Language of document : ECLI:EU:C:2016:27

Υπόθεση C‑428/14

DHL Express (Italy) Srl και DHL Global Forwarding (Italy) SpA

κατά

Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato

(αίτηση του Consiglio di Stato
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Πολιτική ανταγωνισμού — Άρθρο 101 ΣΛΕΕ — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Τομέας των διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων — Εθνικές αρχές ανταγωνισμού — Νομική ισχύς των μέσων του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού — Πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας του δικτύου αυτού — Αίτηση απαλλαγής υποβαλλόμενη στην Επιτροπή — Συνοπτική αίτηση απαλλαγής υποβαλλόμενη σε εθνικές αρχές ανταγωνισμού — Σχέση μεταξύ των δύο αυτών αιτήσεων»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 20ής Ιανουαρίου 2016

1.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Ανακοινώσεις της Επιτροπής για τη συνεργασία και για τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων — Πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας καταρτισθέν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοινώσεις 2004/C 101/03 και 2006/C 298/11 της Επιτροπής)

2.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Ανακοινώσεις της Επιτροπής για τη συνεργασία και για τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων — Αυτοτέλεια μεταξύ του προγράμματος επιείκειας της Ένωσης και των προγραμμάτων επιείκειας των κρατών μελών — Υποχρέωση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων να υποβάλουν χωριστές αιτήσεις απαλλαγής ενώπιον, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των αρμόδιων εθνικών αρχών

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

3.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Ανακοινώσεις της Επιτροπής για τη συνεργασία και για τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων — Πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας καταρτισθέν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοινώσεις 2004/C 101/03 και 2006/C 298/11 της Επιτροπής)

4.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Ανακοινώσεις της Επιτροπής για τη συνεργασία και για τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων — Πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας καταρτισθέν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοινώσεις 2004/C 101/03 και 2006/C 298/11 της Επιτροπής)

1.        Οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 1/2003, έχουν την έννοια ότι τα μέσα που προβλέπονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού, ιδιαιτέρως δε το πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας του εν λόγω δικτύου, δεν έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 33, 35, 36, 42, 44, διατακτ. 1)

2.        Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού είναι ελεύθερες να θεσπίζουν προγράμματα επιείκειας, καθένα δε από τα εν λόγω προγράμματα είναι αυτοτελές σε σχέση όχι μόνο με τα λοιπά εθνικά προγράμματα αλλά και με το πρόγραμμα επιείκειας της Ένωσης. Η συνύπαρξη και η αυτοτέλεια που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις μεταξύ του προγράμματος επιείκειας της Ένωσης και των αντίστοιχων εθνικών προγραμμάτων αποτελούν έκφανση του συστήματος παράλληλων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού το οποίο θέσπισε ο κανονισμός 1/2003.

Επομένως, στην περίπτωση σύμπραξης της οποίας τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ενδέχεται να γίνουν αισθητά σε περισσότερα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, να προκαλέσουν την παρέμβαση περισσοτέρων αρχών ανταγωνισμού, καθώς και της Επιτροπής, η επιχείρηση η οποία επιθυμεί να επωφεληθεί από το καθεστώς επιείκειας δυνάμει της συμμετοχής της στην επίμαχη σύμπραξη έχει συμφέρον να υποβάλει αιτήσεις απαλλαγής όχι μόνο στην Επιτροπή αλλά και στις εθνικές αρχές που ενδέχεται να κριθούν αρμόδιες για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Η αυτοτέλεια των αιτήσεων αυτών απορρέει απευθείας από το γεγονός ότι δεν υπάρχει, στο επίπεδο της Ένωσης, ενιαίο σύστημα αυτοενοχοποίησης των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε συμπράξεις κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η αυτοτέλεια αυτή δεν μπορεί να επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι διάφορες αιτήσεις έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις  57-60)

3.        Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 1/2003, έχουν την έννοια ότι μεταξύ της αιτήσεως απαλλαγής που έχει υποβάλει ή ετοιμάζεται να υποβάλει μια επιχείρηση στην Επιτροπή και της συνοπτικής αιτήσεως που αυτή έχει υποβάλει σε εθνική αρχή ανταγωνισμού για την ίδια σύμπραξη δεν υπάρχει κανένας νομικός δεσμός που να υποχρεώνει την εν λόγω εθνική αρχή να αξιολογήσει τη συνοπτική αίτηση υπό το πρίσμα της αιτήσεως απαλλαγής. Το ζήτημα αν η συνοπτική αίτηση αποδίδει πιστά ή όχι το περιεχόμενο της αιτήσεως απαλλαγής που έχει υποβληθεί στην Επιτροπή δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος νομικός δεσμός θέτει εν αμφιβόλω την αυτοτέλεια των διαφόρων αιτήσεων και, κατά συνέπεια, τη ratio του ίδιου του συστήματος των συνοπτικών αιτήσεων. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία, στο επίπεδο της Ένωσης, δεν υπάρχει μια ενιαία ή μια κύρια αίτηση επιείκειας υποβαλλόμενη παράλληλα με δευτερεύουσες αιτήσεις, αλλά αιτήσεις απαλλαγής υποβαλλόμενες στην Επιτροπή και συνοπτικές αιτήσεις υποβαλλόμενες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, η αξιολόγηση των οποίων απόκειται αποκλειστικά και μόνον στην αρχή στην οποία απευθύνονται.

Επιπλέον, όταν η συνοπτική αίτηση που έχει υποβληθεί σε εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής στενότερο από αυτό της αιτήσεως απαλλαγής η οποία έχει υποβληθεί στην Επιτροπή, η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν υποχρεούται να έλθει σε επαφή με την Επιτροπή ή την ίδια την επιχείρηση, με σκοπό να διαπιστωθεί αν η εν λόγω επιχείρηση εντόπισε συγκεκριμένα και ειδικά παραδείγματα παράνομων συμπεριφορών στον τομέα που φέρεται ότι καλύπτεται από την αίτηση απαλλαγής, αλλά όχι από τη συνοπτική αίτηση. Μια τέτοια υποχρέωση εμπεριέχει τον κίνδυνο περιορισμού του καθήκοντος συνεργασίας των αιτούντων επιείκεια, το οποίο αποτελεί έναν από τους πυλώνες του συστήματος επιείκειας. Υπό τις συνθήκες αυτές, απόκειται στην επιχείρηση που ζητεί από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να της χορηγήσουν το πλεονέκτημα του καθεστώτος επιείκειας να εξασφαλίσει ότι κάθε αίτηση την οποία υποβάλλει δεν περιέχει ασάφειες ως προς την έκτασή της.

(βλ. σκέψεις  61, 63, 64, 67, διατακτ. 2)

4.        Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 1/2003, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να δέχονται συνοπτική αίτηση απαλλαγής υποβαλλόμενη από επιχείρηση που έχει ήδη υποβάλει στην Επιτροπή όχι αίτηση πλήρους απαλλαγής αλλά αίτηση μειώσεως προστίμων.

Συναφώς, το γεγονός ότι το πρότυπο πρόγραμμα επιείκειας του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) δεν προβλέπει ρητώς, σε συγκεκριμένη περίπτωση, τη δυνατότητα των επιχειρήσεων που είχαν υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση μειώσεως προστίμου να υποβάλουν συνοπτική αίτηση απαλλαγής στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγόρευση προς τις εν λόγω αρχές να δέχονται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, τέτοιες συνοπτικές αιτήσεις. Συγκεκριμένα, η έναντι των εθνικών αρχών ανταγωνισμού έλλειψη δεσμευτικού χαρακτήρα του πρότυπου προγράμματος επιείκειας του ΕΔΑ έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, να μην υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ενσωματώνουν στα καθεστώτα επιείκειάς τους τις διατάξεις του πρότυπου προγράμματος επιείκειας του ΕΔΑ, αλλά και, αφετέρου, να μην τους απαγορεύεται να θεσπίζουν, σε εθνικό επίπεδο, κανόνες που δεν περιέχονται στο εν λόγω πρότυπο πρόγραμμα ή που παρεκκλίνουν από αυτό, υπό τον όρο ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, η αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν παρακωλύει τη λειτουργία εθνικού καθεστώτος επιείκειας το οποίο επιτρέπει να γίνει δεκτή συνοπτική αίτηση απαλλαγής υποβαλλόμενη από επιχείρηση που δεν είχε προηγουμένως υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση πλήρους απαλλαγής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια επιχείρηση, η οποία δεν ήταν η πρώτη που υπέβαλε αίτηση απαλλαγής στην Επιτροπή και στην οποία, κατά συνέπεια, μπορεί να χορηγηθεί μόνο μείωση προστίμου, να είναι σε θέση, μέσω υποβολής συνοπτικής αιτήσεως απαλλαγής, να ενημερώσει πρώτη την εθνική αρχή ανταγωνισμού για την ύπαρξη της οικείας συμπράξεως. Στην περίπτωση αυτή, εάν η Επιτροπή αποφασίσει να μη συνεχίσει την έρευνά της όσον αφορά πραγματικά περιστατικά ίδια με τα καταγγελθέντα ενώπιον της εθνικής αρχής, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να τύχει πλήρους απαλλαγής δυνάμει του εθνικού προγράμματος επιείκειας.

(βλ. σκέψεις  76, 77, 80, 83, 84, διατακτ. 3)