Language of document : ECLI:EU:F:2011:101

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση F‑46/09

V

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχος υπάλληλος – Όροι προσλήψεως – Υγεία – Ιατρική εξέταση πριν από την πρόσληψη – Προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Ιατρικό απόρρητο – Μεταβίβαση ιατρικών δεδομένων από ένα θεσμικό όργανο σε άλλο – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η V ζητεί κυρίως, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως του διευθυντή διοικητικής διαχειρίσεως του προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, περί ανακλήσεως, λόγω μη πληρώσεως των απαιτούμενων για την πρόσληψη όρων υγείας, της προσφοράς θέσεως εργασίας που της είχε γίνει στις 10 Δεκεμβρίου 2008 και, αφετέρου, της γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου του Κοινοβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, καθώς και την επιδίκαση αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008 με την οποία το Κοινοβούλιο ανακάλεσε την προσφορά θέσεως εργασίας προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα ακυρώνεται. Το Κοινοβούλιο καταδικάζεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το ποσό των 25 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Κοινοβούλιο φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, παρεμβαίνων, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Άρνηση προσλήψεως λόγω σωματικής ανικανότητας – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 33)

2.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Σωματική ικανότητα – Ιατρική επιτροπή – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 33 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 83)

3.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Διαβίβαση ιατρικών δεδομένων ενός προσώπου σε τρίτον – Επέμβαση υπό την έννοια του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Δικαιολογία

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Επίκληση, κατά τη διάρκεια της δίκης, λόγου ικανού να αιτιολογήσει νομίμως την επίδικη απόφαση – Εμπόδιο στην ακύρωση της αποφάσεως – Δεν υφίσταται, πλην της περιπτώσεως δέσμιας αρμοδιότητας της Διοικήσεως στο συγκεκριμένο ζήτημα

5.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Έννοια – Εφαρμογή στις υπαλληλικές διαφορές – Κριτήρια

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως – Προσήκουσα ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Μολονότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου ως προς τη νομιμότητα της αρνήσεως προσλήψεως που αιτιολογείται από τη μη πλήρωση των όρων υγείας, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση μια γνωμάτευση που αφορά ειδικώς ιατρικής φύσεως ζητήματα, εντούτοις εναπόκειται σε αυτόν να ελέγξει εάν η διαδικασία προσλήψεως έχει χωρήσει κατά τρόπο νόμιμο και, ειδικότερα, να εξετάσει εάν η απόφαση περί αρνήσεως προσλήψεως ερείδεται επί αιτιολογημένης ιατρικής γνωματεύσεως, με την οποία αποδεικνύεται λογική σχέση μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει.

Ο ιατρός-σύμβουλος ενός θεσμικού οργάνου μπορεί να στηρίξει τη γνωμάτευσή του περί μη πληρώσεως των όρων υγείας όχι μόνο στη διάγνωση υφισταμένων σωματικών ή ψυχικών διαταραχών, αλλά και στην ιατρικώς θεμελιούμενη πρόγνωση μελλοντικών διαταραχών, οι οποίες θα μπορούσαν στο εγγύς μέλλον να διακυβεύσουν την κανονική εκπλήρωση των προβλεπομένων καθηκόντων.

Η διακριτική ευχέρεια επί των ιατρικών ζητημάτων που αναγνωρίζεται στον ιατρό δεν εμποδίζει τον δικαστή, αφενός, να επαληθεύσει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, και, αφετέρου, να ελέγξει εάν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και εάν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα.

(βλ. σκέψεις 72, 73 και 81)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Απριλίου 1994, T‑10/93, A κατά Επιτροπής, σκέψεις 61 και 62· 12 Μαΐου 2004, T‑191/01, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 63

2.      Το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει εσωτερική διαδικασία προσφυγής κατά της αρνητικής γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου του θεσμικού οργάνου. Θεσπίζοντας, με τη διάταξη αυτή, δευτεροβάθμια ιατρική επιτροπή, ο νομοθέτης είχε ως σκοπό να θεσπίσει μια επιπλέον εγγύηση για τους υποψηφίους και να βελτιώσει κατά τον τρόπο αυτόν την προστασία των δικαιωμάτων τους. Η εγγύηση αυτή, η οποία συνδέεται με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αποτελεί ουσιώδη τύπο.

Εξάλλου, η εγγύηση αυτή πρέπει να παρέχεται απαραιτήτως πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί αρνήσεως προσλήψεως και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο, διότι στην περίπτωση αυτή θα καθίστατο άνευ αντικειμένου, δεν θα μπορούσε δηλαδή να διασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των υποψηφίων για πρόσληψη. Το γράμμα του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι σαφές ως προς το ζήτημα αυτό: ο υποψήφιος για πρόσληψη έχει στη διάθεσή του, για να απευθυνθεί στην ιατρική επιτροπή, προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει να τρέχει όχι από την κοινοποίηση της αποφάσεως περί αρνήσεως προσλήψεως, αλλά από την κοινοποίηση της γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου.

(βλ. σκέψεις 92 έως 94)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψεις 75 έως 78

ΓΔΕΕ: A κατά Επιτροπής, προμνησθείσα, σκέψη 23· 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 151

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑59/05, F‑95/05, N κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 και 76

3.      Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης. Περιλαμβάνει, ιδίως, το δικαίωμα του ατόμου στη διαφύλαξη του απορρήτου της καταστάσεως της υγείας του.

Η διαβίβαση σε τρίτον, περιλαμβανομένης της διαβιβάσεως σε άλλο όργανο, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την κατάσταση της υγείας ορισμένου προσώπου που έχουν συλλεγεί από θεσμικό όργανο συνιστά αυτή καθεαυτήν επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ενδιαφερομένου, όποια και εάν είναι η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των γνωστοποιούμενων με τον τρόπο αυτό πληροφοριών.

Εντούτοις, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, η επέμβαση δημόσιας αρχής στην ιδιωτική ζωή μπορεί να δικαιολογηθεί στο μέτρο που «προβλέπεται από τον νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που απαριθμούνται περιοριστικώς και είναι «αναγκαία» για την επίτευξη του ή των σκοπών αυτών.

Λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικώς ευαίσθητου και προσωπικού χαρακτήρα των δεδομένων ιατρικής φύσεως, το ενδεχόμενο διαβιβάσεως ή ανακοινώσεως τέτοιων πληροφοριών σε τρίτους, ακόμη και εάν πρόκειται για άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, χρήζει άκρως διεξοδικής εξετάσεως.

(βλ. σκέψεις 111 έως 113 και 123)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Απριλίου 1992, C‑62/90, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 23· 5 Οκτωβρίου 1994, C‑404/92 P, Χ κατά Επιτροπής, σκέψεις 17 και 18· 20 Μαΐου 2003, C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., σκέψεις 73 έως 75

4.      Στο πλαίσιο προσφυγής υπαλλήλου, η επίκληση, κατά τη διάρκεια της δίκης, λόγων ικανών να αιτιολογήσουν νομίμως την επίδικη απόφαση δεν μπορεί να εμποδίσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, εκτός εάν πρόκειται για ζήτημα ως προς το οποίο η Διοίκηση έχει δέσμια αρμοδιότητα.

Όμως, στο πλαίσιο αρνήσεως προσλήψεως λόγω σωματικής ανικανότητας, το όργανο δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει δέσμια αρμοδιότητα, δεδομένου ότι, όσον αφορά την επίκληση του λόγου περί διαρρήξεως των δεσμών εμπιστοσύνης, τον οποίο επικαλέστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 147 και 148)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Δεκεμβρίου 2003, T‑173/02, Tomarchio κατά Επιτροπής, σκέψη 86· 15 Μαρτίου 2006, T‑10/04, Leite Mateus κατά Επιτροπής, σκέψη 43

ΔΔΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 2010, F‑67/09, Angulo Sánchez κατά Συμβουλίου, σκέψεις 76 έως 78

5.      Η ευθύνη της Διοικήσεως προϋποθέτει τη συνδρομή συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Η μη συνδρομή μιας εξ αυτών αρκεί για την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως.

Σε ό,τι αφορά την αιτιώδη συνάφεια, απόκειται, κατ’ αρχήν, στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του διαπραχθέντος από το θεσμικό όργανο πταίσματος και της προβαλλομένης ζημίας.

Εντούτοις, ο βαθμός βεβαιότητας της αιτιώδους συνάφειας επιτυγχάνεται όταν η διαπραχθείσα από όργανο της Ένωσης παρανομία στέρησε, με βεβαιότητα, από ένα πρόσωπο όχι κατ’ ανάγκην την πρόσληψη, επί της οποίας ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε μπορεί να αποδείξει ότι είχε δικαίωμα, αλλά μια σοβαρή πιθανότητα να προσληφθεί ως μόνιμος ή έκτατος υπάλληλος, με συνέπεια να υποστεί ο ενδιαφερόμενος υλική ζημία που συνίσταται σε απώλεια εισοδήματος. Εφόσον, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, φαίνεται ιδιαιτέρως πιθανό ότι η τήρηση της νομιμότητας θα οδηγούσε το οικείο κοινοτικό όργανο στην πρόσληψη του υπαλλήλου, η θεωρητική αβεβαιότητα που εξακολουθεί να επικρατεί ως προς την έκβαση που θα είχε μια κανονικώς διεξαχθείσα διαδικασία δεν μπορεί να εμποδίσει την αποκατάσταση της πραγματικής υλικής ζημίας που υπέστη ο ενδιαφερόμενος του οποίου η υποψηφιότητα για θέση που κατά πάσα πιθανότητα θα κατελάμβανε απορρίφθηκε.

(βλ. σκέψεις 157 έως 159)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1η Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., σκέψη 42· 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, σκέψη 52

ΓΔΕΕ: 28 Σεπτεμβρίου 1999, T‑140/97, Hautem κατά ΕΤΕπ, σκέψη 85· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 150

ΔΔΔΕΕ: 22 Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Τζιράνη κατά Επιτροπής, σκέψη 218

6.      Η ακύρωση παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, καθεαυτήν, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη ο υπάλληλος.

Ωστόσο, η ακύρωση της παράνομης πράξεως δεν μπορεί να συνιστά πλήρη ανόρθωση της ηθικής βλάβης όταν η οικεία πράξη ενέχει κρίση για τις ικανότητες ή τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου η οποία ενδέχεται να τον προσβάλλει, όταν στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας και όταν η διαπραχθείσα παρανομία έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Έτσι, η προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και η παράβαση του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα η οποία δικαιολογεί την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.

(βλ. σκέψεις 167, 169 και 171 έως 173)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 έως 29

ΓΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 1995, T‑60/94, Pierrat κατά Δικαστηρίου, σκέψη 62· 21 Ιανουαρίου 2004, T‑328/01, Robinson κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 79· 30 Σεπτεμβρίου 2004, T‑16/03, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπής, σκέψη 68

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑42/06, Sundholm κατά Επιτροπής, σκέψη 44· Τζιράνη κατά Επιτροπής, προμνησθείσα, σκέψη 223· 7 Ιουλίου 2009, F‑99/07 και F‑45/08, Bernard κατά Ευρωπόλ, σκέψη 106