Language of document : ECLI:EU:F:2011:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑9/10

AC

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2009 — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία o AC ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου να μην περιληφθεί στον κατάλογο των προαγομένων στον βαθμό AD 13 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2009

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

2.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

3.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

5.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υποψηφίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, 45 και 90 § 2)

6.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

7.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

8.      Υπάλληλοι — Καθήκον μέριμνας που υπέχει η διοίκηση

(Άρθρο 21, εδ. 3, ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 4)

1.      Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η διοίκηση κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προακτέων υπαλλήλων περιορίζεται από την ανάγκη διεξαγωγής της εξετάσεως αυτής με επιμέλεια και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται με ίσους όρους και βάσει συγκρίσιμων πηγών πληροφοριών.

(βλ. σκέψη 14)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, σκέψη 53

2.      Λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας επιλογής της οποίας απολαύει ένα θεσμικό όργανο για την υλοποίηση, σύμφωνα με τις ανάγκες οργανώσεως και διαχειρίσεως του προσωπικού του, των σκοπών του άρθρου 45 του ΚΥΚ, δεν υφίσταται υποχρέωση του οργάνου αυτού να υιοθετήσει ειδικό σύστημα αξιολογήσεως και προαγωγής.

(βλ. σκέψη 16)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Φεβρουαρίου 2007, T‑435/04, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 132

3.      Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως περί προαγωγής κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος δε του δικαστή στο πεδίο αυτό πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων και μέσων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, αυτή παρέμεινε εντός ορίων μη δυναμένων να επικριθούν και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο. Ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, επομένως, να υποκαθιστά την ΑΔΑ στην εκτίμησή της όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων.

Συναφώς, για να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του περιθωρίου εκτιμήσεως που ο νομοθέτης θέλησε να απονείμει στην ΑΔΑ όσον αφορά τις προαγωγές, ο δικαστής δεν μπορεί να ακυρώσει μια απόφαση για τον μοναδικό λόγο ότι θεωρεί ότι βρίσκεται ενώπιον πραγματικών περιστατικών τα οποία δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την εκτίμηση της ΑΔΑ, μάλιστα δε αποδεικνύουν την ύπαρξη σφάλματος εκτιμήσεως. Μια ακύρωση για πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως είναι δυνατή μόνον εάν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως.

Επομένως, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβεί σε διεξοδική επανεξέταση όλων των φακέλων των προακτέων υποψηφίων προκειμένου να βεβαιωθεί ότι συμφωνεί με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η ΑΔΑ, διότι, αν διενεργούσε τέτοια εξέταση, θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί, υποκαθιστώντας έτσι τη δική του εκτίμηση των προσόντων των προακτέων υποψηφίων σε αυτή της ΑΔΑ.

(βλ. σκέψεις 22 έως 24)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Casini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52

4.      Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αφήνει στα θεσμικά όργανα ορισμένη ελευθερία ως προς τα πραγματικά στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προακτέων υπαλλήλων, διότι, ως προς το σημείο αυτό, δεν προβλέπει εξαντλητικό πίνακα. Πράγματι, προβλέποντας ότι η AΔΑ «λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση […] και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν», το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διευκρινίζει, με τη χρήση του όρου «ιδίως», ποια είναι τα τρία κυριότερα πραγματικά στοιχεία που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων. Δεν αποκλείει, ωστόσο, τη συνεκτίμηση άλλων πραγματικών στοιχείων, ικανών επίσης να παράσχουν ενδείξεις περί των προσόντων των προακτέων υπαλλήλων. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι, στον τομέα των προαγωγών, η ΑΔΑ δεν μπορεί, παρά μόνον επικουρικώς —σε περίπτωση ίσων προσόντων μεταξύ των προακτέων υπαλλήλων σε σχέση ιδίως με τα τρία στοιχεία που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ—, να λάβει υπόψη την ηλικία των υποψηφίων και την αρχαιότητά τους στον βαθμό ή στην υπηρεσία. Πράγματι, ούτε η ηλικία ούτε η αρχαιότητα μπορούν αφεαυτών να παράσχουν ενδείξεις περί των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή. Επομένως, για τον λόγο αυτόν δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη παρά μόνο για τη διαφοροποίηση των υποψηφίων με ισάξια προσόντα.

Η διοίκηση απολαύει ορισμένου περιθωρίου εκτιμήσεως όσον αφορά τη σημασία που αποδίδει αντιστοίχως σε έκαστο των τριών πραγματικών στοιχείων, των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 45 του ΚΥΚ και τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προακτέων υποψηφίων, καθόσον οι διατάξεις των άρθρων αυτών δεν αποκλείουν τη δυνατότητα σταθμίσεως μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων, όταν αυτή είναι δικαιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 25 και 65)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 5 Μαΐου 2010, F‑53/08, Bouillez κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50

5.      Η ΑΔΑ δεν οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις προαγωγής έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων, το ίδιο δε ισχύει όσον αφορά τις αποφάσεις της ίδιας αρχής περί απορρίψεως μιας υποψηφιότητας. Αντιθέτως, οφείλει να αιτιολογεί την απόφασή της περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως που ένας υποψήφιος υπέβαλε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η δε αιτιολογία της αποφάσεως αυτής θεωρείται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας ασκήθηκε η διοικητική ένσταση.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 29 Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, σκέψη 147

6.      Υπό το πρίσμα των όρων διατυπώσεως του άρθρου 45 του ΚΥΚ, δηλαδή «[γ]ια τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη [...] τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών», δεν αντίκειται στο εν λόγω άρθρο να περιληφθούν στην εκτίμηση των προσόντων των υπαλλήλων μόνον οι γλώσσες των οποίων η χρήση, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών απαιτήσεων της υπηρεσίας, προσδίδει προστιθέμενη αξία αρκούντως σημαντική ώστε να εμφανίζεται αναγκαία για την καλή λειτουργία της.

(βλ. σκέψη 61)

7.      Όταν εφαρμόζεται σε ένα δικαστήριο, η επιταγή περί αμεροληψίας καλύπτει δύο πτυχές. Αφενός, το δικαστήριο οφείλει να είναι υποκειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή τα μέλη του δεν πρέπει να εκδηλώνουν μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, της προσωπικής αμεροληψίας τεκμαιρομένης μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Αφετέρου, το δικαστήριο πρέπει να είναι αντικειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης συναφούς αμφιβολίας.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι, στο μέτρο που η διαδικασία προαγωγής των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων δεν είναι ένδικη αλλά διοικητική, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο». Επομένως, ο σεβασμός όλων των χαρακτηριστικών που η νομολογία αυτή επιβάλλει σε ένα «δικαστήριο» δεν μπορεί να απαιτηθεί από τα θεσμικά όργανα όταν, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας προαγωγής, προβαίνουν στη σύγκριση των προσόντων των προακτέων υπαλλήλων.

Eν πάση περιπτώσει, καίτοι ο δικαστής της Ένωσης έχει δεχθεί ότι μπορεί να επιβληθεί στη διοίκηση «υποχρέωση αμεροληψίας», πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις περί προαγωγών λαμβάνονται, κυρίως, επί τη βάσει της προηγούμενης γνώσεως που οι ιεραρχικοί προϊστάμενοι των προακτέων υπαλλήλων απέκτησαν ως προς τα προσόντα των υπαλλήλων αυτών κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σχέσεως που διατήρησαν με αυτούς. Επομένως, σημασία, στον τομέα αυτόν, δεν έχει τόσο το να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κάθε προκατειλημμένης γνώμης —περιλαμβανομένης και της αρνητικής— αλλά το να διασφαλιστεί ότι η σύγκριση των προσόντων των προακτέων υποψηφίων έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, που παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, αποφυγής της αυθαιρεσίας και της δυσμενούς διακρίσεως και, αφετέρου, εξασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως όλων των υποψηφίων για προαγωγή.

(βλ. σκέψεις 113 έως 115)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Φεβρουαρίου 2009, C‑308/07 P, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 46

ΓΔΕΕ: 19 Μαρτίου 1998, T‑74/96, Τζοάνος κατά Επιτροπής, σκέψη 339· 10 Ιουνίου 2008, T‑282/03, Ceuninck κατά Επιτροπής, σκέψη 73

8.      Δυνάμει του καθήκοντος μέριμνας το οποίο υπέχουν, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να απευθύνουν στον υπάλληλο ατομική απόφαση η οποία έχει συνταχθεί σε γλώσσα που αυτός γνωρίζει σε βάθος. Πράγματι, το γεγονός ότι τα έγγραφα που απευθύνει η διοίκηση σε υπάλληλό της είναι συντεταγμένα σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική γλώσσα του υπαλλήλου αυτού ή από την πρώτη ξένη γλώσσα που επέλεξε δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του εν λόγω υπαλλήλου, εάν αυτός κατέχει τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση σε βαθμό ο οποίος του επιτρέπει να λαμβάνει πράγματι και ευχερώς γνώση του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων.

Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα ότι υφίσταται, βάσει του άρθρου 21, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαίωμα του υπαλλήλου να λαμβάνει τις απαντήσεις στις επιστολές που αποστέλλει στη γλώσσα της αρχικής αλληλογραφίας.

(βλ. σκέψεις 116 και 119)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, σκέψη 46· 17 Μαΐου 2006, T‑95/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, σκέψη 48

ΓΔΕΕ: 3 Φεβρουαρίου 2011, T‑205/07, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 54 και 55