Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 19 Δεκεμβρίου 2019 η European Federation of Public Service Unions (EPSU) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) στις 24 Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση T-310/18, EPSU και Goudriaan κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-928/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: European Federation of Public Service Unions (EPSU) (εκπρόσωποι: R. Arthur, Solicitor, K. Apps, Barrister)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Jan Willem Goudriaan

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως·

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 6ης Μαρτίου 2018·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η παρούσα αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, διότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: Οι οδηγίες οι οποίες υιοθετούνται μέσω αποφάσεως του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχουν νομοθετικό χαρακτήρα

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 154 και 155 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να θεσπιστούν νομοθετικές πράξεις.

α.    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 154, παράγραφοι 2 έως 4, και 155 ΣΛΕΕ αναπτύσσουν τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα των λοιπών οδηγιών.

β.    Η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν περιόρισε τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων ούτε μετέβαλε τη φύση των μέτρων που υιοθετούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 154 και 155 ΣΛΕΕ.

γ.    Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται με οδηγία μέσω αποφάσεως του Συμβουλίου εξακολουθούν να έχουν νομοθετικό χαρακτήρα.

δ.    Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται με οδηγία μέσω αποφάσεως του Συμβουλίου συνιστούν νομοθετικές πράξεις.

ε.    Επικουρικώς, αν (όπερ δεν ισχύει) οι οδηγίες που υιοθετούνται μέσω αποφάσεως του Συμβουλίου δεν συνιστούν νομοθετικές πράξεις:

i.    Αποτελούν ένα είδος lex specialis με, κατ’ ουσίαν, νομοθετικό και όχι εκτελεστικό χαρακτήρα.

ii.    Μπορούν να αναπτύσσουν τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία ανέπτυσσαν πριν το 2007.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη, καθόσον απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της αναιρεσείουσας.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: ερμηνεία των άρθρων 154-155 ΣΛΕΕ

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά τη γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία των άρθρων 154 και 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

α.    Η ερμηνεία του άρθρου 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σύμφωνη με τη ρητή διατύπωση του άρθρου αυτού.

β.    Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι, στις περιπτώσεις που οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων συνάπτουν συμφωνία των κοινωνικών εταίρων η οποία δεν είναι παράνομη, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προτείνει την εν λόγω συμφωνία στο Συμβούλιο, προκειμένου αυτό να λάβει απόφαση βάσει του άρθρου 155, παράγραφος 2, εδάφιο β΄, ΣΛΕΕ.

γ.    Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι η επιλογή της μεθόδου εφαρμογής των συμφωνιών των κοινωνικών εταίρων γίνεται από τους κοινωνικούς εταίρους και όχι από την Επιτροπή.

δ.    Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι, ενώ το Συμβούλιο έχει, βάσει του άρθρου 155, παράγραφος 2, εδάφιο β΄, ΣΛΕΕ το δικαίωμα να αποφασίσει να μην εκδώσει απόφαση, η Επιτροπή δεν έχει αντίστοιχη εξουσία.

ε.    Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τη θεσμική ισορροπία των άρθρων 154 και 155 ΣΛΕΕ, καθόσον επέκτεινε τις εξουσίες της Επιτροπής πέραν αυτών που αναφέρονται ρητώς στα εν λόγω άρθρα και ερμήνευσε εσφαλμένως τις συνέπειες των άρθρων 13 και 17 ΣΕΕ.

στ.    Η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνει στο όλο πλαίσιο του Τίτλου Χ της ΣΛΕΕ σχετικά με την κοινωνική πολιτική και στο άρθρο 28 του ΧΘΔ της ΕΕ.

ζ.    Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την απόφασή του στην υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιοτεχνικών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, παραχωρώντας στην Επιτροπή ευρύτερη εξουσία πολιτικής εκτιμήσεως από αυτή της οποίας πράγματι απολαύει, βάσει ορθής ερμηνείας της αποφάσεως εκείνης.

η.    Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη σχετικά με την εκτίμηση του ρόλου του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 154 και 155 ΣΛΕΕ.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη, καθόσον απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της αναιρεσείουσας.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως: Ακροθιγής έλεγχος της αποφάσεως της Επιτροπής

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία πολιτικής εκτιμήσεως κατά τη λήψη της αποφάσεώς της. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο:

α.    ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 154 και 155 ΣΛΕΕ και τη φύση της διαδικασίας των κοινωνικών εταίρων, και

β.    υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον επιχείρησε παραλληλισμούς με τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη καθόσον απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της αναιρεσείουσας.

Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: κρίση επί της αιτιολογίας που περιέχεται στην απόφαση της Επιτροπής

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον έκρινε ότι η συνοπτική αιτιολογία η οποία περιέχεται στην απόφαση της Επιτροπής είναι νόμιμη.

α.    Η αιτιολογία η οποία εκτέθηκε από την Επιτροπή στο έγγραφό της πάσχει νομικά και ουσιαστικά σφάλματα.

β.    Η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους απέκλινε από τις διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει σε προγενέστερη αλληλογραφία και στις δημοσιευθείσες ανακοινώσεις της.

γ.    Η αιτιολογία η οποία εκτίθεται στο έγγραφο της Επιτροπής δεν είναι η ίδια με εκείνη την οποία διατύπωσε στο υπόμνημα αντικρούσεως και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η αιτιολογία εκείνη ενείχε επίσης νομικά και ουσιαστικά σφάλματα.

Η Επιτροπή δεν ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 41 του ΧΘΔ της ΕΕ.

____________