Language of document : ECLI:EU:F:2008:141

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Τεχνικός βοηθός διοικήσεως – Ένσταση αναρμοδιότητας – Ένσταση απαραδέκτου – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης»

Στην υπόθεση F‑88/07,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA,

Juan Luís Domínguez González, κάτοικος Gérone (Ισπανία), εκπροσωπούμενος, αρχικώς, από τον R. Nicolazzi Angelats, δικηγόρο, στη συνέχεια από τους R. Nicolazzi Angelats και M.-C. Oller Gil, δικηγόρους,

ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall και την L. Lozano Palacios,

εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τη διάσκεψη, από τον P. Mahoney (εισηγητή), Πρόεδρο, την I. Boruta και τον Χ. Ταγαρά, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 29 Αυγούστου 2007, ο J. L. Domínguez González ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να του καταβάλει το ποσό των 20 310,68 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την καταγγελία της συμβάσεώς του εργασίας μετά την πραγματοποίηση της ιατρικής εξετάσεως που προηγείται της προσλήψεως.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 235 ΕΚ, «[τ]ο Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο[, ΕΚ]».

3        Κατά το άρθρο 236 ΕΚ, «[τ]ο Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής τους καταστάσεως ή οι οποίες προκύπτουν από το καθεστώς που τους διέπει».

4        Το άρθρο 238 ΕΚ ορίζει ότι «[τ]ο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της».

5        Το άρθρο 282 ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Η Κοινότητα έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα· δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Προς το σκοπό αυτόν η Κοινότητα αντιπροσωπεύεται από την Επιτροπή.»

6        Το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ έχει ως εξής:

«Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Κοινότητα υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου:

«Αξιώσεις κατά των Κοινοτήτων στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. […]»

8        Το άρθρο 1 του παραρτήματος του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, δυνάμει του άρθρου 236 […] ΕΚ και του άρθρου 152 [ΕΑ], συμπεριλαμβανομένων των διαφορών μεταξύ κάθε οργάνου ή οργανισμού και του προσωπικού τους, για τις οποίες η αρμοδιότητα ανατίθεται στο Δικαστήριο.»

9        Ο επιγραφόμενος «Προσφυγές» τίτλος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) περιέχει το άρθρο 91, το οποίο προβλέπει ότι «[τ]ο Δικαστήριο […] είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ των Κοινοτήτων και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό […]».

10      Το άρθρο 1 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως είχε κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως του ενάγοντος (στο εξής: παλαιό ΚΛΠ), όριζε τα εξής:

«Το παρόν καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από τις Κοινότητες.

Ο υπάλληλος αυτός έχει την ιδιότητα:

–      του έκτακτου υπαλλήλου,

–      του επικουρικού υπαλλήλου,

–      του τοπικού υπαλλήλου,

–      του ειδικού συμβούλου.»

11      Κατά το άρθρο 2 του παλαιού ΚΛΠ:

«Θεωρείται “έκτακτος υπάλληλος” κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

α)      ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

β)      ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο·

γ)      ο υπάλληλος ο οποίος προσλαµβάνεται για να υπηρετήσει παρά προσώπω το οποίο εκτελεί καθήκοντα τα οποία προβλέπονται από τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων ή τη Συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συµβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή παρ’ εκλεγµένω προέδρω οργάνου των Κοινοτήτων ή πολιτική οµάδα [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου] και ο οποίος δεν περιλαµβάνεται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων·

δ)      ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση, αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού ο οποίος προσαρτάται στον προϋπολογισμό του οικείου θεσμικού οργάνου.»

12      Σύμφωνα με το άρθρο 3 του παλαιού ΚΛΠ:

«Θεωρείται “επικουρικός υπάλληλος”, κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος, ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται:

α)      για να ασκήσει, με μειωμένο ή πλήρες ωράριο, εντός των ορίων τα οποία καθορίζονται από το άρθρο 52, καθήκοντα σε όργανο, χωρίς να τοποθετηθεί σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο αυτό·

β)      για να αντικαταστήσει, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες εξευρέσεως προσωρινού αντικαταστάτη μεταξύ των υπαλλήλων του οργάνου, κάθε φορά που βρίσκεται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελεί τα καθήκοντά του […]».

13      Το άρθρο 4 του παλαιού ΚΛΠ προέβλεπε τα εξής:

«Θεωρείται “τοπικός υπάλληλος”, κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος, ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών, σε θέση που δεν προβλέπεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο της Κοινότητας, και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για το σκοπό αυτό στο εν λόγω τμήμα του προϋπολογισμού. Κατ’ εξαίρεση, ως τοπικός υπάλληλος μπορεί επίσης να θεωρηθεί ο υπάλληλος που έχει προσληφθεί προκειμένου να εκτελεί καθήκοντα διεκπεραίωσης στα γραφεία της Υπηρεσίας Τύπου και [Πληροφόρησης] της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Στους τόπους υπηρεσίας που βρίσκονται εκτός των χωρών των Κοινοτήτων, ως τοπικός υπάλληλος μπορεί να θεωρηθεί ο υπάλληλος που έχει προσληφθεί προκειμένου να εκτελεί διαφορετικά καθήκοντα από αυτά που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο και τα οποία δεν θα εδικαιολογείτο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να εκτελούνται από υπάλληλο άλλης ιδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 1.»

14      Κατά το άρθρο 5 του παλαιού ΚΛΠ:

«Θεωρείται “ειδικός σύμβουλος”, κατά την έννοια του παρόντος; Καθεστώτος, ο υπάλληλος ο οποίος, λόγω των εξαιρετικών προσόντων του και παρά την ύπαρξη άλλων επαγγελματικών απασχολήσεών του, προσλαμβάνεται για να συνδράμει στο έργο ενός από τα όργανα των Κοινοτήτων είτε κατά τακτικές είτε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο στο οποίο ανήκει.»

15      Το άρθρο 79 του παλαιού ΚΛΠ είχε ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι συνθήκες εργασίας των τοπικών υπαλλήλων, ιδίως σχετικά με:

α)      τον τρόπο προσλήψεως και απολύσεως·

β)      τις άδειες·

γ)      τις αποδοχές τους,

καθορίζονται από κάθε όργανο, βάσει της ρυθμίσεως και των συνηθειών που υφίστανται στον τόπο όπου ο υπάλληλος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του.»

16      Το άρθρο 81 του παλαιού ΚΛΠ όριζε τα εξής:

«1. Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε κράτος μέλος υπάγονται στην αρμόδια δικαστική αρχή δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του.

2. Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα υπάγονται σε διαιτητική αρχή με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του υπαλλήλου.»

17      Σύμφωνα με το άρθρο 122 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως έχει μετά την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: νέο ΚΛΠ), οι διαφορές μεταξύ κοινοτικού οργάνου και τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα άγονται ενώπιον διαιτητικής αρχής, υπό τους όρους που προβλέπει η ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του τοπικού υπαλλήλου.

18      Δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 46, 73 και 83 του παλαιού ΚΛΠ, οι διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ εφαρμόζονταν κατ’ αναλογία τόσο στους έκτακτους και επικουρικούς υπαλλήλους όσο και στους ειδικούς συμβούλους. Από τα άρθρα 46, 73, 117 και 124 του νέου ΚΛΠ προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ εξακολουθούν να εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις ως άνω κατηγορίες μη μονίμων υπαλλήλων.

19      Το άρθρο 3 των γενικών διατάξεων που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των υπαλλήλων οι οποίοι παρέχουν τεχνική συνδρομή σε δράσεις συνεργασίας που αναλαμβάνονται υπέρ τρίτων χωρών στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής ή επισιτιστικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: γενικές διατάξεις για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών) προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Ο συμβαλλόμενος προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως που συνάπτει. 

[…]

Λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η αποστολή της παροχής τεχνικής συνδρομής, του ευρέος κύκλου προσώπων που εμπλέκονται στην εκπλήρωση και στη χρηματοδότησή της, καθώς και του σκοπού της –που έγκειται στη μακροπρόθεσμη αντικατάσταση με πόρους και δυναμικό της ίδιας της υπέρ ης η βοήθεια χώρας– είναι πρόδηλον ότι η απασχόληση ενός προσώπου στη θέση του τεχνικού βοηθού χαρακτηρίζεται, τόσο ως προς την εξέλιξη όσο και ως προς τη διάρκειά της, από περιορισμούς και αστάθμητα στοιχεία που είναι εγγενή και, επομένως, δεν εξαρτώνται από τη βούληση ούτε του εργοδότη ούτε του συμβαλλομένου. Συνεπώς, η απασχόληση στη θέση αυτή δεν υπόκειται στους κανόνες που διέπουν τις συνήθεις εργασιακές σχέσεις και ρυθμίζεται, αναπόφευκτα, με συμβάσεις ορισμένου και, μάλιστα, περιορισμένου χρόνου, των οποίων η ισχύς δεν μπορεί να ανανεωθεί σιωπηρώς, οπότε υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορεί, ενδεχομένως, να δικαιολογείται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Σε περίπτωση που, αφενός, η εξέλιξη των αναγκών της υπέρ ης η βοήθεια χώρας για τεχνική συνδρομή και, αφετέρου, οι διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι παρέχουν τη δυνατότητα συνάψεως πλειόνων συμβάσεων για διαφορετικές αποστολές, ανεξαρτήτως τόσο του ρυθμού και των λεπτομερειών της διαδοχής τους όσο και της διάρκειας τυχόν διακοπών κατά την εκτέλεσή τους, η φαινομενικά αδιάλειπτη άσκηση των καθηκόντων του συμβαλλομένου δεν συνεπάγεται τη μετατροπή της οικείας συμβάσεως σε αορίστου χρόνου. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι οι ιδιαιτερότητες της αποστολής που συνίσταται στην παροχή τεχνικής συνδρομής και ο αστάθμητος χαρακτήρας της τα επηρεάζουν αμφότερα κατά τον ίδιο τρόπο και αποδέχονται ρητώς τις συνέπειες που έχει το στοιχείο αυτό ως προς τη φύση των συμβατικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν.

Ειδικότερα, ο συμβαλλόμενος αναγνωρίζει ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση, ως εργοδότης, να του εξασφαλίσει μόνιμη θέση και ότι οι αποδοχές του καθορίζονται αναλόγως.

Η αποδοχή του στοιχείου αυτού συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο της συμβάσεως.

[…]»

20      Το άρθρο 8 των γενικών διατάξεων για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών είχε ως εξής:

«Ο συμβαλλόμενος οφείλει να υποβληθεί σε όλες τις ιατρικές εξετάσεις και τους εμβολιασμούς που θα του υποδείξουν και θα πραγματοποιήσουν οι συμβεβλημένοι με την Επιτροπή ιατροί. […]

Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση αν ο συμβαλλόμενος κριθεί ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντα [του τεχνικού βοηθού].»

 Το ιστορικό της διαφοράς

21      Στις 30 Ιουνίου 1999, ο ενάγων συνήψε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, «σύμβαση εργασίας» για να αναλάβει καθήκοντα «τεχνικού βοηθού» στη Δημοκρατία του Κονγκό και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο πλαίσιο σχεδίου ανθρωπιστικής βοήθειας που έθεσε σε εφαρμογή η Υπηρεσία Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΥΑΒΕΚ).

22      Από 1ης Ιουλίου 1998 έως τις 30 Ιουνίου 1999, ο ενάγων εργάστηκε ως τεχνικός βοηθός στην Κολομβία.

23      Στη σύμβαση εργασίας που ο ενάγων συνήψε με την Κοινότητα στις 30 Ιουνίου 1999 επισυνάφθηκαν τρία παραρτήματα. Το παράρτημα I περιείχε τις γενικές διατάξεις για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών, οι οποίες είχαν εφαρμογή στην περίπτωση του ενάγοντος δυνάμει του άρθρου 3 της συμβάσεώς του εργασίας. Το παράρτημα ΙΙ καθόριζε τους οικονομικούς όρους της εν λόγω συμβάσεως εργασίας, ενώ το παράρτημα ΙΙΙ προσδιόριζε τα όρια και το περιεχόμενο της αποστολής που ανατέθηκε στον ενδιαφερόμενο.

24      Το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είχε ως εξής:

«Η παρούσα σύμβαση διέπεται από το βελγικό δίκαιο και, ειδικότερα, από τον νόμο της 3ης Ιουλίου 1978 περί των συμβάσεων εργασίας, περιλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την εκ μέρους οποιουδήποτε από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη καταγγελία της συμβάσεως.»

25      Το άρθρο 6 της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος περιείχε την ακόλουθη ρήτρα:

«Τα δικαστήρια των Βρυξελλών είναι αρμόδια να επιληφθούν κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ή κάθε αξιώσεως την οποία προβάλλει το ένα έναντι του άλλου δυνάμει της παρούσας συμβάσεως, εφόσον δεν έχει επέλθει επίλυσή της με φιλικό διακανονισμό μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.»

26      Το άρθρο 7 της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος αφορούσε, μεταξύ άλλων, την τροποποίηση του άρθρου 8 των γενικών διατάξεων για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών και είχε ως εξής:

«Ιατρικές εξετάσεις: Αν τα αποτελέσματα των εξετάσεων που θα πραγματοποιήσουν οι συμβεβλημένοι με την Επιτροπή ιατροί είναι αρνητικά, η σύμβαση λύεται αμέσως.»

27      Το παράρτημα III της εν λόγω συμβάσεως εργασίας προσδιόριζε τα όρια και το περιεχόμενο της αποστολής που θα αναλάμβανε ο ενάγων. Από το σημείο 2.1 του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι τα γενικά καθήκοντά του συνίσταντο στην εκτίμηση της καταστάσεως που επικρατούσε γενικώς στη Δημοκρατία του Κονγκό και στο δυτικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό από ανθρωπιστικής απόψεως, στην αξιολόγηση των αναγκών του πληθυσμού των χωρών αυτών, στην παροχή συμβουλών προς το ΥΑΒΕΚ όσον αφορά τον προγραμματισμό της βοήθειας κα στη διασφάλιση της απρόσκοπτης εφαρμογής των προγραμμάτων που χρηματοδοτούσε η Επιτροπή. Τα ειδικά καθήκοντά του αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την ανάλυση, την αξιολόγηση και τον προγραμματισμό (σημείο 2.2.1 του παραρτήματος III), την επιλογή, την εποπτεία και την οργάνωση (σημείο 2.2.2 του παραρτήματος III), καθώς και τον συντονισμό με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες (σημείο 2.2.3 του παραρτήματος III).

28      Την 1η Ιουλίου 1999, ο ενάγων υποβλήθηκε στην προ της προσλήψεως ιατρική εξέταση από τον ιατρό G. του «Medical Centre of Brussels».

29      Στις 9 Ιουλίου 1999, ο ιατρός G. εξέδωσε το πόρισμα της εξετάσεως με το οποίο διατύπωσε απερίφραστα έντονες αμφιβολίες ως προς την ικανότητα του ενάγοντος να εκτελέσει τη σχεδιαζόμενη αποστολή στη Δημοκρατία του Κονγκό και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, χαρακτηρίζοντάς τον ως «ακατάλληλο, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα [και] της διάρκειάς της, [καθώς] και της γεωγραφικής τοποθεσίας» όπου θα έπρεπε να ασκήσει τα καθήκοντά του.

30      Ο ενάγων έφτασε στην Κινσάσα (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) στις 15 Ιουλίου 1999.

31      Στις 16 Ιουλίου 1999, ο ενάγων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από την Επιτροπή, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση, ότι έπρεπε να επιστρέψει επειγόντως στις Βρυξέλλες.

32      Ο ενάγων επέστρεψε στις Βρυξέλλες στις 20 Ιουλίου 1999. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή τον ενημέρωσε για την άμεση λύση της συμβάσεώς του εργασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 της εν λόγω συμβάσεως και του άρθρου 8 των γενικών διατάξεων για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών.

33      Με επιστολή της 5ης Αυγούστου 1999, ο ενάγων εξήγησε στον διευθυντή της «Κοινής υπηρεσίας Relex για τη διαχείριση των ενισχύσεων προς τρίτες χώρες» («Service commun Relex de la gestion de l’aide aux pays tiers») ότι, εκ παραδρομής, δεν διαβίβασε στον ιατρό G. το τελευταίο και απολύτως φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα του Φεβρουαρίου του 1999, αλλά ένα παλαιότερο ηλεκτροκαρδιογράφημα, στο οποίο υποβλήθηκε τον Ιανουάριο του 1999, ήτοι λίγες μόνον ημέρες μετά το θρομβωτικό επεισόδιο που υπέστη τον Δεκέμβριο του 1998. Λόγω του σφάλματος αυτού, ο ενάγων ζήτησε να υποβληθεί σε νέα ιατρική εξέταση και δεσμεύτηκε να προσκομίσει, συναφώς, όλα τα αποτελέσματα και τα πορίσματα που θα κρίνονταν αναγκαία.

34      Με έγγραφο της 18ης Αυγούστου 1999, ο ενάγων υπέβαλε καταγγελία στον Διαμεσολαβητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Διαμεσολαβητής). Ακολούθησε ανταλλαγή πλειόνων επιστολών μεταξύ αυτού και της Επιτροπής.

35      Με την από 14 Ιουνίου 2001 απόφαση επί της καταγγελίας του ενάγοντος, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε ότι συνέτρεχε περίπτωση κακοδιοικήσεως λόγω μη υποβολής του ενάγοντος στις ιατρικές εξετάσεις πριν τη σύναψη της συμβάσεώς του εργασίας. Έκρινε επίσης ότι, εφόσον η Επιτροπή απέκλεισε τόσο το ενδεχόμενο καταβολής στον ενάγοντα οποιουδήποτε ποσού ως αποζημιώσεως όσο και το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεως προς επίτευξη φιλικής επιλύσεως της διαφοράς, δεν απέμενε στον ενάγοντα καμία άλλη δυνατότητα παρά να προσφύγει ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τον Διαμεσολαβητή, μόνο μια δικαστική αρχή θα μπορούσε «να λάβει υπόψη τις δηλώσεις των διαδίκων, να ακούσει τα επιχειρήματά τους, να τα εξετάσει υπό το πρίσμα των οικείων εθνικών ρυθμίσεων και να αξιολογήσει τα διάφορα στοιχεία εκτιμήσεως όλων των πραγματικών ζητημάτων της μεταξύ τους διαφοράς».

36      Στις 3 Ιουλίου 2001, ο ενάγων ζήτησε νομική συμβουλή από Βέλγο δικηγόρο, τον N. Αυτός επισήμανε ότι οι αγωγές εκ «συμβάσεων εργασίας» πρέπει να ασκούνται εντός έτους από τη λύση της εργασιακής σχέσεως. Εν προκειμένω, η αγωγή έπρεπε, κατά την άποψη του Ν., να ασκηθεί το αργότερο έως τις 19 Ιουλίου 2000.

37      Στις 29 Ιουλίου 2002, ο ενάγων απευθύνθηκε στην επιτροπή αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

38      Στις 9 Οκτωβρίου 2003, ο πρόεδρος της επιτροπής αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέστειλε στον Διαμεσολαβητή έγγραφο με το οποίο, αφενός, τόνισε ότι τα μέλη της εξέφρασαν την έκπληξή τους για τη διαπίστωσή του ότι συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση κακοδιοικήσεως και, αφετέρου, τον ενημέρωσε ότι η Επιτροπή δεν υιοθέτησε τη σύστασή του να επιδιώξει φιλική επίλυση της διαφοράς και, κατόπιν τούτου, η διεύθυνση της ΥΑΒΕΚ δεν είχε προτείνει στον ενάγοντα άλλη θέση εργασίας.

39      Στις 20 Μαΐου 2005, ο ενάγων απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ).

40      Στις 8 Ιουνίου 2005, η Γραμματεία του ΕΔΔΑ απάντησε στον ενάγοντα ότι το ΕΔΔΑ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών που στρέφονται κατά των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, και όχι κατά των κοινοτικών οργάνων. Κατόπιν αυτού, η Γραμματεία του ΕΔΔΑ συμβούλευσε τον ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο.

41      Η Γραμματεία του Δικαστηρίου ενημέρωσε τον ενάγοντα, με την από 21 Δεκεμβρίου 2005 απάντησή της στην επιστολή που αυτός της είχε αποστείλει σε ημερομηνία που δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς, ότι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υπαλληλικών υποθέσεων είναι το Δικαστήριο ΔΔ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 28 Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή προέβαλε ενστάσεις αναρμοδιότητας και απαραδέκτου κατά της ασκηθείσας αγωγής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας.

43      Ο ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των ενστάσεων αναρμοδιότητας και απαραδέκτου με τηλεομοιοτυπία της 22ας Φεβρουαρίου 2008 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 25 Φεβρουαρίου).

44      Σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο διάδικος που ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί του απαραδέκτου ή επί της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία πρέπει να υποβάλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο. Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως, ο πρόεδρος τάσσει στον αντίδικο προθεσμία για να υποβάλει εγγράφως τα αιτήματά του και να προβάλει τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματά του. Η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικώς, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

45      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι έπρεπε να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την αίτηση που υπέβαλε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας.

46      Ο ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 20 310,68 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την καταγγελία της συμβάσεώς του εργασίας, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

47      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, και

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής. Συγκεκριμένα, η εργασιακή σχέση μεταξύ του ενάγοντος και του κοινοτικού οργάνου διέπεται από το βελγικό δίκαιο και τα δικαστήρια των Βρυξελλών είναι αρμόδια να επιληφθούν οποιασδήποτε σχετικής διαφοράς. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσκόμισε την από 23 Απριλίου 2008 απόφαση του δεκάτου ογδόου τμήματος του δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών επί της υποθέσεως M. κατά Επιτροπής, στην οποία η ενάγουσα, που είχε προσληφθεί ως τεχνική βοηθός στο πλαίσιο σχεδίου ανθρωπιστικής βοήθειας που έθεσε σε εφαρμογή η ΥΑΒΕΚ, ζήτησε τη μετατροπή της συμβάσεώς της εργασίας από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Από το γεγονός ότι στην περίπτωση εκείνη το δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών εξέτασε την ουσία της διαφοράς, όπως είχε επανειλημμένως πράξει και σε άλλες υποθέσεις τεχνικών βοηθών, προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να αποφαίνεται επί των διαφορών αυτού του είδους.

49      Η Επιτροπή υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, καθόσον η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ανάγεται στις 20 Ιουλίου 1999 και η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε στις 29 Αυγούστου 2007.

50      Ο ενάγων ισχυρίζεται, πρώτον, ότι πρέπει να θεωρηθεί ως υπάλληλος κατά την έννοια του ΚΛΠ. Διατείνεται ότι η ρήτρα περί εφαρμογής του βελγικού δικαίου στη σύμβασή του ήταν «καταχρηστική». Υποστηρίζει ότι η αγωγή του πρέπει να χαρακτηριστεί ως αγωγή εξ εξωσυμβατικής ευθύνης, κατά το μέτρο που έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε κοινοτικό όργανο. Επομένως, κατά την άποψή του, το Δικαστήριο ΔΔ είναι αρμόδιο, ανεξαρτήτως της ρήτρας περί απονομής αρμοδιότητας στα δικαστήρια των Βρυξελλών, την οποία περιείχε η συναφθείσα στις 30 Ιουνίου 1999 σύμβασή του εργασίας.

51      Δεύτερον, ο ενάγων αμφισβητεί τη βασιμότητα του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι η αγωγή ασκήθηκε εκπροθέσμως. Συγκεκριμένα, διατείνεται ότι οι διαδικασίες τις οποίες κίνησε ενώπιον του Διαμεσολαβητή, της επιτροπής αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ΕΔΔΑ διέκοψαν τον χρόνο παραγραφής. Συνεπώς, η αγωγή του εξ εξωσυμβατικής ευθύνης ασκήθηκε πριν τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

52      Μολονότι υπάρχουν εν προκειμένω σοβαρές αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αγωγής, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί να αποφανθεί επ’ αυτού αν δεν εξετάσει προηγουμένως το ζήτημα της αρμοδιότητάς του.

53      Εν προκειμένω, από τα άρθρα 5 και 6 της συμβάσεως εργασίας τεχνικού βοηθού που συνήψε ο ενάγων με την Επιτροπή προκύπτει ότι η εν λόγω σύμβαση διέπεται από το βελγικό δίκαιο και εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Βρυξελλών.

54      Εντούτοις, το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου δεν μπορεί, στο μέτρο που είναι δημοσίας τάξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T‑174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2289, σκέψη 80, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 2002, T‑387/00, Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3031, σκέψη 36), να επιλυθεί αποκλειστικώς και μόνο βάσει των διατάξεων της επίμαχης συμβάσεως εργασίας.

55      Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να εκτιμάται βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποία καλείται να αποφανθεί.

56      Τα άρθρα 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, το άρθρο 1 του παραρτήματος του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το άρθρο 91 του ΚΥΚ και τα άρθρα 46, 73, 117 και 124 του νέου ΚΛΠ προβλέπουν και οριοθετούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ.

57      Το άρθρο 236 ΕΚ ορίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο ΚΥΚ ή που απορρέουν από το καθεστώς που τους διέπει.

58      Σύμφωνα με το άρθρο 91 του ΚΥΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο VII του κανονισμού αυτού, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των Κοινοτήτων και προσώπου που υπόκειται στον ΚΥΚ.

59      Δυνάμει των άρθρων 46, 73 και 83 του παλαιού ΚΛΠ, καθώς και των άρθρων 46, 73 και 124 του νέου ΚΛΠ, οι διατάξεις του τίτλου VII του ΚΥΚ που αφορούν τις προσφυγές εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στους μη μονίμους υπαλλήλους, πλην των τοπικών.

60      Από το άρθρο 81, παράγραφος 2, του παλαιού ΚΛΠ και το άρθρο 122 του νέου ΚΛΠ προκύπτει ότι των διαφορών μεταξύ κοινοτικού οργάνου και τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα επιλαμβάνεται διαιτητική αρχή σύμφωνα υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η περιληφθείσα στη σύμβαση του υπαλλήλου ρήτρα διαιτησίας.

61      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο ενάγων δεν έχει την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου ή άλλου προσώπου που υπόκειται στον ΚΥΚ και ότι δεν συνήψε με την Επιτροπή σύμβαση μη μονίμου υπαλλήλου.

62      Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η ρήτρα περί εφαρμογής του βελγικού δικαίου στη σύμβασή του ήταν «καταχρηστική» και ότι έπρεπε να θεωρηθεί ως «[μη μόνιμος] υπάλληλος» κατά την έννοια του παλαιού ΚΛΠ.

63      Μολονότι η προπαρασκευαστική της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως έκθεση περιείχε σχετική ερώτηση προς τον ενάγοντα, αυτός δεν διευκρίνισε σε ποια κατηγορία υπαλλήλων έπρεπε, κατά την άποψή του, να υπαχθεί με την πρόσληψή του. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκ μέρους του ενάγοντος διεκδίκηση της ιδιότητας αυτής μπορεί να αφορά όλες τις κατηγορίες υπαλλήλων πλην των τοπικών, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 81, παράγραφος 2, του παλαιού ΚΛΠ και του άρθρου 122 του νέου ΚΛΠ, η ιδιότητα του τοπικού υπαλλήλου δεν μπορεί να θεμελιώσει ούτε αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ ούτε αίτημα περί εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

64      Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προσβολής μιας βλαπτικής πράξεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν αναγνωρίζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του μονίμου ή μη μονίμου, αλλά όχι τοπικού, υπαλλήλου των Κοινοτήτων, αλλά και στα πρόσωπα που διεκδικούν την ιδιότητα αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1975, 65/74, Porrini κ.λπ., Συλλογή τόμος 1975, σ. 129· της 5ης Απριλίου 1979, 116/78, Bellintani κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 853, και της 20ής Ιουνίου 1985, 123/84, Klein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1907, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 1999, T‑74/98, Mammarella κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑151 και II‑797, σκέψη 16).

65      Συνέπεια της νομολογίας αυτής είναι ότι το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο είναι, τουλάχιστον, αρμόδιο να εξετάσει, πρώτον, αν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του παραδεκτού και του βασίμου.

66      Επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου της αρμοδιότητας, πρέπει να εξεταστεί αν ο ενάγων θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί είτε ως πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ είτε ως μη μόνιμος, αλλά όχι τοπικός, υπάλληλος.

67      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο ενάγων διεκδικεί την ιδιότητα του μη μονίμου, αλλά όχι τοπικού, υπαλλήλου των Κοινοτήτων, καίτοι δεν αμφισβητεί ότι δεν συνήψε με την Επιτροπή σύμβαση μη μονίμου υπαλλήλου.

68      Στο μέτρο που, λόγω του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 236 ΕΚ, του άρθρου 1 του παραρτήματος του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του άρθρου 91 του ΚΥΚ, των άρθρων 46, 73 και 83 του παλαιού ΚΛΠ, καθώς και των άρθρων 46, 73 και 124 του νέου ΚΛΠ, η ενδεχόμενη παράβαση εκ μέρους του εναγομένου κοινοτικού οργάνου των άρθρων 1, 2, 3 και 5 του παλαιού ΚΛΠ, από απόψεως πεδίου εφαρμογής τους, θα είχε ως συνέπεια να μην είναι το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο να επιλύσει τη διαφορά, μολονότι, όπως υπογραμμίστηκε ανωτέρω, οι κανόνες περί της δικαστικής αρμοδιότητας είναι δημοσίας τάξεως, πρέπει εν προκειμένω να εξεταστεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως το πεδίο εφαρμογής των άρθρων αυτών.

69      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ευθύς εξαρχής ότι, πλην ορισμένων πολύ συγκεκριμένων και δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, οι σχέσεις εργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μελών του προσωπικού τους εντάσσονται στο πλαίσιο είτε του ΚΥΚ είτε του ΚΛΠ. Πράγματι, το Δικαστήριο εξαρτά από πολύ αυστηρές προϋποθέσεις τη δυνατότητα προσλήψεως προσωπικού με σύμβαση εκτός του πλαισίου του ΚΛΠ (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Klein κατά Επιτροπής, και απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, Maag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2581).

70      Πάντως, η νομολογία διευκρινίζει ότι ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ δεν συνιστούν εξαντλητική κανονιστική ρύθμιση δυνάμενη να απαγορεύσει την πρόσληψη προσώπων εκτός του κανονιστικού πλαισίου που έχει θεσπιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, η αναγνωριζόμενη από τα άρθρα 282 ΕΚ και 238 ΕΚ ικανότητα της Κοινότητας να συνάπτει συμβατικές σχέσεις διεπόμενες από το δίκαιο κράτους μέλους αφορά και τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ή παροχής υπηρεσιών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πρόσληψη προσώπου με σύμβαση που παραπέμπει ρητώς σε εθνική νομοθεσία μπορεί να θεωρηθεί παράνομη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εναγόμενο κοινοτικό όργανο είχε καθορίσει τους όρους της συμβάσεως αυτής όχι ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, αλλά προς αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ, καταστρατηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σχετική διαδικασία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mammarella κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν η σχέση εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως του ενδιαφερομένου, σε μία από τις τρεις κατηγορίες συμβάσεων που υπόκεινται στο κοινοτικό δίκαιο και σε σχέση με τις οποίες το ΚΛΠ απονέμει αρμοδιότητα στο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Maag κατά Επιτροπής), ήτοι, πρώτον, των εκτάκτων υπαλλήλων, δεύτερον, των επικουρικών υπαλλήλων και, τρίτον, των ειδικών συμβούλων.

72      Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στις διατάξεις του ΚΥΚ χρησιμοποιείται ακριβής ορολογία η οποία αποκλείει το ενδεχόμενο αναλογικής εφαρμογής τους σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται ρητώς, πράγμα που ισχύει και για τις διατάξεις του ΚΛΠ (προπαρατεθείσα απόφαση Klein κατά Επιτροπής, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Πρώτον, η ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο υπάλληλοι αυτοί καταλαμβάνουν μόνιμες θέσεις στην υπηρεσία της κοινοτικής διοικήσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Maag κατά Επιτροπής, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Όπως όμως διευκρινίζει ρητώς το άρθρο 3 των γενικών διατάξεων για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών, οι αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν εξ ορισμού πολύ περιορισμένο και απρόβλεπτο χαρακτήρα ως προς την εξέλιξη και τη διάρκειά τους.

75      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι μια σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου δεν συνιστούσε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την πρόσληψη συνεργατών στους οποίους θα ανέθετε καθήκοντα σχετικά με τις περιορισμένου και απρόβλεπτου χαρακτήρα αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας.

76      Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 52 του παλαιού ΚΛΠ, η πραγματική διάρκεια ισχύος της συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου, περιλαμβανομένης της διάρκειας της ενδεχόμενης ανανεώσεως της συμβάσεώς του, δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα για το οποίο απαιτείται η εκ μέρους του προσωρινή άσκηση των καθηκόντων της οικείας θέσεως, οσάκις αυτός προσλαμβάνεται για να αντικαταστήσει μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο που αδυνατεί προσωρινώς να εκτελέσει τα καθήκοντά του, ή τo ένα έτος σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

77      Η νομολογία διευκρινίζει ότι το διακριτικό γνώρισμα της συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου είναι η προσωρινότητά της, δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για μια περιορισμένης χρονικής διάρκειας αντικατάσταση ή για την εκπλήρωση διοικητικών καθηκόντων που είτε είναι προσωρινού χαρακτήρα είτε αφορούν επείγουσα ανάγκη είτε δεν είναι επακριβώς καθορισμένα. Δεδομένου ότι ο σκοπός του καθεστώτος αυτού έγκειται στην άσκηση καθηκόντων που είναι προσωρινά, είτε εκ φύσεως είτε λόγω της απουσίας του κατόχου της θέσεως, από περιστασιακό προσωπικό, δεν επιτρέπεται η κατάχρηση του εν λόγω καθεστώτος προκειμένου να ανατεθούν επί μακρά χρονικά διαστήματα μόνιμα καθήκοντα σε κάποιο πρόσωπο (προπαρατεθείσα απόφαση Maag κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 και 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78      Πάντως, αφενός, ο ενάγων δεν προσελήφθη για να αντικαταστήσει μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο ευρισκόμενο προσωρινώς σε αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντά του και, αφετέρου, μολονότι ορισμένες αποστολές τεχνικής βοήθειας ενδέχεται να χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα ή να αφορούν επείγουσα ανάγκη, σε άλλες περιπτώσεις δεν αποκλείεται η διάρκεια της αποστολής να υπερβαίνει το ένα έτος.

79      Επομένως, θεμιτώς η Επιτροπή έκρινε ότι μια σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου δεν συνιστούσε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την πρόσληψη συνεργατών στους οποίους θα ανέθετε ορισμένα καθήκοντα σχετικά με αποστολές για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.

80      Τρίτον, ο τίτλος V του παλαιού ΚΛΠ προέβλεπε τη δυνατότητα προσλήψεως ειδικών συμβούλων.

81      Από την ονομασία «ειδικός σύμβουλός» και μόνον καθίσταται πρόδηλον ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες.

82      Όμως, από την περιεχόμενη στο παράρτημα III της επίμαχης συμβάσεως εργασίας περιγραφή των καθηκόντων της θέσεως του ενάγοντος προκύπτει ότι τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν ήσαν γενικότερης φύσεως και έβαιναν πέραν της παροχής, απλώς και μόνο, συμβουλευτικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ορισμένα από τα καθήκοντα που ανέλαβε ο ενδιαφερόμενος αφορούσαν επιτήρηση, συντονισμό και προγραμματισμό.

83      Εξάλλου, το άρθρο 5 του παλαιού ΚΛΠ όριζε ότι ο ειδικός σύμβουλος προσλαμβάνεται «λόγω των εξαιρετικών προσόντων του και παρά την ύπαρξη άλλων επαγγελματικών απασχολήσεών του».

84      Εν προκειμένω, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι ο ενάγων διέθετε εξαιρετικά προσόντα.

85      Κατόπιν των ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έκρινε το νομικό καθεστώς των ειδικών συμβούλων ακατάλληλο για την πρόσληψη του ενάγοντος στο πλαίσιο αποστολής για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.

86      Επομένως, το παλαιό ΚΛΠ δεν παρείχε στην Επιτροπή, με τα τρία είδη συμβάσεων που αντιστοιχούσαν στις διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων πλην των τοπικών, μια αρκούντως ευέλικτη και ικανοποιητική λύση προς κάλυψη των αναγκών της, όσον αφορά την πρόσληψη προσωπικού για την πραγματοποίηση ορισμένων αποστολών στο πλαίσιο της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τρίτες χώρες.

87      Εντούτοις, το συμπέρασμα αυτό, δηλαδή ότι η Επιτροπή θεμιτώς έκρινε ότι τα προβλεπόμενα από το ΚΛΠ είδη συμβάσεως που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή δεν ήταν προσαρμοσμένα στην κατάσταση των συνεργατών στους οποίους επιθυμούσε να αναθέσει καθήκοντα σχετικά με αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν καταστρατήγησε την προβλεπόμενη διαδικασία, καθόσον πρέπει επίσης να εξεταστεί αν οι όροι εργασίας που προτάθηκαν στον ενάγοντα πληρούσαν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις κοινωνικές επιταγές που τηρούνται σε κάθε κράτος δικαίου.

88      Συναφώς, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως εργασίας, η αμοιβή του ενάγοντος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχετικώς υψηλή, καθόσον, αν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, οι βασικές μηνιαίες αποδοχές του θα ανέρχονταν σε 5 442,98 ευρώ. Εξάλλου, το άρθρο 3 των γενικών διατάξεων για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών διευκρινίζει ρητώς ότι, λόγω των χαρακτηριστικών της αποστολής της παροχής τεχνικής συνδρομής, η Επιτροπή δεν δύναται να εξασφαλίσει στον αντισυμβαλλόμενό της μόνιμη θέση εργασίας, στοιχείο που αντικατοπτρίζεται στο ύψος της αμοιβής του. Αν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, ο ενάγων θα εισέπραττε επίσης επίδομα αρχηγού οικογενείας, επίδομα συντηρουμένων τέκνων, επίδομα λόγω αντίξοων συνθηκών διαβιώσεως και μια κατ’ αποκοπήν ημερήσια αποζημίωση προσωρινής κατοικίας. Επίσης, θα υπαγόταν σε σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας και συντάξεως. Επιπλέον, θα μπορούσε να προβάλει τυχόν αξίωσή του ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής, καθόσον η σύμβασή του περιείχε ρήτρα περί απονομής αρμοδιότητας στα δικαστήρια των Βρυξελλών. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών έχει πράγματι κρίνει εαυτό αρμόδιο να εκδικάζει διαφορές που άγουν ενώπιόν του τεχνικοί βοηθοί, σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεών τους εργασίας. Τέλος, τόσο η σύμβαση εργασίας όσο και οι γενικές διατάξεις για τις συμβάσεις εργασίας των τεχνικών βοηθών επέβαλλαν στον ενάγοντα την υποχρέωση να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση προ της προσλήψεώς του ως εγγύηση η οποία ήταν απαραίτητη κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον ο ενδιαφερόμενος θα ασκούσε τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα.

89      Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η διεπόμενη από το βελγικό δίκαιο και εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Βρυξελλών σύμβαση εργασίας του ενάγοντος δεν συνάφθηκε προς κάλυψη των αναγκών της υπηρεσίας, αλλά προς αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ. Επομένως, η πρόσληψη του ενάγοντος βάσει συμβάσεως εργασίας διεπομένης από το βελγικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά περίπτωση καταστρατηγήσεως διαδικασίας, η οποία θα συνεπαγόταν παραβίαση των κανόνων περί δικαιοδοσίας.

90      Συνεπώς, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 236 ΕΚ, του άρθρου 1 του παραρτήματος του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του άρθρου 91 του ΚΥΚ, των άρθρων 46, 73 και 83 του παλαιού ΚΛΠ, καθώς και των άρθρων 46, 73 και 124 του νέου ΚΛΠ, το Δικαστήριο ΔΔ είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των υποθέσεων που ήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από 1ης Νοεμβρίου 2007. Επί των υποθέσεων που ήσαν εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ημερομηνία αυτή, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή mutatis mutandis οι συναφείς διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

92      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, το άρθρο 88 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα κοινοτικά όργανα φέρουν τα έξοδά τους.

93      Στο μέτρο που η νομολογία διευκρινίζει ότι το δικαίωμα προσβολής μιας βλαπτικής πράξεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν αναγνωρίζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του μονίμου ή μη μονίμου, αλλά όχι τοπικού, υπαλλήλου των Κοινοτήτων, αλλά και στα πρόσωπα που διεκδικούν την εν λόγω ιδιότητα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας έχει εφαρμογή και στα πρόσωπα αυτά.

94      Δεδομένου ότι ο ενάγων ηττήθηκε, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 12 Νοεμβρίου 2008.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       P. Mahoney

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


** Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.