Language of document : ECLI:EU:C:2020:1009

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 9ης Δεκεμβρίου 2020 (1)

Υπόθεση C414/20 PPU

MM

Ποινική διαδικασία

παρισταμένης της

Spetsializirana prokuratura

[αίτηση του Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικού ποινικού δικαστηρίου, Βουλγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν βάσει εθνικής πράξεως περί απαγγελίας κατηγορίας – Έννοια της φράσης “ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος” – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (2), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (3), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2.        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά την οποία, προς στήριξη αιτήσεως για την επανεξέταση του μέτρου της προσωρινής κρατήσεως που επιβλήθηκε στον ΜΜ, τέθηκε ζήτημα κύρους του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί εις βάρος του.

3.        Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία) έχουν, κατά βάση, ως αντικείμενο την έννοια του «εθνικού εντάλματος σύλληψης» ως νομικού ερείσματος για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και τις λεπτομέρειες και το περιεχόμενο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, υπέρ του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μετά την παράδοσή του.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

4.        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ορίζει τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

[…]

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

5.        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει τα εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

[…]

3.      Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

6.        Το άρθρο 8 αυτής της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει, στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, τα εξής:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

[…]

γ)      ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2.»

7.        Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο περιλαμβάνει, σε παράρτημα, ειδικό έντυπο το οποίο οφείλουν να συμπληρώνουν οι δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, αναγράφοντας τα ειδικώς απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία (4). Στο στοιχείο βʹ, σημείο 1, του εντύπου αυτού γίνεται αναφορά στην απόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα σύλληψης και η οποία μπορεί να είναι «[έ]νταλμα σύλληψης ή δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ».

2.      Το βουλγαρικό δίκαιο

8.        Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 μεταφέρθηκε στο βουλγαρικό δίκαιο με τον zakon za ekstraditsiata i evropeiskata zapoved za arest (νόμο περί εκδόσεως και περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στο εξής: ZEEZA) (5), το δε άρθρο 37 του νόμου αυτού περιέχει τις διατάξεις σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και έχει διατύπωση σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου.

9.        Σύμφωνα με το άρθρο 56, παράγραφος 1, σημείο 1, του ZEEZA, ο εισαγγελέας είναι αρμόδιος, κατά την ποινική προδικασία, για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εις βάρος του κατηγορουμένου. Κατά το στάδιο αυτό της ποινικής διαδικασίας, η βουλγαρική νομοθεσία δεν προβλέπει δυνατότητα συμμετοχής δικαιοδοτικού οργάνου στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ούτε πριν ούτε μετά την έκδοσή του (6). Ειδικότερα, δεν φαίνεται να παρέχει τη δυνατότητα προσβολής, ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, της αποφάσεως του εισαγγελέα για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Δυνάμει του άρθρου 200 του nakazatelno protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: NPK), σε συνδυασμό με το άρθρο 66 του ZEEZA, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να προσβληθεί μόνον ενώπιον εισαγγελέα ανωτέρου βαθμού.

10.      Το ένταλμα προσαγωγής, σκοπός  του οποίου είναι να οδηγηθεί ενώπιον των αστυνομικών ανακριτικών οργάνων ένα άτομο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, διέπεται από το άρθρο 71 του NPK. Το ένταλμα προσαγωγής δεν προσβάλλεται ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου. Μπορεί να προσβληθεί μόνον ενώπιον του εισαγγελέα.

11.      Η απαγγελία κατηγορίας εις βάρος προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη διέπεται ιδίως από το άρθρο 219 του NPK.

12.      Το άρθρο 219, παράγραφος 1, του NPK ορίζει ότι, «[ε]φόσον συλλεγούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή συγκεκριμένου προσώπου […], το ανακριτικό όργανο συντάσσει έκθεση προς τον εισαγγελέα και απαγγέλλει κατηγορία, εκδίδοντας προς τούτο σχετική διάταξη». Πρόκειται για πράξη οποία εκδίδεται από το ανακριτικό όργανο υπό τον έλεγχο του εισαγγελέα. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να γνωστοποιηθεί στο πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ότι του απαγγέλλεται κατηγορία και να του παρασχεθεί η δυνατότητα να αμυνθεί (άρθρο 219, παράγραφοι 4 έως 8, και άρθρο 221 του NPK)(7). Η εν λόγω διάταξη δεν έχει ως έννομη συνέπεια τη θέση του κατηγορουμένου υπό κράτηση. Προς τούτο, δύναται να εκδοθούν άλλου είδους αποφάσεις: η κλήτευση για την εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του NPK και το ένταλμα προσαγωγής ενώπιον των αστυνομικών ανακριτικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 71 του NPK.

13.      Η διάταξη του ανακριτικού οργάνου περί απαγγελίας κατηγορίας δεν προσβάλλεται ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου. Προσβάλλεται μόνον ενώπιον του εισαγγελέα. Το άρθρο 200 του NPK ορίζει συγκεκριμένα ότι «[η] διάταξη του ανακριτικού οργάνου μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του εισαγγελέα. Η απόφαση του εισαγγελέα, η οποία δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, προσβάλλεται ενώπιον εισαγγελέα ανωτέρου βαθμού, του οποίου η απόφαση είναι απρόσβλητη».

14.      Η θέση υπό προσωρινή κράτηση προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη διέπεται, κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, από το άρθρο 64 του NPK.

15.      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, του NPK, «[τ]ο μέτρο της προσωρινής κρατήσεως διατάσσεται, κατά την ποινική προδικασία, από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα».

16.      Για την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, ο εισαγγελέας πρέπει να εκτιμήσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63, παράγραφος 1, του NPK (8), προκειμένου να ζητήσει από το δικαστήριο αυτό να επιβάλει στον κατηγορούμενο, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, το πλέον αυστηρό στο πλαίσιο της προδικασίας μέτρο της προσωρινής κρατήσεως.

17.      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 2, του NPK, ο κατηγορούμενος μπορεί να κρατηθεί, μετά από εισαγγελική παραγγελία, για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών προκειμένου να καταστεί δυνατή η εμφάνισή του ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να διατάξει, ενδεχομένως, το μέτρο της προσωρινής κρατήσεως.

18.      Το άρθρο 64, παράγραφος 3, του NPK ορίζει ότι «το δικαστήριο εξετάζει αμέσως την υπόθεση […] παρισταμένου του κατηγορουμένου»(9).

19.      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του NPK, το δικαστήριο είναι η αρμόδια αρχή για να εξετάσει την αίτηση περί προσωρινής κρατήσεως και να κρίνει εάν πρέπει να επιβάλει το συγκεκριμένο μέτρο, να επιλέξει να επιβάλει ηπιότερο μέτρο ή να αρνηθεί γενικώς την επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού εις βάρος του κατηγορουμένου.

20.      Κατά το άρθρο 270 του NPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποφάσεις επί του μέτρου καταναγκασμού και των λοιπών μέτρων δικαστικού ελέγχου κατά τη διάρκεια της δίκης»:

«1.      Το ζήτημα της αντικαταστάσεως του μέτρου καταναγκασμού δύναται να εγερθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δίκης. Νέο αίτημα σχετικά με το μέτρο μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων.

2.      Το δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη σε δημόσια συνεδρίαση

[…]

4.      Η διάταξη στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 2 και 3 υπόκειται σε έφεση […]».

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Στη Βουλγαρία κινήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος σαράντα ενός ατόμων λόγω συμμετοχής τους σε εγκληματική οργάνωση παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Δεκαέξι εξ αυτών, συμπεριλαμβανομένου του κατηγορούμενου MM, διέφυγαν τη σύλληψη.

22.      Με διάταξη της 8ης Αυγούστου 2019, η οποία συνίστατο σε ένταλμα προσαγωγής δυνάμει του άρθρου 71 του NPK(10), το ανακριτικό όργανο εξέδωσε ένταλμα αναζήτησης του MM προκειμένου να προσαχθεί βιαίως ενώπιον των αστυνομικών αρχών. Αυτό σήμαινε ότι ο MM θα μπορούσε να τεθεί υπό κράτηση εντός του εθνικού εδάφους.

23.      Το ένταλμα προσαγωγής εκδίδεται είτε από τον εισαγγελέα είτε από αστυνομική αρχή επιφορτισμένη με την ανακριτική έρευνα υπό τον έλεγχο του εισαγγελέα. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η βουλγαρική νομοθεσία δεν απαιτεί προηγούμενη ή εκ των υστέρων έγκριση από τον εισαγγελέα ή από το δικαστήριο για την έκδοση ή την εκτέλεση της συγκεκριμένης διατάξεως. Η έκδοση εντάλματος προσαγωγής είναι, επομένως, δυνατό να αποφασιστεί απλώς και μόνον από την αστυνομική υπηρεσία που διεξάγει την προανακριτική έρευνα η έκδοση εντάλματος προσαγωγής, λόγω της αρνήσεως του καταζητούμενου να παρουσιαστεί ενώπιόν της.

24.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ένταλμα προσαγωγής έχει εκδοθεί από ανακριτικό όργανο της αστυνομίας [Glavna direktsiya «Borba s organiziranata prestapnost» (Γενική Διεύθυνση «Καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος»), υπαγόμενη στο Ministerstvo na vatreshnite raboti (Υπουργείο Εσωτερικών, Βουλγαρία)] και ότι το ένταλμα αυτό ουδέποτε εκτελέστηκε στην πράξη.

25.      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω περιγραφομένων χαρακτηριστικών του εντάλματος προσαγωγής, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν μια τέτοια εθνική πράξη μπορεί να οριστεί ως «ένταλμα σύλληψης», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Τούτο διότι η έκδοση του εντάλματος προσαγωγής έχει γίνει απλώς από αστυνομικό ανακριτικό όργανο, χωρίς την παρέμβαση εισαγγελέα ή δικαστή (εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων), και ότι συνεπάγεται διάρκεια κρατήσεως περιοριζόμενη σε ό,τι είναι αναγκαίο για την προσαγωγή του καταζητούμενου ενώπιον του αστυνομικού αυτού οργάνου.

26.      Εκτός από τη διάταξη της 8ης Αυγούστου 2019, η οποία συνιστά ένταλμα προσαγωγής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με πράξη της 9ης Αυγούστου 2019 (11), το ανακριτικό όργανο, κατόπιν αδείας του εισαγγελέα, απήγγειλε στον ΜΜ κατηγορίες για τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Δεδομένου ότι ο MM είχε διαφύγει τη σύλληψη, η διάταξη αυτή, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν είχε ως έννομη συνέπεια τη θέση του υπό κράτηση, επιδόθηκε μόνο στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο του. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εν λόγω διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί από τον εισαγγελέα, έχει ως μόνο έννομο αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση του κατηγορητηρίου στον κατηγορούμενο και την παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να αμυνθεί δίνοντας εξηγήσεις ή προτείνοντας αποδεικτικά μέσα.

27.      Στις 16 Ιανουαρίου 2020 ο εισαγγελέας εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος του ΜΜ. Στη στήλη «[α]πόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα σύλληψης», στο σημείο 1, με τίτλο «ένταλμα σύλληψης ή δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ», μνημονεύεται μόνον η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, την οποία εξέδωσε το ανακριτικό όργανο εις βάρος του MM. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του MM και, κατά συνέπεια, και η σύλληψή του.

28.      Στις 25 Μαρτίου 2020 η υπόθεση ήχθη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου να εξετασθεί επί της ουσίας. Στις 16 Απριλίου 2020 ο εισαγγελέας υπέβαλε αίτηση προσωρινής κρατήσεως των προσώπων που διέφευγαν τη σύλληψη, μεταξύ των οποίων και του ΜΜ. Σε δημόσια συνεδρίαση στις 24 Απριλίου 2020, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, δεν ήταν δυνατόν να διαταχθεί η κράτηση αυτή ερήμην του κατηγορουμένου. Η άρνηση του αιτούντος δικαστηρίου να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης αιτήσεως δεν αμφισβητήθηκε από τον εισαγγελέα.

29.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η περίπτωση του MM διαφοροποιείται από εκείνην πολλών άλλων κατηγορουμένων που διέφευγαν τη σύλληψη. Συγκεκριμένα, εκτός από το ένταλμα προσαγωγής δυνάμει της διατάξεως της 8ης Αυγούστου 2019, κανένα άλλο εθνικό ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκδοθεί εις βάρος του ΜΜ. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι ουδεμία διάταξη βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του NPK έχει εκδοθεί εις βάρος του ΜΜ (12).

30.      Στις 5 Ιουλίου 2020 ο MM συνελήφθη στην Ισπανία, σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Στις 28 Ιουλίου 2020 έγινε παράδοσή του στις βουλγαρικές δικαστικές αρχές. Την ίδια ημέρα ο εισαγγελέας αιτήθηκε την προσωρινή κράτηση του ΜΜ. Επί τη βάσει της αιτήσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο έλαβε αυθημερόν απόφαση για εμφάνιση του ΜΜ στο ακροατήριο.

31.      Στις 29 Ιουλίου 2020, μετά τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατά την οποία ο MM παρέστη αυτοπροσώπως και έτυχε ακροάσεως, το αιτούν δικαστήριο διέταξε την προσωρινή του κράτηση.

32.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο, όταν αποφάσισε τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου, έκρινε, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου (13), ότι το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είχε εκδοθεί από αναρμόδια αρχή, ήτοι αποκλειστικώς από εισαγγελέα, χωρίς την παρέμβαση δικαιοδοτικού οργάνου.

33.      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε επίσης ότι στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μνημονευόταν έγκυρη απόφαση περί θέσεως υπό κράτηση, αλλά μόνον η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, η οποία δεν συνεπάγεται κράτηση του ΜΜ.

34.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είχε εκδοθεί νομίμως.

35.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το εάν ήταν δυνατό, κατά το συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, να διαπιστωθεί η έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθόσον, αφενός, η διαδικασία εκδόσεως και εκτελέσεως του εντάλματος αυτού είχε ήδη περατωθεί οριστικώς και, αφετέρου, θα προέβαινε το ίδιο εμμέσως στον έλεγχο της διατάξεως του εισαγγελέα. Ένας τέτοιος έλεγχος, όμως, απαγορεύεται από το βουλγαρικό δίκαιο.

36.      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου θα κατέληγε στην εκ μέρους του εκτίμηση της νομιμότητας της αποφάσεως της ισπανικής δικαστικής αρχής να προβεί στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στην παράδοση του MM στις βουλγαρικές δικαστικές αρχές. Το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε, εξάλλου, επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον και μέχρι ποιου σημείου η συγκεκριμένη πλημμέλεια του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εφόσον αποδεικνυόταν, θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή ως προς τη δυνατότητα να τεθεί ο ΜΜ υπό κράτηση.

37.      Το αιτούν δικαστήριο, δυσκολευόμενο να εκτιμήσει ποιες συνέπειες είχε η έλλειψη νομιμότητας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επί της μετέπειτα ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε με σκοπό να τεθεί ο MM υπό προσωρινή κράτηση, έκρινε ήδη από εκείνο το στάδιο της διαδικασίας ότι ήταν αναγκαία η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι τα πρωτοβάθμια δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να προχωρήσουν σε προδικαστική παραπομπή, το αιτούν δικαστήριο, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επέλεξε να αφήσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να αναλάβει την πρωτοβουλία αυτή.

38.      Στις 5 Αυγούστου 2020 ο MM άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως με την οποία διατάχθηκε η προσωρινή του κράτηση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, την έλλειψη νομιμότητας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επικαλούμενος τη νομολογία του Δικαστηρίου, υπέβαλε δε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αίτημα να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

39.      Στις 14 Αυγούστου 2020 το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά την κράτηση του MM, δίχως να εξετάσει τα ζητήματα σχετικά με τυχόν πλημμέλειες του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και απορρίπτοντας το αίτημα της υπερασπίσεως για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

40.      Στις 27 Αυγούστου 2020 ο MM κατέθεσε, δυνάμει του άρθρου 270 του NPK, νέα αίτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας του μέτρου της προσωρινής κρατήσεως που είχε ληφθεί εις βάρος του (14).

41.      Κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, ο ΜΜ ανέφερε μεταξύ άλλων ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είχε εκδοθεί νομίμως, επισημαίνοντας ότι η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας δεν ελήφθη υπόψη από την ισπανική δικαστική αρχή που προέβη στην εκτέλεσή του, για τον λόγο και μόνον ότι ο MM είχε συγκατατεθεί στην παράδοσή του στις βουλγαρικές αρχές. Ο ΜΜ ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει την έλλειψη νομιμότητας και ισχυρίστηκε ότι η συγκεκριμένη έλλειψη νομιμότητας καθιστούσε επίσης παράνομη την προσωρινή του κράτηση. Ο ΜΜ ζήτησε, επομένως, την άρση της κρατήσεως αυτής. Αντιθέτως, ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι, υπό το πρίσμα του βουλγαρικού δικαίου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ήταν καθ’ όλα νόμιμο.

42.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι πράγματι νόμιμο σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, εντούτοις κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι δεν έχει εκδοθεί νομίμως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιοριστούν οι συνέπειες που έχει αυτή η έλλειψη νομιμότητας επί της προσωρινής κρατήσεως, η οποία, αυτή καθαυτήν, είναι, κατά την εκτίμησή του, καθ’ όλα νόμιμη.

43.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 εθνική νομοθετική ρύθμιση κατά την οποία το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και η εθνική δικαστική απόφαση επί της οποίας στηρίχθηκε εκδίδονται αποκλειστικά από τον εισαγγελέα, χωρίς δυνατότητα συμμετοχής του αρμόδιου δικαστηρίου στην έκδοσή τους ή ασκήσεως εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού προληπτικού ή εκ των υστέρων δικαστικού ελέγχου;

2)      Συνάδει προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης του οποίου η έκδοση στηρίχθηκε σε διάταξη περί απαγγελίας της κατηγορίας σε βάρος του καταζητούμενου, χωρίς η εν λόγω διάταξη να αφορά τη θέση του τελευταίου υπό κράτηση;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Εάν έχει εκτελεστεί κανονικά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η έκδοση και ο έλεγχος νομιμότητας του οποίου έχουν λάβει χώρα χωρίς τη συμμετοχή δικαιοδοτικού οργάνου και το οποίο έχει στηριχθεί σε εθνική διάταξη μη προβλέπουσα τη θέση του καταζητούμενου υπό κράτηση, και έχει γίνει παράδοση του καταζητούμενου, πρέπει να παρέχεται στον καταζητούμενο δικαίωμα ασκήσεως πραγματικής προσφυγής στο πλαίσιο της ίδιας ποινικής διαδικασίας με εκείνη κατά την οποία εκδόθηκε το εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης; Συνεπάγεται το δικαίωμα ασκήσεως πραγματικής προσφυγής ότι ο καταζητούμενος πρέπει να περιέρχεται στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματά του;»

44.      Το Δικαστήριο δέχθηκε να εκδικαστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία.

IV.    Ανάλυση

45.      Φρονώ ότι τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου μπορούν να επιμεριστούν σε τρεις θεματικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εις βάρος του ΜΜ. Ο δεύτερος άξονας αφορά το ζήτημα εάν ο έλεγχος του κύρους του εντάλματος αυτού μπορεί να διενεργηθεί από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως περί διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως του MM, μολονότι, κατά το ίδιο δικαστήριο, το εθνικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπει δυνατότητα δικαστικής προσβολής του εν λόγω εντάλματος, το οποίο εκδίδεται από τον εισαγγελέα, αλλά μόνον δυνατότητα προσβολής του ενώπιον εισαγγελικής αρχής ανωτέρου βαθμού. Τέλος, ο τρίτος άξονας αφορά τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει επί της προσωρινής κρατήσεως του ΜΜ η διαπίστωση ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πάσχει ακυρότητα.

46.      Προτού εξετάσω τις τρεις αυτές διαστάσεις της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, θα διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις προκειμένου να καταστεί σαφές ότι η αίτηση δεν αφορά ούτε την απόφαση της ισπανικής δικαστικής αρχής να προβεί στην εκτέλεση του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ούτε τον χαρακτηρισμό του Βούλγαρου εισαγγελέα ως «δικαστικής αρχής έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του περιεχομένου της προδικαστικής παραπομπής

1.      Επί του ρόλου της δικαστικής αρχής εκτελέσεως

47.      Το περιεχόμενο των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η δικαστική αρχή εκτελέσεως κάθε φορά που πρέπει να προβεί στη εξέταση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να αποφασίσει αν θα προχωρήσει στην εκτέλεσή του ή όχι είναι περίπλοκο ζήτημα του οποίου τα όρια δεν έχουν ακόμη ιχνηλατηθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, αν και εντοπίζονται ήδη σε αυτήν πολλά στοιχεία που μπορούν να χρησιμεύσουν ως κατευθυντήριες γραμμές για την εν λόγω δικαστική αρχή (15). Είναι βέβαιο ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως είναι συχνά αναγκασμένη να αναζητεί, όπως ο σχοινοβάτης, την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ταχεία εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στον έλεγχο της νομιμότητάς του (16).

48.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ισπανική Κυβέρνηση προέβαλε διάφορα επιχειρήματα προς στήριξη της αποφάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως να προβεί στην παράδοση του MM στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος.

49.      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει, άμεσα ή έμμεσα, την απόφαση αυτή της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

50.      Η διαδικασία της κύριας δίκης εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η διασφάλιση των δικαιωμάτων του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος (17), τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν το πώς και σε ποιον βαθμό τα δικαιώματα αυτά διασφαλίζονται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

2.      Επί του χαρακτηρισμού του Βούλγαρου εισαγγελέα ως «δικαστικής αρχής έκδοσης»

51.      Λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι ο χαρακτηρισμός μιας αρχής ως «δικαστικής αρχής έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το εάν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της εθνικής αποφάσεως με την οποία συναρτάται το ένταλμα αυτό.

52.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά διάταξη του εθνικού δικαίου, ήτοι το άρθρο 56, παράγραφος 1, σημείο 1, του ZEEZA, το οποίο προβλέπει αποκλειστική αρμοδιότητα του εισαγγελέα για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας. Ομοίως, η εθνική διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας επί της οποίας βασίστηκε η έκδοση του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει, κατά το αιτούν δικαστήριο, να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί από τον εισαγγελέα. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει ένδικη προσφυγή κατά των δύο αυτών αποφάσεων και εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της συμβατότητας του βουλγαρικού δικαίου με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

53.      Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι ως δικαστική αρχή εκδόσεως νοείται η «δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους».

54.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λαμβάνεται από άλλη αρχή πλην δικαιοδοτικού οργάνου, η ύπαρξη δικαστικού ελέγχου της ως άνω αποφάσεως δεν συνιστά προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της αρχής αυτής ως «δικαστικής αρχής έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Μια τέτοια απαίτηση δεν άπτεται των καταστατικών και οργανωτικών κανόνων της εν λόγω αρχής, αλλά αφορά τη διαδικασία εκδόσεως τέτοιου εντάλματος (18).

55.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο κατ’ ουσίαν ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ανατίθεται σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο αντίστοιχο κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, οι απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία πληρούνται όταν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος αυτού, οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος και η εθνική απόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο στο συγκεκριμένο το κράτος μέλος, ούτε πριν από την παράδοση του καταζητούμενου ούτε μετά από αυτήν.

56.      Το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται, ωστόσο, να αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του Βούλγαρου εισαγγελέα ως «δικαστικής αρχής έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχουν επισημανθεί από το Δικαστήριο ως κρίσιμα για τον χαρακτηρισμό αυτόν.

57.      Όσον αφορά τα στοιχεία που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό, θα αρκεστώ να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «στην έννοια του όρου “δικαστική αρχή έκδοσης”, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, μπορούν να περιληφθούν και οι αρχές κράτους μέλους οι οποίες, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην δικαστές ή δικαιοδοτικά όργανα, μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος και ενεργούν με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δε ανεξαρτησία αυτή επιβάλλει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγία της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση» (19).

58.      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η συμμετοχή των Βούλγαρων εισαγγελέων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

59.      Όσον αφορά το ζήτημα εάν οι Βούλγαροι εισαγγελείς ενεργούν με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των συμφυών με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθηκόντων, από τη γραπτή απάντηση της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετική με το ζήτημα αυτό συνάγεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 117, παράγραφος 2, του Konstitutsiya (Συντάγματος), η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη και οι δικαστές, οι δικαστικοί λειτουργοί, οι εισαγγελείς και οι ανακριτές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στον νόμο. Το άρθρο 1a, παράγραφος 1, του zakon za sadebnata vlastta (νόμου περί της δικαστικής εξουσίας)(20)ορίζει ότι η δικαστική εξουσία είναι εξουσία του κράτους η οποία προστατεύει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των πολιτών, των νομικών προσώπων και του Δημοσίου. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου κατοχυρώνει εκ νέου την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου περί της δικαστικής εξουσίας, οι αποφάσεις των δικαστών, των εισαγγελέων και των ανακριτών στηρίζονται στον νόμο, καθώς και στα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συλλεγεί κατά τη διαδικασία. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, στο βουλγαρικό δικαστικό σύστημα, ο εισαγγελέας είναι αρχή της δικαστικής εξουσίας η οποία είναι συνταγματικώς ανεξάρτητη από τις αρχές της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (21). Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του NPK, ο εισαγγελέας λαμβάνει τις αποφάσεις του στηριζόμενος στη δικανική πεποίθηση που σχηματίζει βάσει αντικειμενικής, αμερόληπτης και πλήρους εξετάσεως όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, σύμφωνα με τον νόμο.

60.      Εξάλλου, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής και στον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2020 (22), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι Βούλγαροι εισαγγελείς μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη Βουλγαρία και ενεργούν με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των συμφυών με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθηκόντων.

61.      Πλην όμως, ο MM εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν οι Βούλγαροι εισαγγελείς πληρούν τα κριτήρια ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, τονίζοντας την εξάρτησή τους από τον εισαγγελέα ανωτέρου βαθμού και από τον γενικό εισαγγελέα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.

62.      Εφόσον το αιτούν δικαστήριο, βάσει του σκεπτικού που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής, δεν διατυπώνει κανένα ερώτημα σχετικά με την ανεξαρτησία των εισαγγελέων κατά την άσκηση των συμφυών με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθηκόντων, δεν συντρέχει λόγος, κατά τη γνώμη μου, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού.

63.      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των προδικαστικών ερωτημάτων όπως έχουν διατυπωθεί από το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να επικεντρώσει την εξέτασή του επί της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του κύρους του.

2.      Επί της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ως προϋποθέσεως του κύρους του

64.      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το εάν, κατά τη διαδικασία εκδόσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τηρήθηκαν τα δύο επίπεδα προστασίας των δικαιωμάτων του καταζητούμενου, σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και, εν πάση περιπτώσει, ούτε η εθνική πράξη επί της οποίας βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αλλά ούτε και το τελευταίο, αμφότερα εκδοθέντα από τον εισαγγελέα, μπορούν να προσβληθούν ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν τηρήθηκαν κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πράγμα που συνεπάγεται την ακυρότητα του εντάλματος αυτού.

65.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου ως προς τις συγκεκριμένες πτυχές, πρέπει να υπενθυμιστεί η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα δύο επίπεδα της προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται ως προς τα δικαιώματα των προσώπων εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

66.      Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι, «όταν εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό τη σύλληψη και παράδοση από άλλο κράτος μέλος ενός εκζητούμενου προσώπου για την άσκηση ποινικής διώξεως, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει, σε ένα πρώτο στάδιο της διαδικασίας, τις δικονομικές εγγυήσεις και τα θεμελιώδη δικαιώματα, των οποίων την προστασία πρέπει να διασφαλίζουν οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ιδίως κατά την έκδοση εθνικού εντάλματος συλλήψεως» (23).

67.      Το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης περιλαμβάνει επομένως «προστασία σε δύο επίπεδα των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο εκζητούμενος, καθόσον, στη δικαστική προστασία που προβλέπεται στο πρώτο επίπεδο, κατά την έκδοση εθνικής αποφάσεως όπως το εθνικό ένταλμα σύλληψης, προστίθεται η προστασία που πρέπει να εξασφαλίζεται στο δεύτερο επίπεδο, κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία μπορεί κατά περίπτωση να παρέχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την έκδοση της εν λόγω εθνικής δικαστικής αποφάσεως»(24).

68.      Επομένως, «όσον αφορά μέτρο το οποίο, όπως η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δύναται να θίξει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου στην ελευθερία, η προστασία αυτή συνεπάγεται ότι, τουλάχιστον σε ένα από τα δύο επίπεδα της εν λόγω προστασίας, πρέπει να εκδίδεται απόφαση που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις οι οποίες είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία»(25).

69.      Επομένως, «όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι δικαστής ή δικαιοδοτικό όργανο, η εθνική δικαστική απόφαση, όπως το εθνικό ένταλμα σύλληψης στο οποίο βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να ικανοποιεί τις εν λόγω απαιτήσεις»(26).

70.      Περαιτέρω, «το δεύτερο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου προϋποθέτει ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος ελέγχει αν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες για την έκδοσή του προϋποθέσεις και εξετάζει με αντικειμενικότητα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενοχοποιητικά και τα απαλλακτικά στοιχεία, και χωρίς να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε εξωτερικές οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, εάν η έκδοση του εν λόγω εντάλματος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας» (27).

71.      Εξάλλου, «όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση περί εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, στο εν λόγω κράτος μέλος, ο οποίος να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία»(28).

72.      Κατά το Δικαστήριο, «[τ]ο ένδικο μέσο το οποίο ασκείται κατά της αποφάσεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως που έχει ληφθεί από αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης και απολαύει της απαιτούμενης ανεξαρτησίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, εντούτοις δεν αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως αυτής και των αναγκαίων προϋποθέσεων για την έκδοση του εν λόγω εντάλματος και, ιδίως, του αναλογικού χαρακτήρα της τηρεί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία»(29).

73.      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, πρέπει να διερευνηθεί αν, κατά τη διαδικασία εκδόσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τηρήθηκαν τα δύο επίπεδα προστασίας των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου, όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

74.      Κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν ισχύει ήδη από το πρώτο στάδιο της διαδικασίας.

75.      Ειδικότερα, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου των ζητημάτων για τα οποία είναι αρμόδιο το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν φαίνεται να έχει ως νομικό έρεισμα εθνικό ένταλμα σύλληψης ή εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος, αντιθέτως προς τα όσα επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (30). Η απαίτηση αυτή, όμως, συνδέεται άμεσα με την επιταγή της διασφαλίσεως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υπέρ του ενδιαφερομένου.

76.      Στις προτάσεις του στην υπόθεση Bob-Dogi (31), ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να συναρτάται με εθνική δικαστική πράξη, η οποία να αποτελεί το νομικό έρεισμα αυτού, παράγοντας τα έννομα αποτελέσματα εθνικού εντάλματος σύλληψης. Ως εκ τούτου, περιέγραψε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ως «το αρχικό εργαλείο που δημιουργήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο [2002/584], διά του οποίου η δικαστική αρχή εκδόσεως ζητεί την εκτέλεση της εθνικής αποφάσεως εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» (32), και «δεν πρέπει, επομένως, να συγχέεται με τη διαταγή αναζητήσεως και συλλήψεως προς εκτέλεση της οποίας εκδίδεται», οπότε συνιστά «πράξη η οποία καθιστά δυνατή την εκτέλεση εντός του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως διατάσσουσας τη σύλληψη του καταζητούμενου προσώπου»(33). Εν ολίγοις, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και το εθνικό ένταλμα σύλληψης έχουν το καθένα δική τους λειτουργία, αφού το πρώτο αποτελεί «εργαλείο δικαστικής συνεργασίας το οποίο δεν έχει τον χαρακτήρα διαταγής αναζητήσεως και συλλήψεως του καταζητούμενου προσώπου στο έδαφος του κράτους μέλους εκδόσεως» (34).

77.      Κατά τον γενικό εισαγγελέα Υ. Bot, η «απουσία εθνικού εντάλματος σύλληψης ή άλλου εκτελεστού τίτλου της αυτής ισχύος […] έχει ως συνέπεια να στερείται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης νομικού ερείσματος» (35), πράγμα που καταλήγει να στερεί από «το καταζητούμενο πρόσωπο τις δικονομικές εγγυήσεις που περιβάλλουν την έκδοση εθνικής δικαστικής αποφάσεως και οι οποίες συμπληρώνουν τις εγγυήσεις που συνδέονται με τη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» (36). Ειδικότερα, επισήμανε τους «κινδύν[ους] αποδυναμώσεως των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της απουσίας εθνικής δικαστικής αποφάσεως λειτουργούσας ως βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» (37) και έκρινε ότι «η αυστηρή οριοθέτηση των λόγων μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προϋποθέτει, ως αντίβαρο, συγκεκριμένες και αποτελεσματικές δικονομικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων άμυνας στο κράτος μέλος εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, άνευ των οποίων η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των επιταγών περί αποτελεσματικότητας της ποινικής δικαιοσύνης και εκείνων περί διαφυλάξεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ισορροπία συμφυής με τη δόμηση ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, θα διασαλευόταν» (38). Πάντως, «η προϋπόθεση της υπάρξεως εθνικού εντάλματος σύλληψης διάφορου του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όχι μόνο δεν αποτελεί απλή έκφραση ακραίου και στείρου φορμαλισμού, αλλά, τουναντίον, συνιστά εγγύηση αναγκαία για τη διατήρηση της εν λόγω ισορροπίας εντός του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584]» (39), η προϋπόθεση δε αυτή είναι «απαραίτητη για την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων του καταζητούμενου προσώπου» (40).

78.      Επομένως, η προϋπόθεση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να ερείδεται «σε κοινή δικονομική βάση αποτελούμενη από εθνική δικαστική απόφαση που εγγυάται την παρέμβαση ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή για την απαγγελία μέτρου καταναγκασμού […] προσδίδει ελάχιστο ουσιώδες περιεχόμενο στην αρχή της αποτελεσματικής και ισοδύναμης [δικαστικής] προστασίας και, κατά συνέπεια, καθιστά δυνατή τη νομική ενύλωση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης» (41). Επιπλέον, «[η] ύπαρξη εθνικού εντάλματος σύλληψης το οποίο λειτουργεί ως βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει […] να νοηθεί ως έκφραση της αρχής της νομιμότητας, κατ’ επιταγήν της οποίας η εξουσία καταναγκασμού δυνάμει της οποίας εκδίδεται διαταγή αναζητήσεως, συλλήψεως και κρατήσεως δεν δύναται να ασκείται πέραν των καθοριζόμενων από το εθνικό δίκαιο εκάστου κράτους μέλους νομίμων ορίων, εντός των οποίων η δημόσια αρχή εξουσιοδοτείται να αναζητεί, να διώκει και να δικάζει τα πρόσωπα που φέρονται ως δράστες αδικήματος» (42).

79.      Συγκεκριμένα, η απουσία εθνικού εντάλματος σύλληψης ή οιασδήποτε άλλης εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως της αυτής ισχύος ως νομικό έρεισμα ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε αντίθεση προς τα όσα επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει ως συνέπεια ότι «το καταζητούμενο πρόσωπο στερείται, ελλείψει πράξεως δεκτικής προσβολής άλλης πέραν του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, της δυνατότητας να αμφισβητήσει, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, τη νομιμότητα της σύλληψης και της κρατήσεώς του υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω κράτους. Στον βαθμό κατά τον οποίο η δικαστική αρχή εκτελέσεως είναι αρμόδια να αποφαίνεται μόνον επί των προβλεπομένων από την [ως άνω] απόφαση-πλαίσιο λόγων μη εκτελέσεως, μια ολόκληρη πτυχή του συννόμου της σύλληψης και της κρατήσεως κινδυνεύει να διαφύγει κάθε δικαστικό έλεγχο» (43). Επομένως, κατά την άποψή του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, «ακριβώς προς αποσόβηση του κινδύνου παρακάμψεως των εγγυήσεων που εξασφαλίζει η παρέμβαση δικαστή, θεματοφύλακα των ατομικών ελευθεριών, ο νομοθέτης της Ένωσης μερίμνησε ώστε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να πρέπει να βασίζεται σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα συμφώνως προς τους δικονομικούς κανόνες του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος» (44).

80.      Ακολουθώντας την ανάλυση του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] έχει την έννοια ότι ο όρος “ένταλμα σύλληψης”, που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ότι προσδιορίζει εθνικό ένταλμα σύλληψης διαφορετικό από το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» (45). Πέραν της γραμματικής ερμηνείας, το Δικαστήριο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι, χωρίς την προηγούμενη έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης, θα μπορούσαν να διακυβευθούν οι δικονομικές εγγυήσεις και τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την προστασία πρέπει να εξασφαλίζει η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος θα στερούνταν το «πρώτο επίπεδο» προστασίας τους, δηλαδή το αμιγώς εθνικό επίπεδο προστασίας (46).

81.      Στην απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (47), το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι τα άρθρα 3, 4, 4α και 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν καταλείπουν περιθώριο για κανέναν άλλο λόγο μη εκτελέσεως εκτός από τους απαριθμούμενους στα άρθρα αυτά, βασίζονται εντούτοις στην παραδοχή ότι το οικείο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου (48).

82.      Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, «το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] περιλαμβάνει απαίτηση νομιμότητας, η τήρηση της οποίας συνιστά προϋπόθεση για το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» (49). Εφόσον το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν στηρίζεται στην προηγούμενη έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης διαφορετικού από αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν πληροί τις απαιτήσεις νομιμότητας του άρθρου 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (50).

83.      Επομένως, από την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (51), συνάγεται με σαφήνεια ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πάσχει ακυρότητα εφόσον έχει εκδοθεί χωρίς να προηγηθεί η έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης διαφορετικού από το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

84.      Διατυπώνοντας τα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, από την παραδοχή ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει εθνικό ένταλμα σύλληψης διαφορετικό από το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και προγενέστερο αυτού. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος εάν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν βάσει εθνικής διατάξεως περί απαγγελίας κατηγορίας, όπως η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, διά της οποίας ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται επισήμως τις εις βάρος του κατηγορίες, συνάδει με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

85.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (52), στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίσταται εθνική απόφαση η οποία είναι διαφορετική από το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και μνημονεύεται σαφώς σε αυτό. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η απόφαση αυτή δεν προβλέπει τη θέση του καταζητούμενου υπό κράτηση.

86.      Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα που προέβαλε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot με τις προτάσεις του στην υπόθεση Bob-Dogi για να εξηγήσει τον λόγο ύπαρξης της απαιτήσεως να έχει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ως νομικό έρεισμα εθνικό ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος επιβεβαιώνουν την άποψη ότι μια τέτοια εθνική πράξη πρέπει, αφενός, να αποσκοπεί στην αναζήτηση και τη σύλληψη προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και, αφετέρου, να μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου όταν έχει εκδοθεί από αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν συνιστά η ίδια δικαιοδοτικό όργανο.

87.      Επομένως, το ζήτημα εάν η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, την οποία εξέδωσε ο εισαγγελέας, μπορεί να εξομοιωθεί με «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, επιβάλλει την ακριβή οριοθέτηση του περιεχομένου της έννοιας αυτής.

88.      Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για δικαστική απόφαση. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λόγω της αναγκαιότητας να εξασφαλίζεται συνοχή μεταξύ των ερμηνειών των διαφόρων διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η ερμηνεία κατά την οποία ο όρος «δικαστική αρχή» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτής πρέπει να γίνεται δεκτό ότι δηλώνει τις αρχές που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη φαίνεται, κατ’ αρχήν, να ισχύει και για το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου. Η ερμηνεία η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να προσδοθεί στη διάταξη αυτή είναι ότι η έννοια της «δικαστικής αποφάσεως» καλύπτει τις αποφάσεις των αρχών που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη (53).

89.      Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ο εισαγγελέας αποτελεί αρχή που καλείται να μετάσχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη Βουλγαρία, η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας την οποία εξέδωσε πρέπει να θεωρηθεί ως «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (54).

90.      Δεύτερον, προκειμένου να εμπίπτει στην έννοια του «[εθνικού] εντάλμα[τος] σύλληψης ή οια[σ]δήποτε άλλη[ς] εκτελεστή[ς] δικαστική[ς] απόφαση[ς] της αυτής ισχύος», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εθνική πράξη επί της οποίας ερείδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει, ακόμη και αν δεν χαρακτηρίζεται ως «εθνικό ένταλμα σύλληψης» από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, να παράγει ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα. Το γράμμα της συγκεκριμένης διατάξεως συνηγορεί υπέρ της απόψεως αυτής, από τη στιγμή που αναφέρεται σε «οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος» (55). Κατά συνέπεια, μια τέτοια απόφαση πρέπει, όπως και το εθνικό ένταλμα σύλληψης, να παράγει τα έννομα αποτελέσματα μιας διαταγής αναζήτησης και σύλληψης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.

91.      Δεν συμμερίζομαι, επομένως, την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως η οποία, αντιθέτως, θεωρεί, ακολουθώντας μια ευρεία ερμηνεία βάσει της οποίας η συγκεκριμένη έννοια θα μπορούσε, κατ’ ουσίαν, να καλύπτει οιαδήποτε εκτελεστή απόφαση δικαστικής αρχής για την άσκηση ποινικής διώξεως, ότι εθνική πράξη όπως η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας συνιστά επαρκές νομικό έρεισμα για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

92.      Το σύστημα δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να έχει ως νομικό έρεισμα εθνική πράξη με την οποία διατάσσεται η σύλληψη ενός προσώπου στο έδαφος του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος. Ειδικότερα, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει ως σκοπό να επεκτείνει εκτός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος τα έννομα αποτελέσματα εθνικού εντάλματος σύλληψης ή αποφάσεως που εξομοιώνεται με αυτό. Αφ’ ης στιγμής το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελεστεί και γίνει η παράδοση του προσώπου στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, με συνέπεια να εξαντληθούν έτσι τα αποτελέσματά του, είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να υφίσταται το αρχικό εθνικό νομικό έρεισμα δυνάμει του οποίου το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να παραστεί ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους εκδόσεως για τη διενέργεια των πράξεων της ποινικής διαδικασίας. Στο ίδιο πνεύμα, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τη σύλληψη ενός προσώπου σε άλλο κράτος μέλος, όταν δεν μπορεί να διατάξει τη σύλληψη αυτή βάσει του εθνικού της δικαίου. Άλλως ειπείν, κατά την Επιτροπή, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν μπορεί να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος να πράξει περισσότερα από όσα μπορεί η ίδια να διατάξει.

93.      Στην έννοια του «[εθνικού] εντάλματος σύλληψης ή οιασδήποτε άλλης εκτελεστής δικαστικής απόφασης της αυτής ισχύος», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δεν εμπίπτουν επομένως πράξεις διά των οποίων κινείται ποινική δίωξη εις βάρος ορισμένου προσώπου, αλλά πράξεις που αποσκοπούν στο να καταστεί δυνατή, μέσω μέτρων καταναγκασμού, η σύλληψη του προσώπου αυτού προκειμένου να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου για τη διενέργεια των πράξεων της ποινικής διαδικασίας.

94.      Επομένως, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν βάσει διατάξεως περί απαγγελίας κατηγορίας, όπως εκείνης της 9ης Αυγούστου 2019, η οποία έχει απλώς και μόνον ως έννομη συνέπεια, κατά το αιτούν δικαστήριο, τη γνωστοποίηση σε ένα πρόσωπο των εις βάρος του κατηγοριών και την παροχή σε αυτό της δυνατότητας να αμυνθεί δίνοντας εξηγήσεις ή προτείνοντας αποδεικτικά μέσα, χωρίς να συνιστά ένταλμα αναζήτησης και σύλληψης του προσώπου αυτού, δεν συνάδει με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Η μη τήρηση της ως άνω απαιτήσεως νομιμότητας, την οποία η εν λόγω διάταξη προβλέπει ως προϋπόθεση νομιμότητας, επηρεάζει το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

95.      Προσθέτω ότι ούτε το ένταλμα προσαγωγής που εξέδωσαν οι αστυνομικές υπηρεσίες στις 8 Αυγούστου 2019 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71 του NPK μπορεί να συνιστά «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το ένταλμα προσαγωγής εκδίδεται απλώς από αστυνομική αρχή, χωρίς την παρέμβαση εισαγγελέα ή δικαστή (είτε εκ των προτέρων είτε εκ των υστέρων). Δεν συνιστά, επομένως, δικαστική απόφαση (56).

96.      Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων συνάγεται ότι, στο δικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, και κατ’ αναλογία προς όσα έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (57), δεν υφίσταται καταρχήν δικαστική προστασία σε δύο επίπεδα σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου εφαρμόστηκε διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης χωρίς, πριν από την έκδοση του τελευταίου αυτού εντάλματος, να έχει ληφθεί από εθνική δικαστική αρχή οιαδήποτε απόφαση, όπως η έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης με την οποία να συναρτάται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (58).

97.      Έχοντας αποσαφηνίσει τα ως άνω στοιχεία της υποθέσεως της κύριας δίκης, φρονώ ότι είναι, αντιθέτως, δυνατόν να θεωρηθεί ότι η απαίτηση υπάρξεως εθνικού εντάλματος σύλληψης θα πληρούνταν σε περίπτωση που η εθνική πράξη επί της οποίας βασίστηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είχε εκδοθεί από τον εισαγγελέα σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του NPK. Πλην όμως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τέτοιο μέτρο δεν επιβλήθηκε στον ΜΜ. Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για μέτρο καταναγκασμού δυνάμει του οποίου ο καταζητούμενος τίθεται υπό κράτηση για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών ενόψει της εμφανίσεώς του ενώπιον του δικαστηρίου που θα αποφανθεί επί της ενδεχόμενης προσωρινής κρατήσεώς του. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί στη Βουλγαρία τη συνήθη νομική βάση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά την ποινική προδικασία, όπερ φρονώ ότι προκύπτει επίσης και από τα στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση (59).

98.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τίθεται το ερώτημα εάν, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, το βουλγαρικό δικονομικό δίκαιο πληροί τις απαιτήσεις τις οποίες έχει θέσει, όσον αφορά την αποτελεσματική δικαστική προστασία, η νομολογία του Δικαστηρίου. Τούτο με οδηγεί στην εξέταση της άλλης επιφυλάξεως που προβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο ως αμφιβολία περί της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, έστω και αν η διαπίστωση και μόνον της ανυπαρξίας εθνικού εντάλματος σύλληψης αρκεί για να διαπιστωθεί η μη τήρηση της απαιτήσεως που προβλέπεται ως προϋπόθεση νομιμότητας από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και, ως εκ τούτου, ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πάσχει ακυρότητα.

99.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο, θέτοντας ζήτημα κύρους του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επισημαίνει ότι στο βουλγαρικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπεται δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου κατά των εθνικών πράξεων που έχουν εκδοθεί από τον εισαγγελέα ως έρεισμα του εντάλματος αυτού, καθώς και κατά της αποφάσεως του εισαγγελέα να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Συγκεκριμένα, από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται ότι τόσο το ένταλμα προσαγωγής όσο και η διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας ή και το μέτρο της κρατήσεως για 72 ώρες, κατ’ ανώτατο όριο, προς διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμόδιου επί θεμάτων προσωρινής κρατήσεως δικαστηρίου, όπως άλλωστε και η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μπορούν να προσβληθούν μόνον ενώπιον εισαγγελέα ανωτέρου βαθμού.

100. Εκτιμώ, όμως, ότι, κατ’ αναλογία προς τις απαιτήσεις οι οποίες έχουν τεθεί από το Δικαστήριο για την περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί από εισαγγελική αρχή (60), η εθνική πράξη του εισαγγελέα η οποία συνιστά το νομικό έρεισμα ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να υπόκειται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, σε μέσο έννομης προστασίας το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

101. Φρονώ, εξάλλου, ότι η συγκεκριμένη απαίτηση έχει ήδη αναγνωριστεί από το Δικαστήριο καθόσον έχει κρίνει, για την περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι δικαστής ή δικαιοδοτικό όργανο, ότι «η εθνική δικαστική απόφαση, όπως το εθνικό ένταλμα σύλληψης στο οποίο βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να ικανοποιεί τις […] απαιτήσεις [οι οποίες είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία]» (61).

102. Κατά το Δικαστήριο, «[η] ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών παρέχει, συνεπώς, στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως στηρίζεται σε εθνική διαδικασία υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο και ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε αυτό το εθνικό ένταλμα σύλληψης έτυχε όλων των αναγκαίων εγγυήσεων για την έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων όπως, μεταξύ άλλων, οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584» (62).

103. Επομένως, από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να στηρίζεται σε εθνικό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο (63).

104. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να θεωρείται άκυρο όταν δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή. Στο εννοιολογικό πεδίο της ως άνω φράσεως εμπίπτουν τα εθνικά μέτρα που λαμβάνει δικαστική αρχή προς αναζήτηση και σύλληψη προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με σκοπό την εμφάνισή του ενώπιον δικαστηρίου για τη διενέργεια των πράξεων της ποινικής διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει εάν εθνική διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, όπως αυτή στην οποία βασίζεται το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, παράγει τέτοια έννομα αποτελέσματα.

3.      Επί της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου να προβεί σε έλεγχο του κύρους του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

105. Το αιτούν δικαστήριο, στο σκεπτικό του επί του οποίου βασίστηκε το τρίτο προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο, επισημαίνει ότι το βουλγαρικό δικονομικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο του κύρους ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν το δίκαιο της Ένωσης του παρέχει μια βάση αρμοδιότητας για τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου.

106. Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στη βουλγαρική νομοθεσία δεν προβλέπεται δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου προκειμένου να ελεγχθούν οι προϋποθέσεις εκδόσεως εθνικού ή ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

107. Επισημαίνει δε ότι ούτε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 προβλέπει δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του καταζητούμενου. Πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, «αρκεί αφ’ εαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό» (64).

108. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οφείλει να παράσχει την απαιτούμενη από το άρθρο 47 του Χάρτη αποτελεσματική δικαστική προστασία, όταν τίθεται ενώπιόν του το ζήτημα των συνεπειών της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο προσφυγής με αίτημα την άρση της προσωρινής κρατήσεως του MM, ή εάν, αντιθέτως, θα έπρεπε να κρίνει ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την προβληματική σχετικά με το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, παρέχοντας στον MM τη δυνατότητα να κινήσει νέα ένδικη διαδικασία προκειμένου να επιτύχει την επιδίκαση χρηματικής αποζημιώσεως.

109. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη σκέψη 69 της αποφάσεως Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (65) συνάγεται ότι πρόσφορο μέσο έννομης προστασίας είναι εκείνο το οποίο μπορεί να ασκηθεί κατά του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μετά την παράδοση του συλληφθέντος προσώπου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ένα τέτοιο πρόσφορο μέσο έννομης προστασίας καλύπτει και τη δυνατότητα προβολής αιτιάσεων σχετικά με το κύρος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο καλείται να κρίνει τη νομιμότητα της προσωρινής κρατήσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αιτούντος δικαστηρίου.

110. Εξάλλου, καθόσον η έλλειψη νομιμότητας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έγκειται ακριβώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αδυναμία ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητάς του, εύλογο, κατά το ίδιο δικαστήριο, θα ήταν να προβεί το ίδιο σε έναν τέτοιο έλεγχο. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η εκ μέρους του διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, μέσο έννομης προστασίας ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, όπως εκείνο που απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, έστω και αν το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο δικαστήριο αυτό να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση. Εφόσον το εθνικό δίκαιο απαγορεύει στο αιτούν δικαστήριο να ασκήσει εμμέσως έλεγχο επί της αποφάσεως του εισαγγελέα να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια λύση μόνο σε απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να βρει έρεισμα.

111. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για την άρνηση παροχής δικαστικής προστασίας, στον βαθμό που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχεται ότι υφίσταται δυνατότητα προσφυγής κατά του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακόμη και μετά την παράδοση του καταζητούμενου.

112. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η αποστολή την οποία εκπληρώνει το αιτούν δικαστήριο όταν καλείται, όπως εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 270 του NPK να αποφανθεί επί της διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, διασφαλίζει τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εκδόσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθώς και του αναλογικού χαρακτήρα του, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

113. Η ίδια κυβέρνηση εξηγεί, συναφώς, ότι το μέτρο που λαμβάνεται από τον εισαγγελέα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 64, παράγραφος 2, του NPK αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την εμφάνιση του κατηγορουμένου το συντομότερο δυνατόν ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (66). Ο εισαγγελέας δύναται, σε περίπτωση ανάγκης, να αποφασίσει τη θέση του προσώπου αυτού υπό κράτηση επί 72 ώρες το πολύ, προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Η πράξη την οποία εκδίδει ο εισαγγελέας δυνάμει της διατάξεως αυτής τον υποχρεώνει να οδηγήσει τον κατηγορούμενο ενώπιον του δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό μετά την παράδοσή του βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκειμένου να εξεταστεί από το δικαστήριο η αίτησή του για την επιβολή του μέτρου της προσωρινής κρατήσεως.

114. Κατά τη Βουλγαρική Κυβέρνηση, η υποχρέωση που επιβάλλεται ωσαύτως στον εισαγγελέα να οδηγήσει το συντομότερο δυνατόν τον καταζητούμενο και παραδοθέντα βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως προσωρινής κρατήσεως συνιστά εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εκδόσεως του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και του αναλογικού χαρακτήρα του. Κατά την εκτίμησή του, μια τέτοια περίπτωση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου (67).

115. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εξηγεί, συγκεκριμένα, ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συνδρομής των λόγων για την επιβολή του μέτρου της προσωρινής κρατήσεως δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του NPK καλείται αναπόφευκτα, παράλληλα προς την εκτίμηση της αναγκαιότητας επιβολής ενός τέτοιου μέτρου, να εξετάσει εάν πληρούνται οι απαιτούμενες για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προϋποθέσεις, καθώς και τον αναλογικό χαρακτήρα του εντάλματος αυτού, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ορίζονται στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 63, παράγραφοι 1 και 2, του NPK (68).

116. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι η απόφαση του εισαγγελέα περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ο οποίος πληροί τις επιταγές περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως έχουν καθοριστεί από το Δικαστήριο.

117. Είμαι σύμφωνος με την άποψη ότι, στο πλαίσιο του βουλγαρικού δικονομικού συστήματος, όπου ο κατηγορούμενος πρέπει να οδηγηθεί το συντομότερο δυνατόν ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης προσωρινής κρατήσεως αυτού, ο δικαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης τον οποίο θα μπορούσε να ασκήσει το δικαστήριο αυτό ανταποκρίνεται στην απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της οποίας η σημασία υπογραμμίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το γεγονός, αφενός, ότι δεν πρόκειται για αυτοτελές μέσο ένδικης προστασίας κατά της αποφάσεως του εισαγγελέα περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (69), αλλά για παρεμπίπτοντα έλεγχο στο πλαίσιο ενδίκου μέσου με σκοπό την άρση μέτρου προσωρινής κρατήσεως και, αφετέρου, ότι ο έλεγχος αυτός διενεργείται μετά την παράδοση του καταζητούμενου (70), δεν επηρεάζει την ως άνω διαπίστωση. Επομένως, η απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πληρούται, κατά τη γνώμη μου, όταν ο δικαστικός έλεγχος της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης διενεργείται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας του οποίου το κύριο αντικείμενο δεν είναι αυτό. Αυτό είναι εν προκειμένω το αποτέλεσμα στο οποίο το αιτούν δικαστήριο θα επιθυμούσε να καταλήξει, ήτοι η εξέταση της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της αιτήσεως που υπέβαλε ενώπιόν του ο ΜΜ ζητώντας την απόλυσή του.

118. Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκφράζει την ίδια βεβαιότητα με τη Βουλγαρική Κυβέρνηση ως προς τη δυνατότητά του να διενεργήσει έναν τέτοιον έλεγχο βάσει του βουλγαρικού δικονομικού δικαίου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, επειδή το βουλγαρικό δικονομικό δίκαιο προβλέπει ότι η απόφαση εισαγγελέα περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπόκειται αποκλειστικώς και μόνο σε μέσο έννομης προστασίας ενώπιον εισαγγελέα ανωτέρου βαθμού και όχι ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, δεν επιτρέπεται στο ίδιο να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως του εισαγγελέα.

119. Υπενθυμίζω ότι, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, επιβάλλεται στο κράτος μέλος εκδόσεως σαφής υποχρέωση για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, αφού το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση περί εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, στο εν λόγω κράτος μέλος, ο οποίος να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία» (71). Σκοπός ενός τέτοιου μέσου ένδικης προστασίας είναι «να διασφαλίσει ότι ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως [περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης] και των αναγκαίων προϋποθέσεων για την έκδοση του εν λόγω εντάλματος και, ιδίως, του αναλογικού χαρακτήρα της τηρεί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία» (72). Κατά το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη οφείλουν «να μεριμνούν ώστε οι έννομες τάξεις τους να διασφαλίζουν αποτελεσματικά το επίπεδο δικαστικής προστασίας που απαιτεί η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου» (73).

120. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (74), «κάθε διαδικασία παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών προβλεπόμενη από την απόφαση-πλαίσιο [2002/584] διεξάγεται, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, υπό δικαστικό έλεγχο» (75). Επομένως, κατά το Δικαστήριο, «οι διατάξεις της [εν λόγω] αποφάσεως-πλαισίου προβλέπουν ήδη μια διαδικασία σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 47 του Χάρτη, ανεξαρτήτως των λεπτομερειών εφαρμογής της [ως άνω] αποφάσεως-πλαισίου τις οποίες προβλέπουν τα κράτη μέλη» (76).

121. Ως εκ τούτου, μολονότι δεν μνημονεύεται ρητώς στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η υποχρέωση του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος να προβλέψει ένα ή περισσότερα αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας προκειμένου να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από αρχή η οποία, ενώ μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο αντίστοιχο κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, απορρέει από το σύστημα που η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο καθιερώνει σε συμφωνία με τις επιταγές του άρθρου 47 του Χάρτη.

122. Η ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «[ο] αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, βασίζεται […] στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τα οποία, μετά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, καθώς και να διεξαγάγουν την κατ’ ουσίαν ποινική διαδικασία, πληρούν τις προδιαγραφές αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» (77), η οποία προϋποθέτει την ίδια την ύπαρξη δυνατότητας δικαστικού ελέγχου.

123. Αυτή η νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία η απόφαση που λαμβάνει εισαγγελέας για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκειται, εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, σε μέσο ένδικης προστασίας το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις προδιαγραφές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σημαίνει ότι το κράτος μέλος πρέπει να παρέχει ένα ή περισσότερα αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας.

124. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ευθύνη του ελέγχου της νομιμότητας ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ανήκει πρωτίστως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος (78) θα παρέμενε στην πράξη άνευ νοήματος εάν το δίκαιο της Ένωσης δεν επέβαλλε να υφίσταται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος πραγματική δυνατότητα διενέργειας τέτοιου ελέγχου ανεξαρτήτως του εάν ο έλεγχος αυτός γίνεται πριν, ταυτόχρονα ή μετά την παράδοση του καταζητούμενου. Επομένως, ανεξαρτήτως της αποφάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, ο ενδιαφερόμενος μπορεί μετά την παράδοσή του, να κάνει χρήση, στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, μέσων έννομης προστασίας που του παρέχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει του οποίου έγινε η παράδοσή του (79).

125. Εξάλλου, τα κράτη μέλη, δυνάμει της δικονομικής αυτονομίας της οποίας απολαύουν στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και εφόσον η ίδια η απόφαση-πλαίσιο δεν προβλέπει κάτι συναφώς, διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τους συγκεκριμένους όρους που θα διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (80). Τα κράτη μέλη οφείλουν πάντως, όταν προβλέπουν τους συγκεκριμένους αυτούς όρους, να μεριμνούν ώστε να μη ματαιώνεται η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (81).

126. Προς επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος που συνίσταται στην εξασφάλιση της ύπαρξης δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων εκδόσεως του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να ερμηνεύσει το εθνικό δικονομικό δίκαιο με τέτοιον τρόπο ώστε να αναζητήσει σε αυτό μια βάση αρμοδιότητας που να του παρέχει τη δυνατότητα να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης, της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος (82). Υπό το πρίσμα αυτό, η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας την οποία υπέχει το αιτούν δικαστήριο συμβάλλει στην εξουδετέρωση των δυσχερειών που η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών μπορεί να προκαλέσει ως προς την αποτελεσματική δικαστική προστασία του παραδιδόμενου προσώπου.

127. Σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή του εθνικού δικονομικού δικαίου προς την κατεύθυνση της ασκήσεως παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου επί της διαδικασίας εκδόσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν επαρκεί ή είναι αδύνατη, διότι θα αντέβαινε στην εθνική νομοθεσία, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να αντλήσει μία τέτοια βάση αρμοδιότητας από το άρθρο 47 του Χάρτη.

128. Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, «δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας υπόθεσης έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί» (83).

129. Από τη νομολογία δε του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «το άρθρο 47 του Χάρτη αρκεί αφ’ εαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό» (84).

130. Επιπλέον, «μολονότι, ελλείψει σχετικής ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει τους δικονομικούς κανόνες περί άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες βάσει της έννομης τάξης της Ένωσης, τα κράτη μέλη, πάντως, φέρουν την ευθύνη να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων αυτών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη» (85).

131. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, «μολονότι το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει, κατ’ αρχήν, τα κράτη μέλη να καθιερώνουν, ενώπιον των εθνικών τους δικαιοδοτικών οργάνων, άλλα μέσα ένδικης προστασίας από εκείνα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης […], η κατάσταση είναι, εντούτοις, διαφορετική αν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα μέσο ένδικης προστασίας που να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή, επίσης, αν το μόνο μέσο πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν τον νόμο» (86).

132. Επομένως, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι κωλύεται από το εθνικό δικονομικό του δίκαιο, ακόμη και κατόπιν ερμηνείας του, να εξετάσει παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης, τη νομιμότητα της διαδικασίας εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον εισαγγελέα, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να στραφεί στο άρθρο 47 του Χάρτη προκειμένου να βρει μια βάση αρμοδιότητας για τη διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου (87).

133. Κατά συνέπεια, όταν στο δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος δεν προβλέπεται κάποιο μέσο έννομης προστασίας το οποίο να παρέχει σε δικαιοδοτικό όργανο τη δυνατότητα να ελέγξει τις προϋποθέσεις εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, ιδίως, τον αναλογικό χαρακτήρα του, είτε πριν είτε συγχρόνως είτε μετά την έκδοσή του (88), τότε το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο καλείται να αποφανθεί σε στάδιο της ποινικής διαδικασίας μεταγενέστερο της παραδόσεως του καταζητούμενου πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο των προϋποθέσεων εκδόσεως του εντάλματος αυτού.

134. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως απολύσεως δυνάμει του άρθρου 270 του NPK, έχει την εξουσία, βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, να ελέγξει τις προϋποθέσεις εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μέσω του οποίου κατέστη δυνατή η σύλληψη και η εμφάνιση του καταζητούμενου ενώπιόν του καθώς και η επακόλουθη έκδοση αποφάσεως περί προσωρινής κρατήσεως.

135. Προτείνω, κατά συνέπεια, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ότι, ελλείψει διατάξεων στη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος οι οποίες να προβλέπουν μέσο έννομης προστασίας για τον έλεγχο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από αρχή που, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν αποτελεί η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ένδικης προσφυγής με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως προσώπου που έχει παραδοθεί δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος βάσει εθνικής πράξεως μη δυνάμενης να χαρακτηριστεί ως «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, και με την οποία προβάλλεται αιτίαση περί ακυρότητας του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να κρίνει ότι είναι αρμόδιο να ασκήσει τέτοιο έλεγχο νομιμότητας.

4.      Επί των συνεπειών που έχει, ως προς την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, η ακυρότητα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

136. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί περαιτέρω από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις συνέπειες που θα πρέπει να αντλήσει, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του με αντικείμενο την προσωρινή κράτηση του MM, από τη διαπίστωση ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πάσχει ακυρότητα.

137. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο, παραπέμποντας, κατ’ αναλογία, στον κανόνα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (89), διερωτάται εάν η διαπίστωση της ακυρότητας ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την επαναφορά του MM στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε παραβιαστεί το δίκαιο της Ένωσης, πράγμα που εν προκειμένω θα συνεπαγόταν την άρση της προσωρινής κρατήσεως του ΜΜ.

138. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι όλες οι απαιτούμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις για την προσωρινή κράτηση του MM πληρούνταν και εξακολουθούν να πληρούνται.

139. Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, από αμιγώς δικονομικής απόψεως, η θέση του ΜΜ υπό προσωρινή κράτηση κατέστη δυνατή μόνον επειδή αυτός παρέστη αυτοπροσώπως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η εμφάνισή του δε αυτή ήταν αποτέλεσμα της εκτελέσεως ενός άκυρου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν αυτό δεν είχε εκδοθεί, ο ΜΜ δεν θα είχε συλληφθεί στην Ισπανία, δεν θα είχε παραδοθεί στις βουλγαρικές δικαστικές αρχές και, επομένως, δεν θα είχε τεθεί υπό προσωρινή κράτηση από το αιτούν δικαστήριο.

140. Αν γίνει δεκτή η προσέγγιση αυτή, θα έπρεπε, κατά το αιτούν δικαστήριο, να συναχθεί ότι, δεδομένης της θέσεως του MM υπό προσωρινή κράτηση, υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου, διότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο (καθόσον η αναγκαία συμμετοχή δικαιοδοτικού οργάνου δεν είχε διασφαλιστεί), επί τη βάσει αποφάσεως που δεν συνιστά εθνικό ένταλμα σύλληψης. Τούτο θα έπρεπε να οδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η επακόλουθη κράτηση του MM, κατόπιν της εκτελέσεως του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, είναι παράνομη. Ο ΜΜ θα έπρεπε επομένως να αφεθεί ελεύθερος (90).

141. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι θα έπρεπε να λάβει υπόψη τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, εφόσον καταλήξει ότι έχουν ουσιώδη χαρακτήρα, να έχει την εξουσία να διατάξει την άρση της κρατήσεως του MM επί τη βάσει του συγκεκριμένου δικονομικού λόγου.

142. Υπενθυμίζω επ’ αυτού ότι η προσωρινή κράτηση επιβλήθηκε δυνάμει αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2020, κατόπιν σχετικής αιτήσεως υποβληθείσας την προηγούμενη ημέρα από τον εισαγγελέα.

143. Η απόφαση αυτή περί προσωρινής κρατήσεως επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

144. Το αιτούν δικαστήριο επιλαμβάνεται εν προκειμένω μιας άλλης διαδικασίας με αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της προσωρινής κρατήσεως του ΜΜ. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 270 του NPK, η οποία κινήθηκε από την υπεράσπιση του MM με σκοπό την άρση της προσωρινής κρατήσεως του τελευταίου.

145. Προκαταρκτικώς, θεωρώ σημαντικό να επισημανθεί ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διαταχθεί προσωρινή κράτηση προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη δεν έχουν ακόμη εναρμονιστεί στο δίκαιο της Ένωσης, κατά το παρόν στάδιο εξελίξεώς του (91). Επομένως, το αρμόδιο για την προσωρινή κράτηση δικαστήριο μπορεί μόνον υπό τις προϋποθέσεις του εθνικού του δικαίου να αποφασίσει τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου και να διατάξει ενδεχομένως την άρση του σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις αυτές.

146. Πάντως, δεν θα φτάσω μέχρι του σημείου να θεωρήσω, όπως φαίνεται να υπονοεί η Επιτροπή, ότι ολόκληρη η διαδικασία της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οπότε, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο τελευταίος δεν έχει εφαρμογή. Πράγματι, στο μέτρο που, όπως προανέφερα, ο δικαστικός έλεγχος του κύρους του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να διενεργηθεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης που αφορά τη διατήρηση ή μη της προσωρινής κρατήσεως του MM, οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και του άρθρου 47 του Χάρτη παραμένουν εφαρμοστέες. Στον βαθμό που, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το θεσπισθέν με την απόφαση-πλαίσιο σύστημα βασίζεται στο ότι διασφαλίζεται ο δικαστικός έλεγχος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου εξακολουθεί να συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, τούτο δε ανεξαρτήτως του σταδίου της ποινικής διαδικασίας κατά το οποίο ασκείται.

147. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, φρονώ ότι, λόγω των εγγενών περιορισμών του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ως μηχανισμού δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ούτε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο την υποχρέωση να διατάξει την απόλυση του προσώπου κατά του οποίου έχει επιβληθεί μέτρο προσωρινής κρατήσεως σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο οδήγησε στην παράδοση του προσώπου αυτού είναι άκυρο.

148. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, «ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχει ως αντικείμενο την παροχή της δυνατότητας σύλληψης και παράδοσης του καταζητούμενου ώστε, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο σκοπού, να μην παραμείνει ατιμώρητη η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και το πρόσωπο αυτό να διωχθεί ή να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε» (92). Επομένως, όταν ο καταζητούμενος έχει συλληφθεί και παραδοθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εξαντλήσει, κατ’ αρχήν, τα έννομα αποτελέσματά του, υπό την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων της παραδόσεως τα οποία προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (93).

149. Δεδομένων των εγγενών αυτών περιορισμών του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός δεν αποτελεί έρεισμα για την κράτηση του προσώπου αυτού στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

150. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Πράγματι, μολονότι, κατά το άρθρο 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η ενδεχόμενη κράτηση του συλληφθέντος στο κράτος μέλος εκτελέσεως βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, το ένταλμα αυτό συνιστά το αναγκαίο έρεισμα μιας τέτοιας κρατήσεως. Τούτο σημαίνει ότι, σε περίπτωση που η δικαστική αρχή εκτελέσεως αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το μέτρο της κρατήσεως που αποφασίσθηκε εν αναμονή της παραδόσεως στερείται νομικού ερείσματος.

151. Μετά την παράδοση του καταζητούμενου στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, μόνον εθνική πράξη εκδοθείσα από δικαστική αρχή του κράτους αυτού μπορεί να αποτελέσει νόμιμο τίτλο για την κράτηση (94). Επομένως, άπαξ και γίνει παράδοση του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στο εν λόγω κράτος μέλος, η κράτησή του είναι δυνατή μόνο βάσει εθνικού τίτλου προσωρινής κρατήσεως, ο οποίος μπορεί, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων των εθνικών δικαίων, να συνίσταται σε εθνικό ένταλμα σύλληψης, το οποίο ακολουθείται ενδεχομένως από δικαστική απόφαση περί προσωρινής κρατήσεως του προσώπου αυτού, εφόσον πληρούνται οι προς τούτο προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, η προσωρινή κράτηση στο πλαίσιο ποινικής διώξεως στο κράτος μέλος εκδόσεως δεν βρίσκει έρεισμα στην έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αλλά διενεργείται βάσει νομίμως εκδοθέντος εθνικού τίτλου κρατήσεως.

152. Εναπόκειται, σε κάθε περίπτωση, στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει εάν έχει ληφθεί εις βάρος του κατηγορουμένου εθνικό μέτρο συνιστάμενο σε στερητική της ελευθερίας ποινή και εάν αυτό ελήφθη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος.

153. Ειδικότερα, το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως είναι εκείνο στο οποίο πρέπει να καθορίζονται οι συνέπειες που μπορεί να έχει η απουσία έγκυρου εθνικού εντάλματος σύλληψης ως προς την απόφαση να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση, και εν συνεχεία να παραμείνει ή όχι υπό προσωρινή κράτηση, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη (95).

154. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους επί ποινικών υποθέσεων (96).

155. Κατά συνέπεια, ο εθνικός δικαστής οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διαφυλαχθεί, κατά το μέτρο του δυνατού, η αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Για τον λόγο αυτό, ενδεχόμενη απόφαση περί απολύσεως του ενδιαφερομένου θα πρέπει να συνοδεύεται ή να ακολουθείται από μέτρα κατάλληλα για την αποτροπή του ενδεχομένου να διαφύγει το πρόσωπο αυτό εξ νέου. Αν δεν λαμβάνονται τέτοια μέτρα, ενδέχεται να περιοριστεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως το οποίο θεσπίζεται με την απόφαση-πλαίσιο και, ως εκ τούτου, να παρακωλυθεί η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την απόφαση-πλαίσιο (97), όπως παραδείγματος χάριν ο σκοπός ο οποίος συνίσταται στο να μη μένουν οι αξιόποινες πράξεις ατιμώρητες (98). Η αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών θα ζημιώνονταν σοβαρά, εάν τα αποτελέσματα μιας διαδικασίας παραδόσεως όπως αυτή που εξελίχθηκε εν προκειμένω ματαιώνονταν, με συνέπεια ο καταζητούμενος να μπορεί να διαφύγει μετά την παράδοσή του και να καθίσταται αναγκαία η έκδοση νέου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

156. Διευκρινίζω, τέλος, ότι, ανεξαρτήτως της προεκτεθείσας ανάλυσης, το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί άκυρο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ασκήσει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του αρμόδιου προς τούτο εθνικού δικαστηρίου.

157. Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγω ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκδοθεί νομίμως επειδή δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος» κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η διαπίστωση αυτή δεν επιβάλλεται να έχει ως συνέπεια την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση μετά την παράδοσή του από το κράτος μέλος εκτελέσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως.

158. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία τέτοιας εθνικής πράξεως, ως νομικού ερείσματος ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επί της αποφάσεως περί διατηρήσεως, ή μη, της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, μεριμνώντας ώστε να μη θιγεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως το οποίο θεσπίζεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

V.      Πρόταση

159. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να θεωρείται άκυρο όταν δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή. Στο εννοιολογικό πεδίο της ως άνω φράσεως εμπίπτουν τα εθνικά μέτρα που λαμβάνει δικαστική αρχή προς αναζήτηση και σύλληψη προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με σκοπό την εμφάνισή του ενώπιον δικαστηρίου για τη διενέργεια των πράξεων της ποινικής διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει εάν εθνική διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, όπως αυτή στην οποία βασίζεται το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, παράγει τέτοια έννομα αποτελέσματα.

2)      Ελλείψει διατάξεων στη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος οι οποίες να προβλέπουν μέσο έννομης προστασίας για τον έλεγχο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από αρχή που, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν αποτελεί η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ένδικης προσφυγής με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως προσώπου που έχει παραδοθεί δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος βάσει εθνικής πράξεως μη δυνάμενης να χαρακτηριστεί ως «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, και με την οποία προβάλλεται αιτίαση περί ακυρότητας του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να κρίνει ότι είναι αρμόδιο να ασκήσει τέτοιο έλεγχο νομιμότητας.

3)      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχουν την έννοια ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκδοθεί νομίμως επειδή δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος» κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η διαπίστωση αυτή δεν επιβάλλεται να έχει ως συνέπεια την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση μετά την παράδοσή του από το κράτος μέλος εκτελέσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία τέτοιας εθνικής πράξεως, ως νομικού ερείσματος ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επί της αποφάσεως περί διατηρήσεως, ή μη, της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, μεριμνώντας ώστε να μη θιγεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως το οποίο θεσπίζεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.


3      ΕΕ 2009, L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584.


4      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


5      DV [Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας] αριθ. 46, της 3ης Ιουνίου 2005.


6      Αντιθέτως, κατά το στάδιο της ποινικής δίκης, «δικαστική αρχή έκδοσης» είναι το αρμόδιο δικαστήριο το οποίο είναι το μόνο που έχει την εξουσία να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Περαιτέρω, κατόπιν της καταδίκης, εφόσον έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση και έχει επιβληθεί ποινή, ο εισαγγελέας αποτελεί εκ νέου τη «δικαστική αρχή έκδοσης» που έχει την εξουσία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.


7      Η διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας πρέπει να περιλαμβάνει έκθεση των κύριων πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στο πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη και τον νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων αυτών.


8      Κατά το γράμμα του άρθρου 63, παράγραφος 1, του NPK, το μέτρο της προσωρινής κρατήσεως διατάσσεται όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη η οποία τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με άλλη αυστηρότερη ποινή και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι συντρέχει πραγματικός κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου ή τελέσεως αξιόποινης πράξεως.


9      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, συναφώς, ότι, σε αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, απόφαση περί προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου μπορεί να εκδοθεί μόνον παρισταμένου του προσώπου αυτού.


10      Με την απάντησή του στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η πράξη αυτή συνιστά ένταλμα σύλληψης κατά το εθνικό δίκαιο. Στη συνέχεια το χαρακτηρίζει ως «ένταλμα προσαγωγής».


11      Στο εξής: η από 9 Αυγούστου 2019 διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας.


12      Από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η πρακτική που ακολουθήθηκε για την αναζήτηση και τη σύλληψη των κατηγορουμένων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση εμπορίας ναρκωτικών ουσιών δεν ήταν ενιαία. Αναφέρει ειδικότερα ότι εκδόθηκαν 18 ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Σε ορισμένα εξ αυτών, ως εθνικό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται η διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας· σε άλλες περιπτώσεις, αναφέρεται η διάταξη που εκδίδεται βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του NPK (θέση υπό κράτηση για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών), το δε αιτούν δικαστήριο εξηγεί συναφώς ότι η συγκεκριμένη αποτελεί στη Βουλγαρία το σύνηθες έρεισμα για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά το στάδιο της προδικασίας· σε άλλες περιπτώσεις αναφέρεται η διάταξη που εκδίδεται βάσει του άρθρου 71 του NPK (ένταλμα προσαγωγής)· σε άλλες δε περιπτώσεις αναφέρεται συνδυασμός δύο ή τριών από τις ως άνω εθνικές πράξεις.


13      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, συναφώς, τις αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456)· της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, στο εξής: απόφαση Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours)», EU:C:2019:1077), και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (C‑625/19 PPU, στο εξής: απόφαση Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία), EU:C:2019:1078).


14      Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2020 το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι οι όροι για την προσωρινή κράτηση του ΜM έχουν μεταβληθεί λόγω της ασθένειάς του. Στον ΜΜ έχει πλέον επιβληθεί ο περιοριστικός όρος του κατ’ οίκον περιορισμού, συνιστάμενου στην απαγόρευση να εξέρχεται από την κατοικία του και την εφαρμογή μέτρων ηλεκτρονικής επιτήρησης.


15      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – διττό αξιόποινο) (C‑717/18, EU:C:2020:142, σκέψεις 28, 35, 37, 38 και 41 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Επί των ορίων των υποχρεώσεων που υπέχει η δικαστική αρχή εκτελέσεως, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς Πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1012, σημεία 99 έως 101).


17      Βλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψεις 30 και 31), και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψεις 48 και 49). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1012, σημείο 70), όπου επισημαίνεται ότι η ύπαρξη τέτοιας προσφυγής συνιστά «προϋπόθεση που αφορά τη νομιμότητα της εκδόσεως του [ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης] από την εισαγγελική αρχή και, επομένως, την αποτελεσματικότητά του».


19      Βλ., μεταξύ άλλων, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      DV αριθ. 64, της 7ης Αυγούστου 2007, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (DV αριθ. 11, της 7ης Φεβρουαρίου 2020).


21      Η Βουλγαρική Κυβέρνηση παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 50).


22      Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2020 [COM(2020) 306 final, διάγραμμα 55, σ. 62].


23      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 69).


27      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


28      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 42). Βλ. επίσης απόφαση Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 63).


30      C‑241/15, EU:C:2016:385.


31      C‑241/15, στο εξής: προτάσεις Bob-Dogi, EU:C:2016:131.


32      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 50).


33      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 51).


34      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 72).


35      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 51).


36      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 52).


37      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 54).


38      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 55).


39      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 56).


40      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 57).


41      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 62).


42      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 66).


43      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 73).


44      Βλ. προτάσεις Bob-Dogi (σημείο 75).


45      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 58).


46      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 55).


47      C‑241/15, EU:C:2016:385.


48      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 62 και 63). Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψεις 42 και 43).


49      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 64). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 43).


50      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 66).


51      C‑241/15, EU:C:2016:385.


52      C‑241/15, EU:C:2016:385.


53      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψεις 32 και 33).


54      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψη 34).


55      Η υπογράμμιση δική μου. Πρβλ., ιδίως, την αγγλική απόδοση της διατάξεως αυτής («an arrest warrant or any other enforceable judicial decision having the same effect», η υπογράμμιση δική μου).


56      Αντιθέτως, για την περίπτωση που εθνικό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν από αστυνομική υπηρεσία επικυρώνεται από την εισαγγελική αρχή, βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860).


57      C‑241/15, EU:C:2016:385.


58      Βλ. κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 57).


59      Πρβλ. επίσης, τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν από τον raiyonna prokuratura Ruse (εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας Ruse, Βουλγαρία) στο πλαίσιο της υποθέσεως VA κατά Εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας Ruse, Βουλγαρία (C‑206/20), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου: «Όταν η ποινική δίωξη του κατηγορουμένου ασκείται ερήμην του και δεν έχει καταστεί δυνατό να εντοπισθεί και να προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί η αίτηση περί θέσεως υπό κράτηση, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μοναδικό δυνατό έρεισμα [(το εθνικό ένταλμα σύλληψης)] για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι το ένταλμα του εισαγγελέα για την κράτηση του κατηγορούμενου για μέγιστη περίοδο 72 ωρών βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του [NPK]. Επί τη βάση αυτού του τύπου [εθνικού εντάλματος σύλληψης], έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί (και εκτελεστεί) εκατοντάδες ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης» (σημείο 7, η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στην ίδια υπόθεση, η Βουλγαρική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, «[α]πό τη φύση της, η απόφαση του εισαγγελέα βάσει της οποίας ο ενδιαφερόμενος κρατείται για 72 ώρες προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον δικαστηρίου πληροί την απαίτηση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Αποτελεί εθνικό ένταλμα σύλληψης που χρησιμεύει ως νομικό έρεισμα για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» (σημείο 78).


60      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 41) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


61      Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 69). Η υπογράμμιση δική μου.


62      Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 70). Η υπογράμμιση δική μου.


63      Το ζήτημα κατά πόσον ο έλεγχος αυτός πρέπει να διενεργείται οπωσδήποτε πριν από την παράδοση του καταζητούμενου στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος τίθεται στο πλαίσιο της υποθέσεως VA κατά Εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας Ruse, Βουλγαρία (C‑206/20), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.


64      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, συναφώς, την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Staatsanwaltschaft Offenburg (C‑615/18, EU:C:2020:376, σκέψη 72).


65      Συναφώς, πρέπει επίσης να μνημονευθεί η σκέψη 70 της ίδιας αποφάσεως.


66      Υπενθυμίζω, ωστόσο, ότι τέτοιο μέτρο δεν επιβλήθηκε στον MM πριν από την εμφάνισή του ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.


67      Η Βουλγαρική Κυβέρνηση μνημονεύει, συναφώς, την απόφαση Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 74).


68      Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 2, του NPK, εάν από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν προκύπτει το αντίθετο, κατά τη λήψη του πρώτου μέτρου προσωρινής κρατήσεως, συντρέχει πραγματικός κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου ή τελέσεως αξιόποινης πράξεως, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όταν: ο κατηγορούμενος είναι καθ’ έξιν δράστης ή υπότροπος· το πρόσωπο κατηγορείται για αδίκημα σοβαρό και εκ προμελέτης και έχει καταδικαστεί για άλλο σοβαρό και εκ προμελέτης αδίκημα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο από την εισαγγελία (ανεξαρτήτως της βουλήσεως του θύματος) σε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους ή σε άλλη βαρύτερη ποινή, η εκτέλεση της οποίας δεν αναστέλλεται δυνάμει του άρθρου 66 του nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα)· το πρόσωπο κατηγορείται για αξιόποινη πράξη για την οποία προβλέπεται ποινή όχι μικρότερη από δεκαετή κάθειρξη ή άλλη αυστηρότερη ποινή, ή όταν στο πρόσωπο αυτό απαγγέλλονται κατηγορίες υπό τους όρους του άρθρου 269, παράγραφος 3, του NPK.


69      Βλ. αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 44), και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 65). Κατά το Δικαστήριο, η θέσπιση αυτοτελούς δικαιώματος προσφυγής κατά της αποφάσεως εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που λαμβάνεται από άλλη δικαστική αρχή πλην δικαιοδοτικού οργάνου αποτελεί απλώς μία από τις δυνατές λύσεις για την αποτελεσματική διασφάλιση του επιπέδου δικαστικής προστασίας που απαιτεί η απόφαση-πλαίσιο 2002/584.


70      Βλ. αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψεις 52 και 53) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψεις 70 και 71).


71      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


72      Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 42). Βλ., επίσης, απόφαση Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 63).


73      Βλ. αποφάσεις Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 43) και Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (σκέψη 64).


74      C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358.


75      Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 46). Βλ., επίσης, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


76      Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 47).


77      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 58).


78      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 50).


79      Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν προς τον σκοπό εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


80      Πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 52).


81      Πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 53).


82      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1012, σημείο 97).


83      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 139 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


84      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


85      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


86      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


87      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


88      Βλ., αντιθέτως, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (σκέψη 52).


89      ΕΕ 2016, L 65, σ. 1. Κατά την αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας αυτής, «[σ]ύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας σε περίπτωση παραβίασης δικαιώματος που παρέχεται στους πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ένα αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας, που είναι διαθέσιμο σε περίπτωση παραβίασης οποιουδήποτε από τα δικαιώματα που ορίζονται στην [εν λόγω] οδηγία, θα πρέπει στο μέτρο του δυνατού να έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά του υπόπτου ή κατηγορουμένου στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματά του, προκειμένου να διαφυλαχτεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τα δικαιώματα της υπεράσπισης».


90      Το αιτούν δικαστήριο προβαίνει σε συσχετισμό με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Dzivev κ.λπ. (C‑310/16, EU:C:2019:30), καθόσον η υπόθεση εκείνη αφορούσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, τις συνέπειες αποφάσεως εκδοθείσας από αρχή καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της (χρήση αποδεικτικών στοιχείων συλλεγέντων κατόπιν παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχαν επιτραπεί από δικαστική αρχή η οποία δεν διέθετε την απαιτούμενη αρμοδιότητα για τη χορήγηση τέτοιας άδειας).


91      Παράδειγμα των περιορισμών στη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2016/343 επί ζητημάτων προσωρινής κρατήσεως, καθώς και στη δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 6 και 47 του Χάρτη στο συγκεκριμένο τομέα, προσφέρει η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Spetsializirana prokuratura (C‑653/19 PPU, EU:C:2019:1024). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Spetsializirana prokuratura (C‑653/19 PPU, EU:C:2019:983, σημεία 15 επ.).


92      Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 39). Η υπογράμμιση δική μου.


93      Βλ., συναφώς, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:890, σημεία 81 και 82). Η γενική εισαγγελέας περιγράφει τη διαδικασία που διέπεται από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ως «“κύκλο” ο οποίος ανοίγει με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης […] [και] κλείνει λοιπόν με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η οποία πραγματοποιείται διά της παραδόσεως» (σημείο 83). Εξ αυτού συνάγει ότι «τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής δεν μπορούν να υπερβούν το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, ήτοι την παράδοση του καταζητουμένου. Ορισμένα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής τα οποία εξακολουθούν να παράγονται και μετά την παράδοση προσδιορίζονται με σαφήνεια στο κεφάλαιο 3 της [εν λόγω] αποφάσεως-πλαισίου» (σημείο 84).


94      Η απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 56), περιέχει χρήσιμες ενδείξεις συναφώς, έστω και αν πρέπει να διευκρινιστεί, αφενός, ότι αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας και, αφετέρου, ότι αφορά περίπτωση κατά την οποία η μη αναγραφή παρεπόμενης ποινής στο εν λόγω ένταλμα δεν επηρέαζε το κύρος του. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, όταν κλήθηκε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η απόφαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως συνιστά τον τίτλο στον οποίο στηρίζεται η στέρηση της ελευθερίας στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, με συνέπεια να μην μπορεί να εκτελεστεί ποινή η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως και για την οποία δεν επιτράπηκε η παράδοση, έκρινε ότι «αντικείμενο της απόφασης της αρχής εκτέλεσης δεν είναι ότι, εν προκειμένω, επιτρέπει την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. [Η] απόφαση αυτή απλώς επιτρέπει την παράδοση του ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, για να μην παραμείνει ατιμώρητη η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στηρίζεται στην εκτελεστή απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, μνεία της οποίας πρέπει να γίνεται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου» (σκέψη 56, η υπογράμμιση δική μου).


95      Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι στην περίπτωση του MM δεν εκδόθηκε από τον εισαγγελέα διάταξη δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του NPK, η οποία, όπως φαίνεται, αποτελεί τη συνήθη μέθοδο που χρησιμοποιείται στη Βουλγαρία για την έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης κατά προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.


96      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, Bickel και Franz (C‑274/96, EU:C:1998:563, σκέψη 17). Βλ., επίσης, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


97      Βλ., κατ’ αναλογίαν, στο πλαίσιο της παρελεύσεως των προθεσμιών του άρθρου 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 50).


98      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 39).