Language of document : ECLI:EU:F:2007:35

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2007

Υπόθεση F-111/05

Carlos Sanchez Ferriz

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Αξιολόγηση για την περίοδο 2001/2002»

Αντικείμενο: Προσφυγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ με την οποία ο C. Sanchez Ferriz ζητεί την ακύρωση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή στρεφομένη κατά εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 64 και 65· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 26, εδ. 7, και 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι – βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Έκταση – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας

(Άρθρο 241 ΕΚ)

1.      Στο πλαίσιο προσφυγής στρεφομένης από υπάλληλο κατά εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη ηλεκτρονικού φακέλου συνιστά παράβαση του άρθρου 26, τελευταίο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) επειδή εμποδίζει τη διαβίβαση στο κοινοτικό δικαστήριο ολόκληρου του ατομικού φακέλου του εν λόγω υπαλλήλου, ακόμη και αν υποτεθεί βάσιμος, ουδόλως δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της επίμαχης εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Το πολύ, το επιχείρημα αυτό θα καθιστούσε δυνατό να υποστηριχθεί ότι δεν έγινε στον κοινοτικό δικαστή η ανακοίνωση των πληροφοριακών στοιχείων που προβλέπεται από τον ΚΥΚ. Ωστόσο, η νομιμότητα της αξιολογήσεως, από τον κοινοτικό δικαστή, της προσφυγής ενός υπαλλήλου ουδόλως εξαρτάται από το αν το καθού θεσμικό όργανο τήρησε την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του ΚΥΚ υποχρέωσή του να κοινοποιήσει τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου. Μόνο του κοινοτικού δικαστή έργο είναι να εκτιμήσει αν είναι σκόπιμο να ληφθούν μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Νοεμβρίου 2006, T‑47/04, Milbert κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑281 και II‑A‑2‑1455, σκέψη 83

2.      Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της καταρτίσεως των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας, οι αξιολογητές λαμβάνουν υπόψη τον μέσο όρο που τους υποδείχθηκε ως στόχος ουδόλως σημαίνει ότι η ελευθερία τους κρίσεως περιορίζεται σε μέτρο αντίθετο προς το άρθρο 43 του ΚΥΚ. Αντιθέτως, το σύστημα του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος, όπως αυτό εφαρμόζεται στις γενικές διατάξεις που η Επιτροπή θέσπισε σε εκτέλεση του άρθρου 43 του ΚΥΚ, δύναται να ευνοήσει την ελευθερία των βαθμολογητών κατά την αξιολόγηση των βαθμολογουμένων υπαλλήλων και να προαγάγει μια βαθμολόγηση αντιπροσωπευτική των προσόντων των υπαλλήλων αυτών.

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο μέσος αυτός όρος, ο οποίος εκφράζει με μαθηματικό τρόπο την αξιολόγηση των επιδόσεων ενός μέσου υπαλλήλου, δεν περιορίζει τη δυνατότητα των αξιολογητών να διαφοροποιήσουν τις σε ατομική βάση αξιολογήσεις των επιδόσεων κάθε υπαλλήλου ανάλογα με τον βαθμό που οι επιδόσεις του αποκλίνουν, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, από τον μέσο αυτόν όρο.

Δεύτερον, η υπόδειξη του 14 ως του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος, σε μια κλίμακα μονάδων από το 0 έως το 20, καθιστά δυνατό να αποτραπεί ο κίνδυνος κατακόρυφης ανόδου της μέσης βαθμολογίας, η οποία κατακόρυφη άνοδος θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η γκάμα των βαθμών που πραγματικά χρησιμοποιείται από τους βαθμολογητές και, επομένως, θα έθιγε τη λειτουργία της βαθμολογίας που έγκειται στο να αντικατοπτρίζονται, όσο πιστά είναι δυνατόν, τα προσόντα των βαθμολογημένων υπαλλήλων και να καθίσταται δυνατή μια πραγματική σύγκριση.

Τρίτον, η υπόδειξη ενός μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος καθιστά δυνατό και να μειωθεί ο κίνδυνος αποκλίσεων μεταξύ των μέσων όρων των βαθμολογιών που δίνονται από τις διάφορες γενικές διευθύνσεις, αποκλίσεων οι οποίες δεν θα δικαιολογούνταν από αντικειμενικές σκέψεις σχετικά με τα προσόντα των βαθμολογημένων υπαλλήλων.

Τέταρτον, το σύστημα του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος λαμβάνει υπόψη τη συνηθέστερα παρατηρούμενη πραγματικότητα, δηλαδή την ομοιογενή κατανομή των βαθμολογημένων υπαλλήλων γύρω από το μέσο επίπεδο προσόντων που αντιπροσωπεύει ο μέσος αυτός όρος. Επιπλέον, το σύστημα που εισήγαγαν οι γενικές διατάξεις που η Επιτροπή θέσπισε σε εκτέλεση του άρθρου 45 του ΚΥΚ παρέχει στους βαθμολογητές τη δυνατότητα, όταν η ιδιαίτερη κατάσταση μιας υπηρεσίας αποκλίνει από τη συνηθισμένη αυτή πραγματικότητα, να αποκλίνουν και από τον μέσο όρο που τέθηκε ως στόχος.. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, των γενικών αυτών εκτελεστικών διατάξεων, ουδεμία συνέπεια συνδέεται με την κατά μία μονάδα υπέρβαση του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος.

(βλ. σκέψεις 40 έως 45)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑43/04, Fardoom και Reinard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑329 και II‑1465, σκέψεις 52, 54 και 55

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑19/05, Sanchez Ferriz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑41 και II‑A‑1‑135, σκέψη 42

3.      Δεν περιορίζουν την ελευθερία κρίσεως των αξιολογητών κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 43 του ΚΥΚ οι εσωτερικές οδηγίες σχετικά με την κατάρτιση των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας, οι οποίες οδηγίες προβλέπουν τρεις ενότητες αναφοράς που αντιστοιχούν σε ενδεικτικά ποσοστά του προσωπικού και επιτρέπουν διαφορετικούς ρυθμούς εξελίξεως της σταδιοδρομίας, με μία ενότητα από τις 17 έως τις 20 μονάδες (γρήγορη σταδιοδρομία) για, κατ’ ανώτατο όριο, το 15 % των υπαλλήλων, μία ενότητα από τις 12 έως τις 16 μονάδες (συνηθισμένη σταδιοδρομία) για περίπου το 75 % των υπαλλήλων και μία ενότητα από τις 10 έως τις 11 μονάδες (αργή σταδιοδρομία) για, κατ’ ανώτατο όριο, το 10 % των υπαλλήλων.

Συγκεκριμένα, οι ενότητες αναφοράς είναι ενδεικτικές, απορρέουν από βαθμολογίες παρελθόντων ετών και η μη τήρησή τους δεν επισύρει κυρώσεις. Η υπόδειξη ενοτήτων αναφοράς απλώς λαμβάνει υπόψη τη συνηθέστερα παρατηρούμενη πραγματικότητα, χωρίς να θίγεται η ελευθερία του αξιολογητή να αποκλίνει από αυτές όταν το δικαιολογεί η ιδιαίτερη κατάσταση των βαθμολογουμένων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 47 έως 50)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Fardoom και Reinard κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 61

ΔΔΔ: Sanchez Ferriz κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 49

4.      Η ελευθερία κρίσεως του αξιολογητή στο πλαίσιο της καταρτίσεως μιας εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας δεν περιορίζεται από την παρέμβαση του επικυρωτή. Ο επικυρωτής είναι αξιολογητής με την πλήρη έννοια του όρου. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, των γενικών διατάξεων που η Επιτροπή θέσπισε σε εκτέλεση του άρθρου 43 του ΚΥΚ, ο αξιολογητής και ο επικυρωτής είναι εκείνοι που καταρτίζουν την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, των γενικών αυτών εκτελεστικών διατάξεων, στην περίπτωση που ο υπάλληλος εκφράσει την επιθυμία του να συνδιαλεχθεί με τον επικυρωτή, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα είτε να τροποποιήσει είτε να επικυρώσει την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Επομένως, με τη μέθοδο αξιολογήσεως που η Επιτροπή έχει δεχθεί ως την πλέον κατάλληλη ουδόλως περιορίζεται η ελευθερία κρίσεως που οι αξιολογητές έχουν για να αξιολογήσουν σωστά τους υπαλλήλους με γνώμονα τα προβλεπόμενα τρία κριτήρια αξιολογήσεως. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα του επικυρωτή να τροποποιήσει την εκτίμηση του αξιολογητή –ακριβώς όπως αυτή του κατ’ ένσταση αξιολογητή να τροποποιήσει την εκτίμηση του επικυρωτή– δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 43 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 52 και 53)

5.      Η έκταση μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε αυτό που είναι απαραίτητο για τη λύση της διαφοράς. Συγκεκριμένα, το άρθρο 241 ΕΚ δεν έχει σκοπό να επιτρέψει να αμφισβητηθεί υπέρ οποιασδήποτε προσφυγής η δυνατότητα εφαρμογής οποιασδήποτε πράξεως γενικού χαρακτήρα. Η γενική πράξη που προβάλλεται ότι στερείται νομιμότητας πρέπει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υπάρχει νομικός σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της περί ης πρόκειται γενικής πράξεως.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 31 Μαρτίου 1965, 21/64, Macchiorlati Dalmas e Figli κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 51, 55· 13 Ιουλίου 1966, 32/65, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 429, 441

ΠΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 57· 3 Φεβρουαρίου 2000, T‑60/99, Townsend κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑11 και II‑45, σκέψη 53