Language of document : ECLI:EU:F:2009:155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση F-1/09

Françoise Putterie-De-Beukelaer

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διαδικασία πιστοποιήσεως – Εκτίμηση των δυνατοτήτων»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η F. Putterie-De‑Beukelaer ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2008, η οποία απέρριψε διοικητική ένσταση που άσκησε κατά της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 27ης Μαρτίου 2008, με την οποία δεν έγινε δεκτή στη διαδικασία πιστοποιήσεως για την περίοδο 2007 και αφετέρου την ακύρωση αυτής της αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Διαδικασία πιστοποιήσεως – Διοικητική ένσταση του υποψηφίου ο οποίος δεν έγινε δεκτός στη διαδικασία πιστοποιήσεως – Απορριπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· παράρτημα XIII, άρθρο 10)

3.      Υπάλληλοι – Διαδικασία πιστοποιήσεως – Λεπτομέρειες εφαρμογής στο εσωτερικό της Επιτροπής – Κριτήρια επιλεξιμότητας – Ικανότητα εκπληρώσεως καθηκόντων του επιπέδου «βοηθός διοικήσεως»

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 10 § 3)

4.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας περιέχουσα δυσμενή κρίση και βαθμολογία πλήρως δικαιολογημένες – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

1.      Εάν, εκτός από την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, ο υπάλληλος ζητεί επίσης την ακύρωση της απορριπτικής της ενστάσεώς του αποφάσεως, τα αιτήματα αυτά στερούνται, ως τοιαύτα, αυτοτελούς περιεχομένου και στην πραγματικότητα συγχέονται με τα αιτήματα που βάλλουν κατά της επίδικης αποφάσεως. Εντούτοις, ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι η προσφυγή αυτού του υπαλλήλου αποσκοπεί στην ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, το στοιχείο αυτό δεν τον εμποδίζει να προβάλει αιτήματα τα οποία στρέφονται μόνον κατά της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως. Άλλως, υπάλληλος ο οποίος θεωρεί ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί αυτό το στοιχείο ενώπιον του κοινοτικού δικαστή παρά το ότι βάσει της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως κρίνεται το βάσιμο της αποφάσεως της διοικήσεως που τον αφορά όπως και η σκοπιμότητα ασκήσεως ενδίκου προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 32 και 42)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8

ΠΕΚ: 10 Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 13

ΔΔΔ: 15 Δεκεμβρίου 2008, F‑34/07, Skareby κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑91/09 P

2.      Απόφαση με την οποία υπάλληλος δεν γίνεται δεκτός στη διαδικασία πιστοποιήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) δύναται να μην είναι αιτιολογημένη. Πράγματι, όπως ισχύει και στις αποφάσεις περί προαγωγής, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί αποφάσεις της με τις οποίες υποψήφιοι δεν γίνονται δεκτοί για πιστοποίηση, αλλά μόνον αποφάσεις που απορρίπτουν ενστάσεις ασκηθείσες δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, των οποίων το αιτιολογικό τεκμαίρεται ότι συμπίπτει με αυτό των αποφάσεων κατά των οποίων στρέφονται οι ενστάσεις ώστε ο έλεγχος της αιτιολογίας τους να συγχέεται. Στη διαδικασία πιστοποιήσεως και στη διαδικασία προαγωγής η υποχρέωση αιτιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων που θέτουν ο ΚΥΚ και οι διατάξεις εφαρμογής του.

(βλ. σκέψεις 43, 44 και 51)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Δεκεμβρίου 1993, C‑115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I‑6549, σκέψη 22· 30 Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 445, σκέψεις 11 έως 14

ΠΕΚ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑142/95, Delvaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑477 και II‑1247, σκέψη 84· 14 Ιουνίου 2001, T‑230/99, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑127 και II‑583, σκέψη 51· 12 Ιουλίου 2001, T‑131/00, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑161 και II‑743, σκέψη 19

3.      Η τρίτη προϋπόθεση που τίθεται για την πιστοποίηση των υπαλλήλων της Επιτροπής κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006, περί των κανόνων εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η οποία αφορά την ικανότητα εκπληρώσεως καθηκόντων του επιπέδου «βοηθός διοικήσεως», δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΚΥΚ που διέπουν τη διαδικασία πιστοποιήσεως. Πράγματι, η προμνησθείσα απόφαση προσδιορίζει απλώς την έννοια του όρου «προσόντα» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Επιπροσθέτως, από την τελευταία διάταξη συνάγεται σαφώς ότι, καθόσον τα προσόντα αυτά συνιστούν μια από τις απαιτούμενες για την έκδοση αποφάσεως πιστοποιήσεως προϋποθέσεις, μόνον η ικανοποιητική κατά την εκτίμηση των αξιολογητών εκπλήρωση των καθηκόντων επιτρέπει πιστοποίηση του υπαλλήλου.

Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006, θα πρέπει, παρά το γράμμα αυτού, να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να αφορά μόνο τα καθήκοντα που αντιστοιχούσαν στους υπαλλήλους της κατηγορίας Β, η οποία από 1η Μαΐου 2004 εξελίχθηκε σε κατηγορία B* πριν δημιουργηθεί η ομάδα καθηκόντων των βοηθών διοικήσεως. Επιπλέον, ελλείψει επακριβούς ορισμού της έννοιας «ικανότητας» εκπληρώσεως καθηκόντων επιπέδου της προϋπάρχουσας κατηγορίας Β*, πρέπει να καθιερωθεί ορισμός βάσει του οποίου η ικανότητα αυτή θα εξαρτάται όχι μόνο από την αποτελεσματική εκπλήρωση ορισμένων τουλάχιστον καθηκόντων της προϋπάρχουσας κατηγορίας Β* αλλά και από τον τρόπο ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου προς πιστοποίηση. Η ερμηνεία αυτή του όρου «ικανότητα» είναι απολύτως συμβατή με τους σκοπούς που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης μέσω της διαδικασίας πιστοποιήσεως. Πράγματι, στους πιστοποιηθέντες υπαλλήλους διανοίγονται καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές καθόσον αποκτούν πρόσβαση σε διαδικασίες προαγωγής από τις οποίες διαφορετικά θα αποκλείονταν, και έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν ευθύνες και να έχουν αποδοχές ενίοτε όμοιες με εκείνες υπαλλήλων ομάδας καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως. Είναι συνεπώς λογικό η διεύρυνση των δυνατοτήτων προαγωγής των υπαλλήλων που ανήκουν στις κατηγορίες C και D που επιφέρει η πιστοποίηση να εξαρτάται εν μέρει και από τον τρόπο εργασίας του ενδιαφερομένου και όχι αποκλειστικά από τη φύση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.

(βλ. σκέψεις 59, 62 και 64 έως 67)

4.      Ηθική παρενόχληση δεν συνιστά καθαυτό το γεγονός ότι η έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας υπαλλήλου περιέχει δυσμενή κρίση και βαθμολογία όταν είναι επαρκώς αιτιολογημένες και βασίζονται σε υπαρκτά αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Μαΐου 2006, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑85, σκέψεις 29 και 79