Language of document : ECLI:EU:T:2018:881

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 2018 (*)(i)

«ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Πορτογαλία – Άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 – Έλλειψη αποδείξεων περί σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας – Βασικοί έλεγχοι – Επικουρικοί έλεγχοι»

Στην υπόθεση T‑22/17,

Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την P. Estêvão καθώς και από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και J. Saraiva de Almeida,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Rechena, A. Sauka και Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2016/2018 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 312, σ. 26), καθόσον αποκλείει τις πληρωμές που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ ο αρμόδιος οργανισμός πληρωμών της Πορτογαλικής Δημοκρατίας συνολικού ύψους 1 990 810,30 ευρώ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια) και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενέκρινε το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης της αυτόνομης περιφέρειας των Αζορών (Πορτογαλία) για τα έτη 2007‑2013, το Prorural, που θεσπίστηκε από την Πορτογαλική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1).

2        Σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), η Επιτροπή οργάνωσε, μεταξύ 17ης και 21ης Ιουνίου 2013, ελέγχους στην Ponta Delgada (Πορτογαλία) σχετικά με τη θέση σε εφαρμογή του Prorural.

3        Με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, υπό τα στοιχεία Ares 3036530 (στο εξής: έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013), η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90), κοινοποίησε τις διαπιστώσεις της στις πορτογαλικές αρχές. Η Επιτροπή ενημέρωσε τις εν λόγω αρχές σχετικά με τις ελλείψεις που είχε διαπιστώσει σε σχέση με ορισμένους διοικητικούς ελέγχους που αυτές είχαν διενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1698/2005 όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ. 8), το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006 της Επιτροπής, της 7 Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1698/2005 όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2006, L 368, σ. 74).

4        Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι από τους διοικητικούς ελέγχους που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές δεν είχε καταστεί δυνατό να αξιολογηθεί επαρκώς ο εύλογος χαρακτήρας των δαπανών που υπέβαλαν τρεις δικαιούχοι της στήριξης που στοχεύει την ανταγωνιστικότητα του τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας και αφορά μέτρα που αποσκοπούν στην αναδιάρθρωση και ανάπτυξη του φυσικού δυναμικού και στην προαγωγή της καινοτομίας διά της αυξήσεως της προστιθέμενης αξίας των γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 20, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 1698/2005 και αντιστοιχεί στο μέτρο 123 που κωδικοποιήθηκε στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) 1974/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1698/2005 (ΕΕ 2006, L 368, σ. 15) (στο εξής: μέτρο 123), δαπανών οι οποίες έφεραν αντιστοίχως τους αριθμούς ταυτοποίησης 4715781, 4716022 και 5221903 (στο εξής: οι τρεις δικαιούχοι).

5        Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2013, οι πορτογαλικές αρχές απάντησαν στις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

6        Στις 18 Φεβρουαρίου 2014 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των εκπροσώπων των πορτογαλικών αρχών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006.

7        Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, υπό τα στοιχεία Ares 3174958 (στο εξής: έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2014), η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 885/2006, κοινοποίησε επισήμως στις πορτογαλικές αρχές τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, βάσει των πληροφοριών που έλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση. Στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή, αφενός, παραπέμποντας στο έγγραφο αριθ. VI/5330/97, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), παρουσίασε την αξιολόγηση των δαπανών που σχετίζονται ιδίως με το μέτρο 123, τις οποίες σκόπευε να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005. Αφετέρου, η Επιτροπή υπενθύμισε στις πορτογαλικές αρχές ότι μπορούσαν να προσφύγουν στη διαδικασία συμβιβασμού που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006.

8        Με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2014, οι πορτογαλικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να κάνουν χρήση της εν λόγω διαδικασίας συμβιβασμού.

9        Κατόπιν της διαδικασίας συμβιβασμού, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2018, της 15ης Νοεμβρίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 312, σ. 26, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις πληρωμές που είχε πραγματοποιήσει δυνάμει του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), στο πλαίσιο του μέτρου 123, ο αρμόδιος οργανισμός πληρωμών της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, συνολικού ύψους 1 990 810,30 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2017, η Πορτογαλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις πληρωμές που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ ο αρμόδιος οργανισμός πληρωμών συνολικού ύψους 1 990 810,30 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Πορτογαλική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι στηρίζονται, ο πρώτος, σε παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 και, ο δεύτερος, σε «ελλιπή αιτιολογία» οφειλόμενη, κατ’ ουσίαν, αφενός, στην έλλειψη σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας όσον αφορά τον εύλογο χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123 και, αφετέρου, στη μη τήρηση του εγγράφου VI/5330/97.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005

14      Η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς εφάρμοσε δημοσιονομική διόρθωση στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τα οικονομικά έτη 2010 και 2011, στο μέτρο που οι δαπάνες αυτές ήταν προγενέστερες, κατά διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών, της ημερομηνίας κοινοποιήσεως του εγγράφου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013.

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

16      Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, η απόρριψη χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά «τις δαπάνες για τα μέτρα που προβλέπονται από τα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 [του κανονισμού αυτού], πλην αυτών του [άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού], για τις οποίες η εξόφληση, ή ενδεχομένως η εξόφληση του υπολοίπου, από τον οργανισμό πληρωμών, έγινε περισσότερο από [24] μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή».

17      Επομένως, από το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες που δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης για τις οποίες εξόφληση, ή ενδεχομένως η εξόφληση του υπολοίπου, πραγματοποιήθηκε εντός των 24 μηνών που προηγήθηκαν της έγγραφης ανακοινώσεως από την Επιτροπή των αποτελεσμάτων των ελέγχων της προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

18      Ο κανονισμός 885/2006, που είναι ο κανονισμός εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005, διευκρινίζει, με το άρθρο 11, παράγραφος 1, το περιεχόμενο της γραπτής ανακοινώσεως με την οποία η Επιτροπή γνωστοποιεί το αποτέλεσμα των ελέγχων της στα κράτη μέλη.

19      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η καθοριστική ημερομηνία για την εξέταση του ζητήματος αν ορισμένη πληρωμή πραγματοποιήθηκε εντός της προθεσμίας των 24 μηνών είναι η ημερομηνία καθορισμού του οριστικού ποσού της ενισχύσεως και καταβολής του υπολοίπου από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑24/11 P, EU:C:2012:266, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, σύμφωνα εξάλλου και με τους όρους του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, το οποίο αναφέρεται σε «δαπάνες» για τις οποίες η «εξόφληση» ή ενδεχομένως η «εξόφληση του υπολοίπου» πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου των 24 μηνών, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση στις πληρωμές που πραγματοποιούνται πριν από την έναρξη της περιόδου αυτής οσάκις συνδέονται με δαπάνες για τις οποίες το οριστικό ποσό καθορίστηκε και το υπόλοιπο καταβλήθηκε από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μετά την έναρξη της σχετικής περιόδου των 24 μηνών.

20      Εν προκειμένω, πρώτον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η Επιτροπή, με το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, κοινοποίησε, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, το αποτέλεσμα των ελέγχων της στην Πορτογαλική Δημοκρατία.

21      Συνεπώς, η προθεσμία των 24 μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 άρχισε στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 (στο εξής: σχετική περίοδος των 24 μηνών).

22      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να εφαρμοστεί σε ορισμένες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τις πορτογαλικές αρχές πριν από τις 12 Σεπτεμβρίου 2011, στο μέτρο που οι πληρωμές αυτές αφορούσαν σχέδια για τα οποία άλλες πληρωμές είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη σχετική περίοδο των 24 μηνών.

23      Η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού της δημοσιονομικής διορθώσεως, τις προκαταβολές ή ενδιάμεσες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη σχετική περίοδο των 24 μηνών, καθόσον αυτές οι προκαταβολές ή ενδιάμεσες πληρωμές δεν προβλέπονται ούτε από το πορτογαλικό δίκαιο ούτε από το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005.

24      Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, και αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Πορτογαλική Δημοκρατία, ότι το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 αναφέρεται ρητώς στην εξόφληση του υπολοίπου των επίμαχων δαπανών, γεγονός το οποίο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα προσωρινής προκαταβολής του ποσού της ζητηθείσας ενισχύσεως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

25      Δεύτερον, από το έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 προκύπτει, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που της απευθύνθηκε, ότι ορισμένοι δικαιούχοι του μέτρου 123 έλαβαν πράγματι προσωρινές προκαταβολές, των οποίων ο προσωρινός χαρακτήρας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω δικαιούχοι θα έπρεπε, ενδεχομένως, να επιστρέψουν τμήμα των πληρωμών αυτών σε περίπτωση που το ποσό τους υπερέβαινε το τελικό οφειλόμενο ποσό της ενισχύσεως.

26      Τρίτον, επισημαίνεται ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι προγενέστερες της 12ης Σεπτεμβρίου 2011 πληρωμές που προσδιορίζονται από την Επιτροπή στο έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 αφορούν πράγματι δαπάνες για τις οποίες η πληρωμή του υπολοίπου πραγματοποιήθηκε από τον επίμαχο οργανισμό πληρωμών ή, τουλάχιστον, το οριστικό ποσό καθορίστηκε μετά την έναρξη της σχετικής περιόδου των 24 μηνών.

27      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι προγενέστερες της 12ης Σεπτεμβρίου 2011 πληρωμές που αυτή είχε προσδιορίσει στο έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 μπορούσαν να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, και επομένως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται «ελλιπής αιτιολογία»

28      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Πορτογαλική Δημοκρατία περιλαμβάνει δύο σκέλη που στηρίζονται, το πρώτο, στην απουσία εύλογης και σοβαρής αμφιβολίας όσον αφορά τη συμβατότητα των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις πορτογαλικές αρχές με τους κανόνες της Ένωσης και, το δεύτερο, στη μη τήρηση του εγγράφου VI/5330/97.

29      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται στην έλλειψη αποδείξεων περί σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας

30      Η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας ως προς τους ελέγχους που πραγματοποίησαν οι πορτογαλικές αρχές σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως.

31      Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1975/2006, το οποίο διαδέχθηκε το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011, οι διοικητικοί έλεγχοι από τα κράτη μέλη των αιτήσεων ενίσχυσης αφορούν τον εύλογο χαρακτήρα του κόστους που αξιολογείται με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης.

32      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΑΑ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποχρεούται να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ελέγχων ή τις πλημμέλειες των θεσπισθέντων από το οικείο κράτος μέλος ελέγχων. Η Επιτροπή δεν είναι πάντως υποχρεωμένη να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των ελέγχων που διενήργησαν οι εθνικές διοικήσεις ή τον αντικανονικό χαρακτήρα των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να προσκομίσει αποδείξεις περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας την οποία έχει έναντι αυτών των ελέγχων ή αυτών των αριθμητικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψεις 15 και 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψεις 32 έως 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να αποδυναμώσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής με απλούς ισχυρισμούς που δεν ενισχύονται με στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και ευρύθμως λειτουργούντος συστήματος ελέγχου. Εφόσον το κράτος μέλος δεν αποδεικνύει επιτυχώς ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψεις 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Ο ανωτέρω μετριασμός του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΑΑ, οπότε σε αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη του αληθούς των ελέγχων ή των στοιχείων του και, ενδεχομένως, της ανακρίβειας των ισχυρισμών της Επιτροπής (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι από τους ελέγχους που πραγματοποίησαν οι πορτογαλικές αρχές δεν είχε καταστεί δυνατό να αξιολογηθεί επαρκώς ο εύλογος χαρακτήρας των δαπανών που υπέβαλαν οι οικείοι τρεις δικαιούχοι.

36      Η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εντόπισε καμία παρατυπία όσον αφορά την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123 και ότι οι πορτογαλικές αρχές εφάρμοσαν, παρά τους εγγενείς στην αγορά των Αζορών περιορισμούς, ένα κατάλληλο σύστημα για την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους αυτούς, σύμφωνο με το άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1975/2006 και το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011, στον βαθμό που το σύστημα αυτό στηριζόταν σε δαπάνες αναφοράς. Επιπλέον, η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε παρατυπίες όσον αφορά την πραγματοποίηση των δαπανών που δηλώθηκαν από τους εν λόγω δικαιούχους και τη διενέργεια ελέγχων στον χώρο όπου πραγματοποιείται η ενέργεια που λαμβάνει στήριξη ή στον τόπο της επένδυσης.

37      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, προσδιόρισε κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή πλημμέλειες όσον αφορά την αξιολόγηση, εκ μέρους των πορτογαλικών αρχών, του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους οικείους τρεις δικαιούχους.

38      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπίστωσε μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι κατάλογοι των δαπανών αναφοράς που καταρτίστηκαν από τις πορτογαλικές αρχές στηρίχθηκαν, ορισμένες φορές, αποκλειστικά στις τιμές των επιχειρήσεων που τελικώς επελέγησαν από τους δικαιούχους, οπότε οι πορτογαλικές αρχές περιορίστηκαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε σύγκριση των τιμών που προέρχονταν από την ίδια επιχείρηση προκειμένου να καθοριστεί εάν οι τιμές της επιχειρήσεως αυτής ήταν ή όχι εύλογες, δεύτερον, ότι οι δαπάνες αναφοράς ήταν ενδεχομένως έως και 4,5 φορές υψηλότερες από τις τιμές των επιχειρήσεων που επελέγησαν από τους δικαιούχους, πράγμα το οποίο, κατά την Επιτροπή, αποτελούσε ένδειξη περί του ότι ουδεμία σχέση υφίστατο ανάμεσα στις δαπάνες αναφοράς και τις τιμές της αγοράς, και, τρίτον, ότι η δικαιολόγηση ορισμένων πληρωμών το ύψος των οποίων ανερχόταν σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ μπορούσε να είναι είτε ανύπαρκτη είτε ανεπαρκής.

39      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την ακρίβεια των διαπιστώσεων της Επιτροπής που μνημονεύονται στη σκέψη 38 ανωτέρω.

40      Δεύτερον, το γεγονός ότι οι πορτογαλικές αρχές είχαν καθιερώσει σύστημα αξιολόγησης το οποίο στηρίζεται σε μια σύγκριση των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123 με τις δαπάνες αναφοράς δεν σημαίνει ότι το εν λόγω σύστημα ήταν κατάλληλο κατά την έννοια των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 31 ανωτέρω.

41      Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ρητώς ότι οι πορτογαλικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν το σύστημα αξιολόγησης το οποίο επιθυμούσαν να εφαρμόσουν, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούσαν να επιλέξουν ένα άλλο σύστημα αξιολόγησης εφόσον, στην πράξη, δεν ήταν δυνατό να καθοριστούν οι δαπάνες αναφοράς.

42      Κατά συνέπεια, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης στηριζόμενου σε σύγκριση των δαπανών που υποβάλλονταν από τους δικαιούχους του μέτρου 123 με τις δαπάνες αναφοράς παρουσίαζε δυσχέρειες εξαιτίας των εγγενών περιορισμών που οφείλονταν στον νησιωτικό χαρακτήρα και το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς των Αζορών, εντούτοις οι πορτογαλικές αρχές μπορούσαν να επιλέξουν να εφαρμόσουν ένα άλλο σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα ήταν συγχρόνως αξιόπιστο και λειτουργικό για τον έλεγχο του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών που υποβάλλονταν από τους εν λόγω δικαιούχους, όπως, για παράδειγμα, ένα σύστημα που να περιλαμβάνει μια επιτροπή αξιολόγησης.

43      Εν προκειμένω, ωστόσο, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η ύπαρξη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου, σύμφωνου με τις διατάξεις που παρατίθενται στη σκέψη 31 ανωτέρω.

44      Τρίτον, το γεγονός ότι οι πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή δεν αφορούν ούτε την εξακρίβωση της πραγματοποιήσεως των δαπανών που δηλώθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123 ούτε τη διενέργεια ελέγχων στον χώρο όπου πραγματοποιείται η ενέργεια που λαμβάνει στήριξη ή στον τόπο της επένδυσης δεν αναιρεί τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που η Επιτροπή ενδέχεται να έχει έναντι των ελέγχων που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123.

45      Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα των πλημμελειών που αναφέρονται στη σκέψη 38 ανωτέρω, η Επιτροπή προσκόμισε αποδείξεις περί της εύλογης και σοβαρής αμφιβολίας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 32 ανωτέρω, την οποία είχε έναντι των ελέγχων που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 32 έως 34 ανωτέρω, η Πορτογαλική Δημοκρατία κακώς προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει τις υποβληθείσες από τους δικαιούχους του μέτρου 123 δαπάνες που δεν ήταν εύλογες.

47      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε μη τήρηση του εγγράφου VI/5330/97

48      Η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωθεισών ελλείψεων, η επιβληθείσα από την Επιτροπή δημοσιονομική διόρθωση είναι αντίθετη προς το έγγραφο VI/5330/97 καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005.

49      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 ανωτέρω νομολογία, το ΕΓΤΑΑ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

50      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι η Επιτροπή αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όταν διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης και, στην παράγραφο 2, ότι η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε, διευκρινίζοντας, συναφώς, ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

51      Πάντως, μολονότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης των κανόνων της Ένωσης, εντούτοις, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε ενδεχομένως σε σφάλμα ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την παράβαση (αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, EU:C:2008:247, σκέψη 135, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 53).

52      Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 34 ανωτέρω, η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως του ΕΓΤΑΑ γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον τα κράτη μέλη είναι σε θέση να γνωρίζουν και να καθορίζουν επακριβώς τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση των λογαριασμών του ΕΓΤΑΑ, καθώς η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα για να αποκτήσει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους επιχειρηματίες (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 54).

53      Όσον αφορά το είδος της διορθώσεως που εφαρμόζεται, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του εγγράφου VI/5330/97, όταν δεν είναι εφικτή η ακριβής αποτίμηση των απωλειών που υπέστη η Ένωση, η Επιτροπή διαθέτει τη δυνατότητα επιβολής κατ’ αποκοπήν διορθώσεως (αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, Συλλογή, EU:C:2003:474, σκέψη 53, και της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, EU:C:2008:247, σκέψη 136). Πρέπει να προστεθεί συναφώς ότι, μολονότι το έγγραφο VI/5330/97 εκδόθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και περιλαμβάνει, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εφαρμόσει το έγγραφο αυτό και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της απονέμει το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΑΑ (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 55· βλ., επίσης υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Βουλγαρία κατά Επιτροπής, T‑335/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:262, σκέψη 86), κάτι το οποίο, άλλωστε, η Πορτογαλική Δημοκρατία παραδέχεται με το υπόμνημα απαντήσεως.

54      Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται επίσης, υπό το πρίσμα του εγγράφου VI/5330/97, ότι όταν πραγματοποιούνται μεν όλοι οι βασικοί έλεγχοι, όχι όμως με την αυστηρότητα που απαιτείται από τους κανονισμούς, πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 %, καθώς μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο κανονικότητας των αιτήσεων και ότι υφίσταται σημαντικός κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΑΑ (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Από το έγγραφο VI/5330/97 προκύπτει, επίσης, ότι το ποσοστό της διορθώσεως πρέπει να εφαρμοστεί στο μέρος της δαπάνης που εκτίθεται σε κινδύνους. Όταν οι ελλείψεις προκύπτουν από την αδυναμία του κράτους μέλους να εφαρμόσει το κατάλληλο σύστημα ελέγχου, τότε η διόρθωση, λόγω του κατ’ αποκοπήν υπολογισμού της, πρέπει να εφαρμόζεται στο σύνολο της δαπάνης που αφορά το εν λόγω μέτρο (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑503/12, EU:T:2015:597, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή επέβαλε, παραπέμποντας στο έγγραφο VI/5330/97, κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % στις δαπάνες που αφορούν το μέτρο 123 για τις οποίες έγιναν πληρωμές στη διάρκεια της σχετικής περιόδου των 24 μηνών. Προς δικαιολόγηση της επιβολής της διορθώσεως αυτής η Επιτροπή επικαλέστηκε πλημμέλειες που εντοπίστηκαν σε σχέση με την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους οικείους τρεις δικαιούχους.

57      Η Πορτογαλική Δημοκρατία αμφισβητεί την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 %, για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν εντόπισε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, και ιδίως με το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, οποιαδήποτε παράλειψη βασικών ελέγχων, κατά την έννοια του εγγράφου αριθ. VI/5330/97, σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των δαπανών που υποβλήθηκαν από τους δικαιούχους του μέτρου 123, από πλευράς αριθμού, συχνότητας ή αυστηρότητας των ελέγχων, αγνοώντας με τον τρόπο αυτό τη «διαδικαστική εγγύηση» που προβλέπεται από το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005. Επιπλέον, η Πορτογαλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή εσφαλμένως της αντέταξε υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των εν λόγω δαπανών και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή πλημμέλειες αφορούν αποκλειστικά τους επικουρικούς ελέγχους, κατά την έννοια του εγγράφου αριθ. VI/5330/97, με συνέπεια να είναι δυνατή η επιβολή μόνον κατ’ αποκοπήν διορθώσεως ύψους 2 %.

58      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η μη τήρηση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, που μνημονεύεται στη σκέψη 18 ανωτέρω, βάσει του οποίου η Επιτροπή κοινοποίησε το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, μπορεί να καταστήσει άνευ αντικειμένου τη διαδικαστική εγγύηση που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, το οποίο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, περιορίζει χρονικά τις δαπάνες τις οποίες μπορεί να αφορά η άρνηση χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του ΕΓΤΑΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 70).

59      Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, ενημέρωσε τις πορτογαλικές αρχές ότι από τους έλεγχους που αυτές είχαν διενεργήσει κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011, το οποίο διαδέχθηκε το άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1975/2006, δεν είχε καταστεί δυνατό να αξιολογηθεί επαρκώς ο εύλογος χαρακτήρας των δαπανών που υπέβαλαν οι οικείοι τρεις δικαιούχοι. Επομένως, μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τον αριθμό ή τη συχνότητα των ελέγχων που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές, εντούτοις δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αυστηρότητα των ελέγχων αυτών, κατά την έννοια του εγγράφου VI/5330/97 και της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 54 ανωτέρω, δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή.

60      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με ακρίβεια, με το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, ποιες δαπάνες, μεταξύ εκείνων που υπέβαλαν οι οικείοι τρεις δικαιούχοι, δεν ήταν εύλογες. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη όσων αναφέρονται στις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω, αρκούσε να αποδείξει η Επιτροπή την ύπαρξη σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας ως προς το ότι οι έλεγχοι που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές δεν επέτρεπαν να αξιολογηθεί επαρκώς ο εύλογος χαρακτήρας των δαπανών που υπέβαλαν οι δικαιούχοι του μέτρου 123 για να θεωρηθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν πληρούσαν την αυστηρότητα, κατά την έννοια του εγγράφου VI/5330/97 και της παρατιθέμενης στη σκέψη 54 ανωτέρω νομολογίας, που απαιτείται από τους κανονισμούς 1975/2006 και 65/2011.

61      Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη τη διαδικαστική εγγύηση που παρέχεται στην Πορτογαλική Δημοκρατία με το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005.

62      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι το γεγονός ότι μια διαδικασία μπορεί να βελτιωθεί δεν δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως, εντούτοις μια σημαντική έλλειψη κατά την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης η οποία εκθέτει το ΕΓΤΑΑ σε πραγματικό κίνδυνο απωλειών ή ατασθαλιών μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑5/03, EU:C:2005:426, σκέψη 51).

63      Πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, η Επιτροπή απέδειξε ότι υφίστατο σοβαρή και εύλογη αμφιβολία ως προς την αυστηρότητα των ελέγχων που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές, οπότε δεν αποκλειόταν οι δαπάνες που υπέβαλαν οι δικαιούχοι του μέτρου 123 να είχαν υπερεκτιμηθεί και, ως εκ τούτου, ο πραγματικός κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΑΑ να είχε αποδειχθεί.

64      Επομένως, μολονότι οι πορτογαλικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, το σύστημα αξιολόγησης που επιθυμούσαν να εφαρμόσουν, εντούτοις ήταν υποχρεωμένες να διενεργήσουν έναν αξιόπιστο και λειτουργικό έλεγχο, προκειμένου να μην εκθέσουν το ΕΓΤΑΑ σε πραγματικό κίνδυνο ζημίας.

65      Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πορτογαλικές αρχές δεν πρότειναν μέθοδο υπολογισμού η οποία να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του πραγματικού ποσού των παράτυπων δαπανών ή την απόδειξη, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 51 ανωτέρω νομολογία, του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις σχετικές εν προκειμένω οικονομικές συνέπειες, δεδομένου εξάλλου ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την επιβολή, αυτή καθεαυτήν, κατ’ αποκοπήν διορθώσεως.

66      Συνεπώς, στο μέτρο που, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω, η Επιτροπή προσήπτε στις πορτογαλικές αρχές ότι δεν τήρησαν την αυστηρότητα που απαιτείται από τους εφαρμοστέους κανονισμούς, πρέπει να επιβληθεί, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, καθώς και τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 54 ανωτέρω, κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 %, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005.

67      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ότι ο έλεγχος σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των υποβληθεισών δαπανών συνιστούσε δευτερεύοντα και μόνον έλεγχο, του οποίου η παράλειψη μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν του εγγράφου VI/5330/97, να οδηγήσει στην επιβολή απλώς διορθώσεως ύψους 2 %.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το έγγραφο VI/5330/97, οι βασικοί έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι και διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ενώ οι επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές ενέργειες που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των σχετικών αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τηρήσεως των προθεσμιών για την υποβολή τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο αντικείμενο, η ανάλυση του κινδύνου, η επιβολή κυρώσεων και η κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.

69      Ωστόσο, καταρχάς, επισημαίνεται ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν τεκμηριώνει το επιχείρημά της ότι οι έλεγχοι που προβλέπονται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1975/2006 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011 πρέπει να θεωρούνται επικουρικοί και όχι βασικοί έλεγχοι.

70      Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών αποτελεί διοικητική επαλήθευση η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί η υπερεκτίμηση των αιτήσεων. Κατά συνέπεια, πρόκειται για έλεγχο των ουσιαστικών στοιχείων των εν λόγω αιτήσεων, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από τις διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την επεξεργασία των αιτήσεων αυτών.

71      Τέλος, από το έγγραφο VI/5330/97 προκύπτει ότι, μολονότι η ύπαρξη κινδύνου ζημίας που δικαιολογεί διόρθωση ύψους 5 % μπορεί να τεκμαίρεται από τη στιγμή που εντοπίζονται πλημμέλειες σε βασικούς ελέγχους, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η ύπαρξη κινδύνου απωλειών για το ΕΓΤΑΑ είναι εκείνη που δικαιολογεί οριστικά την επιβολή μιας τέτοιας διορθώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Φινλανδία κατά Επιτροπής, T‑230/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:259, σκέψη 71, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑183/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:370, σκέψη 99). Πλην όμως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι δημοσιονομικές συνέπειες των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν ως προς τους ελέγχους που διενήργησαν οι πορτογαλικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1975/2006 και το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011 θα πρέπει να είναι κατώτερες από 5 %.

72      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

74      Δεδομένου ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.


i Στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως επήλθε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την ανάρτηση του κειμένου στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.