Language of document : ECLI:EU:F:2014:61

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Μαΐου 2014

Υπόθεση F‑153/12

Claude Forget

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα στέγης – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Καταχωρισμένη συμβίωση λουξεμβουργιανού δικαίου – Ζεύγος συντρόφων σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβιώσεως που δύναται νομίμως να τελέσει γάμο – Υπάλληλος που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο iv, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο C. Forget ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2012 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να του χορηγήσει το επίδομα στέγης και τη σύνταξη επιζώντων για τη σύντροφό του και, αφετέρου, να κηρυχθούν παράνομα το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο iv, του παραρτήματος VII και το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο C. Forget φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα στέγης – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρισθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης – Δυνατότητα νόμιμης τελέσεως γάμου – Αυτόνομες έννοιες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ και παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γ΄)

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα στέγης – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Αρχή της ισότητας των αμοιβών – Ζεύγος σταθερών συντρόφων που δύναται νομίμως να τελέσει γάμο – Δυσμενής διάκριση λόγω φύλου – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ και παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γ΄)

1.      Η έννοια της μη έγγαμης σχέσεως συμβιώσεως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ, έχει αυτοτελή χαρακτήρα, καθόσον το οικείο άρθρο του ΚΥΚ δεν παραπέμπει στις προϋποθέσεις που τίθενται από την κατά περίπτωση ισχύουσα εθνική νομοθεσία, αλλά θεσπίζει χωριστό νομικό καθεστώς που υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται συναφώς στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII.

Μεταξύ άλλων, το άρθρο αυτό, αφενός, απαιτεί το ζεύγος να προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης και, αφετέρου, θεσπίζει ως συμπληρωματική προϋπόθεση ότι το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος. Όσον αφορά το περιεχόμενο και το εύρος της δεύτερης αυτής προϋποθέσεως, στην ίδια αυτή διάταξη διευκρινίζεται ότι ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους.

Η έννοια του ζεύγους που δύναται νομίμως να τελέσει γάμο ορίζεται αυτοτελώς στον ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς. Εξάλλου, ανταποκρίνεται στον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη σκοπό, όπως αυτός διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 723/2004, με τον οποίο θεσπίζεται η συγκεκριμένη έκδοση του ΚΥΚ, κατά την οποία οι υπάλληλοι που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβίωσης, οι οποίοι δεν μπορούν να συνάψουν νομίμως γάμο, θα πρέπει να απολαύουν των ίδιων πλεονεκτημάτων με τα έγγαμα ζεύγη.

(βλ. σκέψεις 22 έως 24)

2.      Όσον αφορά την προβαλλόμενη δυσμενή διάκριση που απορρέει από τη διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος στέγης μεταξύ, αφενός, των υπαλλήλων που έχουν συνάψει με ομόφυλο μη έγγαμη σχέση συμβιώσεως, οι οποίοι δεν δύναται να τελέσουν νομίμως γάμο δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας που ισχύει για αυτούς και, αφετέρου, των υπαλλήλων οι οποίοι, μολονότι είναι ετερόφυλοι και έχουν τη δυνατότητα να τελέσουν νομίμως γάμο, έχουν προτιμήσει να συνάψουν σταθερή μη έγγαμη σχέση συμβιώσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύγκριση είναι εσφαλμένη, καθόσον το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν θεσπίζει ούτε μπορεί να θεσπίζει αυτοτελή κανονιστική ρύθμιση, η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει ή να υπερβαίνει τις διατάξεις που διέπουν σε κάθε κράτος μέλος της Ένωσης τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απονέμονται σε διάφορες κατηγορίες έγγαμων σχέσεων ή άλλων σχέσεων συμβιώσεως που προβλέπονται στις οικείες νομοθεσίες. Αντιθέτως, και λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών επί του ζητήματος, το άρθρο αυτό θεσπίζει μόνον ειδική προϋπόθεση σε σχέση με κάθε υπάλληλο που τελεί σε σχέση συμβιώσεως νομίμως αναγνωρισμένη σε κράτος μέλος και ο οποίος ζητεί να του χορηγηθεί επίδομα στέγης, ήτοι την προϋπόθεση ότι το ζεύγος και όχι ο υπάλληλος αυτός καθεαυτόν δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος. Η προϋπόθεση αυτή εξαρτάται αποκλειστικά, όσον αφορά το φύλο ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του υπαλλήλου που τελεί σε σχέση συμβιώσεως, από το νομικό καθεστώς που αναγνωρίζει η νομοθεσία κάθε κράτους μέλους στις εν λόγω μη έγγαμες σχέσεις συμβιώσεως, με αποτέλεσμα η προϋπόθεση να μην εισάγει διακρίσεις από κανονιστικής απόψεως.

Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών επί του ζητήματος, οι οποίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, η προϋπόθεση ότι το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο δεν συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση καθόσον, μεταξύ των διαφορετικών πιθανών μορφών συμβιώσεως που αναγνωρίζονται εκ του νόμου, ο γάμος είναι επί του παρόντος η μόνη κοινώς αναγνωρισμένη από τις έννομες τάξεις όλων των κρατών μελών της Ένωσης μορφή συμβιώσεως, κάτι που δεν ισχύει, αντιθέτως, για τις λοιπές σχέσεις συμβιώσεως.

Βεβαίως, οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σημείο iv, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εισάγουν μια εξ αντικειμένου διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων. Εντούτοις, έστω κι αν υποτεθεί ότι οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων τελούσαν υπό παρόμοια κατάσταση έναντι του σκοπού που επιδιώκεται διά της χορηγήσεως του επιδόματος στέγης, η διαφορετική αυτή μεταχείριση έπρεπε να εκληφθεί ως αντικειμενικά δικαιολογημένη, δεδομένου ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης είναι οι υπάλληλοι που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβιώσεως αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβιώσεως, οι οποίοι δεν μπορούν να συνάψουν νομίμως γάμο, να απολαύουν των ίδιων πλεονεκτημάτων με τα έγγαμα ζεύγη.

(βλ. σκέψεις 27 έως 29, 31 και 32)