Language of document : ECLI:EU:F:2014:224

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Αποδοχές — Προσωπικό της ΕΥΕΔ τοποθετημένο σε τρίτη χώρα — Απόφαση της ΑΔΑ περί τροποποιήσεως του καταλόγου των τρίτων χωρών όπου οι συνθήκες διαβιώσεως είναι αντίστοιχες με τις συνήθεις συνθήκες εντός της Ένωσης — Πράξη γενικής ισχύος — Παραδεκτό της προσφυγής — Ετήσια εκτίμηση της αποζημιώσεως συνθηκών διαβιώσεως — Κατάργηση»

Στην υπόθεση F‑100/13,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Bruno Julien-Malvy, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, κάτοικος Tόκυο (Ιαπωνία), και λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους T. Bontinck και A. Guillerme, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενης από τους S. Marquardt και M. Silva,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch (εισηγητή), Πρόεδρο, E. Perillo και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12 Μαΐου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 4 Οκτωβρίου 2013, ο Β. Julien-Malvy και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) της 19ης Δεκεμβρίου 2012 στο μέτρο που καταργεί, από την 1η Ιανουαρίου 2014, την καταβολή αποζημιώσεως συνθηκών διαβιώσεως (στο εξής: ΑΣΔ) στο προσωπικό που είναι τοποθετημένο στην Αργεντινή, στο Χονγκ Κονγκ, στη Χιλή, στην Ιαπωνία, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊβάν και, ως εκ τούτου, να διατάξει την καταβολή των ποσών που υποστηρίζουν ότι τους οφείλονται ως ΑΣΔ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η απόφαση 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της ΕΥΕΔ (ΕΕ L 201, σ. 30), ορίζει στο άρθρο 1 ότι η ΕΥΕΔ «είναι λειτουργικά αυτόνομος φορέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωριστός από τη γενική γραμματεία του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και από την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, και διαθέτει την ικανότητα δικαίου που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της και την επίτευξη των στόχων της». Σύμφωνα με το άρθρο 6 της αποφάσεως, ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287, σ. 15), καθώς και το Kαθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΥΕΔ.

3        Συγκεκριμένα, το άρθρο 1β του ΚΥΚ ορίζει ότι, «[ε]κτός αν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, […] η [ΕΥΕΔ] […] εξομοιών[εται], για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με τα όργανα της Ένωσης».

4        Το άρθρο 110 του ΚΥΚ διευκρινίζει, στην πρώτη παράγραφο, ότι «[ο]ι γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού του και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης». Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (στο εξής: ΓΕΔ) «γνωστοποιούνται στο προσωπικό».

5        Το άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου, με τον τίτλο «Γ[ενικές διατάξεις]», του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, που περιλαμβάνει ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, ορίζει τα εξής:

«Το παρόν παράρτημα θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

Για την τοποθέτηση αυτή προσλαμβάνονται μόνο υπήκοοι των κρατών μελών της Ένωσης. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν δικαιούται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 28 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

6        Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ:

«Καθορίζεται [ΑΣΔ], ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, σε ποσοστό του ποσού αναφοράς. […]

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η [ΑΣΔ] ορίζεται με τον ακόλουθο τρόπο.

Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της [ΑΣΔ] είναι οι εξής:

–        υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,

–        συνθήκες ασφάλειας,

–        κλιματολογικές συνθήκες,

σε αυτές τις τρεις παραμέτρους εφαρμόζεται ο συντελεστής 1∙

–        βαθμός απομόνωσης,

–        άλλες τοπικές συνθήκες,

σε αυτές τις δύο παραμέτρους εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,5.

Κάθε παράμετρος λαμβάνει την ακόλουθη τιμή:

0:      εάν αντιπροσωπεύει κανονικές συνθήκες, όχι όμως ισοδύναμες με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση,

2:      εφόσον αντιπροσωπεύει συνθήκες δύσκολες σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση,

4:      εφόσον αντιπροσωπεύει συνθήκες πολύ δύσκολες σε σχέση με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση.

[…]

Η [ΑΣΔ] που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται κάθε χρόνο και, ενδεχομένως, αναθεωρείται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

[…]»

7        Η απόφαση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφαλείας, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την ΑΣΔ και τη συμπληρωματική αποζημίωση που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τον κανονισμό 1023/2013 (στο εξής: εσωτερικές οδηγίες), ορίζει, στο άρθρο 1, τα εξής:

«Οι παράμετροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1, του άρθρου 10, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ αξιολογούνται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή], η οποία μπορεί να βασιστεί, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες προερχόμενες από αξιόπιστες πηγές διεθνούς χαρακτήρα, δημόσιες ή ιδιωτικές, από τα κράτη μέλη, καθώς και από τις αντιπροσωπείες της Ένωσης και τις υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.»

8        Το άρθρο 2 των εσωτερικών οδηγιών προβλέπει τα εξής:

«Αφού ζητηθεί η γνώμη των επιτροπών προσωπικού της ΕΥΕΔ και της Επιτροπής, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει τα ποσοστά της [ΑΣΔ] όσον αφορά τους διαφόρους τόπους υπηρεσίας. […] 

Δεν καταβάλλεται αποζημίωση τέτοιου είδους σε περίπτωση τοποθετήσεως σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που [επικρατούν] συνήθως μέσα στην Ένωση […].

Η αντιστοιχία καθορίζεται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] βάσει συγκρίσεως του επιπέδου αναπτύξεως των οικείων τρίτων χωρών και της συγκριτικής σειράς κατατάξεώς τους στις κατατάξεις του Ο[ργανισμού Ηνωμένων Εθνών] (επίδομα συνθηκών διαβιώσεως), του [Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη] (δείκτης ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ([ακαθάριστο εγχώριο προϊόν] κατά κεφαλή), της Οργάνωσης για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη στην Ευρώπη ([δείκτης καλύτερης διαβιώσεως]) και, εάν είναι απαραίτητο, βάσει άλλων πληροφοριών προερχομένων από αξιόπιστες πηγές διεθνούς χαρακτήρα, δημόσιες ή ιδιωτικές.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

9        Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, ο διοικητικός γενικός διευθυντής της ΕΥΕΔ, ενεργώντας ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), εξέδωσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, απόφαση περί αναθεωρήσεως του ποσού της ΑΣΔ που καταβάλλεται στα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα σε τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση επικαιροποιεί τον κατάλογο των τρίτων χωρών όπου οι συνθήκες διαβίωσης θεωρούνται αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: κατάλογος) και καταργεί, κατά συνέπεια, την καταβολή της ΑΣΔ στα μέλη του προσωπικού που είναι, ειδικότερα, τοποθετημένα, όπως οι προσφεύγοντες, στην Αργεντινή, στο Χονγκ Κονγκ, στη Χιλή, στην Ιαπωνία, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊβάν, ορίζοντας ότι η εν λόγω κατάργηση τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014.

10      Οι προσφεύγοντες άσκησαν διοικητικές ενστάσεις κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως, στο μέτρο που καταργεί την ΑΣΔ για τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στους αντίστοιχους τόπους υπηρεσίας τους, στις 12, 15, 17 και 18 Μαρτίου 2013 (στο εξής, από κοινού: διοικητικές ενστάσεις).

11      Η ΑΔΑ απέρριψε τις διοικητικές ενστάσεις με αποφάσεις της 26ης Ιουνίου και 2ας Ιουλίου 2013.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση του διοικητικού γενικού διευθυντή της ΕΥΕΔ, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, στο μέτρο που καταργεί την ΑΣΔ για τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στην Αργεντινή, στο Χονγκ Κονγκ, στη Χιλή, στην Ιαπωνία, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊβάν (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση)∙

–        ως εκ τούτου, να διατάξει την καταβολή της ΑΣΔ ποσοστού 15 % από την 1η Ιανουαρίου 2014·

–        να καταδικάσει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

13      Η ΕΥΕΔ ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

14      Πρέπει να υπομνηστεί ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά βλαπτικού για αυτούς μέτρου γενικού χαρακτήρα της ΑΔΑ εφόσον, αφενός, το μέτρο αυτό δεν χρειάζεται εκτελεστικά μέτρα για να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα ή δεν αφήνει, για την εφαρμογή του, περιθώριο εκτιμήσεως στις αρχές που είναι αρμόδιες να το εφαρμόσουν και, αφετέρου, θίγει άμεσα τα συμφέροντα των υπαλλήλων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς την έννομη κατάστασή τους (βλ., συναφώς, όσον αφορά την παράλειψη της ΑΔΑ να ελέγξει τη νομιμότητα των εκλογών της επιτροπής προσωπικού, απόφαση De Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, 54/75, EU:C:1976:127· όσον αφορά απόφαση περί εκλογικού συστήματος για τις εκλογές της επιτροπής προσωπικού, απόφαση Diezler κ.λπ. κατά ΟΚΕ, 146/85 και 431/85, EU:C:1987:457, σκέψεις 6 και 7∙ όσον αφορά απόφαση της ΑΔΑ που μεταβάλλει τον τρόπο υπολογισμού του επιδόματος διαφοράς αποδοχών που οφείλεται στους υπαλλήλους οι οποίοι, κατόπιν διαγωνισμού, ανέρχονται σε υψηλότερη κατηγορία, απόφαση Brown κατά Δικαστηρίου, 125/87, EU:C:1988:136, σκέψη 16).

15      Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία εξέδωσε η ΑΔΑ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, επιφέρει για τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στις αντιπροσωπείες και τα γραφεία της Ένωσης στην Αργεντινή, στο Χονγκ Κονγκ, στη Χιλή, στην Ιαπωνία, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊβάν την κατάργηση της ΑΣΔ από την 1η Ιανουαρίου 2014. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται αρκούντως σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων, ώστε να μην απαιτεί τη λήψη ειδικών εκτελεστικών μέτρων για να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα έναντι των μελών του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στις οικείες τρίτες χώρες.

16      Βέβαια, η εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως απαιτεί τη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων, προκειμένου να παύσει η καταβολή της ΑΣΔ που εχορηγείτο, μέχρι τότε, στα μέλη του προσωπικού τα τοποθετημένα στις προαναφερθείσες τρίτες χώρες, όπως οι προσφεύγοντες. Εντούτοις η λήψη τέτοιου είδους ενδιάμεσων μέτρων, που λαμβάνει χώρα χωρίς οι αρχές που χειρίζονται το ζήτημα να διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, δεν είναι ικανή να αναστείλει τον άμεσο χαρακτήρα του επηρεασμού της έννομης καταστάσεως των προσφευγόντων, οι οποίοι έπρεπε κατ’ ανάγκην να αναμένουν ότι θα απολέσουν το ευεργέτημα της ΑΣΔ από 1ης Ιανουαρίου 2014.

17      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

18      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν έξι λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως, ο πρώτος από την παράβαση του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ καθώς και από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, ο δεύτερος από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τρίτος από την παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο τέταρτος από την κατάχρηση εξουσίας και την καταστρατήγηση της διαδικασίας, ο πέμπτος από την πλάνη περί το δίκαιο και την πλάνη περί τα πράγματα, ο έκτος και τελευταίος από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ καθώς και από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας

19      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΥΕΔ ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 1 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[ο]ι [ΓΕΔ] θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης», να θεσπίσει ΓΕΔ του άρθρου 10 του εν λόγω παραρτήματος, προκειμένου η προσβαλλόμενη απόφαση να διαθέτει «σαφή και επαρκώς προβλέψιμη» νομική βάση. Ελλείψει τέτοιου είδους ΓΕΔ, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας.

20      Η ΕΥΕΔ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει ότι η υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ που επιβάλλει το άρθρο 1 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να αφορά, ελλείψει ρητών σχετικών διατάξεων, το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω παραρτήματος, μεταξύ των οποίων, ιδίως, το άρθρο 10. Εξάλλου, το εν λόγω άρθρο είναι, σε κάθε περίπτωση, αρκούντως σαφές και ακριβές ώστε να αποκλείεται ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής του.

21      Από τη νομολογία προκύπτει, συναφώς, ότι ΓΕΔ κατά την έννοια του άρθρου 110 του ΚΥΚ αναφέρονται, κατ’ αρχάς, στα μέτρα εφαρμογής που προβλέπονται ρητώς από ορισμένες ειδικές διατάξεις του ΚΥΚ και ότι, ελλείψει ρητής διατάξεως, υποχρέωση θεσπίσεως εκτελεστικών μέτρων πληρούντων τους τυπικούς όρους του άρθρου 110 του ΚΥΚ μπορεί να γίνει δεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση, ήτοι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του ΚΥΚ στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας σε βαθμό ώστε να επιδέχονται αυθαίρετη εφαρμογή (απόφαση Behmer κατά Κοινοβουλίου, F‑47/07, EU:F:2009:103, σκέψη 47).

22      Στην υπό κρίση περίπτωση, το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν περιέχει ρητή διάταξη προβλέπουσα τη θέσπιση ΓΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ, αντιθέτως όμως το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο πρώτο κεφάλαιο του εν λόγω παραρτήματος, το οποίο είναι αφιερωμένο στις «Γ[ενικές διατάξεις]», θεσπίζει ρητώς τέτοια υποχρέωση. Η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής δεν μπορεί να περιορίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 1 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Πράγματι, το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου περιορίζεται στη διευκρίνιση του αντικειμένου του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, που συνίσταται στο να «θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα». Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[γ]ια την τοποθέτηση αυτή προσλαμβάνονται μόνο υπήκοοι των κρατών μελών της Ένωσης, [η δε ΑΔΑ] δεν δικαιούται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 28 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης», πρόκειται για επιτακτική και άνευ αιρέσεων διάταξη, για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτείται ειδικό εκτελεστικό μέτρο.

23      Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ έχουν γενική ισχύ οι δε ΓΕΔ τη θέσπιση των οποίων προβλέπει το εν λόγω άρθρο αφορούν το σύνολο του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που διέπουν τη χορήγηση της ΑΣΔ.

24      Η γενική ισχύς των διατάξεων του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι το άρθρο 3 του εν λόγω παραρτήματος, που επίσης ανήκει στο πρώτο κεφάλαιο του παραρτήματος αυτού, το οποίο είναι αφιερωμένο στις «Γ[ενικές διατάξεις]», προβλέπει ότι οι υπάλληλοι που ήταν προηγουμένως τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα και τοποθετούνται προσωρινά στην έδρα της ΕΥΕΔ ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο υπηρεσίας στην Ένωση είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν να υπάγονται σε ορισμένες διατάξεις του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ «βάσει των [ΓΕΔ]» που εκδίδει η ΑΔΑ. Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω διάταξη, που περιέχεται στο άρθρο 3 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, προβλέπεται ρητώς «[κ]ατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 πρώτο εδάφιο» του ίδιου παραρτήματος.

25      Κατά συνέπεια, οι ΓΕΔ στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και οι οποίες αφορούν την κατάσταση υπαλλήλων που έχουν επανατοποθετηθεί προσωρινά εντός της Ένωσης δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις «ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους [...] οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, παραπέμποντας με τον τρόπο αυτό στις ΓΕΔ που προβλέπει το τρίτο εδάφιο του ίδιου άρθρου 1. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας στο άρθρο 3 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ την υποχρέωση εκδόσεως ΓΕΔ στις περιπτώσεις που καθορίζει το εν λόγω άρθρο, δεν μπορεί να επεδίωκε περιορισμό της υποχρεώσεως θεσπίσεως ΓΕΔ βάσει του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ μόνο στο εν λόγω άρθρο 3.

26      Η ΕΥΕΔ επισημαίνει, εξάλλου, ότι, όσον αφορά το δικαίωμα του θεσμικού οργάνου να του επιστραφούν τα ποσά που καταβλήθηκαν σε δόκιμο υπάλληλο σε περίπτωση μη μονιμοποιήσεως του ενδιαφερομένου, το άρθρο 22 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει, για την εφαρμογή του, την υποχρέωση εκδόσεως διατάξεων «οι οποίες καθορίζονται από την [ΑΔΑ]», χωρίς να διευκρινίζει τη φύση των εν λόγω διατάξεων, ήτοι, κατά την άποψη πάντοτε της ΕΥΕΔ, χωρίς να απαιτεί τη θέσπιση ΓΕΔ. Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να υποχρεώσει την ΑΔΑ να θεσπίσει ΓΕΔ για την εφαρμογή του άρθρου 22 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο δεν αφορά την ΑΣΔ, αλλά τη δυνατότητα επιστροφής ορισμένων ποσών στην περίπτωση που ο δόκιμος υπάλληλος δεν μονιμοποιηθεί, το γεγονός αυτό δεν μπορεί, ελλείψει σχετικής ρητής διατάξεως, να απαλλάξει την ΑΔΑ της θεσπίσεως ΓΕΔ για την εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Εξάλλου, η παραπομπή του άρθρου 22 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ σε «διατάξ[εις] οι οποίες καθορίζονται από την [ΑΔΑ]» ουδόλως απαγορεύει να λάβουν οι εν λόγω διατάξεις τη μορφή ΓΕΔ κατά την έννοια του άρθρου 110 του ΚΥΚ.

27      Ούτε το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ είναι τόσο σαφείς και ακριβείς ώστε δεν χρήζουν ΓΕΔ, το οποίο επίσης επικαλείται η ΕΥΕΔ, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι ο γενικός κανόνας που τίθεται στο άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Η υπό κρίση διαφορά καθιστά ακριβώς προφανείς τις δυσχέρειες ερμηνείας του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, αποκλείοντας τους υπαλλήλους από το ευεργέτημα της ΑΣΔ σε περίπτωση τοποθετήσεως «σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ένωση».

28      Τέλος, το γεγονός ότι το κείμενο του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013 και ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2014, διευκρινίζει ότι «[ο]ι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται από την [ΑΔΑ]», χωρίς αναφορά στις ΓΕΔ του άρθρου 110 του ΚΥΚ, δεν μπορεί να υποδηλώνει, εκ των υστέρων, την υποτιθέμενη πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, κατά τη θέσπιση της αρχικής μορφής του εν λόγω άρθρου που είναι εφαρμοστέο στην υπό κρίση διαφορά, δηλαδή τον Οκτώβριο 1987, να μην καταστήσει υποχρεωτική τη θέσπιση ΓΕΔ για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Επιπλέον, το κείμενο του άρθρου 1 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, είναι πανομοιότυπο προς αυτό που είναι εφαρμοστέο στην υπό κρίση διαφορά και εξακολουθεί να προβλέπει την υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ. Εξάλλου, η παραπομπή του νέου άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ στους «λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής» ουδόλως απαγορεύει να λάβουν οι εν λόγω διατάξεις τη μορφή ΓΕΔ κατά την έννοια του άρθρου 110 του ΚΥΚ.

29      Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, η ΕΥΕΔ ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει ΓΕΔ του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, σύμφωνα με το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος.

30      Εντούτοις, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η ΕΥΕΔ, ενεργώντας έναντι του προσωπικού της ως θεσμικό όργανο κατά την έννοια του ΚΥΚ, έχει θεσπίσει ΓΕΔ για την εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του ΚΥΚ. Οι εσωτερικές οδηγίες εκδόθηκαν μετά την προσβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, η ΕΥΕΔ δεν δύναται λυσιτελώς να τις επικαλεστεί. Εξάλλου, οι εν λόγω εσωτερικές οδηγίες εκδόθηκαν χωρίς προηγούμενη γνώμη της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Δεν μπορούν, συνεπώς, να ισχύσουν ως ΓΕΔ, κατά την έννοια του άρθρου 110 του ΚΥΚ, εφόσον δεν εκδόθηκαν σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο διαδικασία. Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και όσον αφορά τις εσωτερικές οδηγίες της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 1987, που αφορούν την ΑΣΔ και τη συμπληρωματική αποζημίωση που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, που η ΕΥΕΔ δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν στο προσωπικό της.

31      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υιοθέτηση ΓΕΔ προϋπέθετε την προηγούμενη συγκρότηση επιτροπής προσωπικού. Κατά το άρθρο 99 του ΚΥΚ, η προθεσμία για τη σύσταση τέτοιας επιτροπής εντός της ΕΥΕΔ έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2011. Υπό τις συνθήκες αυτές, η καθυστέρηση κατά την εφαρμογή του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ είναι μεν αποδοκιμαστέα, πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως η ΕΥΕΔ βρισκόταν ακόμη, όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, σε περίοδο προσαρμογής (βλ., συναφώς, σχετικά με την υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ για την εφαρμογή των άρθρων 43 και 45 του ΚΥΚ, αποφάσεις Bernusset κατά Επιτροπής, 94/63 και 96/63, EU:C:1964:41, και De Pascale κατά Επιτροπής, 97/63, EU:C:1964:61). Κατά συνέπεια, μόνη η παράλειψη της ΕΥΕΔ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ακυρότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας και, ειδικότερα, της υποχρεώσεως της ΑΔΑ να προβαίνει κάθε χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, έβδομο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, σε αξιολόγηση της ΑΣΔ για κάθε τόπο υπηρεσίας.

32      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η έλλειψη ΓΕΔ του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν στερεί τη νομική βάση από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος, και συγκεκριμένα του δευτέρου εδαφίου, σύμφωνα με το οποίο «[ε]φόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία [ΑΣΔ]».

33      Σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να επικαλεστούν λυσιτελώς τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη ΓΕΔ του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ μόνο στην περίπτωση που η προβαλλόμενη παρατυπία θα μπορούσε να τους επηρεάσει προσωπικά (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. P. Warner επί της υποθέσεως Deboeck κατά Επιτροπής, 90/74, EU:C:1975:109). Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι ΓΕΔ έχουν ως κύριο σκοπό τον καθορισμό κριτηρίων ικανών να καθοδηγούν τη Διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της ή να διευκρινίζουν το περιεχόμενο διατάξεων του ΚΥΚ που στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας σε βαθμό ώστε να επιδέχονται αυθαίρετη εφαρμογή (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ianniello κατά Επιτροπής, T‑308/04, EU:T:2007:347, σκέψη 38, και Behmer κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2009:103, σκέψη 47). Εφόσον η ασάφεια διατάξεως δεν είναι αυτή καθεαυτή αρκετή να οδηγήσει σε αυθαίρετη εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, οι προσφεύγοντες θα είχαν συμφέρον να προβάλουν τέτοιο λόγο ακυρώσεως μόνο στην περίπτωση που η παράλειψη της ΕΥΕΔ να θεσπίσει τις ΓΕΔ τους είχε βλάψει προσωπικά, οδηγώντας, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, την ΑΔΑ να εφαρμόσει στην περίπτωσή τους τις διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ κατά τρόπο μεροληπτικό και αυθαίρετο.

34      Εντούτοις, οι προσφεύγοντες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η έλλειψη ΓΕΔ οδήγησε την ΑΔΑ σε αυθαίρετη εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ ως προς αυτούς. Συγκεκριμένα, περιορίζονται να προβάλουν, χωρίς να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικώς, ότι η ΕΥΕΔ έκρινε «αυθαιρέτως ότι οι συνθήκες διαβιώσεως [στους τόπους υπηρεσίας τους ήταν] αντίστοιχες» με εκείνες που επικρατούν συνήθως μέσα στην Ένωση και υποστηρίζουν ότι «δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι οι [εν λόγω] διατάξεις στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας». Ειδικότερα, το γεγονός ότι η ΑΔΑ δεν χρησιμοποίησε τις παραμέτρους που ορίζονται στην παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ για να καθορίσει το ποσό της ΑΣΔ αναλόγως των τόπων υπηρεσίας δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η ΑΔΑ «αυθαιρέτως κατήρτισε τον κατάλογο των τόπων υπηρεσίας όπου οι συνθήκες διαβιώσεως μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν [συνήθως] μέσα στην Ένωση». Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΑΔΑ, όχι απλώς δεν «παρέλειψε να ακολουθήσει οποιοδήποτε κριτήριο», αλλά καθόρισε κριτήρια ικανά να καθοδηγήσουν την εκτίμησή της σχετικά με την αντιστοιχία των συνθηκών διαβιώσεως. Η ΑΔΑ εξέθεσε, συνεπώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη μέθοδο που χρησιμοποίησε, αναφέροντας ότι η διενέργεια ετήσιας εκτιμήσεως της ΑΣΔ περιελάμβανε «ανάλυση των συνθηκών διαβιώσεως που ισχύουν στους τόπους υπηρεσίας, προκειμένου να καθοριστεί αν αυτές [ήταν] ή παρ[έμεναν] αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ένωση», προσθέτοντας ότι «η ΑΔΑ, στηριζόμενη ενδεχομένως στην εν λόγω διαπίστωση, [θα] αποφάσι[ζε] ότι ουδεμία [ΑΣΔ] πρέπει να χορηγηθεί» και διευκρινίζοντας, εξάλλου, ότι «[π]ρέπει να ληφθούν υπόψη αναλύσεις που πραγματοποίησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τιμολογήσεις του συστήματος “Hardship allowance” [“αποζημιώσεις για δύσκολες αποστολές”] [του Οργανισμού] Ηνωμένων Εθνών και άλλα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση των υπηρεσιών». Έγινε επίσης αναφορά στα κριτήρια που χρησιμοποίησε η ΑΔΑ τόσο στο υπόμνημα αντικρούσεως της ΕΥΕΔ όσο και στις απαντήσεις στις διοικητικές ενστάσεις των προσφευγόντων, ενώ δεν αμφισβητήθηκε η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων κατά την εκτίμηση της ατομικής καταστάσεως των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προεκτεθείσα μεθοδολογία δεν είναι αρκούντως ακριβής, δεν αποδεικνύουν όμως σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ούτε, σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύουν ότι η εν λόγω έλλειψη ακρίβειας οδήγησε σε αυθαίρετη μεταχείρισή τους εκ μέρους της ΑΔΑ σε σχέση με τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα σε άλλους τόπους υπηρεσίας

35      Επικουρικώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που υπήρχαν τέτοιου είδους ΓΕΔ, η ΕΥΕΔ παρ’ όλα αυτά παραβίασε την αρχή της διαφάνειας διότι δεν τις γνωστοποίησε στα μέλη του προσωπικού και δεν τις κοινοποίησε στην επιτροπή προσωπικού. Εντούτοις, εφόσον από τη δικογραφία δεν προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι αποδείχθηκε το ενδεχόμενο που προέβαλαν οι προσφεύγοντες, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

36      Τέλος, το γεγονός ότι η θέση του κανονισμού 1023/2013 σε ισχύ καθιστά κατά μείζονα λόγο αναγκαία μια τέτοιου είδους κοινοποίηση, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον εν λόγω κανονισμό, δεν αναφέρεται πλέον στον «συντελεστή στάθμισης» δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν εκδόθηκε βάσει του εν λόγω κανονισμού.

37      Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, η έλλειψη ΓΕΔ του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να επιφέρει την ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την ανεπάρκεια αιτιολογίας

38      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 25 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στην αναφορά στην ανάγκη επικαιροποιήσεως του καταλόγου, χωρίς την παραμικρή αιτιολόγηση ή εξήγηση, ιδίως όσον αφορά την ακολουθούμενη μέθοδο, προς στήριξη της απόψεως ότι υφίσταται τέτοια ανάγκη. Ειδικότερα, η απλή αναφορά εσωτερικού σημειώματος καθώς και των απαντήσεων που δόθηκαν στις διοικητικές ενστάσεις στις τιμολογήσεις που χρησιμοποιεί ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για το δικό του προσωπικό ή στον δείκτη ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη (ΠΗΕΑ), ή ακόμη σε αυτές που χρησιμοποιούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για το διπλωματικό τους προσωπικό δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε.

39      Η ΕΥΕΔ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

40      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, πρόκειται για πράξη γενικής ισχύος, η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει (αποφάσεις Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑150/94, EU:C:1998:547, σκέψεις 25 και 26∙ Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑168/98, EU:C:2000:598, σκέψη 62∙ Kik κατά ΓΕΕΑ, C‑361/01 P, EU:C:2003:434, σκέψη 102, και Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑342/03, EU:C:2005:151, σκέψη 55∙ βλ., επίσης, όσον αφορά κανονισμούς που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων, αποφάσεις Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, 3/83, EU:C:1985:283, σκέψεις 30 και 31, και Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, T‑97/92 και T‑111/92, EU:T:1994:69, σκέψεις 49 επ.).

41      Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, αν πράξη γενικής ισχύος υποδηλώνει την ουσία του επιδιωκόμενου από το θεσμικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη (βλ., ιδίως, απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑284/94, EU:C:1998:548, σκέψη 30), όπως παραδείγματος χάριν τις τεχνικές πλευρές του τρόπου υπολογισμού των αποδοχών των υπαλλήλων (απόφαση Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑544/93 και T‑566/93, EU:T:1995:202, σκέψη 89).

42      Τέλος, όποια και αν είναι η φύση της εν λόγω πράξεως, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της εν λόγω πράξεως αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑26/00, EU:C:2005:450, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Στην υπό κρίση περίπτωση, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Επισημαίνει ότι η αναθεώρηση της ΑΣΔ αποτελεί ετήσια ενέργεια που καλύπτει όλους τους τόπους υπηρεσίας, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του γενικού πλαισίου. Διευκρινίζει ότι η ενέργεια αυτή περιλαμβάνει ανάλυση των συνθηκών διαβιώσεως που ισχύουν στους τόπους υπηρεσίας, προκειμένου να καθοριστεί αν αυτές είναι ή παραμένουν αντίστοιχες με εκείνες που υφίστανται συνήθως εντός της Ένωσης. Επισημαίνει ότι, ενδεχομένως, βάσει της εν λόγω διαπιστώσεως, η ΑΔΑ θα αποφασίσει ότι ουδεμία ΑΣΔ θα χορηγηθεί. Διευκρινίζει, συγκεκριμένα, ότι ελήφθησαν υπόψη αναλύσεις που πραγματοποίησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ένωσης, τιμολογήσεις του συστήματος αποζημιώσεων για δύσκολες αποστολές του Ο.Η.Ε και συστάσεις της τεχνικής ομάδας της ΕΥΕΔ της 5ης και της 19ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με την αναθεώρηση της ΑΣΔ. Τέλος, αναφέρει ότι πρέπει να επικαιροποιηθεί ο κατάλογος με την προσθήκη ορισμένων τρίτων χωρών τις οποίες απαριθμεί. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, συνεπώς, τόσο στη συνολική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως όσο και στους γενικούς σκοπούς που η απόφαση επιδιώκει.

44      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν σχετικής διαβουλεύσεως με την κεντρική επιτροπή προσωπικού (τμήμα για το εκτός Ένωσης προσωπικό). Καίτοι η επιτροπή αυτή εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της γιατί δεν είχε πρόσβαση σε ορισμένες βάσεις δεδομένων και διατύπωσε αρνητική γνώμη επί του σχεδίου αποφάσεως που της είχε υποβληθεί, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν γνωστό στους προσφεύγοντες, οι οποίοι έλαβαν γνώση της γνώμης της εν λόγω επιτροπής και, συνεπώς, είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση στην οποία το μέτρο τους επηρέαζε.

45      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ένα εσωτερικό σημείωμα της διευθύνσεως ανθρώπινου δυναμικού της ΕΥΕΔ της 21ης Δεκεμβρίου 2012 κυκλοφόρησε σε όλο το προσωπικό που ήταν τοποθετημένο σε αντιπροσωπείες. Το εν λόγω σημείωμα διευκρίνιζε συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως βάση το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο, σύμφωνα με το εν λόγω σημείωμα, «παρέχει στην ΑΔΑ ευρεία διακριτική ευχέρεια για την κατάρτιση του καταλόγου [...]». Ανέφερε, εξάλλου, ότι η ανάλυση της ΑΔΑ στηριζόταν σε «σύγκριση των συνθηκών διαβιώσεως στις εν λόγω χώρες», στην «επιβεβαίωση σταθερής βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως στις εν λόγω τρίτες χώρες», σε «σύγκριση με τις τιμολογήσεις [του Ο.Η.Ε] για το προσωπικό του καθώς και τις τιμολογήσεις του [ΠΗΕΑ και τον δείκτη ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού]».

46      Τέλος, η ΑΔΑ ανέπτυξε την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως στις απαντήσεις που έδωσε στις διοικητικές ενστάσεις, με τις οποίες διευκρίνισε συγκεκριμένα ότι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης εντός της Ένωσης είχαν σε μεγάλο βαθμό συμβάλει στο να προσεγγίσουν το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής τα επίπεδα ζωής των τρίτων χωρών που είχε προσθέσει στον κατάλογο, ορισμένες από τις οποίες γνώριζαν μάλιστα, επί αρκετά έτη, μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Απαντώντας στις διοικητικές ενστάσεις, η ΑΔΑ προσπάθησε επίσης να απαντήσει σε κάθε σημείο των διαφόρων επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να εκτιμήσουν το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι, σύμφωνα με τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι συνοπτική, είναι επαρκής (βλ., συναφώς, αποφάσεις Di Marzio και Lebedef κατά Επιτροπής, T‑98/92 και T‑99/92, EU:T:1994:70, σκέψεις 80 και 81, και Chassagne κατά Επιτροπής, F‑43/05, EU:F:2007:14, σκέψη 108).

48      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η επιτροπή προσωπικού δεν μπόρεσε να έχει πρόσβαση στα «έγγραφα αναφοράς» ή σε ορισμένες «βάσεις δεδομένων» καθώς και στα «ερωτηματολόγια». Συγκεκριμένα, καίτοι η διαβούλευση με την εν λόγω επιτροπή αποτελεί υποχρέωση επιβαλλόμενη από τον ΚΥΚ, οι προσφεύγοντες δεν αποδεικνύουν ούτε καν ισχυρίζονται ότι η διαβίβαση στους εκπροσώπους του προσωπικού των εγγράφων στα οποία αναφέρονται και τα οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο αποτελεί προαπαιτούμενο που έπρεπε να τηρήσει η ΑΔΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Dalmasso κατά Επιτροπής, F‑112/11, EU:F:2013:43, σκέψη 29).

49      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

50      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως έχει τρία σκέλη που αντλούνται, το πρώτο, από πλάνη περί το δίκαιο, το δεύτερο, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και τέλος, το τρίτο, από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

51      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ΑΔΑ, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι δεν εφάρμοσε τις πέντε παραμέτρους που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ για την κατάρτιση του καταλόγου. Συγκεκριμένα, η ΑΔΑ περιορίστηκε σε αυθαίρετη κατάρτιση του καταλόγου και δεν έλαβε υπόψη τις εν λόγω παραμέτρους παρά μόνο για να καθορίσει το ποσό της ΑΣΔ που έπρεπε να καταβληθεί στους υπόλοιπους τόπους υπηρεσίας. Η έλλειψη κριτηρίων παρέχει υπερβολικά ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην ΑΔΑ και είναι, συνεπώς, αντίθετη προς την αρχή της διαφάνειας. Η αναφορά στις «αναλύσεις που πραγματοποίησαν οι [...] υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στην «τιμολ[όγηση] του συστήματος [“αποζημιώσεων για δύσκολες αποστολές” του Ο.Η.Ε]», ή ακόμη στο καθεστώς του ΠΗΕΑ ή σε αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν ασκεί επιρροή στον καθορισμό της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως. Η ΑΔΑ όφειλε, αντιθέτως, να λάβει υπόψη τις συμπληρωθείσες από τις αντιπροσωπείες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια σχετικά με τις συνθήκες διαβιώσεως. Τέλος, ήταν σε θέση, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται, να λάβει υπόψη το καθεστώς που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για το διπλωματικό προσωπικό τους που υπηρετεί στην αλλοδαπή.

52      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, λόγω της φύσεώς του ως ειδικής και κατά παρέκκλιση ρυθμίσεως, το παράρτημα Χ του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύεται στενά (διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, C‑617/11 P, EU:C:2013:657, σκέψη 31).

53      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι το άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ περιέχει περιοριστική απαρίθμηση των παραμέτρων για τον προσδιορισμό του ύψους της ΑΣΔ που πρέπει να καταβάλλεται για τις χώρες υπηρεσίας όπου οι συνθήκες διαβιώσεως δεν θεωρούνται αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως μέσα στην Ένωση, εντούτοις ο νομοθέτης της Ένωσης δεν όρισε, αντίθετα, κανένα κριτήριο για τον καθορισμό της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των τρίτων χωρών. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, η ΕΥΕΔ βρισκόταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε περίοδο προσαρμογής που μπορούσε ευλόγως να εξηγήσει την έλλειψη, μέχρι και κατά τον χρόνο αυτό, ΓΕΔ ικανών να καθοδηγήσουν την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας κατά την εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

54      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, παραλείποντας να καθορίσει κριτήρια για τον καθορισμό της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των τρίτων χωρών, σκόπευε να αφήσει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην ΑΔΑ, στο πλαίσιο των ΓΕΔ που η αρχή αυτή όφειλε να θεσπίσει για το μέλλον. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η ΕΥΕΔ, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο και στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, να λάβει υπόψη άλλα κριτήρια, διαφορετικά από τις παραμέτρους που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, προκειμένου να εκτιμήσει την εν λόγω αντιστοιχία.

55      Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, δεν δεσμευόταν ούτε περιοριζόταν από τις παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προκειμένου να εκτιμήσει τις συνθήκες διαβιώσεως και να καθορίσει την αντιστοιχία τους μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των τρίτων χωρών. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η ΑΔΑ όφειλε να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως στην οποία προέβη, εκτιμήσεις στις οποίες προέβησαν τα κράτη μέλη για το διπλωματικό τους προσωπικό, δεν επικαλούνται όμως κανένα νομικό στοιχείο ικανό να αποδείξει το βάσιμο της εν λόγω επιχειρηματολογίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΑΔΑ, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού πολυπλοκότητας του ζητήματος και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη, όπως και έπραξε, ενδείξεις και δεδομένα σχετικά με το επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως που είχαν επιτύχει οι εν λόγω χώρες, καθώς και εκτιμήσεις που πραγματοποίησαν ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί ή ορισμένα κράτη, όπως αυτές που πραγματοποίησε ο Ο.Η.Ε στο πλαίσιο του ΠΗΕΑ, για τον καθορισμό των στοιχείων των αποδοχών που χορηγούνται στο προσωπικό τους, ή ακόμη αυτές που πραγματοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για το διπλωματικό προσωπικό τους που υπηρετεί στην αλλοδαπή.

56      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, η χρησιμοποίηση των εν λόγω δεδομένων και η περιγραφείσα ως άνω μέθοδος, η οποία ευνοεί μια συνολική οικονομική προσέγγιση στηριζόμενη στη σύγκριση των επιπέδων οικονομικής αναπτύξεως και λαμβάνουσα υπόψη τις αναλύσεις στις οποίες έχουν προβεί άλλοι διεθνείς οργανισμοί ή ορισμένα κράτη για το διπλωματικό προσωπικό τους, προκειμένου να καθοριστεί η αντιστοιχία των συνθηκών διαβιώσεως μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των τρίτων χωρών, δεν φαίνεται να είναι αντίθετες προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

57      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το —μη αποδεδειγμένο εξάλλου— γεγονός ότι η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος για τον καθορισμό της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως ήταν διαφορετική από την χρησιμοποιούμενη στο παρελθόν, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος παρέμεινε εντός των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως της ΑΔΑ και καμία κανονιστική διάταξη δεν την υποχρέωνε να διατηρεί τη μέθοδό της αμετάβλητη.

58      Τέλος, το να γίνει δεκτό, όπως υπονοούν οι προσφεύγοντες, ότι η αναθεώρηση της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως θα έπρεπε να γίνεται βάσει των παραμέτρων και της μεθόδου που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του ποσού της ΑΣΔ θα οδηγούσε στο να διασφαλιστεί κάθε χρόνο, έστω και αν οι συνθήκες διαβιώσεως θεωρηθούν αντίστοιχες, η καταβολή στους οικείους υπαλλήλους ΑΣΔ με ελάχιστο συντελεστή 10 %, που αντιστοιχεί στην υπόθεση εκτιμήσεως όλων των παραμέτρων με την τιμή «0». Μια τέτοιου είδους προσέγγιση θα ήταν πρόδηλα αντίθετη προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης που θέλησε να αποκλείσει από το ευεργέτημα της ΑΣΔ τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα σε τρίτες χώρες με συνθήκες διαβιώσεως αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως μέσα στην Ένωση.

59      Όσον αφορά, ακολούθως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στους τομείς στους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν το σχετικό όργανο προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας (αποφάσεις Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑310/04, EU:C:2006:521, σκέψη 96· Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑164/97, EU:T:1998:233, σκέψη 48, και Chassagne κατά Επιτροπής, EU:F:2007:14, σκέψη 56).

60      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια επίσης νομολογία, αφενός, για τη διοικητική πράξη ισχύει τεκμήριο νομιμότητας και, αφετέρου, το βάρος αποδείξεως φέρει, κατ’ αρχήν, ο προβάλλων ισχυρισμούς διάδικος, οπότε απόκειται στους προσφεύγοντες να προσκομίσουν τουλάχιστον ενδείξεις αρκούντως ακριβείς, αντικειμενικές και συγκλίνουσες, ικανές να θεμελιώσουν το αληθές ή το πιθανολογούμενο ως αληθές των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται προς στήριξη των αιτημάτων τους (απόφαση Wiame κατά Επιτροπής, F‑15/08, EU:F:2010:7, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Τα στοιχεία που προσκομίζουν οι προσφεύγοντες για κάθε χώρα όπου είναι τοποθετημένοι, προκειμένου να στηρίξουν το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα τις νομολογιακές αρχές που προαναφέρθηκαν.

62      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πέντε παράμετροι που θεσπίζει το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ για τον καθορισμό του ποσού της ΑΣΔ δεν βελτιώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς στις οικείες χώρες και, σε ορισμένες μάλιστα από αυτές, επιδεινώθηκαν. Αυτό ισχύει για τις κλιματολογικές συνθήκες, ιδίως στην Ιαπωνία με την αύξηση του κινδύνου σεισμών ή τυφώνων, στη Μαλαισία, στο Χονγκ Κονγκ ή στη Σιγκαπούρη με την επιδείνωση της ατμοσφαιρικής μολύνσεως, ή ακόμη στην Αργεντινή με αυξημένο κίνδυνο πλημμύρας. Στην τελευταία αυτή χώρα, επιδεινώθηκαν επίσης κατά πολύ οι υγειονομικές συνθήκες, λαμβανομένης υπόψη της επιδημίας δαγκείου, ή οι συνθήκες που αφορούν την ασφάλεια, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης εγκληματικότητας που παρατηρείται στη χώρα. Οι προσφεύγοντες, για να στηρίξουν τα όσα υποστηρίζουν, προσκομίζουν άρθρα από τον Τύπο, άρθρα προερχόμενα από ιστοσελίδες του διαδικτύου, μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, συγκεκριμένα όσον αφορά την ποιότητα του αέρα στο Χονγκ Κονγκ ή στη Χιλή, ή ακόμη τα αποτελέσματα ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν σε αντιπροσωπείες. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η ΑΔΑ, καταργώντας τις δύο μονάδες που είχε χορηγήσει το προηγούμενο έτος για τις κλιματολογικές συνθήκες, ώστε να καθοριστεί το έτος εκείνο το ποσό της ΑΣΔ στο 15 % του ποσού αναφοράς στην Ιαπωνία, στο Χονγκ Κονγκ, στη Χιλή, στην Ταϊβάν, στη Μαλαισία και στη Σιγκαπούρη, και καταργώντας τις δύο μονάδες που είχε επίσης χορηγήσει το προηγούμενο έτος για την ασφάλεια, ώστε να καθοριστεί το ποσό της ΑΣΔ στην Αργεντινή, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη όσον αφορά την εκ μέρους της εκτίμηση των συνθηκών διαβιώσεως στις εν λόγω τρίτες χώρες και, κατά συνέπεια, εκτίμησε εσφαλμένα ότι οι συνθήκες αυτές είχαν καταστεί αντίστοιχες με εκείνες που διαπιστώνονται συνήθως μέσα στην Ένωση.

63      Εντούτοις, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την έκβαση της παρούσας διαφοράς καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ΑΔΑ, προκειμένου να στηρίξει την εκτίμησή της σχετικά με την αντιστοιχία των συνθηκών διαβιώσεως, δεν αναφέρθηκε στις παραμέτρους που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Η ΑΔΑ, στις απαντήσεις που έδωσε στις διοικητικές ενστάσεις, ιδίως σε αυτήν που έδωσε στους προσφεύγοντες τους τοποθετημένους στη Μαλαισία, αντέκρουσε το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγόντων σχετικά με τις προαναφερθείσες παραμέτρους, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε, απλώς επειδή τοποθετήθηκε σχετικά με το βάσιμο των εν λόγω παραμέτρων, να έχει προβεί σε αντικατάσταση αιτιολογιών: πράγματι, η ΑΔΑ στις απαντήσεις στις διοικητικές ενστάσεις —όπως και η ΕΥΕΔ στο υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε στην παρούσα διαδικασία— ουδόλως στηρίχθηκε σε τέτοιου είδους παραμέτρους για να εκτιμήσει την αντιστοιχία των συνθηκών μεταξύ των χωρών της Ένωσης και τρίτων χωρών, πράγμα που άλλωστε δεν αμφισβητούν οι προσφεύγοντες.

64      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΑΔΑ, απαντώντας στα επιχειρήματα των προσφευγόντων, υπέπεσε σε πλάνη σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά ή σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της διενεργητέας σταθμίσεως των προαναφερθεισών παραμέτρων για τις οικείες χώρες, το γεγονός αυτό δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στις διοικητικές ενστάσεις όσο και από τα στοιχεία που προσκόμισε η ΕΥΕΔ με το υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε προκύπτει ότι η ΑΔΑ, προκειμένου να στηρίξει την εκτίμησή της σχετικά με την αντιστοιχία των συνθηκών διαβιώσεως μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των τρίτων χωρών, στηρίχθηκε κυρίως, όπως προαναφέρθηκε, σε οικονομικές ενδείξεις και δεδομένα.

65      Κατά συνέπεια, σε ένα πρώτο στάδιο, η ΑΔΑ στήριξε την εκτίμησή της σχετικά με την αξιολόγηση του επιπέδου αναπτύξεως που έχει επιτευχθεί στις οικείες χώρες υπηρεσίας των υπαλλήλων, τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιμές, σε δείκτες όπως το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή ο δείκτης καλύτερης διαβιώσεως της Οργάνωσης για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη στην Ευρώπη.

66      H AΔΑ υπογράμμισε ότι η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο εν λόγω πρώτο στάδιο είχε αποδείξει ότι οι συνθήκες διαβιώσεως στο πλαίσιο της Ένωσης είχαν επιδεινωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και ότι, αντιθέτως, οι συνθήκες διαβιώσεως στις οικείες χώρες υπηρεσίας των υπαλλήλων είχαν βελτιωθεί σε σημείο ώστε να είναι, ενίοτε, ευνοϊκότερες από εκείνες που διαπιστώνονται συνήθως μέσα στην Ένωση. Ακολούθως, σε ένα δεύτερο στάδιο, η ΑΔΑ συνέκρινε τα αποτελέσματα που επετεύχθησαν με τις στατιστικές του Ο.Η.Ε και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όσον αφορά το αντίστοιχο προσωπικό τους που υπηρετεί στην αλλοδαπή στο πλαίσιο δύσκολων αποστολών, κρίνοντας ότι τα συστήματα του Ο.Η.Ε και των Η.Π.Α ήταν, από πολλές απόψεις, όμοια με αυτό που χρησιμοποιεί η Ένωση για τα μέλη του προσωπικού της που είναι τοποθετημένα σε τρίτες χώρες. Τέλος, η ΑΔΑ συμπλήρωσε την ανάλυσή της λαμβάνοντας υπόψη ορισμένους διεθνείς δείκτες, μεταξύ των οποίων τον δείκτη ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού του ΠΗΕΑ, που μετρά συγχρόνως το προσδόκιμο ζωής, το μορφωτικό επίπεδο και το επίπεδο ζωής

67      Οι προσφεύγοντες, για να αμφισβητήσουν μια τέτοια μέθοδο εκτιμήσεως, περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, να υποστηρίζουν ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιεί η ΕΥΕΔ είναι, «κατά κάποιον τρόπο, αλυσιτελή και ακατάλληλα». Υποστηρίζουν ότι, στο παρελθόν, η ΕΥΕΔ δεν «ακολουθούσε [το καθεστώς αποζημιώσεων για δύσκολες αποστολές του Ο.Η.Ε ή αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής] και «χορηγούσε [ΑΣΔ] σε περιπτώσεις στις οποίες [ο Ο.Η.Ε] δεν το έπραττε». Επικαλούνται, εξάλλου, τα συμπεράσματα της τεχνικής ομάδας για την ΑΣΔ, σύμφωνα με τα οποία «η ανάλυση [του Ο.Η.Ε] θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, καθόσον “[ο Ο.Η.Ε] στηρίζει την αξιολόγησή του γενικώς στη χώρα, ενώ [η Επιτροπή] […] στηρίζει [την ανάλυσή της] στην κατάσταση που επικρατεί στις πρωτεύουσες”». Τέτοιου είδους όμως παντελώς αόριστα επιχειρήματα δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η ΑΔΑ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμησή της όσον αφορά την αντιστοιχία των συνθηκών διαβιώσεως. Τέλος, μολονότι οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν στην προσφυγή τους ότι η επιτροπή προσωπικού είχε επισημάνει ότι η Ιαπωνία και η Ταϊβάν δεν αποτελούσαν αντικείμενο αξιολογήσεως στο «καθεστώς [αποζημιώσεων για δύσκολες αποστολές του Ο.Η.Ε]», δεν το αποδεικνύουν.

68      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της ΑΔΑ στον εν λόγω τομέα και με δεδομένο ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τη μέθοδο εκτιμήσεως της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως που χρησιμοποίησε η ΑΔΑ, κρίνει ότι η συνεκτίμηση της αρνητικής επιρροής των συσσωρευμένων συνεπειών της οικονομικής κρίσης επί των συνθηκών διαβιώσεως εντός της Ένωσης από το 2008 και της ταυτόχρονης βελτιώσεως των κοινωνικο-οικονομικών δεικτών κατά τα τελευταία έτη στις χώρες υπηρεσίας ορθώς οδήγησε την ΑΔΑ στο συμπέρασμα, βάσει συγκριτικής αναλύσεως των αποτελεσμάτων που επετεύχθησαν από άλλα μεγάλα διεθνή στατιστικά συστήματα, ότι οι συνθήκες διαβιώσεως στις οικείες τρίτες χώρες είχαν καταστεί αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως μέσα στην Ένωση, χωρίς η εκτίμησή της στο σημείο αυτό να πάσχει πρόδηλη πλάνη.

69      Τέλος, όσον αφορά το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι οι προκαλούμενες δυσμενείς συνέπειες είναι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών καταστάσεων που επικρατούν στις εν λόγω χώρες, δυσανάλογες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Οι συνέπειες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ιδιαιτέρως σοβαρές όσον αφορά τους χαμηλότερους βαθμούς και τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού με σημαντικά οικογενειακά βάρη. Προς στήριξη αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες φαίνεται να υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπουν, ακόμη και αν όλες οι παράμετροι έχουν μηδενική τιμή, ΑΣΔ ίση με το 10 % του ποσού αναφοράς. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτό, διότι το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει ότι μια παράμετρος λαμβάνει την τιμή μηδέν εάν «αντιπροσωπεύει κανονικές συνθήκες, όχι όμως ισοδύναμες με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση» και, κατά συνέπεια, τυγχάνει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες οι συνθήκες διαβιώσεως θεωρούνται κανονικές και όχι ισοδύναμες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση.

70      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. αποφάσεις National Farmers’ Union κ.λπ., C‑157/96, EU:C:1998:191, σκέψη 60, και Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 99).

71      Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στο πλαίσιο της ετήσιας διενέργειας αξιολογήσεως της ΑΣΔ που είναι καταβλητέα στα μέλη του προσωπικού τα τοποθετημένα σε τρίτες χώρες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες διαβιώσεως που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων εκτός της Ένωσης. Εφόσον διαπιστώθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς η ΑΔΑ έκρινε ότι οι συνθήκες διαβιώσεως στις οικείες χώρες ήταν αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση και ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειαζόταν να ληφθούν υπόψη ειδικές συνθήκες διαβιώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ορίζει ότι τίθεται σε ισχύ σε ημερομηνία μεταγενέστερη κατά ένα και πλέον έτος της ημερομηνίας εκδόσεώς της, προκειμένου ακριβώς να ληφθούν υπόψη οι συνέπειές της για τις καταβληθείσες αποδοχές, δεν υπερέβη τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

72      Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι απορρίφθηκαν τα τρία σκέλη του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας

73      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε λόγω της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως μεταξύ των χωρών της Ένωσης και των χωρών υπηρεσίας τους, αλλά για να παράσχει στην ΕΥΕΔ τη δυνατότητα να εξοικονομήσει κονδύλια από τον προϋπολογισμό, προκειμένου να επιδείξει «αξιοπιστία έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των φορολογουμένων», σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε σε σημείωμα του γενικού διοικητικού διευθυντή της ΕΥΕΔ με ημερομηνία 7 Ιουνίου 2013. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «πολιτική» και όχι διοικητική, η οποία δεν εφαρμόζει τις παραμέτρους που ορίζονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, παράμετροι οι οποίες και μόνο θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη προς στήριξη της εν λόγω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ αυθαιρέτως στηρίχθηκε σε άλλα κριτήρια διαφορετικά από αυτά που προβλέπονται στον ΚΥΚ, με μόνο σκοπό να μην υποχρεωθεί να καταβάλει την ΑΣΔ στους προσφεύγοντες. Δεδομένου ότι η Διοίκηση δεν είχε θεωρήσει, τα προηγούμενα έτη, ότι οι συνθήκες διαβιώσεως στις εν λόγω χώρες ήταν αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση, η πραγματοποιηθείσα μεταβολή της μεθόδου όσον αφορά την εκτίμηση της συνδρομής της προϋποθέσεως της αντιστοιχίας των συνθηκών διαβιώσεως στις τρίτες χώρες είχε ως μοναδικό σκοπό τη μείωση του μισθολογικού κόστους, υπό την πίεση των κρατών μελών και σε συνδυασμό με τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2013.

74      Επιβάλλεται, συναφώς, να υπομνησθεί ότι μια απόφαση είναι πλημμελής λόγω καταχρήσεως εξουσίας, μορφή της οποίας αποτελεί η καταστρατήγηση διαδικασίας, μόνον εφόσον, βάσει αντικειμενικών, ουσιωδών και συγκλινουσών ενδείξεων, παρίσταται εκδοθείσα για την επίτευξη σκοπών ξένων προς αυτούς που επικαλείται (αποφάσεις Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 69/83, EU:C:1984:225, σκέψη 30· Pitrone κατά Επιτροπής, T‑46/89, EU:T:1990:62, σκέψη 70, και Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, F‑104/08, EU:F:2010:23, σκέψη 89).

75      Σε κάθε περίπτωση, αρκεί να υπομνησθεί η προαναφερθείσα διαπίστωση, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν προέβη σε υπολογισμό της οφειλόμενης στους προσφεύγοντες ΑΣΔ αλλά κατήργησε την ΑΣΔ την οποία δικαιούντο προηγουμένως, εκδόθηκε νομοτύπως από την ΑΔΑ βάσει στοιχείων εκτιμήσεως άλλων πλην των παραμέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη η ΑΔΑ δεν πάσχει πρόδηλη πλάνη και δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει. Δεδομένου ότι μια τέτοια κατάργηση ήταν δικαιολογημένη, από νομικής απόψεως, και ανταποκρινόταν στον νόμιμο σκοπό του θεσμικού οργάνου να προσαρμόσει τις αποδοχές λόγω των ειδικών συνθηκών ασκήσεως καθηκόντων στις τρίτες χώρες υπηρεσίας, η εξοικονόμηση κονδυλίων από τον προϋπολογισμό, στην οποία μπορεί να οδήγησε μια τέτοια απόφαση, δεν μπορεί να καταδείξει κατάχρηση εξουσίας ή καταστρατήγηση διαδικασίας.

76      Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζεται από μόνο το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να χαρακτηρίστηκε ως «πολιτική» από την ΕΥΕΔ σε ένα εσωτερικό σημείωμα, καθόσον από το εν λόγω σημείωμα ουδόλως προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε για την επίτευξη σκοπού διαφορετικού από αυτόν για τον οποίο νομίμως προβλέφθηκε. Ούτε και το γεγονός ότι η ΑΔΑ άλλαξε μέθοδο εκτιμήσεως του κατά πόσον οι συνθήκες διαβιώσεως στις τρίτες χώρες υπηρεσίας ήταν αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση —ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο— αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη καταστρατηγήσεως διαδικασίας. Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, στα εφαρμοστέα νομοθετικά κείμενα δεν έχει καθορισθεί καμία διαδικασία, η ΑΔΑ είχε τη δυνατότητα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε έναν τομέα όπου διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, να προσαρμόζει ετησίως τη μέθοδο εκτιμήσεως που χρησιμοποιεί, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η εν λόγω προσέγγιση δεν υπερέβαινε τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν ήταν αντίθετη σε κανένα κανόνα του ΚΥΚ και σε καμία από τις αρχές του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της δημόσιας διοίκησης που θα μπορούσαν να επικαλεστούν οι προσφεύγοντες.

77      Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη περί τα πράγματα

78      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ΑΔΑ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι, απαντώντας στις διοικητικές ενστάσεις, έκρινε ότι «εφόσον η διοίκηση κρίνει ότι, σε μια χώρα, “οι συνθήκες διαβιώσεως μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση”, δεν λαμβάνει πλέον χώρα ετήσια αναθεώρηση».

79      Επιβάλλεται, συναφώς, να επισημανθεί ότι μια τέτοια διατύπωση μπορεί, όπως συνομολογεί η ΕΥΕΔ, να οδηγήσει σε σύγχυση. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την αντίκρουση, με την αναφορά αυτή η ΕΥΕΔ ουδόλως υπονοούσε, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι μια καταργηθείσα ΑΣΔ δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να χορηγηθεί εκ νέου. Αντιθέτως, στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι η αναθεώρηση αποτελεί ετήσια πράξη που «περιλαμβάνει ανάλυση των συνθηκών διαβιώσεως που επικρατούν στους τόπους υπηρεσίας, με σκοπό να καθοριστεί κατά πόσον είναι ή παραμένουν αντίστοιχες προς αυτές που επικρατούν συνήθως στην Ένωση» και ότι η ΑΔΑ αποφασίζει, ενδεχομένως, βάσει αυτής της διακριβώσεως «ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί καμία [ΑΣΔ] ή ότι πρέπει να ισχύσει (εκ νέου) [ΑΣΔ]». Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η προσέγγιση που υιοθέτησε η ΑΔΑ ουδόλως είναι αντιφατική. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί εσφαλμένη, η προσέγγιση την ορθότητα της οποίας αμφισβητούν οι προσφεύγοντες ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία στηρίζεται σε άλλες έγκυρες αιτιολογίες.

80      Τέλος, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ΑΔΑ υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα διότι έκρινε, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που άσκησαν οι προσφεύγοντες που ήταν τοποθετημένοι στην Ιαπωνία, ότι οι συνθήκες διαβιώσεως βελτιώθηκαν στην εν λόγω χώρα κατά τη διάρκεια σημαντικής περιόδου, ενώ συγχρόνως ανέφερε ότι η Ιαπωνία μπορεί «να μη γνώρισε βελτίωση σε απόλυτους όρους». Όπως ορθά επισημαίνει η ΕΥΕΔ, από την αιτιολογία αυτή δεν προκύπτει ούτε πλάνη περί τα πράγματα ούτε αντίφαση, καθόσον μια οικονομική κατάσταση μπορεί να μην προόδευσε σε απόλυτους όρους, αλλά να γνώρισε σχετική βελτίωση σε σχέση με άλλες χώρες, στην προκειμένη περίπτωση σε σχέση με τις χώρες της Ένωσης, για τις οποίες, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αναφοράς, οι συνθήκες διαβιώσεως επιδεινώθηκαν.

81      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

82      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΥΕΔ, παραλείποντας να τροποποιήσει την ΑΣΔ που χορηγείται στα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στις τρίτες χώρες όπου δεν δημιουργείται πλέον δικαίωμα για ΑΣΔ τουλάχιστον από το 2007, παρά την οικονομική κρίση, δημιούργησε δικαιολογημένες προσδοκίες για τη διατήρησή της και τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι η κατάσταση επιδεινώθηκε στις οικείες χώρες, υπό την επίδραση, μεταξύ άλλων, του ατυχήματος της Φουκοσίμα στην Ιαπωνία, της κακής ποιότητας του αέρα στη Χιλή ή στην Κίνα, των κακών υγειονομικών συνθηκών στη Σιγκαπούρη ή ακόμη της αυξημένης εγκληματικότητας στην Αργεντινή.

83      Η ΕΥΕΔ ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

84      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η Διοίκηση του έχει δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων, απαλλαγμένων αιρέσεων και συγκλινουσών πληροφοριών, που προέρχονται από εγκεκριμένες και αξιόπιστες πηγές (βλ., ενδεικτικώς, απόφαση Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑58/05, EU:T:2007:218, σκέψη 96).

85      Εν προκειμένω και σε κάθε περίπτωση, δεν αρκεί μόνον το γεγονός ότι η ΑΣΔ παρέμεινε αμετάβλητη κατά τη διάρκεια πολλών ετών για να μπορούν οι προσφεύγοντες να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι οι διατάξεις που διέπουν τη χορήγηση της ΑΣΔ προβλέπουν ρητώς ότι αυτή αποτελεί αντικείμενο ετήσιας αξιολογήσεως και μπορεί, συνεπώς, να μεταβληθεί από το ένα έτος στο άλλο ή ακόμη και να καταργηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν σοβαρά να υποστηρίξουν ότι η Διοίκηση, παραλείποντας να μεταβάλει την ΑΣΔ από την αρχή της οικονομικής κρίσης τούς παρέσχε συγκεκριμένες και άνευ αιρέσεων διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν υπέρ αυτών δικαίωμα για λήψη ΑΣΔ.

86      Εκτός αυτού, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, η ΑΔΑ μετέθεσε χρονικά την έναρξη εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό μια ευέλικτη χρονική μετάβαση από την προηγούμενη στη νέα κατάσταση, ικανή να προστατεύσει επαρκώς τις προσδοκίες των προσφευγόντων για τη διατήρηση δεδομένης νομικής καταστάσεως.

87      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και ο έκτος λόγος ακυρώσεως.

88      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος περί διαταγής προς θεσμικό όργανο

89      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να απευθύνει διαταγές στη Διοίκηση στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που στηρίζεται στο άρθρο 91 του ΚΥΚ (απόφαση Di Marzio κατά Επιτροπής, T‑14/03, EU:T:2004:59, σκέψη 63). Κατά συνέπεια, τα αιτήματα με τα οποία οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο ΔΔ να διατάξει την καταβολή των ΑΣΔ που ισχυρίζονται ότι δικαιούνται δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

90      Από όλα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους. Εξάλλου, ελλείψει αιτήματος ως προς τα δικαστικά έξοδα, και σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

92      Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες είναι οι ηττηθέντες διάδικοι. Εντούτοις, η ΕΥΕΔ, με τα αιτήματα που υπέβαλε, δεν ζήτησε ρητώς να καταδικασθούν οι προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα, αλλά περιορίστηκε να ζητήσει να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί των δικαστικών εξόδων. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι προσφεύγοντες και η ΕΥΕΔ πρέπει να φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο B. Julien-Malvy και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

3)      Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Van Raepenbusch

Perillo

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Σεπτεμβρίου 2014.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των προσφευγόντων στην υπό κρίση υπόθεση, τα ονόματά τους δεν παρατίθενται στο παρόν παράρτημα.


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.