Language of document : ECLI:EU:F:2010:89

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση F-41/10 R

Moises Bermejo Garde

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Επείγων χαρακτήρας — Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αίτηση δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 ΑΕ, καθώς και δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, που έχει εφαρμογή στην περίπτωση της Συνθήκης ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου της 106α, με την οποία ο M. Bermejo Garde ζητεί την αναστολή εκτελέσεως, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως του προέδρου της ΕΟΚΕ, της 13ης Απριλίου 2010, με την οποία επανατοποθετείται ο αιτών, από 6ης Απριλίου 2010, ως προϊστάμενος διοικητικής μονάδας στη διεύθυνση υλικοτεχνικής υποστηρίξεως της ΕΟΚΕ.

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — «Fumus boni juris» — Επείγων χαρακτήρας — Σωρευτικός χαρακτήρας

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 39 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1·Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Συμφέρον του αιτούντος να τύχει της ζητούμενης αναστολής εκτελέσεως — Αρνητική διοικητική απόφαση

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων — Έκδοση διαταγών προσωρινού χαρακτήρα

(Άρθρο 279 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 39)

5.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως περί επανατοποθετήσεως

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ)

1.      Δυνάμει, αφενός, των διατάξεων των άρθρων 278 ΣΛΕΕ, 279 ΣΛΕΕ και 157 ΑΕ, και, αφετέρου, του άρθρου 39 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή όσον αφορά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται, εφόσον κρίνει ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως ή τη λήψη άλλων προσωρινών μέτρων. Βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης οι αιτήσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι προϋποθέσεις περί του επείγοντος χαρακτήρα και του fumus boni juris πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε τυχόν αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται σε περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων αυτών. Στο πλαίσιο αυτού του συνολικού ελέγχου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και την ελευθερία να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της προκειμένης υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο θα διακριβωθεί ότι πληρούνται οι διάφορες προϋποθέσεις αυτές, καθώς και τη σειρά της ως άνω διαδικασίας ελέγχου, καθόσον κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει να ακολουθήσει προκαθορισμένη ανάλυση προκειμένου να εκτιμήσει την ανάγκη να αποφανθεί προσωρινώς.

(βλ. σκέψεις 19 έως 22)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψεις 12 και 13

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Κατάρτισης, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑93, σκέψεις 20 και 22

2.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να διασφαλισθεί η επανόρθωση ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της επί της ουσίας αποφάσεως. Για να επιτευχθεί ο δεύτερος αυτός σκοπός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης. Επιπλέον, στον διάδικο ο οποίος ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Συναφώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να λάβει υπόψη την προβαλλόμενη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία μόνον στο μέτρο που αυτή δύναται να θίξει τα συμφέροντα του διαδίκου που ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου.

(βλ. σκέψεις 25, 28 και 85)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Μαρτίου 1999, C‑65/99 P (R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857, σκέψη 62

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑155 και II‑811, σκέψη 25· 21 Μαΐου 2001, T‑52/01 R, Schaefer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑115 και II‑543, σκέψη 47· 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑325 και II‑1555, σκέψη 27

3.      Καταρχήν, δεν χωρεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως αρνητικής διοικητικής αποφάσεως, καθόσον η αναστολή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την μεταβολή της καταστάσεως του αιτούντος. Εντούτοις, η αναστολή εκτελέσεως αρνητικής πράξεως μπορεί να εξετασθεί ως ενδεχόμενο σε περίπτωση κατά την οποία αρνητική απόφαση συνεπάγεται τη μη διατήρηση της παρούσας καταστάσεως του αιτούντος, έχοντας επομένως ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της καταστάσεως αυτής. Αντιθέτως, αρνητική απόφαση που δεν συνεπάγεται καμία μεταβολή της καταστάσεως του αιτούντος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας αναστολής.

(βλ. σκέψεις 38, 40 και 42)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Μαρτίου 1988, 76/88 R, La Terza κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1988, σ. 1741, σκέψη 18· 30 Απριλίου 1997, C‑89/97 P(R), Moccia Irme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2327, σκέψη 45

4.      Το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να κάνει χρήση διαφόρων μορφών παρεμβάσεως προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ειδικές απαιτήσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, δηλαδή όχι μόνον να προβεί στην έκδοση διαταγών, στο μέτρο που αυτές δεν προδικάζουν καθόλου την απόφαση του δικαστηρίου κατά την κύρια δίκη, αλλά και σε απλή πρόσκληση προς τήρηση των υφισταμένων διατάξεων, δεδομένου ότι μια τέτοια πρόσκληση μπορεί να αποτελεί το κατάλληλο μέσον, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και θα δύναται να διασφαλίζει προσωρινώς την κατάλληλη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούντος.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψεις 25, 43 και 44

5.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, αναλόγως της ανατιθέμενης σ’ αυτές αποστολής, και, εκ του παραλλήλου, όσον αφορά την τοποθέτηση του προσωπικού τους, απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, μολονότι έχει δυσμενείς συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, δεν αποτελεί αφύσικο και απρόβλεπτο γεγονός κατά τη σταδιοδρομία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναστολή εκτελέσεως τέτοιας αποφάσεως δικαιολογείται μόνον από επιτακτικές και εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να προκαλέσουν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

(βλ. σκέψη 47)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1996, T‑93/96 R, Presle κατά Cedefop, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑369 και II‑1093, σκέψη 45