Language of document : ECLI:EU:C:2019:320

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2007/64/ΕΚ – Άρθρα 2 και 58 – Πεδίο εφαρμογής – Χρήστης υπηρεσιών πληρωμών – Έννοια – Εκτέλεση εντολής άμεσης χρεώσεως που δόθηκε από τρίτον σε σχέση με λογαριασμό του οποίου δεν είναι δικαιούχος – Έλλειψη εγκρίσεως από τον δικαιούχο του χρεωθέντος λογαριασμού – Μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής»

Στην υπόθεση C‑295/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο Πόρτο, Πορτογαλία) με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Mediterranean Shipping Company (Portugal) – Agentes de Navegação SA

κατά

Banco Comercial Português, SA,

Caixa Geral de Depósitos SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Mediterranean Shipping Company (Portugal) – Agentes de Navegação SA, εκπροσωπούμενη από τον P. Neves de Sousa, advogado,

–        η Banco Comercial Português SA, εκπροσωπούμενη από τους M. Mendes Pereira και N. Carrolo dos Santos, advogados,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και T. Larsen, καθώς και από τις A. Pimenta και G. Fonseca,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Costa de Oliveira και Ε. Τσερέπα-Lacombe,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2 και 58 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 319, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Mediterranean Shipping Company (Portugal) – Agentes de Navegação SA (στο εξής: MSC) και της Banco Comercial Português SA (στο εξής: τράπεζα BCP) σχετικά με την επιστροφή ορισμένων ποσών που εισπράχθηκαν με άμεση χρέωση του λογαριασμού της MSC χωρίς τη συγκατάθεσή της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2007/64 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με ισχύ από τις 13 Ιανουαρίου 2018, από την οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ 2015, L 337, σ. 35). Εντούτοις, λόγω της ημερομηνίας των κρίσιμων στην κύρια δίκη πραγματικών περιστατικών, η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από την οδηγία 2007/64.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 24, 31 και 35 της οδηγίας 2007/64 ανέφεραν τα εξής:

«(3)      Διάφορες […] πράξεις [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχουν ήδη εκδοθεί στον τομέα [των αγορών υπηρεσιών πληρωμών των κρατών μελών], […] Ωστόσο, τα μέτρα αυτά παραμένουν ανεπαρκή. Η συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών διατάξεων και το ατελές [ενωσιακό] πλαίσιο έχουν δημιουργήσει σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.

(4)      Είναι επομένως ζωτικής σημασίας η θέσπιση, σε [ενωσιακό] επίπεδο, σύγχρονου και συνεκτικού νομικού πλαισίου για τις υπηρεσίες πληρωμών […] το οποίο να είναι ουδέτερο εξασφαλίζοντας ίσους όρους ανταγωνισμού για όλα τα συστήματα πληρωμών, ώστε ο καταναλωτής να διατηρήσει τη δυνατότητα να επιλέγει, γεγονός που θα είναι σημαντική πρόοδος από την άποψη του κόστους για τον καταναλωτή, της ασφαλείας και της αποδοτικότητας, σε σύγκριση με τα ισχύοντα εθνικά συστήματα.

[…]

(24)      Στην πράξη, οι συμβάσεις-πλαίσια και οι συναλλαγές πληρωμών που καλύπτουν είναι πολύ συνηθέστερες και οικονομικώς σημαντικότερες από τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής. Εάν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών ή ειδικό μέσο πληρωμών, απαιτείται σύμβαση-πλαίσιο. […]

[…]

(31)      Προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι και οι συνέπειες των μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών, ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να ενημερώνει, το συντομότερο δυνατόν, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με τυχόν αμφισβητήσεις δήθεν μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών υπό την προϋπόθεση ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης που υπέχει σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. […]

[…]

(35)      Θα πρέπει να προβλέπεται η κατανομή των ζημιών σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής. […]»

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής όριζε τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες […] διά των οποίων τα κράτη μέλη διακρίνουν τις ακόλουθες έξι κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:

α)      τα πιστωτικά ιδρύματα […]».

6        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προέβλεπε τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται εντός της [Ένωσης]. Εντούτοις, με την εξαίρεση του άρθρου 73, οι τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται μόνο όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, είναι εγκατεστημένοι στην [Ένωση].

2.      Οι τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται στις υπηρεσίες πληρωμών που πραγματοποιούνται σε ευρώ ή στο νόμισμα κράτους μέλους που δεν μετέχει στη ζώνη ευρώ.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους της παρούσας οδηγίας τα ιδρύματα του άρθρου 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1),] εκτός των ιδρυμάτων της πρώτης και της δεύτερης περίπτωσης του εν λόγω άρθρου.»

7        Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας απαριθμούσε τις πράξεις και τις υπηρεσίες που εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της.

8        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2007/64 περιελάμβανε, για τους σκοπούς εφαρμογής της, τους ακόλουθους ορισμούς:

«[…]

3)      “υπηρεσίες πληρωμών”: οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα·

[…]

5)      “πράξη πληρωμής”: η ενέργεια, στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος, και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

[…]

7)      “πληρωτής”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής·

8)      “δικαιούχος”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

9)      “πάροχος υπηρεσιών πληρωμών”: οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, […]·

10)      “χρήστης υπηρεσιών πληρωμών”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος, ή και με τις δύο ιδιότητες·

[…]

14)      “λογαριασμός πληρωμής”: ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών·

[…]

28)      “άμεση χρέωση”: η υπηρεσία πληρωμής με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή προς τον δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή·

[…]».

9        Ο τίτλος III της οδηγίας αυτής, που περιλάμβανε τα άρθρα 30 έως 50, ετιτλοφορείτο «Διαφάνεια των όρων και απαιτήσεις ενημέρωσης που διέπουν τις υπηρεσίες πληρωμών». Το άρθρο 42, το οποίο περιλαμβανόταν στο σχετικό με τις συμβάσεις-πλαίσια κεφάλαιο 3 του ανωτέρω τίτλου, διευκρίνιζε τις πληροφορίες και τους όρους που έπρεπε να παρέχονται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν, κατά το σημείο 5, στοιχείο δʹ, του άρθρου αυτού, η προθεσμία εντός της οποίας και ο τρόπος με τον οποίο ο χρήστης αυτός όφειλε να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή λανθασμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 58 της ίδιας οδηγίας, καθώς και η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 60 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 37, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβανόταν στο σχετικό με τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής κεφάλαιο 2 του ίδιου τίτλου, προέβλεπε παρόμοια υποχρέωση ενημερώσεως όταν επρόκειτο για μεμονωμένες πράξεις πληρωμής.

10      Ο τίτλος IV της οδηγίας 2007/64, ο οποίος περιλάμβανε τα άρθρα 51 έως 83, ετιτλοφορείτο «Δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών». Το άρθρο 54, το οποίο περιλαμβανόταν στο σχετικό με την έγκριση πράξεων πληρωμής κεφάλαιο 2 του τίτλου αυτού, ετιτλοφορείτο «Συγκατάθεση και άρση της συγκατάθεσης» και όριζε στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πράξη πληρωμής να θεωρείται εγκεκριμένη μόνον εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής. […]

2.      Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή μιας σειράς πράξεων πληρωμής δίδεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

Ελλείψει συγκατάθεσης, η πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.»

11      Το άρθρο 58 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Γνωστοποίηση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών», όριζε τα ακόλουθα:

«Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει επανόρθωση στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο εάν ειδοποιήσει αμελλητί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμών που θεμελιώνει δικαίωμα απαιτήσεως […] και το αργότερο έως 13 μήνες από την ημερομηνία χρέωσης, εκτός εάν, ενδεχομένως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέσχε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την πράξη αυτήν σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ.»

12      Το άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, σχετικά με τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμών, όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον ο χρήστης αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε σωστά, να αποδεικνύει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρήθηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία.»

13      Το άρθρο 60 της ίδιας οδηγίας, το οποίο αφορούσε την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, όριζε στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, με την επιφύλαξη του άρθρου 58, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή να επιστρέφει αμέσως στον πληρωτή το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να επαναφέρει τον χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής.»

14      Το παράρτημα της οδηγίας 2007/64 απαριθμούσε τις υπηρεσίες πληρωμών στις οποίες αναφερόταν το άρθρο 4, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας. Το σημείο 3 του παραρτήματος αυτού όριζε τα εξής:

«Εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που έχει ανοίξει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:

–        εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,

[…]».

 Το πορτογαλικό δίκαιο

15      Η οδηγία 2007/64 μεταφέρθηκε στο πορτογαλικό δίκαιο με το decreto-lei no 317/2009 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 317/2009), της 30ής Οκτωβρίου 2009 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 211, της 30ής Οκτωβρίου 2009), με το οποίο εγκρίνεται, στο παράρτημα I, το νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την πρόσβαση στη δραστηριότητα των ιδρυμάτων πληρωμών και στην παροχή υπηρεσιών πληρωμών.

16      Το ανωτέρω νομικό καθεστώς (στο εξής: RJSP), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, περιείχε στο άρθρο 2 ορισμούς οι οποίοι επαναλάμβαναν, κατ’ ουσίαν, αυτούς του άρθρου 4 της οδηγίας 2007/64. Ειδικότερα, στα στοιχεία i, j, και m, του προμνησθέντος άρθρου 2 επαναλαμβάνονταν οι ορισμοί που περιέχονταν στο άρθρο 4, σημεία 7, 8 και 10, της οδηγίας αυτής, το δε άρθρο 69 του RJSP αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 58 της εν λόγω οδηγίας.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Η MSC είναι δικαιούχος τραπεζικού καταθετικού λογαριασμού όψεως στην τράπεζα BCP. Μετά από λογιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε το 2014, η εταιρία αυτή διαπίστωσε ότι ο λογαριασμός αυτός χρεωνόταν τακτικά με άμεσες χρεώσεις υπέρ τρίτου (στο εξής: εντολέας) με τον οποίο η ίδια δεν διατηρούσε καμία σχέση και χωρίς αυτή να έχει δώσει σχετική έγκριση στην τράπεζα BCP.

18      Με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2014, η MSC ζήτησε από την τράπεζα BCP να ακυρώσει τις ανωτέρω άμεσες χρεώσεις, να της επιστρέψει τα ποσά που είχαν χρεωθεί και να της διαβιβάσει αντίγραφο των εγγράφων με τα οποία είχαν εγκριθεί οι χρεώσεις αυτές. Κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ των δύο αυτών νομικών προσώπων, η προμνησθείσα τράπεζα προέβη στη ζητηθείσα ακύρωση και επέστρεψε το ποσό των 683,48 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στις άμεσες χρεώσεις που είχαν εκτελεσθεί τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2014.

19      Κατά τη διάρκεια της αλληλογραφίας αυτής, προσκομίσθηκε αντίγραφο της εγκρίσεως πληρωμής σχετικά με τις επίμαχες άμεσες χρεώσεις από την Caixa Geral de Depósitos SA, τράπεζα στην οποία ετηρείτο ο λογαριασμός σε πίστωση του οποίου είχαν εκτελεσθεί οι εν λόγω άμεσες χρεώσεις (στο εξής: τράπεζα του εντολέα). Η τράπεζα BCP διαπίστωσε τότε ότι η έγκριση αυτή δεν είχε δοθεί από τον δικαιούχο του χρεωθέντος λογαριασμού, δηλαδή την MSC, αλλά από τον ανωτέρω εντολέα, μια τρίτη εταιρία, ενόψει πληρωμών υπέρ της τελευταίας μέσω άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό, από τη δε προμνησθείσα έγκριση προέκυπτε η ύπαρξη αναντιστοιχίας μεταξύ του αναγραφόμενου αριθμού λογαριασμού και του αριθμού τραπεζικής ταυτότητας, που ήταν ο αριθμός της MSC στην τράπεζα BCP.

20      Στις 10 Δεκεμβρίου 2014, η MSC απευθύνθηκε εκ νέου στην τράπεζα BCP, επαναλαμβάνοντας ότι είχαν εκτελεσθεί αχρεώστητες άμεσες χρεώσεις του λογαριασμού της. Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2014, η εν λόγω τράπεζα επιβεβαίωσε την έλλειψη εγκρίσεως εκ μέρους της MSC ή τουλάχιστον τον παράτυπο χαρακτήρα της εγκρίσεως, καθώς και το ότι η MSC εδικαιούτο, κατά συνέπεια, επιστροφή του ποσού των άμεσων χρεώσεων που είχαν εκτελεσθεί μέχρι το νόμιμο όριο των δεκατριών μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 69 του RJSP, τουτέστιν ποσό που αντιστοιχούσε στις άμεσες χρεώσεις που είχαν εκτελεσθεί από τον Οκτώβριο του 2013 έως τον Δεκέμβριο του 2014. Ως εκ τούτου, η εν λόγω τράπεζα διέταξε την επιστροφή.

21      Η MSC διαπίστωσε ακολούθως ότι, μεταξύ Μαΐου 2010 και Σεπτεμβρίου 2013, είχαν εκτελεσθεί άμεσες χρεώσεις στον λογαριασμό της, βάσει της ίδιας επίμαχης εγκρίσεως, συνολικού ποσού 8 226,03 ευρώ (στο εξής: επίμαχες άμεσες χρεώσεις). Με έγγραφο της 3ης Αυγούστου 2016, η MSC ζήτησε από την τράπεζα BCP να της επιστρέψει και το ανωτέρω ποσό, πράγμα που η τελευταία αρνήθηκε.

22      Η MSC άσκησε τότε αγωγή ενώπιον του Tribunal Judicial da Comarca do Porto (πρωτοδικείου Πόρτο, Πορτογαλία) με αίτημα να υποχρεωθεί η τράπεζα BCP να της επιστρέψει το ποσό που αντιστοιχούσε στις ανωτέρω άμεσες χρεώσεις. Η αγωγή αυτή –στο πλαίσιο της οποίας η τράπεζα BCP προσεπικάλεσε την τράπεζα του εντολέα για να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή εξ αναγωγής– απορρίφθηκε ως αβάσιμη, οπότε η MSC άσκησε έφεση ενώπιον του Tribunal da Relação do Porto (εφετείου Πόρτο), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

23      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η MSC υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Tribunal Judicial da Comarca do Porto (πρωτοδικείο Πόρτο) προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2, στοιχεία i, j και m, και του άρθρου 69 του RJSP, καθόσον η ίδια δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως «χρήστης υπηρεσίας πληρωμών», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, ούτε να θεωρηθεί ως τέτοιος χρήστης. Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο προβλεπόμενος στο άρθρο 69 χρονικός περιορισμός. Συναφώς, η MSC υπογραμμίζει ότι ουδέποτε συνήψε οιαδήποτε σύμβαση με την τράπεζα BCP ούτε της έδωσε οιαδήποτε εντολή προς έγκριση της αυτόματης άμεσης χρεώσεως στον λογαριασμό της των ποσών που αντιστοιχούσαν στα τιμολόγια που είχε εκδώσει ο εντολέας. Η τράπεζα BCP ζητεί να απορριφθεί η έφεση.

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως αποδεικνύεται, η τράπεζα BCP απέστελλε τακτικά στην MSC τα αντίγραφα κινήσεως του λογαριασμού της. Επισημαίνει, επιπλέον, ότι, εφόσον η MSC ήταν δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού στην τράπεζα BCP, με το άνοιγμα του λογαριασμού αυτού είχε δημιουργηθεί συμβατική σχέση μεταξύ των δύο αυτών μερών, η οποία μπορούσε να θεωρηθεί τραπεζική σύμβαση-πλαίσιο. Προσθέτει ότι η MSC δεν είχε ωστόσο συνάψει καμία σύμβαση με την τράπεζα αυτή προκειμένου να εγκρίνει την αυτόματη άμεση χρέωση στον λογαριασμό της των ποσών των τιμολογίων που εξέδιδε ο εντολέας.

25      Παραπέμποντας στους διάφορους ορισμούς που περιέχονται στο RJSP, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η χρήση υπηρεσίας πληρωμών μέσω λογαριασμού πληρωμής προϋποθέτει την προηγούμενη σύναψη συμβάσεως-πλαισίου ή, στην περίπτωση μεμονωμένης πράξεως πληρωμής, τη σύναψη συμβάσεως μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής. Εκτιμά ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των διαδοχικών πράξεων που πραγματοποιήθηκαν, η εκτέλεσή τους προϋπέθετε κατ’ ανάγκην τη σύναψη συμβάσεως-πλαισίου μεταξύ της MSC και της τράπεζας BCP και ότι, προκείμενου να είναι σε θέση να επικαλεσθεί το RJSP, η τράπεζα BCP έφερε το βάρος αποδείξεως της συνάψεώς της, πράγμα το οποίο δεν απέδειξε. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ωστόσο ότι το RJSP διέπει επίσης την εκτέλεση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, παρέχοντας στον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών προστασία σύμφωνα με το άρθρο 69.

26      Επισημαίνοντας ότι η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί αφορά την εκτέλεση άμεσων χρεώσεων από πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να καθορισθεί εάν το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας καλύπτει περιστάσεις όπως οι επίμαχες ενώπιόν του και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν η MSC μπορεί να θεωρηθεί «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών», κατά την έννοια του άρθρου 58 της οδηγίας αυτής.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο Πόρτο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 2 της οδηγίας [2007/64] την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όπως αυτό ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η εκτέλεση εντολής άμεσης χρεώσεως λογαριασμού η οποία έχει δοθεί από τρίτον και αφορά λογαριασμό του οποίου αυτός δεν είναι δικαιούχος και του οποίου ο δικαιούχος δεν έχει συνάψει με το οικείο πιστωτικό ίδρυμα οιαδήποτε σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών για μεμονωμένη πράξη πληρωμής ούτε σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα και στο ίδιο πλαίσιο, μπορεί ο εν λόγω δικαιούχος του λογαριασμού να θεωρηθεί χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τους σκοπούς του άρθρου 58 της προμνησθείσας οδηγίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

28      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι στη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, που είναι επίσης κρίσιμη και για την ανάλυση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε μια περίπτωση στην οποία μια δοθείσα από τρίτο εντολή για άμεση χρέωση εκτελέσθηκε σε λογαριασμό «του οποίου ο δικαιούχος δεν έχει συνάψει με το οικείο πιστωτικό ίδρυμα οιαδήποτε σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών για μεμονωμένη πράξη πληρωμής ούτε σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών».

29      Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, αφενός, η MSC, ήτοι η δικαιούχος του λογαριασμού στην υπόθεση της κύριας δίκης, διατηρεί τραπεζικό καταθετικό λογαριασμό όψεως και, κατά συνέπεια, λογαριασμό πληρωμής, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 14, της οδηγίας 2007/64, στην BCP. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο και όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας αυτής, η ύπαρξη τέτοιου λογαριασμού προϋποθέτει ότι μεταξύ των δύο αυτών μερών έχει συναφθεί σύμβαση-πλαίσιο, όπως αυτές του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 3, της εν λόγω οδηγίας. Αφετέρου, ο ανωτέρω δικαιούχος λογαριασμού αμφισβητεί ότι μπορεί να του αντιταχθεί η εθνική διάταξη για τη μεταφορά του άρθρου 58 της οδηγίας αυτής, όχι επειδή δεν υφίσταται οιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ του ιδίου και της τράπεζας αυτής, αλλά επειδή δεν είχαν εγκριθεί οι επίμαχες άμεσες χρεώσεις, είτε δυνάμει τέτοιας συμβάσεως-πλαισίου είτε ως μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, όπως αυτές του τίτλου III, κεφάλαιο 2, της εν λόγω οδηγίας.

30      Αναφερόμενο στην απουσία οιασδήποτε συμβατικής σχέσεως μεταξύ της MSC και της τράπεζας BCP, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει απλώς και μόνο να επισημαίνει ότι η MSC δεν είχε δώσει στην τράπεζα αυτή έγκριση για τις επίμαχες άμεσες χρεώσεις.

31      Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η MSC δεν είχε εγκρίνει τις επίμαχες άμεσες χρεώσεις ούτε με κάποιον άλλον από τους τρόπους που προβλέπει το άρθρο 4, σημείο 28, της οδηγίας 2007/64 και ότι ο εντολέας ήταν επίσης ο δικαιούχος των εν λόγω πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 8, της οδηγίας αυτής.

32      Επομένως, οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης άμεσες χρεώσεις προκλήθηκαν από τον δικαιούχο της πληρωμής και εκτελέσθηκαν σε λογαριασμό πληρωμής του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος και χωρίς ο δικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού να έχει συναινέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

33      Υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων θα πρέπει να εξετασθούν τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

34      Καίτοι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του σχετικού με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64 άρθρου 2 αυτής, εντούτοις, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι μόνο μία από τις προϋποθέσεις που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής, ήτοι η προϋπόθεση που περιέχεται στην πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, κατά την οποία η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται «στις υπηρεσίες πληρωμών» που παρέχονται εντός της Ένωσης.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 28 έως 32 της παρούσας αποφάσεως, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «υπηρεσίες πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, η κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό πληρωμής του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος και ως προς τις οποίες δεν έχει συναινέσει ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού.

36      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck, 292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12, καθώς και της 4ης Οκτωβρίου 2018, ING-DIBa Direktbank Austria, C‑191/17, EU:C:2018:809, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 2007/64, ο όρος «υπηρεσίες πληρωμών» ορίζεται στο άρθρο 4, σημείο 3, της οδηγίας αυτής ως «οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα». Το παράρτημα αυτό διευκρινίζει στο σημείο 3 ότι στον όρο αυτό εμπίπτει η εκτέλεση «πράξεων πληρωμής», οι οποίες, κατά το άρθρο 4, σημείο 5, της οδηγίας αυτής, είναι οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και συνίστανται στη διάθεση, στη μεταβίβαση ή στην ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου. Στις πράξεις αυτές περιλαμβάνεται, κατά την πρώτη περίπτωση του σημείου 3 του προμνησθέντος παραρτήματος, η εκτέλεση εντολών άμεσης χρεώσεως, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρεώσεως. Η «άμεση χρέωση» ορίζεται στο άρθρο 4, σημείο 28, της εν λόγω οδηγίας ως, κατ’ ουσίαν, «η υπηρεσία πληρωμής με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή», ο δε όρος «πληρωτής» ορίζεται στο άρθρο 4, σημείο 7, ως, μεταξύ άλλων, «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό».

38      Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος εμπίπτει στην έννοια των «υπηρεσιών πληρωμών» του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64, ακόμη και όταν δεν υφίσταται οιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου, όταν ο πληρωτής, ο οποίος είναι δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού, έχει συναινέσει σε αυτές τις άμεσες χρεώσεις. Ελλείψει ωστόσο σχετικής μνείας, από τις εν λόγω διατάξεις αυτές καθαυτές δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο εάν η κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος εμπίπτει επίσης στον όρο αυτό όταν ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού δεν έχει συναινέσει σε αυτές τις άμεσες χρεώσεις.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ληφθούν υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο όρος «υπηρεσίες πληρωμών» καθώς και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.

40      Όσον αφορά το πλαίσιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό πληρωμής χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του λογαριασμού αυτού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων πληρωμών τις οποίες το άρθρο 3 της οδηγίας 2007/64 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της.

41      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι πλείονες διατάξεις της οδηγίας 2007/64 αφορούν τη ρύθμιση των «μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής», όρος ο οποίος, κατά το άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής, αναφέρεται στις πράξεις που εκτελούνται χωρίς τη συγκατάθεση του πληρωτή. Το ίδιο ισχύει και ως προς το άρθρο 42, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, όπου διευκρινίζεται ότι, μεταξύ των πληροφοριών και των όρων που πρέπει να παρέχονται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών κατά τη σύναψη συμβάσεως-πλαισίου, συγκαταλέγονται η προθεσμία εντός της οποίας και ο τρόπος με τον οποίο ο εν λόγω χρήστης οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή λανθασμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμών, καθώς οι πληροφορίες σχετικά με την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, ενώ ανάλογη υποχρέωση ενημερώσεως επιβάλλεται, εξάλλου, με το άρθρο 37, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας για τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής.

42      Ομοίως, κατ’ αρχάς, το άρθρο 58 της οδηγίας 2007/64 αφορά τη γνωστοποίηση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών. Περαιτέρω, το άρθρο 59 αφορά, κατ’ ουσίαν, την κατανομή του βάρους αποδείξεως οσάκις ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει μια εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής. Τέλος, τα άρθρα 60 και 61 της εν λόγω οδηγίας αφορούν τις αρμοδιότητες του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, του πληρωτή, καθώς και του πληρωτή σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής.

43      Εάν η έλλειψη συγκαταθέσεως του δικαιούχου του λογαριασμού πληρωμής που χρεώνεται κατά την εκτέλεση άμεσης χρεώσεως στον λογαριασμό αυτό καθιστούσε δυνατή την εξαίρεση μιας τέτοιας πράξεως πληρωμής από την έννοια των «υπηρεσιών πληρωμών», του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64 και, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οι εν λόγω διατάξεις, στο μέτρο που αφορούν μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, δεν θα είχαν κανένα νόημα και θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

44      Από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο όρος αυτός προκύπτει, επομένως, ότι πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος, ακόμη και όταν δεν έχει συναινέσει ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού.

45      Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2007/64. Συγκεκριμένα, οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας αυτής αναφέρουν, κατ’ ουσίαν, ότι η συνύπαρξη εθνικών διατάξεων και το ατελές ενωσιακό πλαίσιο στον τομέα των αγορών υπηρεσιών πληρωμών των κρατών μελών έχουν δημιουργήσει σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου, λόγοι για τους οποίους είναι ζωτικής σημασίας η καθιέρωση, σε επίπεδο Ένωσης, ενός σύγχρονου και συνεκτικού νομικού πλαισίου για τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο να είναι ουδέτερο ούτως ώστε να εξασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού για όλα τα συστήματα πληρωμών, προκειμένου ο καταναλωτής να διατηρεί τη δυνατότητα να επιλέγει, πράγμα που θα αποτελεί σημαντική πρόοδο, μεταξύ άλλων, από άποψη ασφάλειας και αποδοτικότητας, σε σύγκριση με τα ισχύοντα εθνικά συστήματα.

46      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αυτής αναφέρει, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι και οι συνέπειες των μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών, ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να ενημερώνει, το συντομότερο δυνατόν, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με τυχόν αμφισβητήσεις τέτοιων πράξεων. Η δε αιτιολογική σκέψη 35 διευκρινίζει, επίσης, ότι θα πρέπει να προβλέπεται κατανομή των ζημιών σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής.

47      Εάν οι μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης άμεσες χρεώσεις, εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64, όχι μόνο θα εστερείτο νοήματος ένα μέρος των ανωτέρω αιτιολογικών σκέψεων, αλλά θα διακυβευόταν, επίσης, η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία αυτή, οι οποίοι παρατίθενται στις προμνησθείσες αιτιολογικές σκέψεις. Πράγματι, η εξαίρεση αυτή θα στερούσε από τους παράγοντες της αγοράς την προστασία την οποία η εν λόγω οδηγία, μέσω της προβλέψεως διατάξεων που ρυθμίζουν ομοιόμορφα σε επίπεδο Ένωσης ορισμένες συνέπειες των μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, αποσκοπεί ακριβώς να τους προσφέρει οσάκις πρόκειται για τέτοιες πράξεις πληρωμής.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «υπηρεσίες πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, η κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό πληρωμής του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος και ως προς τις οποίες δεν έχει συναινέσει ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

49      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 58 της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, ο δικαιούχος λογαριασμού πληρωμής στον οποίο εκτελέσθηκαν άμεσες χρεώσεις χωρίς τη συγκατάθεσή του.

50      Το άρθρο 58 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών επιτυγχάνει την επανόρθωση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόνον εάν ειδοποιήσει αμελλητί τον τελευταίο ότι διαπίστωσε μια μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμών που θεμελιώνει αξίωση, το αργότερο έως και δεκατρείς μήνες από την ημερομηνία χρεώσεως, υπό την προϋπόθεση, η οποία δεν είναι επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει τηρήσει ορισμένες υποχρεώσεις ενημερώσεως.

51      Για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 2007/64, το άρθρο 4, σημείο 10, αυτής ορίζει τον «χρήστη υπηρεσιών πληρωμών» ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος, ή και με τις δύο ιδιότητες».

52      Επομένως, βάσει του γράμματος της διατάξεως αυτής και μόνον, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημεία 7 και 8, της οδηγίας αυτής σχετικά με τους όρους «πληρωτής» και «δικαιούχος», ο δικαιούχος λογαριασμού πληρωμής που έχει χρεωθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του δεν φαίνεται, ασφαλώς, να εμπίπτει στον όρο «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών». Ωστόσο, αφενός, όπως διαπιστώθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό πληρωμών, ως προς τις οποίες ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού δεν έχει συναινέσει, εμπίπτει στον όρο «υπηρεσίες πληρωμών» του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Αφετέρου, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα όπως και από τον τίτλο του, το άρθρο 58 έχει ακριβώς ως σκοπό να εφαρμόζεται, ιδίως, σε μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο όρος «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τον δικαιούχο λογαριασμού πληρωμών στον οποίο εκτελέσθηκαν άμεσες χρεώσεις χωρίς τη συγκατάθεσή του. Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, η ως άνω ερμηνεία συνάδει προς τους σκοπούς της οδηγίας 2007/64, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω.

54      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 58 της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, ο δικαιούχος λογαριασμού πληρωμής στον οποίο εκτελέσθηκαν άμεσες χρεώσεις χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί των υπηρεσιών πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «υπηρεσίες πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, η κατ’ εντολήν του δικαιούχου της πληρωμής εκτέλεση άμεσων χρεώσεων σε λογαριασμό πληρωμής του οποίου δικαιούχος δεν είναι ο ίδιος και ως προς τις οποίες δεν έχει συναινέσει ο δικαιούχος του χρεωθέντος λογαριασμού.

2)      Το άρθρο 58 της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών», κατά τη διάταξη αυτή, ο δικαιούχος λογαριασμού πληρωμής στον οποίο εκτελέσθηκαν άμεσες χρεώσεις χωρίς τη συγκατάθεσή του.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.