Language of document : ECLI:EU:F:2014:216

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2014

Υπόθεση F‑54/13

CV

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Αγωγή αποζημιώσεως — Διοικητικές έρευνες — Πειθαρχική διαδικασία — Ηθική παρενόχληση»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή που άσκησε ο CV δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, και με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) να του καταβάλει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για τη ζημία και την ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη λόγω της «διοικητικής παρενοχλήσεώς» του από μέλη του προσωπικού της ΕΟΚΕ.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως — Όρια — Αίτημα αποζημιώσεως με το οποίο επιδιώκεται να παρακαμφθεί το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας — Εκτίμηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

1.      Μολονότι ένας διάδικος μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως χωρίς να υποχρεούται από καμία διάταξη να επιδιώξει την ακύρωση της παράνομης πράξης που του προξενεί ζημία, δεν μπορεί πάντως, με το τέχνασμα αυτό, να παρακάμψει το απαράδεκτο προσφυγής που στρέφεται κατά του ίδιου παράνομου μέτρου και επιδιώκει τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, ο υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να προσβάλει, ασκώντας εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως, τις πράξεις τις οποίες θεωρεί βλαπτικές δεν μπορεί να διορθώσει αυτή την παράλειψη και να δημιουργήσει υπέρ αυτού, υποβάλλοντας αίτημα αποζημιώσεως, νέα προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Burban κατά Κοινοβουλίου, T‑59/96, EU:T:1997:75, σκέψεις 26 και 27

2.      Απόρροια της αρχής της χρηστής διοικήσεως είναι ότι οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε πράξη σχετική με την πειθαρχική δίωξη να διενεργείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Η μη εύλογη διάρκεια μιας πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να οφείλεται τόσο στη διεξαγωγή των προαπαιτούμενων διοικητικών ερευνών όσο και σ’ αυτή καθαυτή την πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι το ζήτημα κατά πόσον η κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία διεξήχθη με την απαιτούμενη επιμέλεια εξαρτάται από το αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διαπράξεως του υπό εξέταση πειθαρχικού παραπτώματος και της αποφάσεως περί κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας. Τέλος, το ζήτημα αν η διάρκεια της διαδικασίας είναι εύλογη πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών.

(βλ. σκέψη 46)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 29

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Andreasen κατά Επιτροπής, F‑40/05, EU:F:2007:189, σκέψη 194, και διάταξη CX κατά Επιτροπής, F‑5/14 R, EU:F:2014:21, σκέψη 43