Language of document : ECLI:EU:F:2011:16

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2011

Υπόθεση F‑119/07

Guido Strack

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διαδικασία διαμεσολάβησης — Βλαπτική πράξη — Άρθρο 73 του ΚΥΚ — Σταθεροποίηση — Προσωρινή αποζημίωση»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο G. Strack ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να θέσει σε εφαρμογή διαδικασία διαμεσολαβήσεως και να καταβάλει προσωρινή αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 4, της κοινής νομοθεσίας σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 20ής Ιουλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του∙ αφετέρου, ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης καθώς και προς επανόρθωση της βλάβης που υπέστη η υγεία του και, επιπλέον, τόκους υπερημερίας.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η καταβολή στον προσφεύγοντα-ενάγοντα προσωρινής αποζημιώσεως υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 4, της κοινής ρυθμίσεως ακυρώνεται. Η προσφυγή‑αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πλέον των δικών της εξόδων, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη δεκτική προσφυγής — Προσφυγή κατά της αρνήσεως να κινηθεί διαδικασία μεσολαβήσεως — Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Αναπηρία — Αποζημίωση — Δικαίωμα στη χορήγηση αποζημιώσεως — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73 § 2, στοιχείο γ΄· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρα 18 έως 20)

1.      Η προσφυγή ακυρώσεως δεν είναι παραδεκτή στον βαθμό που στρέφεται κατά την αρνήσεως του καθού να κινήσει διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

Πράγματι, η διαμεσολάβηση είναι προαιρετική διαδικασία επιλύσεως των διαφορών, η οποία αποσκοπεί ακριβώς στο να δοθεί στα μέρη η δυνατότητα να καταλήξουν σε εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ένα μέρος μπορεί να προσβάλει την άρνηση του άλλου μέρους να κινήσει τέτοιου είδους διαδικασία, τυχόν ακύρωση της αρνήσεως αυτής θα παρουσίαζε απλώς και μόνον υποθετικό ενδιαφέρον, εφόσον η ακύρωση αυτή δεν μπορεί να αναγκάσει το άλλο μέρος να αποδεχθεί τη διαμεσολάβηση.

(βλ. σκέψεις 65 και 66)

2.      Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθήκον αρωγής επιτείνονται κατ’ ουσίαν σε περίπτωση που θίγεται η ψυχική υγεία υπαλλήλου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Διοίκηση πρέπει να εξετάσει τα αιτήματά του υπό ιδιαιτέρως ευρύ πνεύμα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, ιδίως, οσάκις η επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του υπαλλήλου δεν αμφισβητείται και ο ψυχίατρος που τον παρακολουθεί εφιστά την προσοχή της Διοικήσεως στο γεγονός ότι, από ιατρικής απόψεως, επιβάλλεται επειγόντως άμεση παρέμβαση προς τον σκοπό επιλύσεως και άρσεως των λανθανουσών διαφορών.

(βλ. σκέψη 85)

3.      Το δικαίωμα καταβολής της αποζημιώσεως λόγω μερικής μονίμου αναπηρίας που προβλέπει το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) γεννάται μόνο μετά τη σταθεροποίηση των βλαβών∙ ως σταθεροποίηση νοείται η κατάσταση του παθόντος οι σωματικές βλάβες του οποίου έχουν σταθεροποιηθεί κατά τρόπο ώστε να είναι μάλλον αδύνατη η θεραπεία ή η καλυτέρευσή τους και να μην ενδείκνυται καταρχήν η εφαρμογή θεραπευτικής αγωγής παρά μόνον προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επιδείνωση.

Εντούτοις, το άρθρο 19, παράγραφος 4, της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων παρέχει δικαίωμα χορηγήσεως προσωρινής αποζημιώσεως, ακριβώς επειδή η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του ΚΥΚ μπορεί να καταβληθεί μόνον αφού σταθεροποιηθούν οι βλάβες. Εντούτοις, η χορήγηση προσωρινής αποζημιώσεως προϋποθέτει ότι υπάρχει «μη επίδικο κλάσμα του ποσοστού μόνιμης αναπηρίας».

Συναφώς, οσάκις υπάλληλος υποβάλλει αίτημα χορηγήσεως προσωρινής αποζημιώσεως, εναπόκειται στη Διοίκηση, και, συγκεκριμένα, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να συμβουλευτεί, πριν αποφασίσει να απορρίψει το αίτημα, τους ιατρικούς εμπειρογνώμονες, τον ιατρό-σύμβουλο και ενδεχομένως την ιατρική επιτροπή, εφαρμόζοντας αναλογικώς τα άρθρα 18 έως 20 της κοινής ρυθμίσεως. Ειδικότερα, από την όλη οικονομία της κοινής ρυθμίσεως και, συγκεκριμένα, από το άρθρο 19, παράγραφος 3, και το άρθρο 20 αυτής προκύπτει ότι οι ιατρικής φύσεως αξιολογήσεις απόκεινται αποκλειστικώς στους ιατρούς.

Εξάλλου, αν η Διοίκηση απορρίψει αίτημα χορηγήσεως προσωρινής αποζημιώσεως, παραβιάζει την όλη οικονομία του άρθρου 19, παράγραφος 4, και του άρθρου 20 της κοινής ρυθμίσεως, καθώς και το καθήκον αρωγής που υπέχει. Επιπλέον, αν η παράβαση του εν λόγω άρθρου 19, παράγραφος 4, και η παραβίαση της αρχής της αρωγής επιδεινώνουν την ασθένεια και καθυστερούν τη σταθεροποίηση αυτής, η επανόρθωση της βλάβης αυτής πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 88, 89, 93, 95 και 105)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Οκτωβρίου 1991, C‑185/90 P, Επιτροπή κατά Gill, σκέψη 24

ΓΔΕΕ: 21 Μαΐου 1996, T‑148/95, W κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σκέψεις 36 και 37

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψη 200