Language of document : ECLI:EU:T:2019:81

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 12ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Πρόστιμα – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση της Επιτροπής – Επιστροφή του κύριου ποσού του προστίμου – Τόκοι υπερημερίας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Αιτιώδης συνάφεια – Ζημία – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Άρθρο 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, τουκατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012»

Στην υπόθεση T‑201/17,

Printeos, SA, με έδρα την Alcalá de Henares (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Brokelmann και P. Martínez-Lage Sobredo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Dintilhac και F. Jimeno Fernández,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή με κύριο αίτημα, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τόκους υπερημερίας επί του κύριου ποσού του προστίμου που επιστράφηκε κατόπιν της ακύρωσης της απόφασής της C(2014) 9295 τελικό, της 10ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (AT.39780 – Φάκελοι), με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15, EU:T:2016:722), και με επικουρικό αίτημα την ακύρωση, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της απόφασης της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2017, περί αρνήσεως της εν λόγω επιστροφής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή), I. S. Forrester, N. Półtorak και E. Perillo, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την απόφασή της C(2014) 9295 τελικό, της 10ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (AT.39780 – Φάκελοι) (στο εξής: απόφαση του 2014), διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: ενάγουσα], Printeos, SA, παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ) διότι συμμετείχε, κατά το διάστημα από τις 8 Οκτωβρίου 2003 έως τις 22 Απριλίου 2008, σε σύμπραξη συναφθείσα και τεθείσα σε εφαρμογή στην ευρωπαϊκή αγορά τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων, συμπεριλαμβανομένων των αγορών της Δανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Νορβηγίας. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών του άρθρου 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), και της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1).

2        Για τη διαπιστωθείσα με το άρθρο 1, παράγραφος 5, της απόφασης του 2014 παράβαση, η Επιτροπή επέβαλε στην ενάγουσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με ορισμένες από τις θυγατρικές της, πρόστιμο ύψους 4 729 000 ευρώ [άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της εν λόγω απόφασης].

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης αυτής, το πρόστιμο έπρεπε να καταβληθεί εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης.

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της απόφασης του 2014 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, καθίστανται αυτοδικαίως απαιτητοί τόκοι με το επιτόκιο που εφαρμόζει η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)] στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

Όταν επιχείρηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1 ασκήσει προσφυγή, η επιχείρηση αυτή καλύπτει το ποσό του προστίμου εμπροθέσμως είτε καταθέτοντας αποδεκτή χρηματική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινά το ποσό του προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής[, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1)].»

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της απόφασης του 2014 στηρίζεται στο άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 το οποίο, υπό τον τίτλο «Τόκοι υπερημερίας», ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. […Κ]άθε απαίτηση που δεν έχει καταβληθεί κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, γεννά τόκους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2. Επί των απαιτήσεων που δεν καταβάλλονται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ισχύει το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία, προσαυξημένο κατά:

[…]

β)      τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

[…]

4. Στην περίπτωση των προστίμων, όταν ο οφειλέτης καταθέτει χρηματική εγγύηση αποδεκτή από τον υπόλογο αντί πληρωμής, το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ημέρα της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, είναι το επιτόκιο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και είναι το επιτόκιο που ίσχυε την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση επιβολή[ς] προστίμου, προσαυξημένο μόνο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα.»

6        Το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 στηρίζεται στο άρθρο 78, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), το οποίο αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 210 του ίδιου κανονισμού όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τόκους υπερημερίας.

7        Το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, που μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του 2014 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Όταν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις δυνάμει της [Συνθήκης] ΛΕΕ ή της Συνθήκης Ευρατόμ, και έως ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, ο οφειλέτης είτε εξοφλεί προσωρινά τα σχετικά ποσά καταβάλλοντάς τα στον τραπεζικό λογαριασμό που ορίζει ο υπόλογος, είτε παρέχει αποδεκτή για τον υπόλογο χρηματική εγγύηση. Η εν λόγω εγγύηση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση καταβολής του προστίμου ή άλλης κύρωσης και μπορεί να εκτελεσθεί σε πρώτη ζήτηση. Η εγγύηση αυτή καλύπτει την απαίτηση ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους τόκους, που υπολογίζονται κατά το άρθρο 83, παράγραφος 4[, του δημοσιονομικού κανονισμού].

2. Η Επιτροπή ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση.

[…]

4. Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, λαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο τρίτο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνολική απόδοση κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε αρνητική, η ονομαστική αξία των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιστρέφεται·

β)      εφόσον έχει συσταθεί χρηματοοικονομική εγγύηση, αυτή αποδεσμεύεται αναλόγως.»

8        Το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 στηρίζεται στο άρθρο 83, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού το οποίο αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 210 του ίδιου κανονισμού, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τα ποσά που εισπράττονται υπό μορφή προστίμων, κυρώσεων και παραγόμενων τόκων.

9        Η απόφαση του 2014 κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 11 Δεκεμβρίου 2014.

10      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή υπενθύμισε στην ενάγουσα ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε έπρεπε να καλυφθεί εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης και ότι, σε περίπτωση που αποφάσιζε να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, έπρεπε είτε να συστήσει επαρκή τραπεζική εγγύηση είτε να προβεί σε προσωρινή καταβολή του προστίμου.

11      Στο μήνυμα αυτό επισυναπτόταν σημείωμα, της 20ής Ιουλίου 2002, με τίτλο «Information Note on Provisionally Paid or Guaranteed Fines» (Ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με τα πρόστιμα που αποτελούν αντικείμενο προσωρινής καταβολής ή εγγύησης). Στο σημείωμα αυτό αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κατά το άρθρο 85α του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 [της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1)], ο υπόλογος εισπράττει προσωρινά τα ποσά των προστίμων που αποτελούν το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη συγκεκριμένη εταιρία ή ζητεί από αυτήν τη σύσταση εγγύησης. Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, τα προσωρινά εισπραχθέντα ποσά και οι παραχθέντες τόκοι εγγράφονται στον προϋπολογισμό ή επιστρέφονται, εν όλω ή εν μέρει, στη συγκεκριμένη εταιρία.

[…]

Στην περίπτωση των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή από το 2010 και μετά, η Επιτροπή επενδύει τα ποσά που εισπράχθηκαν προσωρινά σε ταμείο το οποίο αποτελείται από χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων με άνοιγμα κινδύνου περιοριζόμενο στο άνοιγμα που συνδέεται με κρατικά ομόλογα υψηλής ποιότητας με μέγιστη εναπομένουσα διάρκεια [δύο] ετών και το οποίο διαχειρίζονται οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

Εάν το Δικαστήριο ακυρώσει το πρόστιμο, εν όλω ή εν μέρει, η Επιτροπή επιστρέφει το ποσό του προστίμου που ακυρώθηκε, εν όλω ή εν μέρει, προσαυξημένο με την εγγυημένη απόδοση.

Η εν λόγω εγγυημένη απόδοση βασίζεται στην απόδοση ειδικού τίτλου αναφοράς, που υπολογίζεται για τη διάρκεια της επένδυσης. […]»

12      Το άρθρο 85α του κανονισμού 2342/2002, όριζε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Οσάκις κοινοτικό δικαστήριο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα, χρηματικές ποινές ή άλλες κυρώσεις δυνάμει της συνθήκης ΕΚ ή της συνθήκης Ευρατόμ, και μέχρις ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, ο υπόλογος εισπράττει προσωρινά τα αντίστοιχα ποσά από τον οφειλέτη, ή ζητεί από αυτόν να καταθέσει χρηματική εγγύηση, η οποία είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση καταβολής του προστίμου, της χρηματικής ποινής ή άλλης κύρωσης και μπορεί να εκτελεσθεί σε πρώτη ζήτηση. Η εγγύηση αυτή καλύπτει την απαίτηση ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους τόκους, που υπολογίζονται κατά το άρθρο 86 παράγραφος 5 [, του ίδιου κανονισμού].

2. Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, τα προσωρινά εισπραχθέντα ποσά και οι παραχθέντες τόκοι εγγράφονται στον προϋπολογισμό ή επιστρέφονται στον οφειλέτη. Σε περίπτωση χρηματικής εγγύησης, αυτή είτε εκτελείται είτε ελευθερώνεται.»

13      Κατά το άρθρο 290, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, από την 1η Ιανουαρίου 2013, το άρθρο 85α του κανονισμού 2342/2002 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω).

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2015, η ενάγουσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα, κατά κύριο λόγο, τη μερική ακύρωση της απόφασης του 2014.

15      Στις 9 Μαρτίου 2015, η ενάγουσα κατέβαλε προσωρινά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

16      Στις 10 Μαρτίου 2015, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας ενημέρωσαν την Επιτροπή για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, καθώς και για την προσωρινή πληρωμή του προστίμου.

17      Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το ποσό του προστίμου που πλήρωσε προσωρινά η ενάγουσα καταβλήθηκε σε ταμείο χρηματοπιστωτικών στοιχείων, το οποίο συστάθηκε με την απόφαση C(2009) 4264 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη μείωση των κινδύνων όσον αφορά τη διαχείριση των προσωρινά εισπραχθέντων προστίμων, και το οποίο διαχειρίζεται η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις» (στο εξής: ταμείο BUFI). Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 83 του δημοσιονομικού κανονισμού.

18      Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15, EU:T:2016:722, στο εξής: απόφαση Printeos), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, συνεπακόλουθα, ακύρωσε το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της απόφασης του 2014. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη.

19      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για την πρόθεσή της να της επιστρέψει το ποσό του προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινά και της διαβίβασε τα απαραίτητα έντυπα για τον σκοπό αυτόν.

20      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Δεκεμβρίου 2016, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας υπέβαλαν στην Επιτροπή τα συμπληρωμένα έντυπα.

21      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιανουαρίου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε τους εκπροσώπους της ενάγουσας ότι θα προέβαινε στην επιστροφή του προστίμου την επόμενη εβδομάδα.

22      Την ίδια ημέρα, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας απάντησαν στην Επιτροπή ότι αξίωναν και ζητούσαν την επιστροφή του προστίμου μαζί με τους συναφείς τόκους από την ημερομηνία της καταβολής του προστίμου από την ενάγουσα, δηλαδή από τις 9 Μαρτίου 2015, με το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης (στο εξής: επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ), προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, δηλαδή με το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της απόφασης του 2014 σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής (δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης).

23      Με δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας (στο εξής, από κοινού: επίδικο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), η Επιτροπή απάντησε στους εκπροσώπους της ενάγουσας τα εξής:

«Όπως εξηγείται στο [ενημερωτικό] σημείωμα που σας απεστάλη στις 16 Φεβρουαρίου 2015, τα πρόστιμα που εισπράττονται προσωρινά επενδύονται σε ένα ταμείο. Σε περίπτωση ακύρωσης ενός προστίμου, η Επιτροπή το επιστρέφει, προσαυξημένο με την εγγυημένη απόδοση βάσει της απόδοσης του ειδικού τίτλου αναφοράς. Δεδομένου ότι η απόδοση αυτή ήταν αρνητική, σας επιστρέφεται μόνο το κυρίως ποσό.

Επισυνάπτεται προς ενημέρωσή σας υπολογισμός του ποσού εκροής, που επαληθεύτηκε από [την εταιρία] D.»

24      Σύμφωνα με τα όσα προβάλλει η Επιτροπή, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, η σωρευτική απόδοση του ταμείου BUFI ήταν αρνητική το 2015 (‑0,09 %) και το 2016 (‑0,265 %). Ομοίως, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ (ECB deposit facility rate) ήταν αρνητικό από τις 5 Ιουνίου 2014, δηλαδή ‑0,10 από τον Ιούνιο 2014, ‑0,20 από τον Σεπτέμβριο 2014, ‑0,30 από τον Δεκέμβριο 2015 και ‑0,40 από τον Μάρτιο 2016. Τέλος, το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ ήταν 0,05 % από τις 9 Μαρτίου 2015 και 0 % από τις 16 Μαρτίου 2016.

25      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 27ης Ιανουαρίου 2017, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας απάντησαν ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης Printeos. Υπενθύμισαν, κατ’ ουσίαν, στηριζόμενοι στην απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2001, Corus UK κατά Επιτροπής (T‑171/99, EU:T:2001:249, σκέψεις 50 έως 53, στο εξής: απόφαση Corus), ότι η εν λόγω υποχρέωση μπορούσε να περιλαμβάνει, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξης, την επαναφορά του προσφεύγοντος στην προγενέστερη της πράξης αυτής κατάσταση (αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση). Σε περίπτωση απόφασης που ακυρώνει ή μειώνει το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή έχει, επομένως, την υποχρέωση να επιστρέψει το πρόστιμο που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από την επιχείρηση αυτή και μάλιστα όχι μόνον το κύριο ποσό του εν λόγω προστίμου, αλλά και τους παραχθέντες από το ποσό αυτό τόκους.

26      Την 1η Φεβρουαρίου 2017, η ενάγουσα έλαβε στον τραπεζικό λογαριασμό της έμβασμα της Επιτροπής ύψους 4 729 000 ευρώ, που ήταν ίσο με το ποσό του προστίμου που είχε καταβάλει προσωρινά στις 9 Μαρτίου 2015.

27      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα της ενάγουσας, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Διευκρίνισε επίσης τα εξής:

«Κατ’ αρχάς, η επιλογή της προσωρινής πληρωμής αντί της σύστασης εγγύησης έγινε με απόφαση του πελάτη σας. Επιπλέον, ο πελάτης σας είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το ποσό της προσωρινής πληρωμής θα επενδυθεί σε ταμείο. Η λειτουργία του ταμείου αυτού και η έννοια της εγγυημένης απόδοσης εξηγήθηκαν λεπτομερώς με το “ενημερωτικό σημείωμα” που σας διαβιβάστηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2015.

Δεδομένου ότι η συνολική απόδοση κατά την περίοδο μεταξύ 10ης Μαρτίου 2015 και 25ης Ιανουαρίου 2017 ήταν αρνητική, η εγγυημένη απόδοση ανέρχεται σε 0 ευρώ και στον πελάτη σας επιστράφηκε μόνον το κεφάλαιο.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2017, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

29      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις όσον αφορά τις επιπτώσεις στην επίλυση της διαφοράς, μεταξύ άλλων, της απόφασης της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International (C‑336/13 P, EU:C:2015:83, στο εξής: απόφαση IPK), καλώντας τους να απαντήσουν εν μέρει γραπτώς και εν μέρει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι διάδικοι κατέθεσαν τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου εμπρόθεσμα.

30      Κατόπιν πρότασης του τρίτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουλίου 2018.

32      Απαντώντας σε προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα, αφενός, δήλωσε ότι παύει να στηρίζει το πρώτο αίτημα της προσφυγής-αγωγής της στο άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ως κύρια νομική βάση, υπό την έννοια του αυτοτελούς μέσου έννομης προστασίας, και, αφετέρου, επιβεβαίωσε ότι ο όρος «αντισταθμιστικοί τόκοι» που αναφέρεται στο αίτημα αυτό πρέπει να εκληφθεί ως αφορών τους «τόκους υπερημερίας» κατά την έννοια της σκέψης 30 της απόφασης IPK, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

33      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση ύψους 184 592,95 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους επί του ποσού των 4 729 000 ευρώ με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, προσαυξημένο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες, για την περίοδο από 9ης Μαρτίου 2015 έως 1ης Φεβρουαρίου 2017 (στο εξής: περίοδος αναφοράς), ή, εάν αυτό δεν γίνει δεκτό, με το επιτόκιο που θα κρίνει πρόσφορο το Γενικό Δικαστήριο·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ανωτέρω ζητούμενου ποσού για την περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου 2017 έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή θα καταβάλει πράγματι το εν λόγω ποσό σε εκτέλεση απόφασης δεχόμενης την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, με το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, ή, εάν αυτό δεν γίνει δεκτό, με το επιτόκιο που θα κρίνει πρόσφορο το Γενικό Δικαστήριο·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το επίδικο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα ζήτησε να αυξηθεί η προσαύξηση του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, όπως προβλέπεται στη σκέψη 33, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω, στις 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

35      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα αποζημίωσης ως αβάσιμο·

–        να κρίνει απαράδεκτο το αίτημα για ακύρωση του επίδικου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή, επικουρικώς, να το απορρίψει ως αβάσιμο·

–        να κρίνει απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 (στο εξής: επίδικη διάταξη) ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιδικάσει αποζημίωση ή τόκους στην ενάγουσα, να πραγματοποιήσει τον υπολογισμό με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στα σημεία 65 έως 78 του υπομνήματος αντίκρουσης·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα ή, επικουρικώς, σε περίπτωση που της επιδικάσει αποζημίωση, να κρίνει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

36      Η ενάγουσα, αφού παραιτήθηκε από το πρώτο αίτημα της προσφυγής-αγωγής της καθόσον στηριζόταν στο άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ υπό την έννοια του αυτοτελούς μέσου έννομης προστασίας (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω), προβάλλει ως κύριο αίτημα, δυνάμει του άρθρου 266, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), να της επιδικαστεί αποζημίωση ίση με τους τόκους υπερημερίας που θα έπρεπε να της καταβάλει η Επιτροπή, σε εκτέλεση της απόφασης Printeos, κατά την επιστροφή του κύριου ποσού του προστίμου, το οποίο η ενάγουσα είχε αχρεωστήτως καταβάλει βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της απόφασης του 2014, το οποίο ακυρώθηκε με την απόφαση Printeos.

37      Η ενάγουσα διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη διάταξη δεν έχει εφαρμογή στην αποκατάσταση των ζημιών, βάσει του άρθρου 266, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν, θα συνιστούσε παράβαση των άρθρων 266 και 340 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 41, παράγραφος 3, και 47 του Χάρτη, παράβαση την οποία η ενάγουσα επικαλείται στο πλαίσιο ένστασης έλλειψης νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

38      Επικουρικώς, η ενάγουσα ζητεί, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση του επίδικου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένου ότι αυτό στηρίζεται σε καταργηθείσα και μη έχουσα εφαρμογή νομική βάση και αντιβαίνει, εν πάση περιπτώσει, στα άρθρα 266 και 340 ΣΛΕΕ, καθώς στα άρθρα 41, παράγραφος 3, και 47 του Χάρτη.

 Επί του κύριου αιτήματος αποζημίωσης που περιλαμβάνεται στο πρώτο αίτημα της προσφυγής-αγωγής

 Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

39      Κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να της καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του κύριου ποσού του προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινά. Η καταβολή των εν λόγω τόκων είναι απαραίτητο στοιχείο της επαναφοράς της στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε εκδοθεί η απόφαση του 2014 (απόφαση Corus, σκέψη 54). Η μη δυνατότητα εκμετάλλευσης του κύριου ποσού του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου αποτελεί την αιτία ζημίας την οποία υπέστη η ενάγουσα, καθόσον αναγκάστηκε να καταφύγει σε άλλες πηγές χρηματοδότησης και να καταβάλει τα έξοδα τριών τραπεζικών δανείων που σύναψε κατά την περίοδο αναφοράς, και οφείλεται σε κατάφωρη παραβίαση των κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα σε ιδιώτες, προκύπτουσα, ιδίως, από την αιτιολογική σκέψη 92 της απόφασης του 2014. Το γεγονός ότι η αιτιολογική αυτή σκέψη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ή ακόμη και το γεγονός ότι δεν βασίζεται σε αληθή περιστατικά, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 54 της απόφασης Printeos, καταδεικνύει την εκ προθέσεως πρόδηλη, σοβαρή και μη συγγνωστή παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Επιτροπή, η οποία ισοδυναμεί με κατάχρηση εξουσίας. Τούτο επιβεβαιώνεται ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 16 της απόφασης C(2017) 4112 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης του 2014, με την οποία γίνεται δεκτό ότι «όλες οι επιχειρήσεις, πλην της Hamelin, είχαν πολύ υψηλούς ατομικούς δείκτες προϊόντος/κύκλου εργασιών». Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολόγησης κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση ενός άλλου θεμελιώδους δικαιώματος, του δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη. Ομοίως, η μη καταβολή τόκων επί του κύριου ποσού του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ [διάταξη της 21ης Μαρτίου 2006, Holcim (France) κατά Επιτροπής, T‑86/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:90, σκέψη 32, στο εξής: διάταξη Holcim], το οποίο παρέχει δικαίωμα ορθής και πλήρους εκτέλεσης των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς η Επιτροπή να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς. Η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας δεν μπορεί να θεραπευθεί από τους κανόνες δικαίου που επικαλείται η Επιτροπή με το επίδικο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

40      Συναφώς, αφενός, η ενάγουσα διευκρινίζει ότι το άρθρο 85α του κανονισμού 2342/2002 είχε καταργηθεί από 1ης Ιανουαρίου 2013, δηλαδή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Ο κανονισμός 2342/2002 δεν ήταν επομένως σε ισχύ ούτε στις 16 Φεβρουαρίου 2015, όταν η Επιτροπή απέστειλε τις πληροφορίες σχετικά με την προσωρινή καταβολή του προστίμου, ούτε την 1η Φεβρουαρίου 2017, όταν η Επιτροπή επέστρεψε το κύριο ποσό του προστίμου, ούτε στις 26 Ιανουαρίου 2017, όταν απέστειλε το επίδικο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων την έλλειψη νομικής βάσης, ούτε τη μη καταβολή των οφειλόμενων τόκων, στηριζόμενη, για πρώτη φορά με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Φεβρουαρίου 2017, στο άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Αφετέρου, στην περίπτωση που κριθεί ότι το άρθρο αυτό αποτελεί, παρ’ όλα αυτά, κατάλληλη νομική βάση, η ενάγουσα προβάλλει, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, έλλειψη νομιμότητας της επίδικης διάταξης, υπό το πρίσμα των άρθρων 266 και 340 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 41, παράγραφος 3, και του άρθρου 47 του Χάρτη, στο μέτρο που η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα μη καταβολής τόκων.

41      Πρώτον, η ενάγουσα επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη διάταξη συνιστά παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ειδικότερα ότι παραβιάζει την αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, όπως η αρχή αυτή αναγνωρίστηκε με τις αποφάσεις IPK και Corus (σκέψεις 54 και 57) και επιτάσσει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να επιστρέψει όχι μόνον το κύριο ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους σχετικούς τόκους για το διάστημα κατά το οποίο ο προσφεύγων στερήθηκε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του εν λόγω ποσού. Η απαίτηση αυτή του πρωτογενούς δικαίου υπερισχύει κάθε τυχόν αντίθετου κανόνα του παράγωγου δικαίου. Δεύτερον, η επίδικη διάταξη συνιστά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι η δικαστική προστασία βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ δεν θα ήταν αποτελεσματική αν, μετά την ακύρωση από τον δικαστή της Ένωσης απόφασης περί επιβολής προστίμου λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν μπορούσε να λάβει τους τόκους επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου. Τούτο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων που επιβάλλουν κύρωση. Τρίτον, η επίδικη διάταξη αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη και στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφασή του της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 95), ότι, βάσει του δικαιώματος κάθε προσώπου να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, οι ζημιωθέντες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την αποκατάσταση όχι μόνον της θετικής ζημίας (damnum emergens) και του διαφυγόντος κέρδους (lucrum cessans), αλλά και την καταβολή τόκων. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ούτε μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη νομικής βάσεως επιτρέπουσας στην Επιτροπή να αρνηθεί να καταβάλει τόκους.

42      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, με την απόφαση Printeos, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η αιτιολογική σκέψη 92 της απόφασης του 2014 ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη, χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας, δηλαδή όσον αφορά τη συμμετοχή της ενάγουσας σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Επομένως, το επιχείρημα, κατά το οποίο η εν λόγω αιτιολογία δεν βασιζόταν σε αληθή περιστατικά, στερείται λυσιτέλειας και η Επιτροπή μπορούσε να εκδώσει την απόφαση C(2017) 4112 τελικό επιβάλλοντας στην ενάγουσα το ίδιο πρόστιμο που της επέβαλε με την απόφαση του 2014. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια ανεπάρκεια αιτιολογίας δεν συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου της Ένωσης. Περαιτέρω, ο τρόπος επιστροφής του προστίμου είχε καθοριστεί στην απόφαση του 2014, με παραπομπή στην επίδικη διάταξη, χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους της ενάγουσας.

43      Επικουρικώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, οι προσφυγές ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της απόφασης του 2014, η εν λόγω απόφαση κατέστη εκτελεστός τίτλος που δικαιολογεί την προσωρινή καταβολή του προστίμου παρά την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής. Εν προκειμένω, η ενάγουσα δεν υπέστη καμία ζημία, δεδομένου ότι της επιστράφηκε το κύριο ποσό του προστίμου, και μάλιστα μολονότι η απόδοση του κεφαλαίου ήταν αρνητική. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν κατέστη υπερήμερη, ιδίως διότι προέβη με επιμέλεια στην επιστροφή του εν λόγω κύριου ποσού πριν ακόμη καταστεί αμετάκλητη η απόφαση Printeos.

44      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο δίκης για την επιδίκαση αποζημίωσης, το αντικείμενο των αντισταθμιστικών τόκων είναι κυρίως η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη διολίσθηση της αξίας του νομίσματος που επήλθε μετά το ζημιογόνο γεγονός μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης και, στο μέτρο του δυνατού, η αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος (αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση). Επομένως, η επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων της εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία ελλείπει εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, οι τόκοι αυτοί θα έπρεπε να υπολογιστούν αναλόγως της ζημίας που πράγματι προκλήθηκε, η οποία προσδιορίζεται κατά κανόνα βάσει του ποσοστού πληθωρισμού που διαπιστώθηκε, για τη συγκεκριμένη περίοδο, από τη Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ενάγων. Όμως, εν προκειμένω, κατά την περίοδο αναφοράς από τις 13 Μαρτίου 2015 έως την 1η Φεβρουαρίου 2017, το ποσοστό πληθωρισμού στην Ισπανία ήταν 0 %. Ακόμη και αν ο υπολογισμός των αντισταθμιστικών τόκων έπρεπε να γίνει βάσει του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω) και όχι βάσει του ποσοστού πληθωρισμού, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναχρηματοδότησης δεν θα ήταν το 0,05 % που ίσχυε στις 9 Μαρτίου 2015, αλλά το ισχύον κατά την περίοδο αναφοράς, το οποίο, από τις 16 Μαρτίου 2016, είχε καθοριστεί σε 0 %. Προσαύξηση κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες αποκλείεται, στο μέτρο που οι αντισταθμιστικοί τόκοι δεν αποσκοπούν στην επιβολή περαιτέρω επιβαρύνσεων στον οφειλέτη προκειμένου να αποφευχθεί ή να περιοριστεί η καθυστέρηση κατά την εκτέλεση της υποχρέωσης πληρωμής που υπέχει, σκοπό τον οποίο επιδιώκουν οι τόκοι υπερημερίας. Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η ενάγουσα υπέστη ζημία λόγω της προσωρινής πληρωμής του προστίμου και της χρησιμοποίησης πηγών χρηματοδότησης που συνεπάγονται έξοδα. Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι επιβάλλονται σε περίπτωση καθυστέρησης στην εκπλήρωση της υποχρέωσης καταβολής ενός συγκεκριμένου ποσού, η Επιτροπή διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι τόκοι αυτοί πρέπει να υπολογιστούν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που αναγνωρίζει αυτή την υποχρέωση μέχρι την ημερομηνία της ολοσχερούς εξόφλησης. Αντίθετα με τους αντισταθμιστικούς τόκους, το επιτόκιο των εν λόγω τόκων υπερημερίας είναι το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες. Επομένως, δεν πρέπει να γίνει δεκτή η προσαύξηση κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, η οποία ζητήθηκε κατ’ αναλογίαν προς το επιτόκιο που έχει εφαρμογή σύμφωνα με την απόφαση του 2014 σε περίπτωση μη πληρωμής του προστίμου.

45      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ένσταση έλλειψης νομιμότητας που προβάλλεται κατά της επίδικης διάταξης είναι απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη. Το παραδεκτό της ένστασης αυτής εξαρτάται από το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής. Εν προκειμένω, όμως, το επίδικο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής. Πρόκειται για πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του 2014, που προβλέπει την εφαρμογή της επίδικης διάταξης στην περίπτωση που η ενάγουσα επιλέξει την προσωρινή καταβολή του προστίμου. Παραλείποντας να προσβάλει το άρθρο αυτό με την προσφυγή της κατά της εν λόγω απόφασης, η ενάγουσα δέχθηκε ότι αυτό κατέστη απρόσβλητο, πράγμα που συνεπάγεται το απαράδεκτο του αιτήματός της ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, και το απαράδεκτο της ένστασης ελλείψεως νομιμότητας.

46      Επί της ουσίας, πρώτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επίδικη διάταξη αντικατέστησε το άρθρο 85α του κανονισμού 2342/2002, διευκρινίζοντας τις προϋποθέσεις επιστροφής της προσωρινής πληρωμής στην περίπτωση αρνητικών επιτοκίων. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όταν ο αποδέκτης του προστίμου επιλέγει, όπως εν προκειμένω, να καταβάλει το πρόστιμο προσωρινά αντί να συστήσει εγγύηση, τα ποσά που καταβάλλονται επενδύονται σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αποσκοπούν, ιδίως, στο να επιτευχθεί θετική απόδοση των επενδύσεων, πράγμα για το οποίο η ενάγουσα είχε ενημέρωση «ανά πάσα στιγμή». Σε περίπτωση ακύρωσης από τον δικαστή της Ένωσης της απόφασης περί επιβολής προστίμου, η επίδικη διάταξη προβλέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, την επιστροφή του κύριου ποσού και των συναφών τόκων. Οι τόκοι αυτοί έχουν αντισταθμιστικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στην επανόρθωση της κατάστασης που προέκυψε από τη μη διαθεσιμότητα του προσωρινά καταβληθέντος ποσού κατά το διάστημα από την ημερομηνία πληρωμής μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του κύριου ποσού, καθώς και στην αποκατάσταση της ζημίας που μπορεί να προκλήθηκε. Προς το συμφέρον του αποδέκτη, η επίδικη διάταξη διασφαλίζει ότι, σε περίπτωση αρνητικών τόκων, αυτός θα εισπράξει τουλάχιστον το πλήρες κύριο ποσό, οπότε το κόστος της αρνητικής απόδοσης κατά την περίοδο αναφοράς θα βαρύνει την Επιτροπή.

47      Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η επίδικη διάταξη δεν αντιβαίνει στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ ούτε στην αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η αρχή αυτή δεν απαιτεί την τεχνητή επιστροφή τόκων σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνον υπό ειδικές περιστάσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της μακροοικονομικής κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας η επίμαχη επένδυση παρήγαγε αρνητικό τόκο. Στο στάδιο της έκδοσης της απόφασης Corus και της διάταξης Holcim, δεν υφίσταντο ακόμη ειδικοί κανόνες, όπως η επίδικη διάταξη, και το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια, δεδομένου ότι πριν από την οικονομική κρίση του 2008 ήταν δύσκολο να προβλεφθούν αρνητικά επιτόκια στο πλαίσιο των οικονομιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αν το δικαίωμα λήψης θετικών τόκων υφίστατο σε ένα πλαίσιο όπου τα επιτόκια είναι αρνητικά, τούτο θα αντέβαινε στην οικονομική πραγματικότητα και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εν προκειμένω, η επίδικη διάταξη είναι ίσως και ευνοϊκή για την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι, χωρίς έναν τέτοιο ειδικό κανόνα, η αρνητική απόδοση που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24 ανωτέρω θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το κύριο ποσό κατά τη στιγμή της επιστροφής του.

48      Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η επίδικη διάταξη συνιστά παράβαση του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 41 παράγραφος 3, και του άρθρου 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η εν λόγω διάταξη θέτει σε κίνδυνο την άσκηση του δικαιώματός της να αποκατασταθεί η ζημία της ή του δικαιώματός της να λάβει τόκους και ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής. Η ενάγουσα δεν μπορεί επίσης να υποστηρίζει βασίμως ότι η μη καταβολή τόκων θα αποθάρρυνε τους αποδέκτες μιας απόφασης στον τομέα του ανταγωνισμού να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για την ακύρωσή της, δεδομένου ότι η επιστροφή τόκων (αρνητικών ή θετικών) αποτελεί αίτημα παρεπόμενο σε σχέση με το αίτημα ακύρωσης του κύριου ποσού του προστίμου και μη προβλέψιμο κατά το στάδιο της κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής.

 Ως προς τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

49      Κατά πάγια νομολογία, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα όργανα της Ένωσης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Για να πληρούται η πρώτη προϋπόθεση πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να έχει αποδειχθεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Έχει επίσης διευκρινιστεί ότι κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης υφίσταται όταν η παραβίαση συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, όπου τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στις αρχές της Ένωσης (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δύναται να αρκεί προς στοιχειοθέτηση κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου αυτού μόνον όταν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει το θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι σημαντικά περιορισμένο ή και ανύπαρκτο (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά Fresh Marine, C‑472/00 P, EU:C:2003:399, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Απριλίου 2017, Ευρωπαίος διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 39).

52      Εν προκειμένω, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν η παράλειψη καταβολής τόκων επί του επιστρεφόμενου στην ενάγουσα κυρίου ποσού του προστίμου στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

53      Προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως, η ενάγουσα προβάλλει, αφενός, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, η οποία αφορά, ιδίως, την αιτιολογική σκέψη 92 της απόφασης του 2014 και λόγω της οποίας το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την εν λόγω απόφαση έναντι της ενάγουσας με την απόφαση Printeos, και, αφετέρου, παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ το οποίο θεσπίζει δικαίωμα στην πλήρη και ορθή εφαρμογή της εν λόγω απόφασης, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προς τον σκοπό αυτό, ούτε όσον αφορά την επιδίκαση τόκων υπερημερίας.

54      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Ως προς την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

55      Δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης η οποία κηρύσσει την πράξη αυτή άκυρη. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες υπό την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 50 ανωτέρω νομολογίας. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κανόνας προβλέπει απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωση του οργάνου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να λάβει, προς το συμφέρον του νικήσαντος προσφεύγοντος, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης, στην οποία αντιστοιχεί δικαίωμα του προσφεύγοντος για πλήρη τήρηση της υποχρέωσης αυτής.

56      Επομένως, σε περίπτωση ακύρωσης απόφασης που επιβάλλει πρόστιμο, όπως εν προκειμένω, ή απόφασης που διατάσσει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, η νομολογία έχει δεχθεί, βάσει του κανόνα αυτού, το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε επαναφορά του στην προγενέστερη της απόφασης αυτής κατάσταση, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την επιστροφή του κύριου ποσού που καταβλήθηκε αχρεωστήτως λόγω της ακυρωθείσας απόφασης, καθώς και την καταβολή τόκων υπερημερίας (πρβλ. αποφάσεις IPK, σκέψη 29, και Corus, σκέψεις 50, 52 και 53, διάταξη Holcim, σκέψεις 30 και 31, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2014:2170, σημεία 78 και 79). Το Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας συνιστά μέτρο εκτελέσεως της ακυρωτικής απόφασης, υπό την έννοια του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αποσκοπεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη στέρηση της ικανοποιήσεως μιας απαιτήσεως και στην παρακίνηση του οφειλέτη να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την ακυρωτική απόφαση (απόφαση IPK, σκέψεις 29 και 30).

57      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, για τους σκοπούς της εκτέλεσης της απόφασης Printeos και προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της να μην καταβάλει τόκους στην ενάγουσα, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην επίδικη διάταξη.

58      Στο πλαίσιο αυτό, η αιτίαση της ενάγουσας ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 85α του κανονισμού 2341/2002 αντί της επίδικης διάταξης, η οποία το αντικατέστησε (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως προβάλλει η Επιτροπή, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του 2014, το οποίο δεν είχε προσβληθεί από την ενάγουσα στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑95/15 και κατέστη επομένως απρόσβλητο, παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 σε σχέση με τη δυνατότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης να καταβάλει προσωρινώς το ποσό του προστίμου. Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το ενημερωτικό σημείωμα που διαβιβάσθηκε στην ενάγουσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Φεβρουαρίου 2015 παρέπεμπε ακόμη, εκ παραδρομής, όπως παραδέχεται και η ίδια η Επιτροπή, στο άρθρο 85α του κανονισμού 2341/2002. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι, εν προκειμένω, κατά την περίοδο αναφοράς, η απόδοση της επένδυσης του κύριου ποσού του προστίμου στο ταμείο BUFI δεν παρήγαγε τόκους, αλλά ήταν αρνητική, και ότι η Επιτροπή συμμορφώθηκε, επομένως, με τα κριτήρια εφαρμογής της επίδικης διάταξης.

59      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω, πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η μη καταβολή από την Επιτροπή τόκων υπερημερίας και η εφαρμογή της επίδικης διάταξης συνιστούσαν εκτέλεση της απόφασης Printeos που συνάδει προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της επίδικης διάταξης και ως προς την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας βάσει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

60      Όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επίδικη διάταξη, λαμβανομένων υπόψη του κανονιστικού πλαισίου της και τους σαφούς γράμματός της, με τη ρητή μνεία των ενδίκων μέσων και, μεταξύ άλλων, της περιπτώσεως στην οποία το επιβληθέν με απόφαση πρόστιμο έχει ακυρωθεί, αποσκοπεί στην εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ομοίως, στα υπομνήματά της, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η επίδικη διάταξη θεσπίστηκε με σκοπό να καταστήσει την επίμαχη ρύθμιση σύμφωνη με τις απαιτήσεις που έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία, δηλαδή εκείνες που απορρέουν από την απόφαση Corus και από τη διάταξη Holcim.

61      Η επίδικη διάταξη πρέπει, συνεπώς, να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στον βαθμό που το γράμμα της επιτρέπει την ερμηνεία αυτή. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να συνάδουν προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται μη αποδεκτή contra legem ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, όταν το νόημά της είναι σαφές και μη διφορούμενο και δεν επιδέχεται μια τέτοια ερμηνεία [πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Yingli Energy (China) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑160/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:125, σκέψεις 151 και 152 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski, C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, όσον αφορά διάταξη της οποίας το νόημα είναι σαφές και μη διφορούμενο, το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση υποβληθείσας ενώπιόν του ένστασης ελλείψεως νομιμότητας, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, οφείλει μόνο να ελέγξει ότι η διάταξη αυτή συνάδει προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

62      Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 1268/2012 δεν διευκρινίζει την έννοια της φράσης «μαζί με τους τόκους» της επίδικης διάταξης. Ειδικότερα, δεν χαρακτηρίζει τους τόκους αυτούς ως τόκους «υπερημερίας», όπως εκείνους που διαλαμβάνονται στο άρθρο του 83. Ομοίως, το άρθρο 83, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, δηλαδή η νομική βάση της επίδικης διάταξης, περιορίζεται στον αόριστο όρο «παραγόμενοι τόκοι». Αντιθέτως, το άρθρο 78, παράγραφος 4, του ίδιου δημοσιονομικού κανονισμού, που αφορά τη βεβαίωση των απαιτήσεων της Ένωσης έναντι ενός οφειλέτη, αναφέρεται ρητά σε «τόκους υπερημερίας». Περαιτέρω, απαντώντας σε γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το θέμα αυτό, η Επιτροπή υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι οι «τόκοι» υπό την έννοια του ως άνω άρθρου δεν ήταν ούτε τόκοι υπερημερίας ούτε αντισταθμιστικοί τόκοι, αλλά sui generis τόκοι που είχαν σχέση αποκλειστικά με την απόδοση ή την αποδοτικότητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την κατάθεση του κύριου ποσού σε λογαριασμό ή με την επένδυσή του σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία.

63      Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη διάταξη, καθώς και οι λοιπές διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, ρυθμίζουν πλήρως το ζήτημα των τόκων που καταβάλλονται σε περίπτωση επιστροφής οφειλής κατόπιν ακύρωσης απόφασης με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο, και η ρύθμιση αυτή δεν της παρέχει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα καταβολής τόκων όταν, όπως εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η επίδικη διάταξη. Αντιθέτως, ανεξαρτήτως της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, η Επιτροπή δεν αποκλείει ούτε τη δυνατότητα καταβολής αντισταθμιστικών τόκων προς αποκατάσταση της ζημίας ούτε αυτή της καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστερημένης επιστροφής του κύριου ποσού του προστίμου. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνέτρεχε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δυνάμενη να δικαιολογήσει την καταβολή τόκων υπερημερίας, αλλά εμμένει στο ότι προέβη αμέσως και επιμελώς στην επιστροφή προς την ενάγουσα του κυρίου ποσού του προστίμου ήδη πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση Printeos, αποκλείοντας, επομένως, την υπερημερία.

64      Ωστόσο, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 56 ανωτέρω, η απορρέουσα άμεσα από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας κατόπιν της δικαστικής ακύρωσης, αναδρομικώς, απόφασης που διατάσσει την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ή επιβάλλει πρόστιμο, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης για τη στέρηση της ικανοποίησης της επίμαχης απαίτησης. Συναφώς, η νομολογία λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, συνεπεία της ex tunc ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, η απαίτηση υφίσταται από τότε που ο αποδέκτης της κατέβαλε αχρεωστήτως το ζητηθέν ποσό, οπότε, ήδη από το στάδιο εκείνο, το όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, ως οφειλέτης, βρίσκεται κατ’ ανάγκην σε υπερημερία (πρβλ. αποφάσεις IPK, σκέψεις 30 και 76, και Corus, σκέψεις 50 έως 54). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η νομολογία αυτή δεν διακρίνει ανάλογα με το αν πρόκειται για περίπτωση κατόπιν ακύρωσης απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ή ακύρωσης απόφασης περί επιβολής προστίμου, αλλά εφαρμόζεται σε κάθε απαίτηση που γεννήθηκε κατόπιν της αναδρομικής ακύρωσης μέτρου που λαμβάνεται από θεσμικό όργανο, με την επιφύλαξη του πεδίου εφαρμογής της επίδικης διάταξης και της δυνατότητας εφαρμογής της στη συγκεκριμένη περίπτωση.

65      Επομένως, αβασίμως η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν βρισκόταν σε υπερημερία, ήδη από τις 9 Μαρτίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία η ενάγουσα αχρεωστήτως κατέβαλε προσωρινά το κύριο ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, και, ως εκ τούτου, δεν όφειλε να καταβάλει τόκους υπερημερίας. Δεδομένου ότι η απόφαση του 2014 ακυρώθηκε αναδρομικώς, η Επιτροπή βρισκόταν κατ’ ανάγκην, από την εν λόγω προσωρινή καταβολή, σε υπερημερία όσον αφορά την επιστροφή του κύριου ποσού. Συνεπώς, ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει τόκους υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να αποζημιώσει κατ’ αποκοπήν την ενάγουσα για την στέρηση εκμετάλλευσης του εν λόγω ποσού.

66      Συνάγεται επίσης ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εκτίμησε ότι η επίδικη διάταξη την εμπόδιζε να εκπληρώσει την απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωσή της να καταβάλει τόκους υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν μπορεί ούτε να επηρεάσει την υποχρέωση αυτή ούτε να αποκλείσει την εν λόγω πληρωμή, δεδομένου ότι ο όρος «τόκοι» που διαλαμβάνεται σε αυτήν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναφερόμενος στους «τόκους υπερημερίας» ή στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 64 ανωτέρω, αλλά προσδιορίζει αποκλειστικά την πραγματική θετική απόδοση της επένδυσης του εν λόγω ποσού.

67      Επομένως, η ενάγουσα ορθώς προβάλλει ότι, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης Printeos και ανεξάρτητα από την επίδικη διάταξη, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της εν λόγω απόφασης, όχι μόνο να επιστρέψει το κύριο ποσό του προστίμου, αλλά και να καταβάλει τόκους υπερημερίας ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για την στέρηση της εκμετάλλευσης του εν λόγω ποσού κατά την περίοδο αναφοράς, και ότι δεν διέθετε περιθώριο εκτίμησης προς τούτο.

68      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία προβάλλεται ενδεχόμενος αδικαιολόγητος πλουτισμός της ενάγουσας λόγω της αρνητικής απόδοσης του κυρίου ποσού του προστίμου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και μάλιστα υπεραντιστάθμιση λόγω της επιστροφής της ονομαστικής αξίας του εν λόγω ποσού, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία αντιτίθεται ευθέως στη λογική της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης με την επιδίκαση τόκων υπερημερίας, λογική η οποία υπογραμμίζεται από τη νομολογία.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της απόλυτης και άνευ όρων υποχρέωσης που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να καταβάλει τους εν λόγω τόκους χωρίς να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς, διαπιστώνεται η ύπαρξη κατάφωρης παράβασης του εν λόγω κανόνα δικαίου, ικανής να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 266, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών συναφών αιτιάσεων της ενάγουσας ούτε επί της ένστασης έλλειψης νομιμότητας που προέβαλε κατά της επίδικης διάταξης.

 Ως προς την αιτιώδη συνάφεια και την προς αποκατάσταση ζημία

70      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προϋπόθεση της αιτιώδους συνάφειας κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της προσαπτόμενης παράνομης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν προκειμένω, η παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρέωσής της να καταβάλει τόκους υπερημερίας, βάσει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει αρκούντως άμεση σχέση αιτίου προς αιτιατό με τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα. Η ζημία αυτή ισοδυναμεί με απώλεια κατά την περίοδο αναφοράς των εν λόγω τόκων υπερημερίας που συνιστούν την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τη στέρηση εκμετάλλευσης του κυρίου ποσού του προστίμου κατά την ίδια περίοδο αναφοράς και αντιστοιχούν στο εφαρμοστέο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο, όπως ζητήθηκε εν προκειμένω, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες (βλ. σκέψη 74 κατωτέρω).

72      Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στην ενάγουσα ότι είχε ελευθέρως επιλέξει να καταβάλει προσωρινά το πρόστιμο αντί να συστήσει τραπεζική εγγύηση, για την οποία εξάλλου θα προέκυπταν επίσης δαπάνες χρηματοδότησης, μολονότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τους όρους επιστροφής που προβλέπει η επίδικη διάταξη κατόπιν ενδεχόμενης ακυρωτικής απόφασης. Όπως παραδέχεται και η ίδια η Επιτροπή, κατά το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, ελλείψει ανασταλτικού αποτελέσματος προσφυγής που ασκήθηκε κατά απόφασης περί επιβολής προστίμου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο, η προσωρινή καταβολή του προστίμου συνιστά την κατ’ αρχήν και πρωτογενή υποχρέωση της συγκεκριμένης επιχείρησης και, επιπλέον, εν προκειμένω, την καταβολή αυτή την επέβαλε και το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης του 2014. Κατά συνέπεια, η επιλογή της ενάγουσας να προβεί σε προσωρινή καταβολή του προστίμου αποτελεί τη λογική συνέπεια της απόφασης αυτής και δεν μπορεί να καταλύσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της διαπιστωθείσας παρανομίας και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα.

73      Όσον αφορά το ποσό της προς αποκατάσταση ζημίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε αυτό καθαυτό το κύριο ποσό της αποζημίωσης των 184 592,95 ευρώ, το οποίο ζητεί η ενάγουσα προς αντιστάθμιση των μη καταβληθέντων τόκων υπερημερίας για το διάστημα από τις 9 Μαρτίου 2015 και εφεξής, αλλά μόνον την προσαύξηση των τόκων υπερημερίας κατά 3,5 αντί για 2 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κύριο ποσό που ζητήθηκε συνιστά ποσό για το οποίο δύναται να επιδικαστεί αποζημίωση εν προκειμένω.

74      Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της αμφισβήτησης αυτής, καθώς και του γεγονότος ότι η ενάγουσα περιορίστηκε να ζητήσει, με το πρώτο από τα αιτήματα που διατύπωσε στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής- αγωγής της, αποζημίωση στο ποσό της οποίας περιλαμβάνονται τόκοι υπερημερίας υπολογιζόμενοι με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, προσαυξημένο μόνον κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες, η αρχή ne ultra petita απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να επιδικάσει περισσότερα από τα ζητηθέντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 35). Συναφώς, το υποβληθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αίτημα της ενάγουσας να αυξήσει την προσαύξηση σε 3,5 εκατοστιαίες μονάδες –όπως και το αίτημα που υπέβαλε με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιανουαρίου 2017 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω)– είναι εκπρόθεσμο και αντίθετο προς την αρχή του αμετάβλητου των αιτημάτων των διαδίκων (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, HX κατά Συμβουλίου, C‑423/16 P, EU:C:2017:848, σκέψη 18). Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε μόνον επικουρικώς, δηλαδή σε περίπτωση απόρριψης του κύριου αιτήματός της, να της χορηγηθεί το επιτόκιο που θα κρίνει πρόσφορο το Γενικό Δικαστήριο.

75      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω αίτημα προσαύξησης και να καθοριστεί το ύψος της αποζημίωσης σε 184 592,95 ευρώ.

 Ως προς το αίτημα επιδίκασης τόκων υπερημερίας, στο πλαίσιο του δευτέρου αιτήματος

76      Δεδομένου ότι η ενάγουσα ζήτησε, στο πλαίσιο του δευτέρου αιτήματος, να επιδικαστούν τόκοι υπερημερίας επί του ποσού της αποζημίωσης, όπως αναφέρεται στη σκέψη 75 ανωτέρω, πρέπει να επιδικαστούν τόκοι υπερημερίας υπολογιζόμενοι με αφετηρία τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μέχρι την πλήρη εξόφληση από την Επιτροπή και, όπως ζητήθηκε, με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψεις 178 και 179).

77      Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αυτό καθόσον αφορά την επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την 1η Φεβρουαρίου 2017.

78      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα αποζημίωσης, όπως διαλαμβάνεται στο πρώτο αίτημα της ενάγουσας, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του επικουρικώς προβληθέντος αιτήματος ακυρώσεως του επίδικου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της ενάγουσας, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ενάγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η Printeos, SA, από τη μη καταβολή προς την εταιρία αυτή του ποσού των 184 592,95 ευρώ που της οφειλόταν για τόκους υπερημερίας της περιόδου από τις 9 Μαρτίου 2015 έως την 1η Φεβρουαρίου 2017, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε εκτέλεση της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15).

2)      Το ποσό της αποζημίωσης που καθορίζεται στο σημείο 1 προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένου κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

4)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Forrester

Półtorak

 

      Perillo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Φεβρουαρίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.