Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal judiciaire - Bobigny (Γαλλία) στις 30 Ιουνίου 2020 – BNP Paribas Personal Finance SA κατά ZD

(Υπόθεση C-288/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Τribunal judiciaire - Bobigny

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: BNP Paribas Personal Finance SA

Εναγομένη: ZD

Προδικαστικά ερωτήματα

Αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, υπό την έννοια του άρθρου 4, [παράγραφος] 2, της οδηγίας 93/13 1 , ρήτρες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες ορίζουν, μεταξύ άλλων, ως λογιστικό νόμισμα το ελβετικό φράγκο και ως νόμισμα πληρωμής το ευρώ και συνεπάγονται την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου από τον δανειολήπτη, ελλείψει αμφισβήτησης του ποσού των εξόδων μετατροπής συναλλάγματος και λόγω της ύπαρξης ρητρών που προβλέπουν τη δυνατότητα του δανειολήπτη να ασκήσει, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, το δικαίωμα μετατροπής σε ευρώ βάσει προκαθορισμένου τύπου;

Αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας ρήτρα ή δέσμη ρητρών, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι «σαφείς και κατανοητές» όταν:

στην αρχική προσφορά δανείου αναγράφονται λεπτομερώς οι πράξεις αγοραπωλησίας συναλλάγματος οι οποίες διενεργούνται κατά τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης και διευκρινίζεται ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου είναι εκείνη που ισχύει δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του καθοριστικού για την πράξη γεγονότος και δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας·

στην προσφορά αναφέρεται ότι ο δανειολήπτης αποδέχεται όσες πράξεις μετατροπής ελβετικών φράγκων σε ευρώ και ευρώ σε ελβετικά φράγκα είναι αναγκαίες για τη λειτουργία και την αποπληρωμή του δανείου και ότι ο πιστωτικός φορέας θα μετατρέπει σε ελβετικά φράγκα το υπόλοιπο των μηνιαίων δόσεων σε ευρώ μετά την πληρωμή των πρόσθετων επιβαρύνσεων·

στην προσφορά επισημαίνεται ότι, αν από την πράξη αγοραπωλησίας συναλλάγματος προκύψει ποσό μικρότερο της οφειλόμενης δόσης σε ελβετικά φράγκα, η αποπληρωμή του κεφαλαίου επιβραδύνεται και το τυχόν μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου το οποίο αντιστοιχεί στη δόση προστίθεται στο πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού σε ελβετικά φράγκα, ενώ διευκρινίζεται επίσης ότι η αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου εξελίσσεται σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόζεται στις μηνιαίες πληρωμές των δόσεων, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ανεξαρτήτως του αν η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται την επιμήκυνση ή τη μείωση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου και, ενδεχομένως, μεταβάλει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού προς αποπληρωμή·

τα άρθρα με τίτλο «εσωτερικός λογαριασμός σε ευρώ» και «εσωτερικός λογαριασμός σε ελβετικά φράγκα» εκθέτουν λεπτομερώς τις πράξεις που διενεργούνται σε κάθε καταβολή δόσης ως πίστωση και ως χρέωση κάθε λογαριασμού, ενώ στη σύμβαση περιγράφεται με διαφάνεια πώς ακριβώς λειτουργεί ο μηχανισμός μετατροπής του ξένου νομίσματος·

και μολονότι στην προσφορά δεν γίνεται ειδικότερα ρητή μνεία ούτε στον «συναλλαγματικό κίνδυνο» που φέρει ο δανειολήπτης δεδομένου ότι δεν πραγματοποιεί εισοδήματα στο λογιστικό νόμισμα, ούτε στον «κίνδυνο επιτοκίου»;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας ρήτρα ή δέσμη ρητρών, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι «σαφείς και κατανοητές» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, σε περίπτωση που απλώς προστίθεται στα προεκτεθέντα στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στοιχεία ένας πίνακας προσομοίωσης της μείωσης κατά 5,27 % του νομίσματος πληρωμής έναντι του λογιστικού νομίσματος, σε σύμβαση αρχικής διάρκειας 25 ετών, και χωρίς να μνημονεύονται όροι όπως «κίνδυνος» ή «δυσχέρεια»;

Ποιος φέρει το βάρος απόδειξης του «σαφούς και κατανοητού» χαρακτήρα μιας ρήτρας, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, περιλαμβανομένων των όλων περιστάσεων της σύναψης της σύμβασης, ο επαγγελματίας ή ο καταναλωτής;

Σε περίπτωση που το βάρος απόδειξης του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα της ρήτρας φέρει ο επαγγελματίας, αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας, εφόσον υπάρχουν έγγραφα σχετικά με τις τεχνικές πώλησης, ο δανειολήπτης είναι εκείνος που οφείλει να αποδείξει αφενός, ότι έλαβε τις πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στα έγγραφα αυτά και, αφετέρου, ότι η τράπεζα ήταν εκείνη που του γνωστοποίησε τις πληροφορίες αυτές, ή, αντιθέτως, συνιστούν τα εν λόγω στοιχεία τεκμήριο ότι οι περιλαμβανόμενες στα έγγραφα πληροφορίες γνωστοποιήθηκαν, έστω προφορικώς, στους δανειολήπτες, δηλαδή μαχητό τεκμήριο που πρέπει να ανατραπεί από τον επαγγελματία, ο οποίος ευθύνεται για τις πληροφορίες που παρέχουν οι μεσάζοντες τους οποίους ο ίδιος έχει επιλέξει;

Είναι δυνατή η διαπίστωση σημαντικής ανισορροπίας σε σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν συναλλαγματικό κίνδυνο, εφόσον, αφενός, ο επαγγελματίας διαθέτει ισχυρότερα μέσα από εκείνα του καταναλωτή προκειμένου να προβλέπει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και, αφετέρου, ότι τίθεται ανώτατο όριο στον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο επαγγελματίας αλλά όχι στον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο καταναλωτής;

____________

1     Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).