Language of document : ECLI:EU:C:2019:1014

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 26ης Νοεμβρίου 2019(1)

Υπόθεση C627/19 PPU

Openbaar Ministerie

κατά

ZB

[αίτηση του rechtbank Amsterdam
(πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Δικαστική αρχή εκδόσεως – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από βελγική εισαγγελική αρχή – Προϋποτίθεται η ύπαρξη αποτελεσματικής έννομης προστασίας κατά της αποφάσεως εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από εισαγγελική αρχή»






1.        Το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να αποφανθεί επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν το ζήτημα αν εισαγγελική αρχή (εν προκειμένω του Βελγίου) μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστική αρχή έκδοσης» ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (ΕΕΣ), κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (2).

2.        Οι αμφιβολίες που διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση και στις υποθέσεις C‑625/19 PPU και C‑626/19 PPU σχετίζονται με τις αμφιβολίες που διατύπωσε δικαστήριο του Λουξεμβούργου (υπόθεση C‑566/19 PPU) και αφορούν ειδικότερα την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (3).

3.        Οι ίδιες αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με τις εισαγγελικές αρχές της Σουηδίας (υπόθεση C‑625/19 PPU) και της Γαλλίας (υποθέσεις C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU), επί των οποίων αναπτύσσω τις προτάσεις μου με την ίδια ημερομηνία.

4.        Ενώ στην υπόθεση C‑626/19 PPU τίθεται το ζήτημα των ΕΕΣ που εκδίδονται για την άσκηση ποινικών διώξεων, εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο ενδιαφέρεται για τα ΕΕΣ που εκδίδονται για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που έχει επιβληθεί δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως.

5.        Μολονότι η άποψή μου επί της αρχής εξακολουθεί να είναι αυτή που διατύπωσα στις υποθέσεις OG (Εισαγγελία του Lübeck) και PI (εισαγγελία του Zwickau) (4) και στην υπόθεση PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (5), εν προκειμένω θα ασχοληθώ με την ερμηνεία της αποφάσεως OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), καθώς και αυτής που εκδόθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2019 (6) σε συναφή υπόθεση.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Παραπέμπω στο κείμενο της πέμπτης, της έκτης, της όγδοης, της δέκατης και της δωδέκατης αιτιολογικής σκέψης, καθώς και των άρθρων 1 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο περιέχεται στις προτάσεις OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau).

2.      Η εθνική νομοθεσία

7.        Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Βελγική Κυβέρνηση, ο wet van 19 december 2003 betreffende het Europees aanhoudingsbevel (νόμος της 19ης Δεκεμβρίου 2003 περί του ΕΕΣ) (7) προβλέπει στο άρθρο 32 (8) τα εξής:

«1.      Όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι ορισμένο πρόσωπο που εκζητείται προκειμένου να του ασκηθεί ποινική δίωξη βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας που έχει επιληφθεί της εκτελέσεως του εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε, κατά περίπτωση, από δικαστή ή από δικαστήριο, εκδίδει [ΕΕΣ] σύμφωνα με τους τύπους και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 2 και 3. Το [ΕΕΣ] που εκδίδεται προς άσκηση ποινικών διώξεων μπορεί να εκδοθεί μόνον υπό τους όρους που προβλέπει ο νόμος της 20ής Ιουλίου 1990 περί προφυλακίσεως.

[…]

2.      Όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι ορισμένο πρόσωπο που εκζητείται προς τον σκοπό της εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εκδίδει [ΕΕΔ] σύμφωνα με τους τύπους και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 2 και 3.

Αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ποινή ή το μέτρο ασφαλείας έχει επιβληθεί με απόφαση που εκδόθηκε ερήμην και το εκζητούμενο πρόσωπο δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ’ άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμην του εκδοθείσα απόφαση, το [ΕΕΣ] αναφέρει ότι παρέχεται η δυνατότητα στο εκζητούμενο πρόσωπο να προσβάλει την απόφαση στο Βέλγιο και να παραστεί στη δίκη του.

[…]»

8.        Το άρθρο 28/1 του wet van 20 juli 1990 betreffende de voorlopige hechtenis (νόμου της 20ής Ιουλίου 1990 περί προφυλακίσεως) (9) ορίζει:

«Ο δικαστής ή το δικαστήριο, κατά περίπτωση, μπορεί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως στην περίπτωση που ο ύποπτος αδυνατεί να εμφανισθεί αυτοπροσώπως εκ του λόγου ότι κρατείται στο εξωτερικό και έχει ζητήσει να παραστεί αυτοπροσώπως.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα

9.        Στις 24 Απριλίου 2019, η εισαγγελική αρχή των Βρυξελλών (Βέλγιο) εξέδωσε ΕΕΣ με σκοπό την εκτέλεση αποφάσεως του Franstalige rechtbank van eerste aanleg van Brussel (γαλλόφωνου πλημμελειοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) της 7ης Φεβρουαρίου 2019 κατά του ZB (10).

10.      Μετά τη σύλληψη του ZB στις Κάτω Χώρες, στις 3 Μαΐου 2019, το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) επιλήφθηκε του ΕΕΣ και αποφάσισε να υποβάλει το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να θεωρηθεί ότι, ακόμη και σε περίπτωση που με το ΕΕΣ σκοπείται η εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που έχει επιβληθεί με εκτελεστή απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου, ειδικότερα ενώ το ΕΕΣ έχει εκδοθεί από εισαγγελέα που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο κράτος μέλος εκδόσεως και παρέχονται εγγυήσεις ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του που συνδέονται με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ενήργησε ανεξάρτητα, πρέπει να πληρούται η προϋπόθεση περί παροχής δυνατότητας προσβολής της αποφάσεως για έκδοση ΕΕΣ, ιδίως όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα της, με ένδικο μέσο το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας;»

III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.      Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2019. Λαμβανομένης υπόψη της στερήσεως της ελευθερίας του ZB, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

12.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο ZB, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η ολλανδική εισαγγελική αρχή και η Επιτροπή.

13.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση έλαβε χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2019 και διεξήχθη από κοινού με τη συζήτηση στις υποθέσεις C‑566/19 PPU, C‑626/19 PPU και C‑625/19 PPU. Παρέστησαν ο JR, ο YC, ο XD, ο ZB, η εισαγγελική αρχή του Λουξεμβούργου, η ολλανδική εισαγγελική αρχή, η Ολλανδική, η Γαλλική, η Σουηδική, η Βελγική, η Ιρλανδική, η Ισπανική, η Ιταλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

14.      Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω έχει κοινά σημεία με εκείνο της υποθέσεως C‑626/19 PPU, επί της οποίας διατυπώνω την άποψή μου στις προτάσεις που αναπτύσσω με την ίδια ημερομηνία.

15.      Σε εκείνες τις προτάσεις δεν εξετάζω μόνον τον δικαστικό έλεγχο των ΕΕΣ που εκδίδει η εισαγγελική αρχή (τον οποίο αφορά εκείνο το προδικαστικό ερώτημα), αλλά και την καταλληλότητα των μελών αυτού του οργάνου να χαρακτηριστούν ως «δικαστική αρχή έκδοσης» κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου.

16.      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ) θεωρεί δεδομένο ότι η βελγική εισαγγελική αρχή μπορεί να εκδώσει ΕΕΣ, διότι πληροί τα κριτήρια ανεξαρτησίας που καθορίζουν τη «δικαστική αρχή έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

17.      Δεδομένου ότι η ανεξαρτησία της βελγικής εισαγγελικής αρχής δεν αμφισβητείται στην παρούσα υπόθεση, δεν παρασχέθηκαν τα στοιχεία που είναι ουσιώδη προκειμένου να κριθεί κατά πόσον, σύμφωνα με το συνταγματικό της καθεστώς και την οργανική και λειτουργική της διάρθρωσή της, τα μέλη της έχουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί το Δικαστήριο στην απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (11). Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να εκφράσω επ’ αυτού την άποψή μου.

2.      Σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο του ΕΕΣ που εκδίδει η εισαγγελική αρχή

18.      Οι προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU αναφέρονται στον δικαστικό έλεγχο ΕΕΣ που εκδίδεται για τον σκοπό της ασκήσεως ποινικών διώξεων.

19.      Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζω ότι ο δικαστικός έλεγχος που ασκείται κατά τον χρόνο εκδόσεως εθνικού εντάλματος συλλήψεως (ΕθνΕΣ) εκ της φύσεώς του δεν μπορεί να ικανοποιήσει «τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία» που μνημονεύει η σκέψη 75 της αποφάσεως OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), η οποία αποτελεί πάντοτε προστασία που ζητεί το θιγόμενο πρόσωπο και καταλήγει σε μια διαδικασία στην οποία το πρόσωπο αυτό μπορεί να παρέμβει και να συμμετέχει ασκώντας τα δικαιώματά του άμυνας (12).

20.      Συνεπώς, ο έλεγχος της συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις για την έκδοση ΕΕΣ από εισαγγελική αρχή δυνάμενη να θεωρηθεί «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου, μπορεί να προηγείται της εκδόσεως ΕΕΣ, αλλά δεν αποκλείει το δικαίωμα του εκζητούμενου προσώπου να ασκήσει ένδικο μέσο κατά του εν λόγω ΕΕΣ, άπαξ αυτό εκδοθεί.

21.      Τα προαναφερθέντα, που ισχύουν για τα ΕΕΣ που εκδίδονται για τον σκοπό της ασκήσεως ποινικών διώξεων, ισχύουν επίσης για τα ΕΕΣ που αποσκοπούν στην εκτέλεση αποφάσεως.

22.      Η έκδοση ΕΕΣ για την εκτέλεση αποφάσεως δεν υπόκειται, συνήθως, στην αρχή της σκοπιμότητας, αλλά στην αρχή της αυστηρής εφαρμογής του νόμου (δηλαδή, στην εκτέλεση της αποφάσεως η οποία εφαρμόζει τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση).

23.      Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, όταν εκδίδεται απόφαση, η εκτέλεσή της είναι αδιαπραγμάτευτη και, κατά συνέπεια, χωρεί η αυτόματη έκδοση ΕΕΣ, εάν ο καταδικασθείς βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.

24.      Ωστόσο, προϋπόθεση για την έκδοση ΕΕΣ δεν αποτελεί μόνον η ύπαρξη ΕθνΕΣ ή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αμετάκλητης αποφάσεως επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής. Στην προϋπόθεση αυτή προστίθεται και η απαίτηση να μην είναι η έκδοση του ΕΕΣ δυσανάλογη. Ο δε έλεγχος της αναλογικότητάς του ανήκει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με την επικύρωση της προηγούμενης αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής (13), κατόπιν ασκήσεως ένδικου μέσου από τον θιγόμενο, στους δικαστές και στα δικαιοδοτικά όργανα.

25.      Βεβαίως, υφίσταται προγενέστερη κρίση περί της αναλογικότητας, στην οποία έχει ήδη προβεί ο ίδιος ο νομοθέτης, σε μεγάλο βαθμό. Για τον λόγο αυτόν, η απόφαση-πλαίσιο αποκλείει την έκδοση ΕΕΣ για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών κάτω των τεσσάρων μηνών (14).

26.      Ωστόσο, η αναλογικότητα της εκδόσεως ΕΕΣ δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη διάρκεια της στερήσεως της ελευθερίας που επιβάλλει μια απόφαση. Στον παράγοντα αυτό πρέπει να προστεθεί και ένας άλλος, εξίσου σημαντικός, δηλαδή ο χρόνος της στερήσεως της ελευθερίας τον οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, μπορεί να συνεπάγεται ο έλεγχος του ΕΕΣ στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Εφόσον παρίσταται ανάγκη, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη «τα αποτελέσματα της διαδικασίας παραδόσεως και μεταφοράς του οικείου προσώπου που κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο […] επί των κοινωνικών και οικογενειακών σχέσεων του προσώπου αυτού» (15).

27.      Είναι αλήθεια ότι η στέρηση της ελευθερίας που επιβάλλεται στο κράτος μέλος εκτελέσεως πρέπει να αφαιρείται από την ποινή που επιβάλλεται στο κράτος μέλος εκδόσεως (16). Εντούτοις, ανάλογα με τις περιστάσεις, ο χρόνος της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να έχει εκτιθεί ακόμη και αν, κατά το είδος της, η ποινή της οποίας επιδιώκεται η εκτέλεση δεν μπορεί να οδηγήσει οπωσδήποτε σε στέρηση της ελευθερίας στο κράτος μέλος εκδόσεως.

28.      Πράγματι, ο δικαστής ή το δικαστήριο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση δεν απαιτείται να σταθμίσει εκείνη τη στιγμή, αναγκαστικά, τη δυνατότητα εκδόσεως ΕΕΣ για την εκτέλεση της αποφάσεώς του. Μπορεί να συμβεί –και δεν είναι σπάνιο– να εκδοθεί εθνικό ένταλμα συλλήψεως για την εξασφάλιση της εμφάνισης του καταδικασθέντος και, αμέσως μετά, κατόπιν αιτήσεως αυτού ή για άλλους λόγους του εθνικού δικαίου, η ποινή φυλάκισης που επιβάλλει η απόφαση να αντικατασταθεί από ελαφρύτερη ποινή ή να ανασταλεί, υπό την προϋπόθεση, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της παροχής ορισμένων εγγυήσεων.

29.      Επομένως, το ΕΕΣ δεν είναι απαραίτητο να έπεται οπωσδήποτε μιας καταδικαστικής αποφάσεως: το δικαστήριο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση (ή οποιοδήποτε άλλο δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για το θέμα), ως δικαστήριο αρμόδιο για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, θα αποφασίσει εάν θα απευθυνθεί προς το κράτος μέλος εκτελέσεως για να εξασφαλίσει την παράδοση του καταδικασθέντος, με βάση το κριτήριο της αναλογικότητας, ή εάν δεν θα το πράξει.

30.      Στο πλαίσιο αυτό, ο χρόνος που παρέρχεται από την απόφαση μέχρι την έκδοση του ΕΕΣ μπορεί να είναι σημαντικός. Ενίοτε, θα υπάρξει κίνδυνος καθυστέρησης, ακόμη και αν ο δικαστής προέβη σε κρίση περί της αναλογικότητας του ΕΕΣ στην ίδια την καταδικαστική απόφαση (17).

31.      Εάν η έκδοση του ΕΕΣ καθυστερήσει, η σιωπηρή ή ρητή κρίση περί αναλογικότητας του δικαστή στην απόφαση μπορεί να καταστεί παρωχημένη. Στους καθοριστικούς παράγοντες για την εκτίμηση της αναλογικότητας του ΕΕΣ περιλαμβάνεται η πιθανή διάρκεια της στερήσεως της ελευθερίας στο κράτος μέλος εκτελέσεως, χρόνος που δεν μπορεί να μη σταθμισθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αναλογικότητας ή μη της εκδόσεως ΕΕΣ, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που αφορούν το εκζητούμενο πρόσωπο και της παράνομης πράξης για την οποία εκζητείται.

32.      Στην ίδια αλληλουχία, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, κατά τον χρόνο εκδόσεως του ΕΕΣ, το εκζητούμενο πρόσωπο να έχει δημιουργήσει επαρκή σύνδεσμο με το κράτος μέλος εκτελέσεως, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ (18). Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναγκαίο να εξετασθεί αν η ποινή για την εκτέλεση της οποίας εκδίδεται το ΕΕΣ μπορεί να εκτιθεί σε αυτό το κράτος μέλος.

33.      Ως εκ τούτου, τα ΕΕΣ που εκδίδονται για την εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως ενδέχεται να παρουσιάζουν πρόσθετα προβλήματα, τα οποία δεν περιορίζονται στην απλή διαπίστωση της υπάρξεως της εν λόγω αποφάσεως και της στερήσεως της ελευθερίας που επιβάλλει. Αν τα εν λόγω ΕΕΣ εκδίδονται από μέλος της εισαγγελικής αρχής, το θιγόμενο πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει την απόφασή του στον έλεγχο δικαιοδοτικού οργάνου.

34.      Θεωρώ, επομένως, ότι το δικαίωμα ασκήσεως ένδικου μέσου, το οποίο υπάρχει στην περίπτωση των ΕΕΣ που εκδίδονται για την άσκηση ποινικών διώξεων, υπάρχει και στην περίπτωση των ΕΕΣ που εκδίδονται για την εκτέλεση αποφάσεως.

V.      Πρόταση

35.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:

«Τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδει η εισαγγελική αρχή για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβάλλεται με αμετάκλητη απόφαση πρέπει να υπόκεινται σε ένδικο μέσο ανάλογο με εκείνο που προβλέπεται για τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται για την άσκηση ποινικών διώξεων.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).


3      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2019 [C‑508/18 και C‑82/19 PPU EU:C:2019:456, στο εξής: απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau)].


4      Υποθέσεις C‑508/18 και C‑82/19 PPU [EU:C:2019:337, στο εξής: προτάσεις OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau)].


5      Υπόθεση C‑509/18 [EU:C:2019:338, στο εξής: προτάσεις PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας)].


6      Υπόθεση C‑489/19 PPU NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) [EU:C:2019:849, στο εξής: απόφαση NJ (Εισαγγελία της Βιέννης)].


7      Moniteur belge της 22ας Δεκεμβρίου 2003, σ. 60075.


8      Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του wet van 11 juli 2018 houdende diverse bepalingen in strafzaken (νόμου της 11ης Ιουλίου 2018 σχετικά με διάφορες διατάξεις περί ποινικών υποθέσεων), Moniteur belge της 18ης Ιουλίου 2018, σ. 57582 (στο εξής: νόμος του 2018).


9      Κατά την έννοια του άρθρου 12 του νόμου του 2018.


10      Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ο ZB είχε καταδικαστεί σε ποινές φυλακίσεως τριάντα μηνών και ενός έτους.


11      Υπόθεση C‑509/18 [EU:C:2019:457, στο εξής: απόφαση PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας)].


12      Προτάσεις C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU (σημείο 84).


13      Αυτό συνέβη στην απόφαση που κρίθηκε με την απόφαση NJ (Εισαγγελία της Βιέννης).


14      Άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.


15      Απόφαση NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) (σκέψη 44).


16      Άρθρο 26, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.


17      Το αυτό ομοίως στην περίπτωση που η έκδοση του ΕΕΣ καθυστερεί μετά την έκδοση ΕθνΕΣ στο οποίο η δικαστική αρχή προέβη σε κρίση περί της αναλογικότητας. Αναφορά στην περίπτωση αυτή κάνω στο σημείο 80 των προτάσεων στις υποθέσεις C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU.


18      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27).