Language of document : ECLI:EU:F:2015:139

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 19ης Νοεμβρίου 2015

Υπόθεση F‑37/15

Daniel van der Spree

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Αποδοχές – Οριστική λήξη των καθηκόντων – Άρθρο 6, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως ίση προς το βασικό μισθό δύο μηνών – Αλλαγή κατοικίας του προσφεύγοντος – Κατοικία της θυγατέρας του προσφεύγοντος – Απόδειξη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο D. Van der Spree ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2014, να του καταβληθεί αποζημίωση επανεγκαταστάσεως ίση προς τον βασικό μισθό του ενός μηνός αντί δύο μηνών.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο D. Van der Spree φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Πραγματική μεταφορά της συνήθους διαμονής – Έννοια της συνήθους διαμονής – Επανεγκατάσταση με την οικογένεια – Το βάρος της αποδείξεως της πραγματικής επανεγκαταστάσεως φέρει ο υπάλληλος – Εγγραφή σε δημοτολόγιο – Περίσταση από την οποία δεν δύναται να τεκμαίρεται η συνήθης διαμονή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 6)

Η χορήγηση αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως αποσκοπεί στην κάλυψη και την ελάφρυνση των βαρών που αναγκάζεται να επωμισθεί ο πρώην υπάλληλος λόγω της αλλαγής της κατοικίας του μετά την οριστική λήξη των καθηκόντων του, βαρών που τεκμαίρονται υψηλότερα όταν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος επανεγκαθίσταται με την οικογένειά του, γεγονός που δικαιολογεί αποζημίωση επανεγκαταστάσεως ίση προς το βασικό μισθό δύο μηνών για τους υπαλλήλους που δικαιούνται επιδόματος στέγης και αποδεικνύουν την επανεγκατάστασή τους με την οικογένειά τους.

Η αλλαγή κατοικίας [στο άρθρο 6 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ: διαμονής] στην οποία αναφέρεται το άρθρο 6 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ πρέπει να είναι «πραγματική μεταφορά της συνήθους διαμονής του υπαλλήλου στον νέο τόπο που αναφέρεται ως τόπος επανεγκαταστάσεώς του» και η έννοια της συνήθους διαμονής πρέπει να ερμηνεύεται ως «ο τόπος στον οποίο ο ενδιαφερόμενος καθόρισε το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του, με τη βούληση να προσδώσει σ ' αυτό σταθερό χαρακτήρα». Επιπλέον, εναπόκειται στον υπάλληλο να αποδείξει την πραγματική επανεγκατάστασή του με την οικογένειά του. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την απόδειξη της επανεγκαταστάσεως της οικογένειας του υπαλλήλου.

Η εγγραφή στο δημοτολόγιο είναι στοιχείο αμιγώς τυπικό το οποίο δεν πιστοποιεί την πραγματική κατοικία του ενδιαφερομένου στον εν λόγω δήμο και επομένως το στοιχείο αυτό δεν είναι καθοριστικό για την απόδειξη της επανεγκαταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

Επίσης, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ τα έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τις διοικητικές αρχές συγκεκριμένης χώρας και τα οποία αντικατοπτρίζουν τους δεσμούς του ενδιαφερομένου με την εν λόγω χώρα ή ακόμη αναφέρουν κάποια διεύθυνση στη χώρα αυτή, όπως π.χ., οι βεβαιώσεις περί ασκήσεως πολιτικών δικαιωμάτων ή περί καταχωρίσεως αυτοκινήτου και η πληρωμή των σχετικών φόρων και τελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα αποδεικνύουν συναλλαγές ή πράξεις που δεν έχουν ελεγχθεί από τις εν λόγω διοικητικές αρχές. Πολύ περισσότερο δε, πρέπει να αποκλειστεί η αποδεικτική ισχύς δηλώσεων ιδιωτών, που δεν είναι απαραιτήτως σε θέση να εκτιμήσουν τη νομική έννοια της κατοικίας όπως αυτή προβλέπεται στο παράρτημα VII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31, 34 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1982, Evens κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 79/82, EU:C:1982:404, σκέψεις 11 και 12

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2001, Miranda κατά Επιτροπής, T‑37/99, EU:T:2001:122, σκέψεις 29 έως 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Ιουλίου 2003, Chetaud κατά Κοινοβουλίου, T‑65/02, EU:T:2003:190, σκέψη 64

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2008, Bordini κατά Επιτροπής, F‑134/06, EU:F:2008:40, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 9ης Μαρτίου 2010, Tzvetanova κατά Επιτροπής, F‑33/09, EU:F:2010:18, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία