Language of document : ECLI:EU:F:2008:127

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Μαΐου 2011

Υπόθεση F-74/07 RENV

Stefan Meierhofer

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Πρόσληψη – Γενικός διαγωνισμός – Αποτυχία υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Κανόνες που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο S. Meierhofer ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05, με την οποία ενημερώθηκε για την αποτυχία του στην προφορική δοκιμασία του εν λόγω διαγωνισμού, καθώς και της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση επανεξετάσεως που υπέβαλε ο ίδιος κατά της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007, και, αφετέρου, την εκ νέου αξιολόγηση της δοκιμασίας αυτής και την εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων.

Απόφαση:      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής του προσφεύγοντος, κατά το μέρος που αμφισβητεί την επάρκεια της αιτιολογίας της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2007. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά, εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη και εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων κατά την πρώτη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ίδια κατά την πρώτη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά την παρούσα διαδικασία. Ο προσφεύγων φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ίδιος κατά την πρώτη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ίδιος κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την παρούσα διαδικασία.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προθεσμίες – Έναρξη νέας προθεσμίας – Προϋπόθεση – Νέο πραγματικό περιστατικό – Δικαστική απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως από διοικητική απόφαση γενικής ισχύος – Απουσία νέου πραγματικού περιστατικού έναντι προσώπων που δεν έκαναν χρήση του δικαιώματός τους προσφυγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Απόφαση περί μη εγγραφής στον πίνακα επιτυχόντων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ανεπαρκής αιτιολογία – Θεραπεία ελαττώματος κατά τη διάρκεια της δίκης – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25 § 2· παράρτημα ΙΙΙ, άρθρο 6)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Ικανότητα των μελών να αξιολογήσουν αντικειμενικά τις προφορικές δοκιμασίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

4.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξέταση των υποψηφιοτήτων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

1.      Τα έννομα αποτελέσματα αποφάσεως που ακυρώνει πράξη θεσμικού οργάνου αφορούν μόνο τους συγκεκριμένους διαδίκους και τα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα η ακυρωθείσα πράξη. Μόνο έναντι των προσώπων αυτών μπορεί η απόφαση να αποτελέσει νέο περιστατικό και να κινήσει εκ νέου την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξεως αυτής. Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η διαπίστωση, με απόφαση δικαστηρίου της Ένωσης, ότι μια διοικητική απόφαση γενικής ισχύος συνιστά παράβαση του ΚΥΚ δεν μπορεί να αποτελέσει, έναντι των προσώπων που παρέλειψαν να κάνουν έγκαιρη χρήση των δυνατοτήτων προσφυγής που τους προσφέρονται, νέο πραγματικό περιστατικό, το οποίο να δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως αναθεωρήσεως των ατομικών αποφάσεων που τους αφορούν. Μια τέτοια απόφαση δεν ακυρώνει τη σχετική διοικητική απόφαση γενικής ισχύος, αλλά κηρύσσει απλώς ανεφάρμοστες ορισμένες από τις διατάξεις της σε συγκεκριμένη υπόθεση. Οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία σε περίπτωση εκπρόθεσμης προβολής νέου ισχυρισμού κατά τη διάρκεια της δίκης, όταν μια απόφαση ακυρώνει μόνο τις αποφάσεις περί μη εγγραφής των ονομάτων των προσφευγόντων στον πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού, χωρίς, ωστόσο, να ακυρώνει τον εν λόγω διαγωνισμό.

(βλ. σημεία 39 έως 41)


Παραπομπή:

ΔΕE: 14 Δεκεμβρίου 1965, 52/64, Pfloeschner κατά Επιτροπής· 8 Μαρτίου 1988, 125/87, Brown κατά Δικαστηρίου, σκέψη 13· 14 Ιουνίου 1988, 161/87, Muysers και Tülp κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 10

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 1997, T-16/97, Chauvin κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 έως 45· 9 Φεβρουαρίου 2000, T-165/97, Gómez de la Cruz Talegón κατά Επιτροπής, σκέψη 51

ΔΔΔEE: 11 Ιουνίου 2009, F-81/08, Κετσελίδου κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 και 47


2.      Όσον αφορά την προσφυγή που ασκήθηκε από υποψήφιο σε διαγωνισμό βάσει τίτλων και εξετάσεων, ο οποίος απέτυχε στην προφορική δοκιμασία και δεν περιελήφθη στον πίνακα των επιτυχόντων, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως στην περίπτωση κατά την οποία παρέσχε μια υποτυπώδη αιτιολογία ήδη προ της ασκήσεως της προσφυγής και που, κατά τη διάρκεια της δίκης, προσκόμισε τους ενδιάμεσους βαθμούς που έλαβε ο προσφεύγων κατά την προφορική δοκιμασία, οι οποίοι αποτελούν τα απαιτούμενα συμπληρωματικά στοιχεία.

(βλ. σημείο 47)

3.      Η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής ενός διαγωνισμού, για να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και του άρθρου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την αντικειμενική εκτίμηση των επιδόσεων των υποψηφίων στις προφορικές δοκιμασίες, λαμβανομένων υπόψη των επαγγελματικών τους ικανοτήτων. Η υποχρέωση να γνωρίζουν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής τη γλώσσα στην οποία οι υποψήφιοι κλήθηκαν να εξεταστούν προφορικώς ποικίλλει αναλόγως των περιστάσεων κάθε διαγωνισμού, της σημασίας που έχει η καλή γνώση της γλώσσας αυτής στην προς πλήρωση θέση και του σκοπού της σχετικής προφορικής δοκιμασίας. Αν πρόκειται, για παράδειγμα, για γενικό διαγωνισμό, ο οποίος διοργανώνεται εν όψει της προσλήψεως διοικητικών υπαλλήλων, ιδίως στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοικήσεως στον οποίο η προφορική δοκιμασία δεν έχει ως σκοπό την εξέταση των γλωσσικών γνώσεων του υποψηφίου στη κύρια γλώσσα του, αλλά περισσότερο της ικανότητάς του να επικοινωνεί στη γλώσσα αυτή σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον, δεν είναι υποχρεωτικό, κατά την προφορική δοκιμασία, η εξεταστική επιτροπή να περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη ένα τακτικό ή πάρεδρο μέλος που να έχει ως κύρια γλώσσα αυτή των υποψηφίων, καθώς τα ενδεχόμενα προβλήματα κατανοήσεως μπορούν κάλλιστα να επιλυθούν με την προσφυγή σε διερμηνείς.

Πέραν τούτου, η απλή διαπίστωση ότι ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δεν είχε καλή γνώση της κύριας γλώσσας του υποψηφίου και ότι δεν προσέφυγε στους διερμηνείς κατά την προφορική δοκιμασία δεν αρκεί για να θεωρηθεί παράτυπη η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, αφ’ ης στιγμής ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η εξεταστική επιτροπή δεν ήταν σε θέση, εξαιτίας της γλώσσας, να εκτιμήσει αντικειμενικά τα επαγγελματικά του προσόντα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δεν είχε καλή γνώση της γλώσσας αυτής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε, δεν περιάγει τον προσφεύγοντα σε μειονεκτική θέση έναντι των λοιπών υποψηφίων, οι οποίοι, όπως και εκείνος, είχαν επιλέξει την ίδια γλώσσα και βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση ενώπιον της υποτιθέμενης άγνοιας της γλώσσας αυτής.

(βλ. σημεία 51, 52, 54 έως 57)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 22 Ιουνίου 1990, T-32/89 και T-39/89, Μαρκόπουλος κατά Δικαστηρίου, σκέψη 37· 27 Ιουνίου 1991, T-156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, σκέψη 105· 20 Μαΐου 2003, T-80/01, Diehl Leistner κατά Επιτροπής, σκέψεις 28 έως 31

4.      Όταν κρίνει τη νομιμότητα αποφάσεως περί μη εγγραφής υποψηφίου στον κατάλογο των επιτυχόντων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει την τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, δηλαδή των κανόνων, ιδίως των διαδικαστικών, οι οποίοι καθορίζονται από τον ΚΥΚ και την προκήρυξη του διαγωνισμού, και εκείνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και ειδικότερα του καθήκοντος αμεροληψίας της εξεταστικής επιτροπής και του σεβασμού, από αυτήν, της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων, καθώς και της απουσίας καταχρήσεως εξουσίας. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξετάζει επίσης αν το περιεχόμενο μιας δοκιμασίας εκφεύγει του πλαισίου που περιγράφεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή αν ανταποκρίνεται στους σκοπούς της δοκιμασίας αυτής του διαγωνισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες η εξεταστική επιτροπή δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να αφορά επιπλέον την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η εξεταστική επιτροπή για να λάβει την απόφασή της. Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού όταν αξιολογεί τις γνώσεις και τις ικανότητες των υποψηφίων δεν υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο. Εξάλλου, οι προφορικές δοκιμασίες είναι ακριβώς εκείνες ως προς τις οποίες η εξεταστική επιτροπή διαθέτει το ευρύτερο περιθώριο εκτιμήσεως. Δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τον έλεγχο της αντιστοιχίας της βαθμολογίας με το περιεχόμενο των παρατηρήσεων της εξεταστικής επιτροπής. Πράγματι, η αντιστοιχία αυτή, η οποία εγγυάται την ίση μεταχείριση των υποψηφίων, αποτελεί έναν από τους κανόνες που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και των οποίων την τήρηση οφείλει να εξακριβώσει ο δικαστής. Η αντιστοιχία μεταξύ της βαθμολογίας που δόθηκε στον υποψήφιο και των παρατηρήσεων της εξεταστικής επιτροπής μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, της αξιολογήσεως της αποδόσεως του υποψηφίου από την εξεταστική επιτροπή.

(βλ. σημεία 62 έως 64)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 9 Οκτωβρίου 1974, 112/73, 144/73 και 145/73, Campogrande κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 34 έως 53· 8 Μαρτίου 1988, 64/86, 71/86 έως 73/86 και 78/86, Sergio κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22

ΓΔΕΕ: 21 Μαΐου 1996, T-153/95, Kaps κατά Δικαστηρίου, σκέψη 37· 11 Φεβρουαρίου 1999, T-200/97, Jiménez κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 43 έως 57· 23 Ιανουαρίου 2003, T-53/00, Angioli κατά Επιτροπής, σκέψεις 91, 93 και 94· 5 Μαρτίου 2003, T-24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 47 έως 52· 26 Ιανουαρίου 2005, T-267/03, Roccato κατά Επιτροπής, σκέψη 42· 12 Μαρτίου 2008, T-100/04, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψεις 277 και 278

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, Coto Moreno κατά Επιτροπής, F-127/07, σκέψη 33· 5 Μαΐου 2010, F-48/09, Schopphoven κατά Επιτροπής, σκέψη 26