Language of document : ECLI:EU:F:2011:194

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑30/10

Philippe de Fays

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Άρνηση αναγνωρίσεως της επαγγελματικής αιτίας μιας νόσου»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο P. de Fays ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως της επαγγελματικής αιτίας της νόσου από την οποία προσβλήθηκε ο προσφεύγων.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Δικαστική αναγνώριση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως – Αποτέλεσμα – Εκτίμηση από τον δικαστή της προσβαλλομένης πράξεως – Εξαίρεση – Απόφαση μη έχουσα επιβεβαιωτικό χαρακτήρα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Ιατρική πραγματογνωμοσύνη – Περιθώριο εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής – Όρια

(Ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 22 § 3, εδ. 1)

4.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Ιατρική πραγματογνωμοσύνη – Εξουσία εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· Ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 22)

5.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Ιατρική πραγματογνωμοσύνη – Σύνθεση της ιατρικής επιτροπής – Υποχρέωση ειδικεύσεως των μελών – Δεν υφίσταται

(Ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 22 § 1, εδ. 3)

1.      Δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβαίνει σε νομικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας βάσει του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Συνεπώς είναι απαράδεκτα αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης διαπίστωση ότι ο προσφεύγων έχει περιέλθει σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία λόγω επαγγελματικής νόσου.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, σκέψη 16

ΔΔΔΕΕ: 16 Μαΐου 2006, F‑55/05, Voigt κατά Επιτροπής, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η διοικητική ένσταση και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας περίπλοκης διαδικασίας και μία από τις προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής. Συνεπώς, η προσφυγή, έστω και αν τυπικώς αφορά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα την ενώπιον του δικαστή προσβολή της βλαπτικής πράξεως την οποία αφορά η διοικητική ένσταση, πλην της περιπτώσεως στην οποία η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει συνέπειες διαφορετικές από εκείνες της πράξεως κατά της οποίας έχει ασκηθεί η διοικητική αυτή ένσταση. Πράγματι, ρητή απορριπτική απόφαση μιας διοικητικής ενστάσεως ενδέχεται, βάσει του περιεχομένου της, να μην έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της αμφισβητούμενης από τον προσφεύγοντα πράξεως. Τούτο συμβαίνει όταν η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση περιλαμβάνει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, βάσει νέων πραγματικών και νομικών στοιχείων, ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη στον δικαστικό έλεγχο, στο πλαίσιο του οποίου λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αμφισβητούμενης πράξεως, ή ακόμη θεωρείται ως βλαπτική πράξη η οποία αντικατέστησε την προσβαλλόμενη πράξη.

(βλ. σκέψη 45)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/7, Kuhner κατά Επιτροπής, σκέψη 9· 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 7 και 8

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T‑376/00, Morello κατά Επιτροπής, σκέψη 35· 10 Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, σκέψη 31· 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, σκέψη 49· 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, σκέψεις 63 έως 66· 25 Οκτωβρίου 2006, T‑281/04, Staboli κατά Επιτροπής, σκέψη 26

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψεις 50 έως 59 και 64· 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 32

3.      Από το άρθρο 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της ρυθμίσεως της σχετικής με την ασφάλιση των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων προκύπτει ότι, για να μπορέσει εγκύρως η ιατρική επιτροπή να εκδώσει ιατρική γνωμοδότηση, πρέπει να μπορεί να λάβει γνώση όλων των εγγράφων που ενδέχεται να είναι χρήσιμα για τη διαμόρφωση της εκτιμήσεώς της. Η ιατρική επιτροπή μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές εξετάσεις, καθώς και τη γνώμη πραγματογνωμόνων προκειμένου να συμπληρώσει τον φάκελο που έχει να μελετήσει ή ακόμη να ζητήσει γνωμοδοτήσεις χρήσιμες για την εκπλήρωση της αποστολής της.

Εξάλλου, όταν προκύπτει ότι, ιδίως λόγω της ιδιαίτερης περιπλοκότητας των ιατρικών ζητημάτων που τίθενται, δεν περιλαμβάνονται, κατά τρόπο σαφή και συνεπή, στον φάκελο που της ανατέθηκε τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση της αποστολής της, εναπόκειται στην ιατρική επιτροπή να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τη διαμόρφωση της εκτιμήσεώς της. Προς τούτο, στην περίπτωση κατά την οποία τα μέλη της ιατρικής επιτροπής δεν διαθέτουν ειδικές γνώσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη νόσο, η ιατρική επιτροπή οφείλει να συγκεντρώσει κάθε έγγραφο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να στηρίξει τις εκτιμήσεις της και, ενδεχομένως, να ζητήσει συμπληρωματικές εξετάσεις και να συμβουλευθεί πρόσωπα ειδικευμένα στις νόσους αυτές.

(βλ. σκέψεις 63 έως 65)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, σκέψη 70

4.      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 22 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων αποστολή της ιατρικής επιτροπής να εκτιμά με πλήρη αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία ζητήματα ιατρικής φύσεως απαιτεί, αφενός, να έχει η επιτροπή αυτή στη διάθεσή της το σύνολο των στοιχείων που θα μπορούσαν να της είναι χρήσιμα και, αφετέρου, να έχει πλήρη ελευθερία εκτιμήσεως. Οι καθ’ αυτό ιατρικές εκτιμήσεις της επιτροπής πρέπει να θεωρούνται οριστικές όταν διατυπώθηκαν υπό κανονικές συνθήκες.

Συναφώς, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αν η γνωμοδότηση της ιατρικής επιτροπής σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής αιτίας μιας νόσου είναι κανονική, ιδίως αν περιλαμβάνει αιτιολογία από την οποία να προκύπτουν οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται, καθώς και αν υπάρχει λογικός δεσμός μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεών της και των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει. Εξάλλου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ιατρική επιτροπή επιλαμβάνεται περίπλοκων ιατρικών ζητημάτων που αφορούν δυσχερή διάγνωση ή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παθήσεως του ενδιαφερομένου και της ασκήσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας σε θεσμικό όργανο, οφείλει μεταξύ άλλων να αναφέρει στη γνωμοδότησή της τα στοιχεία του φακέλου επί των οποίων στηρίζεται και να προσδιορίσει, σε περίπτωση σημαντικής αποκλίσεως, τους λόγους για τους οποίους διαφοροποιείται από ορισμένες προγενέστερες και συναφείς ιατρικές εκθέσεις ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 73 και 89)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 2010, F‑79/09, AE κατά Επιτροπής, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Η ρύθμιση η σχετική με την ασφάλιση κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων δεν θέτει καμία ιδιαίτερη απαίτηση ειδικεύσεως τόσο ως προς τον ιατρό που ορίζει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος όσο και για εκείνον που ορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η μόνη απαίτηση αφορά τον τρίτο γιατρό, ο οποίος πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω ρυθμίσεως, να διαθέτει πείρα όσον αφορά την εκτίμηση της αποκαταστάσεως σωματικής βλάβης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί εγκύρως να υποστηριχθεί ότι είναι αντικανονική η σύνθεση μιας ιατρικής επιτροπής για τον μόνο λόγο ότι τα μέλη της δεν είχαν γνώσεις σχετικές με τις νόσους περί των οποίων επρόκειτο.

(βλ. σκέψεις 83 και 84)