Language of document : ECLI:EU:F:2010:37

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 5ης Μαΐου 2010 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2007 — Έννομο συμφέρον — Απόφαση προαγωγής — Πίνακας των προαγόμενων υπαλλήλων — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων ως κριτήριο — Απόφαση ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής — Στάθμιση των συμφερόντων»

Στην υπόθεση F‑53/08,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

Vincent Bouillez, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Overijse (Βέλγιο),

Kris Van Neyghem, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Tirlemont (Βέλγιο),

Ingeborg Wagner-Leclercq, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Edegem (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενοι από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον M. Bauer και την I. Šulce,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ελίζα Νινιού και τη Maria-Béatrice Postiglione Branco, υπαλλήλους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατοίκους Schaerbeek (Βέλγιο) και Kraainem (Βέλγιο) αντίστοιχα, που εκπροσωπήθηκαν αρχικά από τους T. Bontinck και S. Woog, δικηγόρους, και στη συνέχεια από τους T. Bontinck και S. Greco, δικηγόρους,

και

τη Maria De Jesus Cabrita και τη Marie-France Liegard, υπαλλήλους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατοίκους Βρυξελλών (Βέλγιο), που εκπροσωπήθηκαν αρχικά από τον N. Lhoëst, δικηγόρο, και, στη συνέχεια, από τους N. Lhoëst και L. Delhaye, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni (εισηγητή), προέδρους τμήματος, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) στις 28 Μαΐου 2008 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 3 Ιουνίου 2008), ο V. Bouillez, o K. Van Neyghem και η I. Wagner-Leclercq, υπάλληλοι του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ζητούν την ακύρωση αφενός των αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) να μην τους προαγάγει στον βαθμό AST 7 για την περίοδο προαγωγών 2007 και αφετέρου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, των αποφάσεων με τις οποίες προήχθησαν στον βαθμό αυτόν κατά την ίδια περίοδο οι υπάλληλοι που ασκούσαν αρμοδιότητες κατώτερου επιπέδου από ό,τι οι προσφεύγοντες και των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον πίνακα προαχθέντων που γνωστοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου 2007 με την ανακοίνωση προς το προσωπικό αριθ. 136/07.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της [ΑΔΑ] υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 2. Συνεπάγεται για τον υπάλληλο τον διορισμό του στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα δύο ετών στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η [ΑΔΑ] λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28, στοιχείο στ΄, και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν.»

3        Το άρθρο 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«1. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004 τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006 στις σταδιοδρομίες που επιτρέπουν προαγωγές:

α)      στην παλαιά κατηγορία C, έως τον βαθμό AST 7,

β)      στην παλαιά κατηγορία D, έως τον βαθμό AST 5.

[…]

3. Υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 μπορεί να καθίσταται μέλος της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό [σταδιοδρομίας], αφού επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποίησης. Η διαδικασία πιστοποίησης βασίζεται στην αρχαιότητα, την εμπειρία, τα προσόντα και το επίπεδο κατάρτισης των υπαλλήλων και τη διαθεσιμότητα των θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι υποψηφιότητες των υπαλλήλων για την πιστοποίηση εξετάζονται από επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Τα όργανα θεσπίζουν τους κανόνες εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας πριν από την 1η Μαΐου 2004. Εάν χρειασθεί, τα όργανα θεσπίζουν ειδικές διατάξεις για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούνται τα εφαρμοστέα ποσοστά προαγωγής.

[…]»

4        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της απόφασης του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποίησης (στο εξής: απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2004), ορίζει τα εξής:

«[…] Οι υπάλληλοι που έχουν πιστοποιηθεί καθίστανται μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς στη σταδιοδρομία τους.

Η εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων αυτών εξαρτάται από το αν έχουν πράγματι ασκήσει καθήκοντα βοηθού για τα οποία εξακριβώνεται ότι δεν ισχύουν “περιορισμοί σταδιοδρομίας”.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Οι προσφεύγοντες, υπάλληλοι που υπηρετούσαν ήδη στο Συμβούλιο πριν από την 1η Μαΐου 2004, ανήκαν στην παλαιά κατηγορία B. Κατόπιν της τροποποίησης του ΚΥΚ που άρχισε να ισχύει κατά την ημερομηνία αυτή, κατατάχθηκαν στην ομάδα καθηκόντων AST από την 1η Μαΐου 2006, η δε σταδιοδρομία τους αυτοδικαίως δεν υπόκειται σε περιορισμούς εντός αυτής της ομάδας καθηκόντων.

6        Ο V. Bouillez είναι υπεύθυνος για τη γενική συντήρηση των κτιρίων στα οποία στεγάζονται οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου. Ως προϊστάμενος του τομέα «Γενική συντήρηση» της υπηρεσίας «Τεχνική διαχείριση και διαρρύθμιση των χώρων», διευθύνει μια ομάδα έξι ατόμων. Από την έκθεση βαθμολογίας του για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2005 έως 30 Ιουνίου 2006 προκύπτει ότι έχει τις απαιτούμενες ικανότητες για να αναλάβει καθήκοντα υπαλλήλου διοίκησης.

7        Ο K. Van Neyghem είναι ο «συντονιστής κινητικότητας» της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εφαρμογής ενός «επιχειρησιακού προγράμματος μετακινήσεων». Επιπλέον, είναι αρμόδιος να παρακολουθεί την ανακαίνιση ενός κτιρίου του Συμβουλίου και ασχολείται με την κατανομή των γραφείων μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας. Στην έκθεση βαθμολογίας του για το 2004 αναφέρεται ότι είναι ικανός να αναλάβει καθήκοντα υπαλλήλου διοίκησης, τα οποία άλλωστε ασκούσε επί σειρά ετών στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως έκτακτος υπάλληλος.

8        Η I. Wagner-Leclercq είναι αρμόδια για την ηλεκτρονική διαχείριση των δεδομένων του προϋπολογισμού και τις σχέσεις με τους εξωτερικούς συνεργάτες που ασχολούνται με τις βάσεις δεδομένων και επικουρεί τον υπάλληλο διοίκησης που είναι αρμόδιος για τα θέματα προϋπολογισμού σχετικά με τις εξωτερικές δράσεις.

9        Με την υπ’ αριθ. 77/07 ανακοίνωση προς το προσωπικό, της 14ης Μαΐου 2007, το Συμβούλιο κατάρτισε τον πίνακα των υπαλλήλων που προέρχονταν από την παλαιά κατηγορία C και είχαν περατώσει επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης, με αποτέλεσμα να ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς σταδιοδρομίας.

10      Με την υπ’ αριθ. 97/07 ανακοίνωση προς το προσωπικό, της 12ης Ιουνίου 2007 (στο εξής: ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 2007), το Συμβούλιο γνωστοποίησε στους υπαλλήλους τα στοιχεία που είχαν τεθεί στη διάθεση των συμβουλευτικών επιτροπών για τις προαγωγές, καθώς και τα μέτρα που είχαν ληφθεί για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Το παράρτημα 2 της ανακοίνωσης αυτής προσδιόριζε τον αριθμό των προαγωγών που θα μπορούσαν να γίνουν για κάθε βαθμό το 2007 και το παράρτημα 3 περιελάμβανε τον πίνακα των υπαλλήλων που είχαν τα τυπικά προσόντα προαγωγής.

11      Η συμβουλευτική επιτροπή για τις προαγωγές των υπαλλήλων της ομάδα καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς σταδιοδρομίας υπέβαλε στην ΑΔΑ, με έκθεση της 13ης Ιουλίου 2007, πίνακα 22 υπαλλήλων, των οποίων πρότεινε την προαγωγή στον βαθμό AST 7 για την περίοδο προαγωγών 2007. Στον πίνακα αυτόν δεν αναγράφονταν τα ονόματα των προσφευγόντων, αλλά περιλαμβάνονταν τα ονόματα ορισμένων από τους υπαλλήλους που είχαν περατώσει επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης.

12      Με την υπ’ αριθ. 136/07 ανακοίνωση προς το προσωπικό, της 16ης Ιουλίου 2007, η ΑΔΑ γνωστοποίησε ότι είχε αποφασίσει να δεχτεί την πρόταση που της είχε υποβάλει η συμβουλευτική επιτροπή προαγωγών με την έκθεση της 13ης Ιουλίου 2007 και να προαγάγει τους προτεινόμενους 22 υπαλλήλους.

13      Στις 15 Οκτωβρίου 2007 ο V. Van Neyghem και η I. Wagner-Leclercq υπέβαλαν, χωριστά ο καθένας, ένσταση κατά του πίνακα των υπαλλήλων που είχαν προαχθεί στον βαθμό AST 7.

14      Ο V. Bouillez υπέβαλε στις 16 Οκτωβρίου 2007 ένσταση κατά της απόφασης μη προαγωγής του στον βαθμό AST 7 και κατά των αποφάσεων προαγωγής στον βαθμό αυτόν των υπαλλήλων που είχαν περατώσει επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης.

15      Το Συμβούλιο απέρριψε τις ενστάσεις αυτές με αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2008, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στις 18 Φεβρουαρίου 2008 στον V. Bouillez και στην I. Wagner-Leclercq και στις 20 Φεβρουαρίου 2008 στον K. Van Neyghem (στο εξής: απορριπτικές αποφάσεις).

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

16      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το ΔΔΔ:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις με τις οποίες η ΑΔΑ απέρριψε το αίτημά τους να τους προαγάγει στον βαθμό AST 7 κατά την περίοδο προαγωγών 2007 (στο εξής: επίδικες αποφάσεις),

–        να ακυρώσει, «κατά το μέτρο του αναγκαίου», τις αποφάσεις με τις οποίες προήχθησαν στον βαθμό αυτόν κατά την ίδια περίοδο οι υπάλληλοι που ασκούσαν αρμοδιότητες κατώτερου επιπέδου από ό,τι οι προσφεύγοντες και των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον πίνακα προαχθέντων που γνωστοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου 2007 με την ανακοίνωση προς το προσωπικό αριθ. 136/07 (στο εξής: αποφάσεις προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων),

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

17      Το Συμβούλιο ζητεί από το ΔΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

18      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2008, το ΔΔΔ γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην ολομέλεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Κανονισμού Διαδικασίας. Το ΔΔΔ επέστησε επίσης την προσοχή του Συμβουλίου στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ζητούσαν όχι μόνο την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων, αλλά και την ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων. Για τον λόγο αυτόν το ΔΔΔ κάλεσε το Συμβούλιο να διευκρινίσει αν, σε περίπτωση ακύρωσης των τελευταίων αυτών αποφάσεων και σε περίπτωση που το Συμβούλιο αποφασίσει να προαγάγει αναδρομικά τους προσφεύγοντες, η προαγωγή αυτή δεν θα είναι δυνατή παρά μόνο μετά την ανάκληση των αρχικών αποφάσεων προαγωγής, κατά των οποίων έχει ασκηθεί εμπροθέσμως προσφυγή και οι οποίες είναι ενδεχομένως παράνομες για τον ίδιο λόγο που θα μπορούσαν να είναι παράνομες οι αποφάσεις μη προαγωγής των προσφευγόντων. Με το ίδιο έγγραφο το ΔΔΔ κάλεσε, τέλος, το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί της σκοπιμότητας να κληθούν να παρέμβουν στη δίκη ορισμένοι από τους προαχθέντες υπαλλήλους κατά της προαγωγής των οποίων βάλλουν οι προσφεύγοντες.

19      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2008 το ΔΔΔ γνωστοποίησε στους προσφεύγοντες ότι η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην ολομέλεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Κανονισμού Διαδικασίας. Επισήμανε επίσης ότι οι προσφεύγοντες ζητούσαν όχι μόνο την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων, αλλά και την ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων και ότι, σε περίπτωση που το τελευταίο αυτό αίτημα γινόταν τυπικά και ουσιαστικά δεκτό, θα θίγονταν τα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων. Το ΔΔΔ ανέφερε επίσης ότι είχε την πρόθεση να καλέσει τους υπαλλήλους αυτούς να παρέμβουν στη δίκη και κάλεσε τους προσφεύγοντες, σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του διαδικαστικού αυτού ενδεχομένου.

20      Με έγγραφο της 24ης Νοεμβρίου 2008, οι προσφεύγοντες εξέφρασαν τους ενδοιασμούς τους ως προς την κλήση των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων που είχαν προαχθεί στον βαθμό AST 7 για να παρέμβουν στη δίκη, όπως πρότεινε το ΔΔΔ, και τόνισαν ότι η κλήση αυτή θα είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης.

21      Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2008, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι, μολονότι δεν θεωρούσε αναγκαία την κλήση των προαχθέντων υπαλλήλων προς παρέμβαση, επαφιόταν στην κρίση του ΔΔΔ. Ανέφερε επίσης ότι «ο αριθμός των θέσεων για προαγωγή στον βαθμό AST 7 για την περίοδο 2007 είχε καθοριστεί ως ανώτατο όριο […]».

22      Κανείς από τους διαδίκους δεν αμφισβήτησε με τα προαναφερθέντα έγγραφα ή μεταγενέστερα την ερμηνεία του αιτήματος ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής στην οποία προέβη το ΔΔΔ, το οποίο δέχτηκε ότι το αίτημα αυτό προβάλλεται μόνο κατά των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων.

23      Με έγγραφα της 23ης Ιανουαρίου 2009, το ΔΔΔ κάλεσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τους 14 πιστοποιηθέντες υπαλλήλους που προήχθησαν το 2007 στον βαθμό AST 7 και τους οποίους αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προαγωγής να παρέμβουν στη δίκη.

24      Με διάταξη της 3ης Απριλίου 2009 ο Πρόεδρος του ΔΔΔ επέτρεψε στην Ε. Νινιού, στην M.‑B. Postiglione Branco (στο εξής: πρώτες παρεμβαίνουσες), στην M. De Jesus Cabrita και στην M.‑F. Liegard (στο εξής: δεύτερες παρεμβαίνουσες) να παρέμβουν στη δίκη υπέρ του καθού.

25      Με υπόμνημα παρέμβασης που περιήλθε στη Γραμματεία του ΔΔΔ στις 11 Μαΐου 2009, οι πρώτες παρεμβαίνουσες ζητούν από το ΔΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

26      Με υπόμνημα παρέμβασης που περιήλθε στη Γραμματεία του ΔΔΔ στις 21 Μαΐου 2009, οι δεύτερες παρεμβαίνουσες ζητούν από το ΔΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2009, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο ΔΔΔ ότι δεν είχε να διατυπώσει παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρέμβασης που είχαν κατατεθεί.

28      Με υπόμνημα που περιήλθε στη Γραμματεία του ΔΔΔ στις 3 Ιουλίου 2009, οι προσφεύγοντες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το υπόμνημα παρέμβασης των δεύτερων παρεμβαινουσών. Οι προσφεύγοντες προβάλλουν τα ίδια αιτήματα όπως και με το δικόγραφο της προσφυγής και, επιπλέον, το αίτημα να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα έξοδα των παρεμβαινουσών ή, επικουρικά, να φέρουν οι ίδιες οι δεύτερες παρεμβαίνουσες τα έξοδά τους.

29      Οι προσφεύγοντες, με υπόμνημα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ΔΔΔ στις 7 Ιουλίου 2009 σχετικά με το υπόμνημα παρέμβασης των πρώτων παρεμβαινουσών, προβάλλουν τα ίδια αιτήματα όπως και με το δικόγραφο της προσφυγής και, επιπλέον, το αίτημα να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα έξοδα των παρεμβαινουσών ή, επικουρικά, να φέρουν οι ίδιες οι πρώτες παρεμβαίνουσες τα έξοδά τους.

30      Στη σύνθεση του ΔΔΔ, το οποίο δίκαζε ως ολομέλεια, μετείχαν κατά την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζήτησης έξι μόνο δικαστές, λόγω κωλύματος ενός από τα μέλη του.

31      Δυνάμει αφενός του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού και αφετέρου του άρθρου 27 του Κανονισμού Διαδικασίας, το ΔΔΔ συνεδριάζει εγκύρως μόνο με περιττό αριθμό δικαστών και, αν ο αριθμός των παρόντων δικαστών είναι άρτιος λόγω απουσίας ή κωλύματος, απέχει της διασκέψεως ο νεότερος κατ’ αρχαιότητα δικαστής, σύμφωνα με την σειρά που ορίζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1992, T‑26/90, Finsider κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1789, σκέψη 38).

32      Κατ’ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, στη διάσκεψη για την έκδοση της παρούσας απόφασης έλαβαν μέρος οι πέντε δικαστές που την υπογράφουν.

 Σκεπτικό

33      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, προς στήριξη όλων των αιτημάτων τους, τέσσερις λόγους ακύρωσης:

–        ο πρώτος λόγος αφορά την ελλιπή αιτιολογία,

–        ο δεύτερος λόγος αφορά την παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθόσον το Συμβούλιο αφενός δεν έλαβε υπόψη, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή και αφετέρου δεν εξέτασε, προκειμένου να προβεί στη συγκριτική εξέταση των προσόντων, ορισμένα δευτερεύοντα κριτήρια,

–        ο τρίτος λόγος αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της απόφασης της 2ας Δεκεμβρίου 2004,

–        ο τέταρτος λόγος αφορά την προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των προσόντων των υπαλλήλων που συγκέντρωναν τα τυπικά προσόντα για προαγωγή.

34      Το ΔΔΔ εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει ειδικότερα τον λόγο ακύρωσης που αφορά την παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, δεν έλαβε υπόψη παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης των επίδικων αποφάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, διότι, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, δεν έλαβε υπόψη παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι.

36      Το ΔΔΔ επισήμανε πάντως, με την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2008, F‑104/05, Valero Jordana κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑127, σκέψεις 74 και 75), ότι το κριτήριο αυτό, το οποίο περιελήφθη στο άρθρο 45 του ΚΥΚ κατόπιν της τροποποίησής του που άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 2004, έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του ότι το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] είχε αποφανθεί, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως ίσχυαν πριν από την παραπάνω ημερομηνία, ότι το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων δεν μπορούσε να αποτελέσει αποφασιστικής σημασίας κριτήριο κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων.

37      Αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία την οποία προσδίδει το Συμβούλιο στο νέο κείμενο του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το αποτέλεσμα θα ήταν, κατά τους προσφεύγοντες, να καταστεί ουσιαστικά η διάταξη αυτή κενή περιεχομένου. Ο σκοπός της χρήσης της λέξης «ενδεχομένως» στη διάταξη αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η επιβολή στην ΑΔΑ της υποχρέωσης να λαμβάνει υπόψη της τις πιθανώς υπάρχουσες ιδιαίτερες καταστάσεις, στις οποίες ένας υπάλληλος ασκεί καθήκοντα που αντιστοιχούν σε ανώτερο βαθμό.

38      Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων δεν συνιστά αποφασιστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, εφόσον όλοι οι υπάλληλοι που πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις προαγωγής ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων, τεκμαίρεται ότι ασκούν αρμοδιότητες ισοδύναμου επιπέδου. Το κριτήριο του επιπέδου αρμοδιοτήτων καθίσταται κρίσιμο δευτερευόντως, στην περίπτωση μόνο που ο υπάλληλος κατέχει θέση σταδιοδρομίας της κατηγορίας του ή του κλάδου του που είναι ανώτερη της σταδιοδρομίας στην οποία ανήκει. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι προσφεύγοντες δεν είναι προφανώς ανώτερο από το επίπεδο των αρμοδιοτήτων των προαχθέντων υπαλλήλων που είχαν περατώσει επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης. Το κριτήριο αυτό, το οποίο εφαρμόζεται δευτερευόντως και μόνο, δεν είναι συνεπώς ικανό να μεταβάλει το αποτέλεσμα της συγκριτικής εξέτασης των γενικών και των αναλυτικών αξιολογήσεων.

39      Το Συμβούλιο υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, με βάση την πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη τα δευτερεύοντα κριτήρια, όπως είναι η ηλικία και η προϋπηρεσία, εφόσον έκρινε ότι τα προσόντα των προαχθέντων υπαλλήλων και τα προσόντα των προσφευγόντων δεν ήσαν ίδια.

40      Οι παρεμβαίνουσες επαναλαμβάνουν, με τα υπομνήματά τους, τους αμυντικούς ισχυρισμούς του Συμβουλίου.

41      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο διευκρίνισε ποια είναι η ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει δεκτή. Το κριτήριο του επιπέδου των ασκούμενων αρμοδιοτήτων θα πρέπει να θεωρείται, όπως και τα κριτήρια σχετικά με τις εκθέσεις βαθμολογίας και τις γλωσσικές γνώσεις των υπαλλήλων, ως ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης των προσόντων των υπαλλήλων που είναι υποψήφιοι για προαγωγή, και μάλιστα ως ένα από τα «πρωταρχικά» κριτήρια για τη συγκριτική ανάλυση των προσόντων, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τα δευτερεύοντα κριτήρια, όπως είναι η ηλικία και η προϋπηρεσία, τα οποία λαμβάνονται υπόψη σε μεταγενέστερο μόνο στάδιο, εφόσον διαπιστώνεται ισότητα προσόντων μεταξύ των υπαλλήλων που πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις προαγωγής.

 Εκτίμηση του ΔΔΔ

 — Επί του παραδεκτού του λόγου ακύρωσης

42      Όσον αφορά τον K. Van Neyghem, τόσο από την ένστασή του (σημείο 29) όσο και από την απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου (σημείο 28) προκύπτει ότι ο λόγος που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η οποία συνίσταται στο ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή, διατυπώθηκε ρητά κατά τη φάση της διαδικασίας πριν από την άσκηση της προσφυγής.

43      Όσον αφορά τους δύο άλλους προσφεύγοντες, το ΔΔΔ διερωτάται, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία κατά την οποία οι ενστάσεις πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύτητα πνεύματος, κατά πόσον οι προσφεύγοντες αυτοί προβάλλουν παραδεκτώς τον λόγο ακύρωσης που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, αν ληφθεί υπόψη η διατύπωση των ενστάσεών τους.

44      Ο V. Bouillez αναφέρθηκε ρητά, με την ένστασή του, στην παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (σημείο 22) και διευκρίνισε (σημείο 26) ότι «η ΑΔΑ είναι υποχρεωμένη, όταν προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 του ΚΥΚ, να εξετάζει όλα τα κρίσιμα στοιχεία». Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο V. Bouillez επιδίωκε, με την ένσταση αυτή, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί με ευρύτητα πνεύματος, να θέσει ζήτημα νομιμότητας της παράλειψης του Συμβουλίου να λάβει υπόψη, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων, το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων.

45      Η I. Wagner-Leclercq ισχυρίστηκε με την ένστασή της, η οποία είχε συνταχθεί στα αγγλικά, ότι η απόφαση μη προαγωγής της αποτελούσε παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και διευκρίνισε τα εξής:

«Πιστεύω ότι, αφού δεν υπήρχε πίνακας περιγραφής των καθηκόντων κάθε θέσης, δεν ήταν δυνατή η συγκριτική ανάλυση των προσόντων κάθε υποψηφίου με βάση τη σημασία της θέσης που κατέχει ο υπάλληλος στο οργανόγραμμα και τις αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στη θέση αυτή.»

46      Η προσφεύγουσα, διατυπώνοντας τις επικρίσεις αυτές, αναφέρθηκε, έμμεσα τουλάχιστον, στην αιτίαση ότι η ΑΔΑ δεν έλαβε υπόψη το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υπάλληλοι που είχαν τα τυπικά προσόντα για προαγωγή.

47      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι παραδεκτώς προβάλλεται και από τους τρεις προσφεύγοντες ο λόγος ακύρωσης που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, διότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι που είχαν τα τυπικά προσόντα για προαγωγή. Το ΔΔΔ επισημαίνει επίσης ότι το Συμβούλιο δεν πρόβαλε καμία τέτοια ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής.

 — Επί του βασίμου του λόγου ακύρωσης

48      Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η ΑΔΑ, για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις που έχουν καταρτιστεί για τους υπαλλήλους, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι προαγώγιμοι υπάλληλοι.

49      Όπως έχει ήδη αποφανθεί το ΔΔΔ, εφόσον πρόκειται για τομέα στον οποίο η διοίκηση έχει ευρεία εξουσία εκτίμησης, η ρητή μνεία των κριτηρίων αυτών στο άρθρο 45 του ΚΥΚ αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εφαρμογή τους (απόφαση του ΔΔΔ της 31ης Ιανουαρίου 2008, F‑97/05, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑15 και II‑A‑1‑49, σκέψη 62). Το γεγονός ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αναφέρει ότι, κατά την αξιολόγηση των προσόντων ενόψει της προαγωγής, λαμβάνεται ενδεχομένως υπόψη το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκεί ο υπάλληλος είναι ιδιαίτερα σημαντικό, με δεδομένο ότι το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001 στην υπόθεση T‑131/00, Schochaert κατά Συμβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑141 και II‑743, σκέψη 43), έκρινε ότι αντέβαινε στις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, όπως ίσχυαν πριν από την 1η Μαΐου 2004, το γεγονός ότι το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι ανάγεται σε αποφασιστικό κριτήριο.

50      Επιπλέον, το ΔΔΔ έχει δεχτεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004 είναι σαφέστερες, όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις προαγωγές, από ό,τι οι ίδιες διατάξεις υπό τη μορφή που είχαν πριν από την ημερομηνία αυτή, διότι δεν αναφέρουν μόνο τις εκθέσεις βαθμολογίας, αλλά και τη χρήση άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν σε βάθος γνώση και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι εν λόγω υπάλληλοι. Το ΔΔΔ έχει επίσης δεχτεί ότι η ΑΔΑ προβαίνει πλέον στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων με βάση καταρχήν τα τρία αυτά στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι ο όρος «προσόντα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έχει διαφορετική, και κατ’ ουσία ευρύτερη, έννοια από ό,τι ο ίδιος αυτός όρος που χρησιμοποιούνταν στο ίδιο αυτό άρθρο, όπως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004 (απόφαση του ΔΔΔ της 7ης Νοεμβρίου 2007, F57/06, Hinderyckx κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑329 και II‑A‑1‑1831, σκέψη 45). Δευτερευόντως η ΑΔΑ μπορεί, κατά την αξιολόγηση των προσόντων των υπαλλήλων ενόψει των προαγωγών, εφόσον οι υπάλληλοι αυτοί έχουν τα ίδια προσόντα με βάση τα τρία στοιχεία που αναφέρει ρητά το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να λαμβάνει υπόψη της και άλλα στοιχεία, όπως είναι η ηλικία των υποψηφίων, η αρχαιότητά τους στον βαθμό και η όλη προϋπηρεσία τους (προπαρατεθείσα απόφαση Hinderyckx κατά Συμβουλίου, σκέψη 46). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο υποστήριξε άλλωστε την ίδια ερμηνεία, διευκρινίζοντας ότι με τους νέους κανόνες που καταρτίζονται από τις υπηρεσίες του ενόψει της εφαρμογής τους στις διαδικασίες προαγωγών θα τονίζεται η σημασία που έχει το κριτήριο του επιπέδου των ασκούμενων αρμοδιοτήτων για την ανάλυση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή.

51      Εξάλλου, έχει γίνει δεκτό ότι η διοίκηση, όταν διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης, όπως συμβαίνει με την ΑΔΑ στο θέμα των προαγωγών, έχει την υποχρέωση, όταν προβαίνει στη συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να εξετάζει προσεκτικά και αμερόληπτα όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση των προσόντων αυτών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2009, T‑473/07 P, Επιτροπή κατά Berrisford, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑17 και II‑B‑1‑85, σκέψη 42, και απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, F‑107/06, Berrisford κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑285 και II‑A‑1‑1603, σκέψη 71).

52      Επομένως, από τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προκύπτει ότι το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι αποτελεί ένα από τα τρία κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη της η διοίκηση κατά τη συγκριτική ανάλυση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων.

53      Όπως βέβαια υποστήριξε ορθά το Συμβούλιο, αν ορισμένοι υπάλληλοι ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και έχουν τον ίδιο βαθμό, αυτό προϋποθέτει την άσκηση καθηκόντων ισοδύναμου επιπέδου. Η χρήση της λέξης «ενδεχομένως» στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ επιβεβαιώνει ότι, λόγω αυτού του τεκμηρίου ότι οι υπάλληλοι που έχουν τον ίδιο βαθμό ασκούν αρμοδιότητες ισοδύναμου επιπέδου, το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων δεν αποτελεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, στοιχείο διαφοροποίησης των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή.

54      Εντούτοις, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο, ιδιαίτερα μετά τη συγχώνευση των παλαιών κατηγοριών B και C στην ενιαία ομάδα καθηκόντων των βοηθών. Η συγχώνευση αυτή είχε αυτόματα ως συνέπεια τη διεύρυνση του φάσματος αρμοδιοτήτων που μπορεί να ασκεί ένας υπάλληλος που ανήκει στην ομάδα καθηκόντων AST, όπως άλλωστε προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στο μέρος A του παραρτήματος I του ΚΥΚ. Επομένως, ενδέχεται να υπάρχουν, όσον αφορά το επίπεδο των αρμοδιοτήτων, σημαντικές διαφορές ως προς τα καθήκοντα που ασκούν υπάλληλοι της ίδιας ομάδας καθηκόντων. Εξάλλου ο ΚΥΚ δεν προβλέπει καμία αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων και των βαθμών. Αντίθετα, επιτρέπει την αποσύνδεση του βαθμού από τα καθήκοντα (βλ., επ’ αυτού, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑56/07 P, Επιτροπή κατά Οικονομίδη, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑31 και II‑B‑1‑213, σκέψεις 58 έως 60). Η αποσύνδεση αυτή του βαθμού από το επίπεδο των ασκούμενων καθηκόντων ανταποκρίνεται άλλωστε στη βούληση του νομοθέτη και στην απόφαση των θεσμικών οργάνων να καταστήσουν ευχερέστερη τη διαχείριση του προσωπικού τους. Το ίδιο το Πρωτοδικείο δέχτηκε, όταν ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ, όπως ίσχυαν πριν από την 1η Μαΐου 2004, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει το τεκμήριο ότι οι υπάλληλοι ίδιου βαθμού ασκούν ίδιου επιπέδου αρμοδιότητες (προπαρατεθείσα απόφαση Schochaert κατά Συμβουλίου, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Επομένως, από αυτό το τεκμήριο ισοδυναμίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να προβαίνει στην εξέταση του κριτηρίου σχετικά με το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων και να εξακριβώνει συγκεκριμένα αν με την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού καθίστανται εμφανείς ορισμένες διαφορές στα προσόντα των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων.

56      Κατά συνέπεια, η λέξη «ενδεχομένως» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στη διοίκηση να αποφασίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα λάβει υπόψη το κριτήριο του επιπέδου των ασκούμενων αρμοδιοτήτων κατά τη συγκριτική ανάλυση των προσόντων. Αντίθετα, ο νομοθέτης, αναφέροντας ρητά το κριτήριο αυτό στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ενώ το κείμενο του άρθρου αυτού που ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004 δεν το ανέφερε, ήθελε να τονίσει ότι το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε να είναι σημαντικό στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής. Η λέξη «ενδεχομένως» σημαίνει απλώς ότι, αν και τεκμαίρεται καταρχήν ότι οι υπάλληλοι που έχουν τον ίδιο βαθμό ασκούν καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου, όταν αυτό δεν συμβαίνει, το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία προαγωγών.

57      Στην υπό κρίση υπόθεση πάντως αυτό το τεκμήριο ισοδυναμίας μεταξύ υπαλλήλων που έχουν τον ίδιο βαθμό δεν μπορούσε να γίνει δεκτό και να οδηγήσει το Συμβούλιο στην απόφαση να μην εξακριβώσει τη λυσιτέλεια του κριτηρίου που στηρίζεται στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκθέσεις βαθμολογίας του V. Bouillez και του K. Van Neyghem, οι υπάλληλοι αυτοί ήταν ικανοί να αναλάβουν καθήκοντα υπαλλήλου διοίκησης, δηλαδή καθήκοντα της ανώτερης ομάδας καθηκόντων. Ήταν επομένως πιθανό ότι οι αρμοδιότητες των δύο αυτών υπαλλήλων ήσαν ανώτερου επιπέδου από τις αρμοδιότητες που ασκούσαν οι λοιποί υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι του ίδιου βαθμού.

58      Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε τελικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι αποτελεί το ένα από τα τρία «πρωταρχικά» κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων. Υποστήριξε πάντως ότι δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ κατά την περίοδο προαγωγών του 2007, αφού είχε λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό κατά την έκδοση των αποφάσεων προαγωγής και των επίδικων αποφάσεων.

59      Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο έλεγχος της αιτιολογίας μιας απόφασης περί προαγωγής και μιας απόφασης περί μη προαγωγής δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι δεν είναι υποχρεωτική η αιτιολόγηση των δύο αυτών κατηγοριών αποφάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. IA119 και σ. II‑357, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μόνο η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η ένσταση που υπέβαλε κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ο μη προαχθείς υποψήφιος είναι υποχρεωτικά αιτιολογημένη, τεκμαίρεται δε ότι η αιτιολογία της απόφασης αυτής συμπίπτει με την αιτιολογία της απόφασης κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 1996, T‑118/95, Anacoreta Correia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑283 και II‑835, σκέψη 82).

60      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστούν τα διάφορα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης, για να εξακριβωθεί αν το Συμβούλιο προέβη πράγματι, όπως υποστηρίζει, στη συγκριτική εξέταση των προσόντων υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει συναφώς η απάντηση στην ένσταση.

61      Προς στήριξη της άποψής του, το Συμβούλιο επικαλείται, πρώτον, την ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 2007. Με την εν λόγω ανακοίνωση διευκρινίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κάθε επιτροπή καταρτίζει τους πίνακες των προακτέων υπαλλήλων, οι οποίοι, κατόπιν συγκριτικής εξέτασης των προσόντων, είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι να καταλάβουν τις θέσεις που δημιουργήθηκαν ή κατέστησαν κενές το 2007. Κατά την εξέταση αυτή λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι εκθέσεις που έχουν συνταχθεί για τους υπαλλήλους, καθώς και τα άλλα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 45 του ΚΥΚ.»

62      Στο σημείο 3 του παραρτήματος 1 της ανακοίνωσης της 12ης Ιουνίου 2007 αναφέρονται τα εξής:

«Η παρούσα περίοδος προαγωγών χαρακτηρίζεται από την έναρξη ισχύος του άρθρου 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά το οποίο ο υπάλληλος υποχρεούται να αποδείξει, πριν από την πρώτη προαγωγή του μετά την πρόσληψή του, την ικανότητά του να εργάζεται σε μια τρίτη γλώσσα. Οι υπάλληλοι τους οποίους αφορά το μέτρο αυτό, εφόσον δεν έχουν προσκομίσει αποδείξεις για την ικανότητά τους να εργάζονται σε μια τρίτη γλώσσα, δεν επιτρέπεται να προαχθούν, ακόμη και αν έχουν την απαιτούμενη προϋπηρεσία την 1η Ιανουαρίου 2007. […]»

63      Η ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 2007 αναφέρεται βέβαια, όσον αφορά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, αφενός στην έκθεση βαθμολογίας και αφετέρου στα «άλλα στοιχεία» για τα οποία κάνει λόγο το άρθρο 45 του ΚΥΚ. Εντούτοις, δεν κάνει σαφή μνεία του επιπέδου των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι, ενώ το παράρτημα 1 της ανακοίνωσης αυτής αναφέρει ρητά το κριτήριο της χρήσης άλλων γλωσσών, πέρα από τη γλώσσα για την οποία οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι έχουν αποδείξει ότι τη γνωρίζουν σε βάθος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 2007, λόγω του γενικού χαρακτήρα της και της ασαφούς διατύπωσής της, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων.

64      Δεύτερον, το Συμβούλιο, για να αποδείξει ότι σύγκρινε τα προσόντα των υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, στηρίζεται στην έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής προαγωγών. Η έκθεση αυτή όμως δεν προσδιορίζει σαφώς τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η εν λόγω επιτροπή για να διατυπώσει τις προτάσεις της. Από την ανάγνωση της έκθεσης αυτής προκύπτει ότι η συμβουλευτική επιτροπή είχε στη διάθεσή της τις εκθέσεις βαθμολογίας των υποψηφίων και έναν πίνακα των υπαλλήλων που είχαν αποδείξει την ικανότητά τους να εργάζονται σε μια τρίτη γλώσσα. Αντίθετα, από κανένα στοιχείο της έκθεσης της συμβουλευτικής επιτροπής δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η επιτροπή αυτή είχε στη διάθεσή της κρίσιμα και αξιοποιήσιμα στοιχεία σχετικά με το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι διάφοροι υποψήφιοι για προαγωγή υπάλληλοι. Είναι χαρακτηριστικό συναφώς ότι η φράση «επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων» δεν απαντά καθόλου στην έκθεση αυτή. Κατά συνέπεια, ούτε από την έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής αποδεικνύεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, κατά την έκδοση των επίδικων αποφάσεων, το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων.

65      Τρίτον, αν ληφθούν μάλιστα υπόψη οι αναφερθείσες ανωτέρω αβεβαιότητες, οι αιτιολογίες των αποφάσεων απόρριψης των ενστάσεων των προσφευγόντων αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την εκ μέρους του ΔΔΔ εκτίμηση του βασίμου του υπό εξέταση λόγου ακύρωσης.

66      Οι αποφάσεις απόρριψης των ενστάσεων του V. Bouillez και της I. Wagner-Leclercq δεν βοηθούν, από την άποψη αυτή, για τη διασαφήνιση του θέματος, διότι δεν παρέχουν κανένα στοιχείο σχετικά με τη μέθοδο που εφάρμοσε στην πραγματικότητα το Συμβούλιο για τη σύγκριση των προσόντων των υπαλλήλων.

67      Αντίθετα, από την απόφαση απόρριψης της ένστασης του K. Van Neyghem προκύπτει ότι η ΑΔΑ, για να προβεί στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων, στηρίχθηκε στις εκθέσεις βαθμολογίας των ενδιαφερομένων, χωρίς να λάβει υπόψη της το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν.

68      Συγκεκριμένα, η ΑΔΑ, όταν παραθέτει, στην απόφαση αυτή, το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, φροντίζει καταρχάς να υπογραμμίσει τη φράση «λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων». Στη συνέχεια αναφέρει ότι όλοι οι πιστοποιηθέντες υπάλληλοι που προήχθησαν είχαν καλύτερες εκθέσεις βαθμολογίας από τον υποβαλόντα την ένσταση. Τέλος, το κυριότερο, η διοίκηση τονίζει, με την εν λόγω απόφαση, ότι το κριτήριο σχετικά με το επίπεδο των ασκούμενων από τους υπαλλήλους αρμοδιοτήτων λαμβάνεται υπόψη μόνο στην περίπτωση «ίδιων προσόντων», «προκειμένου να ληφθεί απόφαση επιλογής μεταξύ των προακτέων υπαλλήλων».

69      Με τη διατύπωση αυτή η ΑΔΑ κατέστησε σαφές στον K. Van Neyghem ότι το κριτήριο σχετικά με το επίπεδο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων δεν είχε ληφθεί υπόψη, διότι από τις εκθέσεις βαθμολογίας δεν είχε προκύψει ότι είχε ίδια προσόντα με τους προαχθέντες υπαλλήλους. Από τη γενικότατη διατύπωση που χρησιμοποίησε όμως η ΑΔΑ στην εν λόγω απόφαση (και που αποδεικνύει ότι η διοίκηση δεν επέλεξε λύση που να προσιδιάζει ειδικά στην περίπτωση του K. Van Neyghem, αλλά εφάρμοσε στην περίπτωση αυτή την ερμηνεία του άρθρου 45 του ΚΥΚ στην οποία προβαίνει στις άλλες περιπτώσεις) προκύπτει ότι η ΑΔΑ, για να εκτιμήσει κατά πόσον οι υποψήφιοι για προαγωγή στον βαθμό AST 7 υπάλληλοι είχαν τα ίδια προσόντα, δεν έλαβε υπόψη το επίπεδο αρμοδιοτήτων που ασκούσαν. Όπως όμως αναφέρθηκε παραπάνω, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων αποτελεί ένα από τα τρία στοιχεία βάσει των οποίων αξιολογούνται τα προσόντα των υποψηφίων για προαγωγή.

70      Τέταρτον, το Συμβούλιο επισύναψε στο υπόμνημα αντίκρουσης (παράρτημα B 9) ένα συνοπτικό πίνακα των καθηκόντων και των επιπέδων αρμοδιοτήτων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων. Από τη δικογραφία όμως δεν προκύπτει ότι ο πίνακας αυτός υπήρχε κατά τη λήψη των επίδικων αποφάσεων ούτε άλλωστε προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο πίνακας αυτός θα είχε αποτελέσει ένα από τα βασικά στοιχεία για την ανάλυση στην οποία προέβη η συμβουλευτική επιτροπή προαγωγών, της οποίας τις προτάσεις δέχθηκε το Συμβούλιο.

71      Συνεπώς, από τα παραπάνω προκύπτει ότι έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο ότι το Συμβούλιο, παρά τους ισχυρισμούς του, δεν έλαβε υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων το επίπεδο των ασκούμενων από τους υπαλλήλους αρμοδιοτήτων. Το Συμβούλιο υπέπεσε επομένως σε νομικό σφάλμα. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει συνεπώς να ακυρωθούν οι επίδικες αποφάσεις, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται με την προσφυγή.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής των υπαλλήλων που περάτωσαν επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης

 Επί του παραδεκτού

 — Επιχειρήματα των διαδίκων

72      Οι δεύτερες παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι το αίτημα ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής των υπαλλήλων που περάτωσαν επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης είναι απαράδεκτο. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις αυτές είναι απλώς η συνέπεια των αποφάσεων πιστοποίησης, τις οποίες δεν έχουν προσβάλει οι προσφεύγοντες.

73      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι αυτή η ένσταση απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Με τις προσφυγές τους δηλαδή δεν επιδιώκουν την προσβολή του κύρους των αποφάσεων πιστοποίησης των προαχθέντων υπαλλήλων που ανήκαν προηγουμένως στην παλαιά κατηγορία C, αλλά την ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των υπαλλήλων αυτών, καθόσον οι υπάλληλοι αυτοί δεν ασκούν καθήκοντα που να αντιστοιχούν στη σταδιοδρομία των βοηθών χωρίς περιορισμούς σταδιοδρομίας.

74      Επί της ουσίας οι διάδικοι επαναλαμβάνουν την επιχειρηματολογία που παρατέθηκε παραπάνω στο τμήμα της απόφασης που αφορά το αίτημα ακύρωσης των επίδικων αποφάσεων.

75      Οι δεύτερες παρεμβαίνουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων θα ήταν προδήλως δυσανάλογη, αν ληφθούν υπόψη ο αριθμός των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων και οι ζημίες τις οποίες θα προξενούσε. Επιπλέον, η ακύρωση των αποφάσεων αυτών θα πρόσβαλλε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των κεκτημένων δικαιωμάτων.

–       Εκτίμηση του ΔΔΔ

76      Κατά το άρθρο 110 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι προτάσεις του παρεμβαίνοντος είναι παραδεκτές μόνον αν αποσκοπούν στην ολική ή μερική υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Ο παρεμβαίνων δεν νομιμοποιείται συνεπώς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου η οποία δεν διατυπώθηκε κατά την έγγραφη διαδικασία και το ΔΔΔ δεν είναι υποχρεωμένο επομένως να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς του παρεμβαίνοντος.

77      Εντούτοις, κατά το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας, το ΔΔΔ μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημόσιας τάξης, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι τους οποίους προβάλλουν οι παρεμβαίνοντες (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 2005, T‑88/01, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1165, σκέψεις 49, 52 και 53).

78      Εν προκειμένω, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι δεύτερες παρεμβαίνουσες, οι αποφάσεις πιστοποίησης και οι αποφάσεις προαγωγής είναι αυτοτελείς οι μεν έναντι των δε. Επομένως, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν προσβάλει τις αποφάσεις πιστοποίησης δεν καθιστά απαράδεκτο το αίτημα ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής.

79      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προτείνουν οι δεύτερες παρεμβαίνουσες δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

80      Εξάλλου, το ΔΔΔ κρίνει απαραίτητο να υπενθυμίσει ότι οι υπάλληλοι που μπορούν να προαχθούν σε ορισμένο βαθμό έχουν καταρχήν ατομικό έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων προαγωγής άλλων υπαλλήλων στον βαθμό αυτόν. Το Δικαστήριο επανειλημμένα έχει δεχτεί έμμεσα το παραδεκτό των προσφυγών αυτών, και μάλιστα έχει ακυρώσει αποφάσεις προαγωγής ή διορισμού για τον λόγο ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί συγκριτική εξέταση των προσόντων ή ότι η εξέταση αυτή ήταν εσφαλμένη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1975, 29/74, de Dapper κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 5, και της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23). Το δε Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] έχει αποφανθεί ρητά ότι ο υπάλληλος δεν έχει μεν αξίωση για προαγωγή, αλλά έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση προαγωγής άλλου υπαλλήλου στον βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να προαχθεί ο ίδιος, απόφαση κατά της οποίας ο εν λόγω υπάλληλος έχει υποβάλει διοικητική ένσταση, η οποία έχει απορριφθεί (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 2004, T‑328/01, Robinson κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑5 και σ. II‑23, σκέψεις 32 και 33).

 Επί της ουσίας

81      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν κατά των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων τον λόγο ακύρωσης που στηρίζουν στην παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθόσον το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, παρά μόνο δευτερευόντως το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν οι υποψήφιοι για προαγωγή. Δεδομένου ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται θεμιτώς κατά των εν λόγω αποφάσεων και αναγνωρίστηκε ως βάσιμος από το ΔΔΔ, θα πρέπει κανονικά να επισύρει την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη του ακυρωτικού αυτού αιτήματος.

82      Ο δικαστής της Ένωσης έχει πάντως δεχτεί ότι, όταν η πράξη που πρόκειται να ακυρωθεί ωφελεί τρίτους, πράγμα που συμβαίνει με την εγγραφή σε πίνακα μελλοντικών προσλήψεων, με τις αποφάσεις προαγωγής και με τις αποφάσεις διορισμού σε κενή θέση, ο δικαστής οφείλει να εξακριβώσει προηγουμένως μήπως η ακύρωση συνιστά δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με την τελεσθείσα παρανομία (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψεις 11 και 13, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1992, T‑68/91, Barbi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2127, σκέψη 36).

83      Συναφώς επισημαίνεται ότι οι συνέπειες που συνάγει ο δικαστής της Ένωσης από την έλλειψη νομιμότητας δεν είναι ίδιες στην περίπτωση των διαγωνισμών και στην περίπτωση των προαγωγών. Συγκεκριμένα, η ακύρωση όλων των αποτελεσμάτων ενός διαγωνισμού συνιστά καταρχήν υπερβολική κύρωση για την τελεσθείσα παρανομία, ανεξάρτητα από τη φύση της παρανομίας και από το πόσο επηρέασε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά την παράνομη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 1990, T‑32/89 και T‑39/89, Μαρκόπουλος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1990, σ. II‑281, και, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 1994, T‑44/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑97 και II‑319).

84      Αντίθετα, όταν πρόκειται για προαγωγές, ο δικαστής της Ένωσης προβαίνει σε εξέταση κατά περίπτωση.

85      Πρώτον, λαμβάνει υπόψη τη φύση της διαπραχθείσας παρανομίας. Αν η διαπιστωθείσα παρανομία αποτελεί απλώς διαδικαστική πλημμέλεια, η οποία επηρεάζει μόνο την κατάσταση ενός υπαλλήλου (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη μη κατάρτιση έκθεσης βαθμολογίας, την προπαρατεθείσα απόφαση Barbi κατά Επιτροπής και τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 1996, T‑144/95, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑529 και II‑1429, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, T-202/99, Rappe κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑201 και II‑911· όσον αφορά έλλειψη αιτιολογιών, βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903), ο δικαστής της Ένωσης δέχεται εξαρχής ότι η παρανομία αυτή δεν δικαιολογεί την ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής, διότι θα επρόκειτο για υπερβολική κύρωση. Αντίθετα, αν η πλημμέλεια είναι ουσιώδης, π.χ. νομικό σφάλμα που καθιστά συνολικά πλημμελή τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, ο δικαστής ακυρώνει καταρχήν τις αποφάσεις προαγωγής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Vainker κατά Κοινοβουλίου και Robinson κατά Κοινοβουλίου).

86      Δεύτερον, ο δικαστής προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων.

87      Ο δικαστής, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων στην οποία προβαίνει, λαμβάνει καταρχάς υπόψη το συμφέρον των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων αφενός να αποκατασταθούν νομίμως και πλήρως στα δικαιώματά τους κατόπιν πραγματικής συγκριτικής επανεξέτασης των προσόντων, με την εφαρμογή των νόμιμων κριτηρίων, και αφετέρου να μη βρεθούν στο μέλλον ανταγωνιζόμενοι τους παρανόμως προαχθέντες υπαλλήλους και να μην αντιμετωπίσουν και πάλι την παρανομία την οποία διαπίστωσε ο δικαστής.

88      Στη συνέχεια ο δικαστής λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των παρανόμως προαχθέντων υπαλλήλων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπάλληλοι αυτοί δεν έχουν κεκτημένο δικαίωμα για τη διατήρηση της προαγωγής τους, εφόσον οι αποφάσεις προαγωγής δεν είναι νόμιμες και έχουν προσβληθεί εμπροθέσμως (βλ. όσον αφορά παραδείγματα ακύρωσης, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Vainker κατά Κοινοβουλίου και Robinson κατά Κοινοβουλίου). Ο δικαστής λαμβάνει υπόψη πάντως το γεγονός ότι οι υπάλληλοι αυτοί πίστευαν καλόπιστα ότι οι αποφάσεις προαγωγής τους ήσαν νόμιμες, αν μάλιστα τα σχόλια των προϊσταμένων τους ήταν θετικά γι’ αυτούς και μπορούσαν να δικαιολογήσουν αντικειμενικά την προαγωγή τους. Ο δικαστής επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά τα συμφέροντα των υπαλλήλων αυτών στις περιπτώσεις που ο αριθμός τους είναι μεγάλος (βλ., όσον αφορά την απόρριψη από τον δικαστή του αιτήματος ακύρωσης ολόκληρου του πίνακα προαχθέντων, ο οποίος περιελάμβανε πολλούς υπαλλήλους, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 349).

89      Τέλος, ο δικαστής εξετάζει το συμφέρον της υπηρεσίας, δηλαδή κυρίως την τήρηση της νομιμότητας, τις συνέπειες που έχει για τον προϋπολογισμό η μη ακύρωση παράνομων αποφάσεων (βλ. παρακάτω τη σκέψη 90), τις ενδεχόμενες δυσχέρειες εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης, τα ενδεχόμενα προβλήματα στην αδιάλειπτη λειτουργία της υπηρεσίας και τους κινδύνους χειροτέρευσης του κοινωνικού κλίματος εντός του θεσμικού οργάνου.

90      Ο δικαστής, αφού εξετάσει τα διάφορα συμφέροντα που εμπλέκονται, αποφασίζει κατά περίπτωση αν θα ακυρώσει τις αποφάσεις προαγωγής. Σε περίπτωση που κρίνει τελικά ότι η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής θα αποτελούσε υπερβολικά βαριά κύρωση σε σχέση με τη διαπιστωθείσα παρανομία, μπορεί, εφόσον είναι αναγκαίο για την υπέρ του προσφεύγοντος διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την απόφαση για τη μη προαγωγή του, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που έχει ως προς τις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο και να υποχρεώσει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, το κοινοτικό όργανο να καταβάλει αποζημίωση (προπαρατεθείσα απόφαση Oberthür κατά Επιτροπής, σκέψη 14).

91      Εν προκειμένω η εξέταση των διαφόρων αυτών κριτηρίων πραγματοποιείται σε ένα πολύ ειδικό πλαίσιο. Τονίζεται συγκεκριμένα ότι οι προσφεύγοντες υπέβαλαν στο ΔΔΔ το αίτημα ακύρωσης προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων «κατά το μέτρο του αναγκαίου» μόνο (και όχι «συνακόλουθα, κατόπιν της ακύρωσης των αποφάσεων για τη μη προαγωγή»).

92      Επομένως, αν ληφθεί υπόψη η διατύπωση του αιτήματος αυτού, το ΔΔΔ πρέπει, πριν καν εξακριβώσει αν η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής αποτελεί, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, υπερβολικά βαριά κύρωση σε σχέση με τη διαπιστωθείσα παρανομία, να εκτιμήσει κατά πόσον η ακύρωση αυτή είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των πιθανοτήτων προαγωγής των προσφευγόντων, καθόσον η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτει νέα συγκριτική ανάλυση των προσόντων, κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων νόμιμων κριτηρίων, και ενδεχομένως την αναδρομική προαγωγή των προσφευγόντων.

93      Το βασικό ζήτημα είναι επομένως αν η διατήρηση σε ισχύ των αποφάσεων προαγωγής των δεκατεσσάρων πιστοποιηθέντων υπαλλήλων θα εμπόδιζε την προαγωγή των προσφευγόντων, σε περίπτωση που, κατόπιν νέας συγκριτικής εξέτασης των προσόντων κατ’ εφαρμογή της δικαστικής απόφασης, τα προσόντα των προσφευγόντων κρίνονταν ανώτερα από ό,τι των παρανόμως προαχθέντων υπαλλήλων και τους παρείχαν τη δυνατότητα προαγωγής.

94      Μέχρι την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, αν ληφθούν υπόψη κυρίως το παράρτημα 2 της ανακοίνωσης της 12ης Ιουνίου 2007, με την οποία καθορίστηκε σε 22 κατ’ ανώτατο όριο ο αριθμός των υπαλλήλων που θα μπορούσαν να προαχθούν το 2007 στον βαθμό AST 7, και το έγγραφο του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2008, με το οποίο επιβεβαιώθηκε η πληροφορία αυτή, η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων ήταν εκ πρώτης όψεως αναγκαία, διότι η προαγωγή των προσφευγόντων στον βαθμό AST 7 δεν θα μπορούσε καταρχήν να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν οι προαχθέντες στον βαθμό αυτόν υπάλληλοι που είχαν περατώσει επιτυχώς τη διαδικασία πιστοποίησης έχαναν την προαγωγή τους αυτή.

95      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου ισχυρίστηκε, στην αρχή της αγόρευσής του, ότι η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων δεν θα ήταν πλέον αναγκαία μετά την απαγγελία της δικαστικής απόφασης. Εξέθεσε συγκεκριμένα ότι, σε περίπτωση ακύρωσης των επίδικων αποφάσεων, το Συμβούλιο, κατά την εκτέλεση της δικαστικής αυτής απόφασης, θα αποκαταστήσει τους προσφεύγοντες στα δικαιώματά τους, λαμβάνοντας, εν ανάγκη, αποφάσεις προαγωγής με βάση τον προϋπολογισμό του 2009 και καταβάλλοντας στους προσφεύγοντες αποζημίωση για τη ζημία που τους προξένησε από άποψη σταδιοδρομίας η καθυστέρηση προαγωγής τους από το 2007 μέχρι το 2009.

96      Μετά τις εισαγωγικές αγορεύσεις των διαδίκων και των παρεμβαινουσών, ο δικηγόρος των προσφευγόντων, απαντώντας στην ερώτηση του ΔΔΔ αν οι προσφεύγοντες, κατόπιν των παραπάνω παρατηρήσεων του Συμβουλίου, προτίθενται να παραιτηθούν από το αίτημα της ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων, δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να εξετάσει το αυτό ενδεχόμενο παραίτησης, αν το Συμβούλιο επιβεβαίωνε εγγράφως τις δεσμεύσεις για τις οποίες είχε κάνει λόγο ο εκπρόσωπός του.

97      Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο εξέθεσε, με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2009, το περιεχόμενο των δεσμεύσεών του. Το Συμβούλιο δήλωσε ότι, αν το ΔΔΔ ακύρωνε τις επίδικες αποφάσεις για τον λόγο ότι η συγκριτική εξέταση των προσόντων στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών του 2007 για τον βαθμό AST 7 ήταν παράνομη, θα λάμβανε τα ακόλουθα εκτελεστικά μέτρα:

«[…] η ΑΔΑ θα συγκαλέσει πάλι τη συμβουλευτική επιτροπή προαγωγών για νέα συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που θα μπορούσαν να προαχθούν στον βαθμό AST 7 το 2007, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που θα περιέχονται στη δικαστική απόφαση. Η νέα αυτή συγκριτική εξέταση των προσόντων δεν επιτρέπεται να αφορά μόνο τους προσφεύγοντες και τους προαχθέντες υπαλλήλους, αλλά θα πρέπει να περιλάβει και όλους τους υπαλλήλους που μπορούσαν να προαχθούν στον βαθμό AST 7 κατά την περίοδο προαγωγών 2007.

Οι προσφεύγοντες θα μπορούν να προαχθούν μόνο αν, κατόπιν της συγκριτικής αυτής εξέτασης και της εφαρμογής τόσο των “πρωταρχικών” όσο και των δευτερευόντων κριτηρίων, έχουν καταταγεί σε αρκετά υψηλή θέση έναντι των λοιπών υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων. Όσοι από τους προσφεύγοντες καταταγούν σε τέτοια υψηλή θέση θα προαχθούν αναδρομικά στον βαθμό AST 7 από την 1η Ιανουαρίου 2007, πέρα από τους υπαλλήλους που προήχθησαν κατά την περίοδο προαγωγών 2007 και για τις αποφάσεις προαγωγής των οποίων δεν θα τεθεί ζήτημα κύρους.»

98      Οι προσφεύγοντες πληροφόρησαν το ΔΔΔ, με έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2010, ότι, κατόπιν των διευκρινίσεων που παρέσχε το Συμβούλιο με το έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2009, δεν παραιτούνταν από το αίτημά τους να ακυρωθούν οι αποφάσεις προαγωγής.

99      Από την αλληλογραφία των διαδίκων προκύπτει ότι το Συμβούλιο ανέλαβε οριστικά τη δέσμευση να προβεί, κατά την εκτέλεση της παρούσας δικαστικής απόφασης, σε νέα συγκριτική εξέταση των προσόντων και ενδεχομένως στην αναδρομική προαγωγή των προσφευγόντων ως υπεράριθμων.

100    Κατά συνέπεια, κατόπιν της ανεπιφύλακτης ανάληψης από το Συμβούλιο της σύμφωνης με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δέσμευσης, η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής δεν είναι οπωσδήποτε απαραίτητη για την ενδεδειγμένη αποκατάσταση των προσφευγόντων στα δικαιώματά τους, καθόσον οι προσφεύγοντες μπορούν να προαχθούν, εφόσον κριθούν προακτέοι, επιπροσθέτως προς τους ήδη προαχθέντες πιστοποιηθέντες υπαλλήλους, εννοείται δε ότι η προαγωγή τους αυτή ως υπεράριθμων, αν πραγματοποιηθεί, θα έχει τα ίδια αποτελέσματα με τις αρχικές αποφάσεις προαγωγής και ότι δεν θα της προσδοθεί καμία αρνητική χροιά.

101    Μολονότι οι προσφεύγοντες, με το έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2010, δεν συμφώνησαν με τον τρόπο εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, τον οποίο πρότεινε το Συμβούλιο με το έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2009, καθόσον ισχυρίστηκαν ότι τα προσόντα τους έπρεπε να συγκριθούν μόνο με τα προσόντα των ήδη προαχθέντων υπαλλήλων και όχι με τα προσόντα όλων των υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων, η αιτίαση αυτή δεν ασκεί επιρροή επί της εκτίμησης της αναγκαιότητας της ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής. Ο ακριβής προσδιορισμός των υπαλλήλων υπέρ των οποίων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η νέα συγκριτική εξέταση των προσόντων στο πλαίσιο της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης είναι δηλαδή ζήτημα ανεξάρτητο από το ζήτημα της ακύρωσης των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων.

102    Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η ακύρωση των αποφάσεων προαγωγής των πιστοποιηθέντων υπαλλήλων δεν είναι αναγκαία. Κατά συνέπεια, το αίτημα ακύρωσης των αποφάσεων αυτών πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ίδιου κεφαλαίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το ΔΔΔ μπορεί, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

104    Από το σκεπτικό της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ηττηθείς διάδικος είναι βασικά το Συμβούλιο. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες έχουν διατυπώσει ρητά το αίτημα καταδίκης του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, στα δικαστικά έξοδα πρέπει συνεπώς να καταδικαστεί το Συμβούλιο.

105    Οι παρεμβαίνουσες θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανεξάρτητα από το αν το Συμβούλιο αναλάβει να καλύψει τα έξοδα αυτά ή ένα μέρος τους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί μη προαγωγής του V. Bouillez, του K. Van Neyghem και της I. Wagner-Leclercq στον βαθμό AST 7 για την περίοδο προαγωγών 2007.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά τα αιτήματα που υπέβαλαν με την προσφυγή ο V. Bouillez, ο K. Van Neyghem και η I. Wagner-Leclercq.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

4)      Οι παρεμβαίνουσες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Mahoney

Ταγαράς

Gervasoni

Kreppel

 

      Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Μαΐου 2010.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.