Language of document : ECLI:EU:F:2016:167

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Ιουλίου 2016

Υπόθεση F‑100/15

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Αξιολόγηση – Έκθεση αξιολογήσεως 2013 – Απόφαση της επιτροπής ενστάσεων και προσφυγών»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο Carlo De Nicola ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων και προσφυγών της 8ης Δεκεμβρίου 2014 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για το έτος 2013, καθώς και της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ ή στο εξής: Τράπεζα) περί μη προαγωγής του. Επιπλέον, ζητεί να διαπιστωθεί η ηθική παρενόχληση την οποία εκτιμά ότι υπέστη και να υποχρεωθεί η Τράπεζα σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και αποζημίωση για τη σωματική βλάβη και υλική ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο Carlo De Nicola φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Αμφισβήτηση ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων και προσφυγών της Τράπεζας – Έκταση του ελέγχου

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, άρθρο 22)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή βάλλουσα κατά αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων και προσφυγών για ζητήματα αξιολογήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, άρθρο 22)

3.      Ένδικη διαδικασία – Προφορική διαδικασία – Υποχρέωση παρουσίας του προσφεύγοντος – Δεν υφίσταται – Εξαιρέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 59, 62 και 63)

4.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Εξουσία εκτιμήσεως των αξιολογητών – Έκταση

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, άρθρο 22)

5.      Υπαλληλικές προσφυγές – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή κατά πράξεως γενικής ισχύος – Εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες της Τράπεζας σχετικά με τη διαδικασία αξιολογήσεως του προσωπικού – Απαράδεκτο

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, άρθρο 41)

6.      Υπαλληλικές προσφυγές – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 1· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεως, άρθρο 41)

7.      Υπαλληλικές προσφυγές – Αντικείμενο – Αίτημα διαπιστώσεως ηθικής παρενοχλήσεως – Προσφυγή ασκηθείσα χωρίς τήρηση της κατά τον ΚΥΚ διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που διενεργεί η επιτροπή ενστάσεων και προσφυγών την οποία έχει συστήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για θέματα αξιολογήσεως των μελών του προσωπικού, η εν λόγω επιτροπή μπορεί να ακυρώνει τις κρίσεις που περιέχονται στο έντυπο αξιολογήσεως ή/και να τροποποιεί την τελική αξιολόγηση των προσόντων. Η επιτροπή ενστάσεων και προσφυγών είναι συνεπώς αρμόδια να εξετάζει εκ νέου το βάσιμο εκάστης των κρίσεων αυτών και, όταν απαιτείται, να τις ακυρώνει. Η έκταση της αρμοδιότητας αυτής υπερβαίνει συνεπώς την έκταση της εξουσίας που συνίσταται απλώς στον έλεγχο νομιμότητας και στην ακύρωση του διατακτικού μιας πράξεως, στον βαθμό που περικλείει τη δυνατότητα ακυρώσεως ακόμη και των λόγων που δικαιολογούν την υιοθέτηση του διατακτικού της, ανεξάρτητα από τη σημασία που έχουν στην όλη οικονομία της αιτιολογίας της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψη 46)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 27ης Απριλίου 2012, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑37/10 P, EU:T:2012:205, σκέψη 41

2.      Στο πλαίσιο προσφυγής βάλλουσας κατά αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων και προσφυγών που έχει συσταθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για θέματα αξιολογήσεως των μελών του προσωπικού, στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να ελέγξει αν και κατά πόσον η εν λόγω επιτροπή εκπλήρωσε αυτό το καθήκον πλήρους ελέγχου σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, λαμβάνοντας, πάντως, υπόψη ότι ο έλεγχος νομιμότητας που διενεργείται από τον δικαστή της Ένωσης επί των εκτιμήσεων που περιέχονται στην ετήσια έκθεση αξιολογήσεως μέλους του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων είναι περιορισμένος και αφορά μόνον τυχόν τυπικές πλημμέλειες, ενδεχόμενη πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα που επηρεάζει τις εκτιμήσεις αυτές, καθώς και ενδεχόμενη κατάχρηση εξουσίας.

Συναφώς, η πλάνη μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδηλη μόνον όταν γίνεται ευχερώς αντιληπτή και μπορεί να εντοπιστεί κατά τρόπο αναντίρρητο, με γνώμονα τα κριτήρια από τα οποία ο νομοθέτης εξάρτησε την άσκηση από τη διοίκηση της διακριτικής της εξουσίας. Η απόδειξη ότι η Διοίκηση υπέπεσε κατά την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών σε πρόδηλη πλάνη η οποία δύναται να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως η οποία ελήφθη βάσει της εκτιμήσεως αυτής προϋποθέτει, συνεπώς, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, που εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει, είναι επαρκή προκειμένου να ανατρέψουν την αξιοπιστία των εκτιμήσεων στις οποίες στηρίχθηκε η διοίκηση. Ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη είναι, δηλαδή, απορριπτέος αν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, η αμφισβητούμενη εκτίμηση εξακολουθεί να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και εύλογη. Τούτο ισχύει στην περίπτωση λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την επιλογή της Διοικήσεως ως προς τον καθορισμό των στόχων στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολογήσεως, εφόσον ο προσφεύγων διάδικος περιορίζεται σε ισχυρισμούς που δεν συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 47, 48, 68 και 73)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, Pflugradt κατά ΕΤΕπ, T‑178/00 και T‑341/00, EU:T:2002:253, σκέψη 69

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2012, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑37/10 P, EU:T:2012:205, σκέψεις 52 και 54, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑618/11 P, EU:T:2013:479, σκέψη 61

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2015, FT κατά ΕΑΚΑΑ, F‑39/14, EU:F:2015:117, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Κάθε προσφεύγων εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης από δικηγόρο, οπότε η παρουσία του προσφεύγοντος δεν είναι αναγκαία, εκτός εάν έχει ζητηθεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ή επιβάλλεται λόγω των περιστάσεων.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 2ας Ιουνίου 2009, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03 DEP, EU:T:2009:166, σκέψη 52

4.      Η αξιολόγηση της αποδόσεως υπαλλήλου δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την πείρα του και το επίπεδο ευθύνης του, καθόσον οι προσδοκίες ενός θεσμικού οργάνου ή ενός οργανισμού της Ένωσης από τους υπαλλήλους του δεν παραμένουν αμετάβλητες και μπορούν να συναρτώνται με την αποκτηθείσα από τον οικείο υπάλληλο πείρα, χωρίς τούτο να συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψη 54)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, DE κατά EMA, F‑103/13, EU:F:2014:265, σκέψη 97

5.      Το άρθρο 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων παρέχει στους υπαλλήλους της Τράπεζας τη δυνατότητα να υποβάλλουν στα δικαστήρια της Ένωσης μόνο διαφορές ατομικής φύσεως. Οι υπάλληλοι μπορούν μεν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο πλαίσιο διαφοράς ατομικής φύσεως, να επικαλεστούν την έλλειψη νομιμότητας μέτρων γενικής ισχύος, δεν νομιμοποιούνται ωστόσο να ζητήσουν ευθέως την ακύρωση των εν λόγω μέτρων.

Συναφώς, οι εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες της Τράπεζας σχετικά με τη διαδικασία αξιολογήσεως του προσωπικού παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι μιας κατηγορίας ατόμων, ήτοι των υπαλλήλων της Τράπεζας, θεωρουμένης κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Ως εκ τούτου, συνιστούν μέτρο γενικής ισχύος. Συνεπώς, το αίτημα ακυρώσεως των οδηγιών αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά διαφορές ατομικής φύσεως κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Τράπεζας. Υπάλληλος της Τράπεζας δεν μπορεί, συνεπώς, να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά των εν λόγω κατευθυντήριων οδηγιών.

(βλ. σκέψεις 79 και 80)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 16ης Ιουλίου 1981, Bowden κ.λπ. κατά Επιτροπής, 153/79, EU:C:1981:184, σκέψη 13

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑192/99, EU:T:2001:72, σκέψεις 61 και 62· της 16ης Δεκεμβρίου 2004, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑120/01 και T‑300/01, EU:T:2004:367, σκέψη 132, και της 29ης Νοεμβρίου 2006, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, EU:T:2006:365, σκέψη 56

6.      Δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να κρίνει τις πάσης φύσεως ατομικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των μελών του προσωπικού της. Τέλος, κατά το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των μελών του προσωπικού της, το άρθρο 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Τράπεζας δεν περιέχει κανέναν ειδικό κανόνα που να περιορίζει ή να διευρύνει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης, όπως η αρμοδιότητα αυτή προκύπτει, για τους μονίμους υπαλλήλους της Ένωσης, από το άρθρο 91 του ΚΥΚ και από πάγια νομολογία.

(βλ. σκέψεις 87 και 88)

7.      Οι πράξεις ηθικής παρενοχλήσεως αποτελούν, εκ της φύσεώς τους, συμπεριφορές μη έχουσες τον χαρακτήρα αποφάσεως. Εναπόκειται στον υπάλληλο ο οποίος εκτιμά ότι υπέστη τέτοια συμπεριφορά να υποβάλει αίτηση στη διοίκηση προκειμένου να επιτύχει την παύση της συμπεριφοράς. Μόνον η ρητή ή η σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως συνιστά βλαπτική απόφαση την οποία μπορεί να προσβάλει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, αφού έχει τηρήσει την εφαρμοστέα διοικητική διαδικασία, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Κατά συνέπεια, αίτημα με το οποίο ζητείται η διαπίστωση ηθικής παρενοχλήσεως είναι απαράδεκτο και, ως εκ τούτου, απορριπτέο.

(βλ. σκέψεις 90 και 91)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, F‑42/05, EU:F:2007:17, σκέψεις 58 και 59, και διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2009, Soerensen Ferraresi κατά Επιτροπής, F‑5/09, EU:F:2009:156, σκέψεις 26 και 27