Language of document : ECLI:EU:F:2012:168

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 3ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑45/12

BT

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχος υπάλληλος — Μη ανανέωση της συμβάσεως — Προσφυγή ανεπαρκώς αιτιολογημένη — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο BT ζητεί, ειδικότερα, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανανεώσει τη σύμβασή του συμβασιούχου υπαλλήλου (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων — Έλλειψη σαφήνειας — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 3, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχείο ε΄)

Πρέπει να απορρίπτονται ως προδήλως απαράδεκτα τα αιτήματα προσφυγής που δεν πληρούν τους όρους τους οποίους θέτει το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, καθόσον από αυτά δεν προκύπτει με επαρκή σαφήνεια κανένας λόγος τον οποίο να μπορεί με ευκολία και ακρίβεια να προσδιορίσει ο καθού, αλλά και το επιληφθέν δικαιοδοτικό όργανο. Πράγματι, βάσει του εν λόγω άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους λόγους και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και συγκεκριμένα ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς συμπληρωματικά στοιχεία. Η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιτάσσουν για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, καίτοι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράθεση των λόγων της προσφυγής δεν δεσμεύεται από την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Διαδικασίας ορολογία και τη σχετική απαρίθμηση και ότι η έκθεση των λόγων αυτών, εκτιμώμενη από πλευράς ουσίας και όχι βάσει του νομικού χαρακτηρισμού τους, μπορεί να αρκεί, ωστόσο τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι ως άνω λόγοι συνάγονται από το δικόγραφο της προσφυγής με επαρκή σαφήνεια.

Συναφώς, το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού αυτού, προβλέπει ότι οι διάδικοι, πλην των κρατών μελών, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των συμβαλλομένων στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κρατών, καθώς και της Εποπτεύουσας Αρχής της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία, πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Η βασική αποστολή του τελευταίου, ως αρωγού της δικαιοσύνης, είναι ακριβώς να θεμελιώσει τα αιτήματα της προσφυγής σε νομική επιχειρηματολογία αρκούντως κατανοητή και εύλογη, λαμβανομένου υπόψη ακριβώς του γεγονότος ότι η εγγραφή διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ περιλαμβάνει καταρχήν μία μόνον ανταλλαγή υπομνημάτων.

(βλ. σκέψεις 15 έως 19 και 21)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 28ης Απριλίου 1993, T-85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, σκέψη 21

ΔΔΔΕΕ: 15 Φεβρουαρίου 2011, F-76/09, AH κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 31