθέσεως Madoff». Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2010, η CSSF απέρριψε το αίτημα αυτό. Στις 10 Ιανουαρίου 2011 ο DV άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση ή, άλλως, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής της CSSF. Στις 15 Δεκεμβρίου 2011 το tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) διέταξε τη CSSF να του γνωστοποιήσει το ως άνω έγγραφο. Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2012, το tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) έκρινε την προσφυγή του DV εν μέρει βάσιμη και, επομένως, ακύρωσε την απόφαση της CSSF, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, με την οποία η αρχή αυτή είχε αρνηθεί την ανακοίνωση του προαναφερθέντος εγγράφου της 27ης Ιανουαρίου 2009, με εξαίρεση ορισμένες πληροφορίες.

17      Στις 26 Φεβρουαρίου 2013 ο DV ζήτησε από τη CSSF, πάντοτε στο πλαίσιο των διαφορών των κυρίων δικών, την ανακοίνωση διαφόρων εγγράφων, περιλαμβανομένου του «εγγράφου της CSSF της 31ης Δεκεμβρίου 2008 προς την [UBS] και του ερωτηματολογίου του», καθώς και «του συνόλου των ερευνών ή/και των οδηγιών εκ μέρους της CSSF στο πλαίσιο της υποθέσεως Madoff, φάκελος Luxalpha, και των παραληφθέντων με την ευκαιρία αυτή εγγράφων». Κατά τον DV, τα ως άνω έγγραφα περιέγραφαν με σαφήνεια τον ρόλο της UBS στη σύσταση και τη λειτουργία της Luxalpha, λόγος για τον οποίο αυτά ήταν αναγκαία για να γίνει αντιληπτός ο ρόλος των διαφόρων ατόμων που συνέπραξαν στη σύσταση της εν λόγω εταιρίας.

18      Με απόφαση της 9ης Απριλίου 2013, η CSSF αρνήθηκε την ανακοίνωση των ζητούμενων εγγράφων, ιδίως με την αιτιολογία ότι αυτά δεν περιλαμβάνονταν στον διοικητικό φάκελο σχετικά με τον DV, ότι καλύπτονταν από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία η ίδια υπέχει, ότι ουδέποτε κατά τη διοικητική διαδικασία σε βάρος του DV είχε επικαλεστεί τα ζητούμενα έγγραφα και ότι η αίτηση του DV δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένη.

19      Στις 5 Ιουνίου 2013 ο DV άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και, επικουρικώς, τη μεταρρύθμιση της ως άνω αποφάσεως της CSSF. Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 7 Ιουνίου 2013 ενώπιον του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου), ο EU δήλωσε ότι επιθυμούσε να παρέμβει εκουσίως στη διαδικασία επειδή είχε κινηθεί σε βάρος του, όπως και έναντι του DV, διοικητική διαδικασία με την οποία του είχε επιβληθεί κύρωση, μεταξύ άλλων, για τον ρόλο του στη σύσταση και τη λειτουργία της Luxalpha. Ο EU εξήγησε επίσης ότι άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως της CSSF που διαπίστωσε ότι ο ίδιος δεν είχε πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας, καθώς και ότι χρειαζόταν, στο πλαίσιο της εν λόγω ένδικης υποθέσεως, διάφορα έγγραφα τα οποία η CSSF αρνείτο να του ανακοινώσει.

20      Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, το tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο), αφού επέτρεψε την εκούσια παρέμβαση του EU στη διαφορά, διέταξε τη CSSF να του γνωστοποιήσει το έγγραφο που είχε απευθυνθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2008 στην UBS στο πλαίσιο της «υποθέσεως Madoff» και απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο DV.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 26 Ιουνίου 2014, οι DV και EU άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου) ενώπιον του Cour administrative (διοικητικού εφετείου).

22      Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014, το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) έκρινε την έφεση των DV και EU εν μέρει βάσιμη και υποχρέωσε τη CSSF να καταθέσει, στο πλαίσιο των διαφορών των κυρίων δικών, το σύνολο των ερευνών ή των οδηγιών εκ μέρους της CSSF στο πλαίσιο της «υποθέσεως Madoff», ειδικότερα σχετικά με το μέρος που αφορά τη Luxalpha, και των εγγράφων που είχε λάβει στο πλαίσιο αυτό.

23      Με την απόφαση αυτή το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) επισήμανε, ειδικότερα, ότι, σε μια διαδικασία σχετική με διοικητική κύρωση, ιδιαίτερα όταν αυτή προσομοιάζει με διαδικασία ποινικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στο Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όπως η επίμαχη εν προκειμένω, κανένα απόρρητο στοιχείο δεν μπορεί να αντιτάσσεται, καταρχήν, έναντι του ατόμου που αμύνεται κατά κατηγορίας σε βάρος του ή που ασκεί προσφυγή κατά της κυρώσεως που του έχει επιβληθεί. Ως εκ τούτου, όταν η διοίκηση στηρίζεται σε έγγραφο που αφορά επίσης τρίτον, αυτή μπορεί να επικαλεστεί το επαγγελματικό απόρρητο έναντι του διοικουμένου μόνον εντός πολύ αυστηρών ορίων, διότι άλλως θίγονται τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου. Το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) υπογράμμισε ακόμη ότι εναπόκειται στη διοίκηση, που πρέπει καταρχήν να καταθέσει στην ενώπιόν του δικογραφία τον πλήρη διοικητικό φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα που αφορούν την προσβαλλόμενη πράξη, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ένα ζητούμενο απαλλακτικό έγγραφο δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Εν προκειμένω, όμως, η CSSF περιορίστηκε να επικαλεστεί το επαγγελματικό απόρρητο χωρίς να εκθέσει λεπτομερώς τους επιτακτικούς λόγους που της απαγορεύουν να θέσει στη διάθεση του DV το σύνολο των εγγράφων που ήταν, όπως φαίνεται, a priori χρήσιμα για την άμυνά του κατά της εις βάρος του κυρώσεως.

24      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 23 Οκτωβρίου 2015 και στις 3 Μαρτίου 2016 ενώπιον του Cour administrative (διοικητικού εφετείου), αντιστοίχως, η UBS και οι Alain Hondequin κλπ., ενεργώντας υπό την ιδιότητα των πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της Luxalpha, άσκησαν τριτανακοπή κατά της εν λόγω αποφάσεως. Η UBS προσάπτει στο Cour administrative (διοικητικό εφετείο), κατ’ ουσίαν, ότι δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39.

25      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι αντιμετωπίζει δύο είδη ζητημάτων που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39. Διερωτάται, πρώτον, επί του πεδίου εφαρμογής της εξαιρέσεως «των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», η οποία περιλαμβάνεται στις παραγράφους 1 και 3 του εν λόγω άρθρου 54, υπό το πρίσμα του άρθρου 41 του Χάρτη. Διερωτάται, δεύτερον, επί του πώς πρέπει να συμβιβάσει τις απαιτήσεις και τις εγγυήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, καθώς και από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, με την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου η οποία τίθεται με το ως άνω άρθρο 54.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Καλύπτει η εξαίρεση των “περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο”, η οποία περιλαμβάνεται τόσο in fine στην παράγραφο 1 του άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39 όσο και στην αρχή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 54 –ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 41 του Χάρτη που καθιερώνει την αρχή της χρηστής διοικήσεως– περίπτωση κυρώσεως η οποία θεωρείται μεν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ως διοικητική, αλλά η οποία, εκτιμώμενη από πλευράς της ΕΣΔΑ, λογίζεται ως υπαγόμενη στο ποινικό δίκαιο, όπως η αμφισβητούμενη στην κύρια δίκη κύρωση την οποία επέβαλε η αρμόδια εθνική αρχή εποπτείας, συνιστάμενη σε διαταγή σε μέλος εθνικού δικηγορικού συλλόγου να παύσει να ασκεί στην υπηρεσία οντότητας επιβλεπόμενης από την εν λόγω αρχή διευθυντικά καθήκοντα ή άλλη δραστηριότητα για την οποία απαιτείται σχετική άδεια, επιβάλλοντάς του παράλληλα την υποχρέωση να παραιτηθεί από όλες τις σχετικές θέσεις του το συντομότερο;

2)      Καθόσον η προαναφερθείσα διοικητική κύρωση, λογιζόμενη ως τέτοια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπάγεται στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας, σε ποιο βαθμό η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία μια εθνική αρχή μπορεί να επικαλείται βάσει των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39 επηρεάζεται από τις απαιτήσεις περί δίκαιης δίκης που περιλαμβάνουν τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής, όπως προκύπτει από το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που απορρέουν παράλληλα από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ όσον αφορά τη “χρηστή απονομή της δικαιοσύνης” (την αρχή της δίκαιης δίκης) και την ύπαρξη πραγματικής προσφυγής, από κοινού, [καθώς και με] τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 48 του Χάρτη, ειδικότερα σε σχέση με τη δυνατότητα πλήρους προσβάσεως του διοικουμένου στον διοικητικό φάκελο της αρχής που επέβαλε διοικητική κύρωση, αρχή η οποία είναι παράλληλα η αρμόδια εθνική αρχή εποπτείας στον σχετικό τομέα, προκειμένου ο διοικούμενος στον οποίο επιβλήθηκε η κύρωση να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του και τα αστικά του δικαιώματα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εξαίρεση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, η οποία προβλέπεται στη διάταξη αυτή σχετικά με τις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», έχει εφαρμογή σε κατάσταση στην οποία οι αρχές τις οποίες ορίζουν τα κράτη μέλη προς άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται από την οδηγία αυτή (στο εξής: αρμόδιες αρχές) λαμβάνουν μέτρο, ή ακόμη επιβάλλουν κύρωση, που εμπίπτει στο εθνικό διοικητικό δίκαιο. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ζητεί να διευκρινιστεί σε ποιο βαθμό η εν λόγω υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου περιορίζεται εν πάση περιπτώσει από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, καθώς και από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας που προβλέπονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ερμηνευόμενων με γνώμονα τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ.

28      Πρώτον, όσον αφορά τις καταστάσεις που καλύπτονται από τον όρο «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, πρέπει να σημειωθεί ότι από το γράμμα της τελευταίας διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι αυτή απευθύνεται όχι στα κράτη μέλη, αλλά αποκλειστικά στα θεσμικά και τα λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 83, και, της 9ης Μαρτίου 2017, Doux, C‑141/15, EU:C:2017:188, σκέψη 60). Επομένως, το άρθρο 41 του Χάρτη δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

29      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ούτε το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 ούτε κάποια άλλη διάταξη αυτής περιλαμβάνει ορισμό του όρου «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που χρησιμοποιείται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου αυτού.

30      Επομένως, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 καθώς και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Drukarnia Multipress, C‑357/13, EU:C:2015:253, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Πρέπει να υπομνησθεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή αποσκοπεί στην επίτευξη του απαιτούμενου βαθμού εναρμονίσεως που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα παράσχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση με βάση την εποπτεία που ασκείται εντός της χώρας καταγωγής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 26).

32      Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 63, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2004/39 προκύπτει ότι, λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 27).

33      Έτσι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν σε μόνιμη βάση τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με τρόπο που τους παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις τους (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 28).

34      Το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 29).

35      Εξάλλου, το άρθρο 56, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές επικουρούν τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 30).

36      Η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ελέγχου της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων που στηρίζεται στην εποπτεία εντός ενός κράτους μέλους και στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών περισσότερων κρατών μελών, όπως περιγράφηκε συνοπτικά στις προηγούμενες σκέψεις, επιβάλλει να μπορούν να είναι βέβαιες τόσο οι εποπτευόμενες επιχειρήσεις όσο και οι αρμόδιες αρχές ότι οι παρεχόμενες εμπιστευτικές πληροφορίες θα διατηρήσουν καταρχήν τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 31).

37      Όπως προκύπτει ιδίως από την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 63 της οδηγίας 2004/39, χωρίς την εμπιστοσύνη αυτή θα μπορούσε να θιγεί η ομαλή διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών που απαιτούνται για την άσκηση της εποπτείας (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 32).

38      Επομένως, το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 επιβάλλει ως γενικό κανόνα την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου όχι μόνο για να προστατευθούν τα ειδικά συμφέροντα των άμεσα εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά και για να προστατευθεί το γενικό συμφέρον που συνδέεται με την ομαλή λειτουργία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων της Ένωσης (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 33).

39      Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 θέτει μια γενική αρχή απαγορεύσεως της δημοσιοποιήσεως των εμπιστευτικών πληροφοριών που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές και αναφέρει εξαντλητικώς τις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες η γενική αυτή απαγόρευση, κατ’ εξαίρεση, δεν εμποδίζει τη διαβίβασή τους ή τη χρήση τους (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 38).

40      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39 ορίζει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι αρμόδιες αρχές ισχύει «υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο».

41      Προκειμένου περί εξαιρέσεως από τη γενική αρχή της απαγορεύσεως δημοσιοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών τις οποίες κατέχουν οι αρμόδιες αρχές, οι όροι «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑346/08, EU:C:2010:213, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2004/39, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την άσκηση ποινικής διώξεως.

43      Επιπλέον, το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι, με την επιφύλαξη των διαδικασιών για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

44      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 47 και 48 των προτάσεών της, ότι το άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39, όταν προβλέπει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου μπορεί να κάμπτεται, όλως εξαιρετικώς, στις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», αναφέρεται στη διαβίβαση ή τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών με σκοπό την άσκηση διώξεων και την επιβολή κυρώσεων που κινούνται ή επιβάλλονται, αντιστοίχως, δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου.

45      Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 76, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349), που αναδιατύπωσε την οδηγία 2004/39, η οποία έκτοτε ορίζει ειδικότερα ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει «με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει το εθνικό ποινικό […] δίκαιο».

46      Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, στον οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, τα μέτρα τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όταν διαπιστώνουν ότι ένα πρόσωπο δεν ικανοποιεί πλέον τις απαιτήσεις εντιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2004/39 αποτελούν μέρος των «διαδικασιών για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας» περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, χωρίς να αποτελούν ωστόσο κυρώσεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και χωρίς η εφαρμογή τους να αφορά περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω οδηγίας.

47      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχετική με τις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» εξαίρεση από τη γενική αρχή απαγορεύσεως της δημοσιοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών τις οποίες κατέχουν οι αρμόδιες αρχές δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπως αυτή της κύριας δίκης.

48      Εντούτοις, πρέπει να εξεταστεί, δεύτερον, σε ποιο βαθμό η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 περιορίζεται εν πάση περιπτώσει από τις απαιτήσεις του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης καθώς και από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας που καθιερώνεται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ερμηνευόμενα με γνώμονα τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ.

49      Εισαγωγικώς, καθόσον το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές και το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, η ΕΣΔΑ δεν συνιστά εντούτοις, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη αυτής (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 24 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 47), προκύπτει ότι τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη εξασφαλίζουν, στο δίκαιο της Ένωσης, την προστασία που παρέχεται με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη αποκλειστικά τα εν λόγω άρθρα του Χάρτη.

51      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης προορίζονται να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, η δε εφαρμογή του δικαίου αυτού συνεπάγεται τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι επίμαχες αποφάσεις της CSSF στηρίχθηκαν σε εθνικές διατάξεις περί εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, οι διατάξεις του Χάρτη έχουν εφαρμογή σε μια τέτοια υπόθεση.

53      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει μιας γενικής ερμηνευτικής αρχής, κάθε πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις του Χάρτη (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 48).

54      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ορίζει συναφώς ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

55      Προκειμένου να διασφαλιστεί εντός της Ένωσης ο σεβασμός του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που καλύπτει το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Texdata Software, C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 78).

56      Όσον αφορά ειδικότερα την ύπαρξη δικαιώματος διασφαλιζόμενου από το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προστασία έναντι αυθαίρετων ή δυσανάλογα επαχθών επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου φυσικού ή νομικού προσώπου συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Την ως άνω προστασία μπορεί να επικαλείται ο διοικούμενος κατά βλαπτικής σε βάρος του πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψεις 51 και 52).

57      Κατά τα λοιπά, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής επιβεβαιώνεται από την ίδια την οδηγία 2004/39, το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οποίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου».

58      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά των επίμαχων αποφάσεων της CSSF ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί η νομιμότητά τους.

59      Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα δίκαιης δίκης, το οποίο εγγυάται το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί μια ειδική πτυχή του δικαιώματος δίκαιης δίκης (βλ., συναφώς, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1η Ιουνίου 2010, Gäfgen κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2010:0601JUD002297805 § 169, καθώς και απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 48). Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας καθιερώνεται επίσης στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη.

60      Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι τα δικαιώματα άμυνας πρέπει να γίνονται σεβαστά σε κάθε διαδικασία κινούμενη σε βάρος ατόμου η οποία μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική πράξη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, 85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 9· της 2ας Οκτωβρίου 2003, ARBED κατά Επιτροπής, C‑176/99 P, EU:C:2003:524, σκέψη 19, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Texdata Software, C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 83).

61      Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνιστά, εν συνεχεία, αναγκαία απόρροια της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C 254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 316, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 22).

62      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να περιέχουν περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το οικείο μέτρο και δεν αποτελούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θα προσέβαλλε την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων με τον τρόπο αυτό δικαιωμάτων (αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ., C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψη 63, καθώς και της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Texdata Software, C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 84).

63      Τέτοιοι περιορισμοί μπορούν ιδίως να αποσκοπούν στην προστασία των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας ή επαγγελματικού απορρήτου τις οποίες ενδέχεται να θίγει η πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες ή σε ορισμένα έγγραφα (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Ispas, C‑298/16, EU:C:2017:843, σκέψη 36).

64      Συναφώς, όσον αφορά ειδικότερα την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39, πρέπει να υπομνησθεί, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ότι η εν λόγω υποχρέωση αποσκοπεί να προστατεύσει όχι μόνον τα ειδικά συμφέροντα των άμεσα ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, αλλά και το γενικό συμφέρον που συνδέεται με την ομαλή λειτουργία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων της Ένωσης.

65      Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η γενική απαγόρευση δημοσιοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 αφορά τις ευρισκόμενες στην κατοχή των αρμοδίων αρχών πληροφορίες οι οποίες, πρώτον, δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα και των οποίων, δεύτερον, η δημοσιοποίηση μπορεί πιθανώς να βλάψει τα συμφέροντα του φυσικού ή νομικού προσώπου που τις προσκόμισε ή τρίτου, ή ακόμη την ομαλή λειτουργία του συστήματος ελέγχου της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων το οποίο θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης με την οδηγία 2004/39 (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 35).

66      Εξάλλου, όσον αφορά ειδικά το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι το πρόσωπο το οποία αφορά μια βλαπτική πράξη έχει τη δυνατότητα να μελετήσει το σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά του. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, πλην των επιχειρηματικών απορρήτων άλλων προσώπων, των εσωτερικών εγγράφων της αρχής που εξέδωσε την πράξη και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68, καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψη 49).

67      Όσον αφορά τα έγγραφα που πρέπει να περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, καίτοι δεν μπορεί η αρχή που ανακοινώνει τις αιτιάσεις και λαμβάνει απόφαση περί επιβολής κυρώσεως να καθορίζει μόνη τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα του ενδιαφερομένου, επιτρέπεται, ωστόσο, στην αρχή αυτή να εξαιρεί από τη διοικητική διαδικασία τα στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι κρίσιμα για την οικεία έρευνα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι το δικαίωμα γνώσεως των κρίσιμων για την άμυνα του ενδιαφερομένου εγγράφων δεν είναι απεριόριστο και απόλυτο. Αντιστρόφως, όπως παρατήρησε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεων, η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου την οποία οφείλουν να παρέχουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

69      Έτσι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος του προσώπου το οποίο αφορά μια βλαπτική πράξη να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του και, αφετέρου, των συμφερόντων που συνδέονται με την τήρηση της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να αναζητούν, αναλόγως των περιστάσεων της κάθε υποθέσεως, την ισορροπία μεταξύ των ως άνω αντικρουόμενων συμφερόντων (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec, C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψεις 51 και 52 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Επομένως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όταν μια αρμόδια αρχή επικαλείται την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία προβλέπει το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39 για να αρνηθεί την ανακοίνωση πληροφοριών που κατέχει οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον σχετικό με το πρόσωπο το οποίο αφορά μια βλαπτική πράξη φάκελο, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι πληροφορίες αυτές έχουν αντικειμενική σχέση με τις αιτιάσεις σε βάρος του και, σε περίπτωση που τούτο ισχύει, να σταθμίσει τα συμφέροντα περί των οποίων γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, προτού αποφασίσει την ανακοίνωση καθεμιάς από τις ζητούμενες πληροφορίες.

71      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβαλλόμενα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι:

–        ο όρος «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που περιλαμβάνεται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου αυτού, δεν καταλαμβάνει την περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρο, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, που συνίσταται στην επιβαλλόμενη σε ορισμένο πρόσωπο απαγόρευση να ασκεί σε μια εποπτευόμενη επιχείρηση διευθυντικά καθήκοντα ή άλλα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια, παράλληλα με την εντολή να παραιτηθεί από όλες τις θέσεις που κατέχει το συντομότερο, με την αιτιολογία ότι το πρόσωπο αυτό δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις επαγγελματικής εντιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 9 της ως άνω οδηγίας, μέτρο το οποίο καταλέγεται μεταξύ εκείνων που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II της εν λόγω οδηγίας. Πράγματι, η ως άνω διάταξη, όταν προβλέπει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου μπορεί όλως εξαιρετικώς να μην τυγχάνει εφαρμογής σε τέτοιες περιπτώσεις, αναφέρεται στη διαβίβαση ή τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών με σκοπό την άσκηση διώξεων καθώς και την επιβολή κυρώσεων που κινούνται ή επιβάλλονται, αντιστοίχως, δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου·

–        η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Ως εκ τούτου, όταν μια αρμόδια αρχή επικαλείται την εν λόγω υποχρέωση για να αρνηθεί την ανακοίνωση πληροφοριών που κατέχει οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον σχετικό με το πρόσωπο το οποίο αφορά μια βλαπτική πράξη φάκελο, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι πληροφορίες αυτές έχουν αντικειμενική σχέση με τις αιτιάσεις σε βάρος του και, σε περίπτωση που τούτο ισχύει, να σταθμίσει, αφενός, το συμφέρον του προσώπου αυτού να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του και, αφετέρου, τα συμφέροντα που συνδέονται με την τήρηση της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, προτού αποφασίσει την ανακοίνωση καθεμιάς από τις ζητούμενες πληροφορίες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι:

–        ο όρος «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που περιλαμβάνεται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου αυτού, δεν καταλαμβάνει την περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρο, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, που συνίσταται στην επιβαλλόμενη σε ορισμένο πρόσωπο απαγόρευση να ασκεί σε μια εποπτευόμενη επιχείρηση διευθυντικά καθήκοντα ή άλλα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια, παράλληλα με την εντολή να παραιτηθεί από όλες τις θέσεις που κατέχει το συντομότερο, με την αιτιολογία ότι το πρόσωπο αυτό δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις επαγγελματικής εντιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 9 της ως άνω οδηγίας, μέτρο το οποίο καταλέγεται μεταξύ εκείνων που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II της εν λόγω οδηγίας. Πράγματι, η ως άνω διάταξη, όταν προβλέπει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου μπορεί όλως εξαιρετικώς να μην τυγχάνει εφαρμογής σε τέτοιες περιπτώσεις, αναφέρεται στη διαβίβαση ή τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών με σκοπό την άσκηση διώξεων καθώς και την επιβολή κυρώσεων που κινούνται ή επιβάλλονται, αντιστοίχως, δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου·

–        η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Ως εκ τούτου, όταν μια αρμόδια αρχή επικαλείται την εν λόγω υποχρέωση για να αρνηθεί την ανακοίνωση πληροφοριών που κατέχει οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον σχετικό με το πρόσωπο το οποίο αφορά μια βλαπτική πράξη φάκελο, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι πληροφορίες αυτές έχουν αντικειμενική σχέση με τις αιτιάσεις σε βάρος του και, σε περίπτωση που τούτο ισχύει, να σταθμίσει, αφενός, το συμφέρον του προσώπου αυτού να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του και, αφετέρου, τα συμφέροντα που συνδέονται με την τήρηση της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, προτού αποφασίσει την ανακοίνωση καθεμιάς από τις ζητούμενες πληροφορίες.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.