Language of document : ECLI:EU:F:2008:84

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2008

Υπόθεση F-5/07

Bart Nijs

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Περιληπτική έκθεση των ισχυρισμών στο δικόγραφο της προσφυγής – Προθεσμία διοικητικής ενστάσεως – Νέο πραγματικό περιστατικό – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο B. Nijs ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να διορίσει τον προϊστάμενο του προσφεύγοντος-ενάγοντος στη θέση που αυτός κατέχει τώρα, την ακύρωση, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, του αποτελέσματος του διαγωνισμού CC/LA/1/99 και των συναφών και/ή συνακόλουθων αποφάσεων, την ακύρωση της αποφάσεως της εφορευτικής επιτροπής του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 17ης Μαΐου 2006, περί απορρίψεως της αμφισβητήσεως, από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, της ψηφοφορίας της 2ας, 3ης και 4ης Μαΐου 2006, την ακύρωση του αποτελέσματος των εκλογών της επιτροπής προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 2ας, 3ης και 4ης Μαΐου 2006, την ακύρωση οποιασδήποτε συναφούς και συνακόλουθης αποφάσεως, την ακύρωση των αποφάσεων περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος και περί προαγωγής του G. το 2006, καθώς και την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη. Ο προσφεύγων-ενάγων καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό της προσφυγής ή αγωγής – Εκτίμηση βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 3, και παράρτημα I, άρθρο 7 §§ 1 και 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Αποφάσεις που ελήφθησαν πριν αναλάβει καθήκοντα ο προσφεύγων – Δεν αποδεικνύεται αρνητική επίδραση στα συμφέροντα του προσφεύγοντος – Δεν εμπίπτουν

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Διαφορές σχετικές με τις εκλογές για την ανάδειξη της επιτροπής προσωπικού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

5.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Μολονότι ο κανόνας του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) μπορεί να απορρίψει με διάταξη μια προδήλως απορριπτέα προσφυγή, είναι δικονομικός κανόνας ο οποίος εφαρμόζεται, αυτός καθαυτός, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο δεν ισχύει για τους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ΔΔ δύναται, κατ’ εφαρμογήν του ως άνω άρθρου, να κρίνει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη, οι οποίοι μπορούν να είναι μόνον εκείνοι που είχαν εφαρμογή κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 11 Δεκεμβρίου 2007, F‑60/07, Martin Bermejo κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25

2.      Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία. Για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής.

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το γραπτό στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ περιλαμβάνει καταρχήν μία μόνο ανταλλαγή υπομνημάτων, εκτός αν το ως άνω Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του ως άνω Οργανισμού, ο υπάλληλος εκπροσωπείται από δικηγόρο. Η βασική αποστολή του τελευταίου, ως αρωγού της δικαιοσύνης, είναι ακριβώς να θεμελιώσει τα αιτήματα της προσφυγής σε νομική επιχειρηματολογία αρκούντως κατανοητή και συνεκτική, λαμβανομένου υπόψη ακριβώς του γεγονότος ότι το γραπτό στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ περιλαμβάνει καταρχήν μία μόνο ανταλλαγή υπομνημάτων.

Δεν πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας δικόγραφο προσφυγής στο οποίο τα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται κατά τρόπο συγκεχυμένο και άτακτο, χωρίς ο αναγνώστης να δύναται να τα συνδέσει λυσιτελώς προς κάποιο αίτημα της προσφυγής ή κάποιον από τους ισχυρισμούς που προβάλλονται προς στήριξή της.

Ομοίως, είναι προδήλως απαράδεκτη η προσφυγή υπαλλήλου η οποία δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και κατά συνέπεια δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

(βλ. σκέψεις 25 έως 28, 40, 45 και 50)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 24 Μαρτίου 1993, T‑72/92, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑347, σκέψεις 16, 18 και 19· 28 Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20· 21 Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 42· 15 Ιουνίου 1999, T‑277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. II‑1825, σκέψη 29

3.      Συνιστούν βλαπτικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρων 90, παράγραφος 2, και 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, μόνο τα μέτρα εκείνα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς την έννομη κατάστασή του, και τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου.

Δεν αποτελεί τέτοια περίπτωση ούτε ο διορισμός, στο ίδιο θεσμικό όργανο, άλλου υπαλλήλου, όταν ο διορισμός αυτός έλαβε χώρα πριν αναλάβει καθήκοντα ο προσφεύγων, ούτε η απόφαση περί της συνθέσεως δευτεροβάθμιων επιτροπών για ορισμένη περίοδο αξιολογήσεως, ούτε και η απόφαση περί προαγωγής τρίτου υπαλλήλου, εφόσον ο προσφεύγων δεν μπορεί να αποδείξει ότι η απόφαση περί μη προαγωγής του ήταν απόρροια της αποφάσεως εκείνης ή, τουλάχιστον, ότι η απόφαση εκείνη ήταν ικανή να βλάψει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις προοπτικές της σταδιοδρομίας του.

(βλ. σκέψεις 35, 36, 44 και 47)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑43/04, Fardoom και Reinard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑329 και II‑1465, σκέψη 26· 3 Οκτωβρίου 2006, T‑171/05, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑195 και II‑A‑2‑999, σκέψεις 86 και 96

ΔΔΔ: 21 Απριλίου 2008, F‑78/07, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31· 5 Ιουνίου 2008, F‑123/06, Timmer κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42

4.      Δεν εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να καθορίσει τη σύνθεση της επιτροπής προσωπικού. Επομένως, έστω και αν κάθε εκλογέας έχει συμφέρον να εκλεγούν οι εκπρόσωποι της οργανώσεώς του υπό τους όρους και βάσει εκλογικού συστήματος σύμφωνου προς τις διατάξεις του ΚΥΚ στις οποίες υπόκειται η σχετική εκλογική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως αντικειμένου, η προσφυγή που ασκείται κατ’ αποφάσεως με την οποία η εν λόγω αρχή υποτίθεται ότι καθόρισε τη σύνθεση αυτή.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 25 Οκτωβρίου 2007, F‑71/05, Milella και Campanella κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Προκειμένου να εκτιμηθούν τα προσόντα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως περί προαγωγής δυνάμει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων και των μέσων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, αυτή παρέμεινε εντός μη επιλήψιμων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Ο δικαστής συνεπώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων στην εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Εντούτοις, η διακριτική εξουσία που κατ’ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζεται στη διοίκηση περιορίζεται από την ανάγκη να διεξάγεται η συγκριτική εξέταση των υποψηφιοτήτων με επιμέλεια και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διεξάγεται επί ίσοις όροις και βάσει συγκρίσιμων πηγών πληροφόρησης.

Προς τούτο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει βάσει του ΚΥΚ την εξουσία να διενεργεί την κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ συγκριτική εξέταση σύμφωνα με τη διαδικασία ή τη μέθοδο την οποία κρίνει ως πλέον ενδεδειγμένη.

(βλ. σκέψεις 52 έως 54)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Ιουλίου 1976, 62/75, De Wind κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 423, σκέψη 17· 21 Απριλίου 1983, 282/81, Ragusa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1245, σκέψεις 9 και 13

ΠΕΚ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑76/92, Τσιριμώκος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1281, σκέψη 21· 13 Ιουλίου 1995, T‑557/93, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑195 και II‑603, σκέψη 20· 21 Σεπτεμβρίου 1999, T‑157/98, Oliveira κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑163 και II‑851, σκέψη 35· 3 Οκτωβρίου 2000, T‑187/98, Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑195 και II‑885, σκέψη 59· 19 Μαρτίου 2003, T‑188/01 έως T‑190/01, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑95 και II‑495, σκέψη 97· 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑241/02, Callebaut κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑215 και II‑1061, σκέψη 22· 10 Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 45· 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑216/03, Tenreiro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑245 και II‑1087, σκέψη 50