Language of document : ECLI:EU:F:2011:120

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση F‑81/10

Vidas Praskevicius

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Άρθρο 45 του ΚΥΚ – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Μόρια αξιολογήσεως – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Αιτιολογία»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου της 106α, με την οποία ο V. Praskevicius ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου να μη τον εγγράψει στον πίνακα των υπαλλήλων που προάγονται στον βαθμό AD 6 κατά την περίοδο προαγωγών 2009 και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο στην καταβολή 500 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Προϋποθέσεις – Υπάλληλοι οι οποίοι έχουν φθάσει το κατώτατο όριο αναφοράς – Δικαίωμα σε αυτόματη προαγωγή – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Αιτιολογία – Υποχρέωση έναντι της συμβουλευτικής επιτροπής προαγωγών σε περίπτωση αποφάσεως που αποκλίνει από τη σύστασή της

Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υποψηφίου – Απορριπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, 45 και 90 § 2)

1.       Από τα σημεία I.3.2 και I.3.3 της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την πολιτική προαγωγών και τον προγραμματισμό των σταδιοδρομιών, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με την απόφαση του Προεδρείου της 21ης Απριλίου 2008, δεν μπορεί να συναχθεί ότι, πέρα από τις περιπτώσεις που αναφέρονται σε αυτές τις διατάξεις, οι υπάλληλοι που έχουν φθάσει το κατώτατο όριο αναφοράς προάγονται αυτομάτως στο πλαίσιο της τρέχουσας περιόδου.

Μια τέτοια ερμηνεία θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ, το οποίο επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπει. Εντούτοις, ένα εκτελεστικό μέτρο γενικής ισχύος πρέπει να ερμηνεύεται, κατά το δυνατόν, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της βασικής πράξεως. Συνεπώς, το σημείο I.3.3 της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να ερμηνεύεται απλώς υπό την έννοια ότι οι υπάλληλοι οι οποίοι εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται σε αυτή δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να προαχθούν, έστω και αν έχουν φθάσει το κατώτατο όριο αναφοράς.

Τέλος, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αιτιολόγηση πρακτικής η οποία αντίκειται σε διάταξη του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 51 και 67)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Ιουνίου 1993, C‑90/92, Dr Tretter, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 13 Απριλίου 2011, T‑576/08, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 103

2.      Στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για ενδεχόμενη προαγωγή, δυνάμει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, στον τομέα αυτό, ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων και των λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην εκτίμησή της, αυτή παρέμεινε εντός μη επιλήψιμων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Το Γενικό Δικαστήριο, συνεπώς, δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των προσόντων των υπαλλήλων την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει επίσης την εξουσία να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων βάσει της καταλληλότερης, κατά την κρίση της, διαδικασίας ή μεθόδου. Δεν υποχρεούται να στηριχθεί αποκλειστικώς στις εκθέσεις βαθμολογίας των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, αλλά μπορεί επίσης να βασίσει την κρίση της και σε άλλες πτυχές των προσόντων τους.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουλίου 1976, 62/75, Wind κατά Επιτροπής, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: 13 Ιουλίου 1995, T‑557/93, Rasmussen κατά Επιτροπής, σκέψη 20

ΔΔΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, σκέψεις 55 και 152

3.      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, των εσωτερικών οδηγιών που εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 19 Οκτωβρίου 2005, τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής προαγωγών ενημερώνονται για τις αποφάσεις που λαμβάνει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία υποχρεούται να αιτιολογεί γραπτώς κάθε απόκλιση από τη γνωμοδότηση της επιτροπής.

Εφόσον, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέστειλε υπόμνημα στην πρόεδρο της επιτροπής προαγωγών, σύμφωνα με το οποίο η εξέλιξη των προσόντων των μη προαχθέντων υπαλλήλων δεν δικαιολογούσαν προαγωγή, η αιτιολογία αυτή ανταποκρίνεται επαρκώς στις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, των εσωτερικών οδηγιών.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αποδειχθεί η ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας από πλευράς του προαναφερθέντος άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και των συμβουλευτικών επιτροπών προαγωγών, δεν δύναται να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί μη προαγωγής, εφόσον η μη τήρηση του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, των εσωτερικών οδηγιών δεν μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 60 έως 62)

4.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει τις αποφάσεις προαγωγής ούτε έναντι του αποδέκτη τους ούτε έναντι των υποψηφίων που δεν προήχθησαν. Εξάλλου, η αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση λογίζεται ότι συμπίπτει με την απόφαση κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση. Ως εκ τούτου, εφόσον η διαφορά συνίσταται στην αμφισβήτηση αποφάσεως περί μη προαγωγής υπαλλήλου, η αιτιολογία μιας τέτοιας αποφάσεως, η οποία, καταρχήν, δεν αιτιολογείται, αποκαλύπτεται με την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, που επιτρέπει στον υπάλληλο να λάβει γνώση της επιχειρηματολογίας της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

(βλ. σκέψεις 75 και 77)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 20 Φεβρουαρίου 2002, T‑117/01, Roman Parra κατά Επιτροπής, σκέψη 25

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψη 55