Language of document : ECLI:EU:F:2011:41

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Απριλίου 2011

Υπόθεση F‑105/09

Séverine Scheefer

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτη υπάλληλος – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Αναπροσδιορισμός του χαρακτήρα της συμβάσεως από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου – Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, που εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής, με την οποία η S. Scheefer ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2009, με την οποία επιβεβαιώθηκε ότι η σύμβασή της έκτακτης υπαλλήλου θα έληγε την 31η Μαρτίου 2009, και της αποφάσεως της 12ης Οκτωβρίου 2009 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική της ένσταση, καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου.

Απόφαση: Η απόφαση που περιέχεται στο έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2009, με το οποίο ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, αφενός, ότι δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί καμία νομικά αποδεκτή λύση επιτρέπουσα τη συνέχιση της εργασίας της στο ιατρείο του Λουξεμβούργου και, αφετέρου, ότι η σύμβασή της έκτακτης υπαλλήλου θα έληγε την 31η Μαρτίου 2001, ακυρώνεται. Το Κοινοβούλιο υποχρεώνεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ποσού των αμοιβών που θα εδικαιούτο αν είχε συνεχίσει να εργάζεται σ’ αυτό και, αφετέρου, του ποσού των αμοιβών από μισθωτές ή μη μισθωτές υπηρεσίες, των επιδομάτων ανεργίας ή κάθε άλλης αποζημίωσης υποκατάστασης που εισέπραξε πραγματικά μετά την 1η Απριλίου 2009, εις αντικατάσταση της αμοιβής που εισέπραττε ως έκτακτη υπάλληλος. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Κοινοβούλιο φέρει, εκτός των δικών του δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Αντικείμενο – Αναπροσδιορισμός του χαρακτήρα της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Έναρξη – Ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Ανανέωση μετά την πρώτη παράταση της συμβάσεως για ορισμένο χρόνο – Αναπροσδιορισμός του χαρακτήρα της συμβάσεως από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο a΄, και 8, εδ. 1· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημεία 1, στοιχείο γ΄, και 2, στοιχείο β΄)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας — Χρηματικές διαφορές κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού)

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Μολονότι ο νομικός χαρακτηρισμός μιας πράξεως εναπόκειται αποκλειστικώς στην εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων, ο εν λόγω δικαστής μπορεί να ακυρώσει μόνον τις βλαπτικές πράξεις και όχι, αυτόν καθαυτόν, τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των εν λόγω πράξεων από τον συντάκτη τους. Συνεπώς, το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αναπροσδιορίσει, στο διατακτικό της απόφασης, τον χαρακτήρα της σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου είναι απαράδεκτο.

(βλ. σκέψεις 24 και 25)

2.      Όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο εχώρησε η βλαπτική πράξη, ήτοι τον καθορισμό της ημερομηνίας από της οποίας πρέπει να υπολογιστεί η προθεσμία για την υποβολή της διοικητικής ένστασης, πρέπει να τονιστεί ότι μια σύμβαση παράγει τα αποτελέσματά της και, συνεπώς, μπορεί να επιφέρει βλαπτικές συνέπειες για τον οικείο έκτακτο υπάλληλο, από της υπογραφής της, οπότε, κατ’ αρχήν, η προθεσμία για την εμπρόθεσμη υποβολή διοικητικής ενστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, πρέπει να υπολογίζεται από του χρόνου της εν λόγω υπογραφής.

(βλ. σκέψη 48)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2002, T‑137/99 και T-18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56

ΔΔΔΕΕ: 30 Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 43

3.      Το γεγονός ότι μια οδηγία δεν δεσμεύει, αυτή καθαυτήν, τα όργανα της Ένωσης δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα όργανα αυτά πρέπει να την λαμβάνουν εμμέσως υπόψη στις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους ή το λοιπό προσωπικό τους. Επομένως, όσον αφορά την οδηγία 1999/70 σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου και τη συμφωνία-πλαίσιο που προσαρτάται σ’ αυτήν, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, σύμφωνα με το καθήκον πίστεως με το οποίο είναι επιφορτισμένα, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν στο μέτρο του δυνατού, όταν ενεργούν ως εργοδότες, τις διατάξεις του καθεστώτος που διέπει το λοιπό προσωπικό υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της συμφωνίας-πλαισίου.

(βλ. σκέψη 54)

4.      Η συμφωνία-πλαίσιο που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70 σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου καθιστά τη σταθερότητα της απασχόλησης κυρίαρχο σκοπό στον τομέα των σχέσεων εργασίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο γ΄, επιτάσσει τον καθορισμό ενός μέγιστου αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η ίδια ρήτρα προβλέπει, στο σημείο 2, στοιχείο β΄, ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι δυνατό, όταν αυτό προσήκει, να θεωρούνται ως συνηφθείσες για αόριστο χρόνο.

Κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, κάθε μεταγενέστερη ανανέωση που ακολουθεί μια πρώτη παράταση για ορισμένο χρόνο συμβάσεως ορισμένου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, μετατρέπει την εν λόγω σύμβαση σε αορίστου χρόνου και από αυτό συνάγεται ότι η εν λόγω μετατροπή πρέπει να θεωρείται ότι επέρχεται αυτοδικαίως. Όσον αφορά τα θεσμικά όργανα, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να της εξασφαλίζει ευρύ περιεχόμενο και να εφαρμόζεται αυστηρά, καθόσον, χαρακτηρίζοντας ως σύμβαση αορίστου χρόνου την τρίτη κατά σειρά συναπτόμενη σύμβαση ορισμένου χρόνου, έχει ακριβώς ως σκοπό να περιορίσει την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου για ορισμένο χρόνο.

Εξάλλου, ο εσωτερικός κανονισμός ενός οργάνου έχει λιγότερο δεσμευτική ισχύ απ’ ό,τι το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και δεν μπορεί να εμποδίσει την επαγωγή των αποτελεσμάτων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Καθεστώτος.

(βλ. σκέψεις 54 έως 56 και 60)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Προπαρατεθείσα απόφαση Aayhan κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 119 και 120

5.      Αίτημα με το οποίο ζητείται να καταβάλει το όργανο σε υπάλληλό του ποσό το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού εμπίπτει στην έννοια των χρηματικών διαφορών του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, ενώ διακρίνεται από τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά του οργάνου στο οποίο υπηρετούν. Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει, στις υποθέσεις αυτές, αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας στο πλαίσιο της οποίας καλείται να επιλύσει πλήρως τις εν λόγω διαφορές και, συνεπώς, να αποφανθεί επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του εκτάκτου υπαλλήλου, εκτός εάν αναπέμψει στο οικείο όργανο, υπό τον δικό του έλεγχο, την εκτέλεση ορισμένου μέρους της αποφάσεως υπό επακριβείς όρους τους οποίους αυτό ορίζει.

(βλ. σκέψη 68)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 65, 67 και 68

ΔΔΔΕΕ: 2 Ιουλίου 2009, F‑49/08, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 έως 42

6.      Η ακύρωση μιας πράξεως από τον δικαστή της Ένωσης εξαλείφει αναδρομικά την πράξη αυτή από την έννομη τάξη. Στις περιπτώσεις όπου η ακυρωθείσα πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της επιτάσσει την επαναφορά της νομικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν ο προσφεύγων πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, σκέψη 92